Τι Αύγουστος κι αυτός! Τι καλοκαίρι
μαραγκιασμένο. Δυστυχώς, του βάζεις εύκολα τίτλο. Το καλοκαίρι της
απειλής, τόσο γενικευμένης και τόσο απροσδιόριστα εξατομικευμένης, που
δεν έχεις πού να πατήσεις ενόψει φθινοπώρου, και κατ’ άλλους αρχής
τυπικώς του οικονομικού έτους της κατάρτισης του προϋπολογισμού.
Μέσα σε λίγο χρόνο και συμπυκνωμένα, στην εποχή που οι θρίαμβοι των θερινών ερώτων και εμπειριών, των οικογενειακών στιγμών και της χαράς αναρτώνται στο instagram, χάθηκαν τα κοχύλια κι οι πεταλίδες στα voucher της φτώχειας, στα ειδοποιητήρια των απολύσεων και στο δρόμο των πλειστηριασμών των σπιτιών. Και καθώς η ξετσιπωσιά του φετινού καλοκαιριού ανήκει κύρια κι αποκλειστικά στον κορονοϊό, αυτό το δρεπάνι, το σχεδόν αόρατο, που θερίζει δουλειές και κυρίως ζωές, χωρίς να ξεχωρίζει από τα στάχυα της ζωής, τα μαραμένα των γηρατειών, τα φρέσκα των παιδιών, τα χρυσά των επωνύμων, και τα οδυνηρά των πολλών θυμάτων της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο μαζών, λες κι ήρθε αυτή η υγειονομική φονική καταιγίδα και σάρωσε μαζί με τους στίχους των ποιητών και τα όνειρα των απλών ανθρώπων.
Πού να πρωτοστείλεις μια παρηγορητική σκέψη. Μια ενθάρρυνση. Που πρέπει να φοράει μάσκα με σαράντα βαθμούς, να τηρεί αποστάσεις και ταυτόχρονα να σε φέρνει, σχεδόν αυτόματα, κοντά στον καθημερινό εκείνον άνθρωπο, τον εργαζόμενο, το μεροκαματιάρη που ‘χει ζήσει κι άλλα τέτοια καλοκαίρια, θύμα του πιο ισχυρού, πιο σταθερού και χωρίς ελπίδα εμβολίου, πλην της επανάστασης, ιού του καπιταλισμού. Μιλάω γι’ αυτούς που χρόνια τώρα, και προ και μετα-μνημονιακά, ξέχασαν τα καλοκαίρια και τις διακοπές, ή τα συρρίκνωσαν μα σε τριήμερα, μα σε φορτώματα στους γέρους στα χωριά ή το πολύ πολύ σε μπάνια με λεωφορείο στις ελάχιστες ελεύθερες παραλίες περί τα κλεινά άστεα.
Μιλάω με τους φίλους μου, μιλάω με τους συντρόφους μου, ακόμα και αυτούς που απεργάζονται με κόπο σχέδια για μια ολιγοήμερη τσιγκούνικη απόδραση από τις έγνοιες, κι όλοι τους φεύγουν με την Ιθάκη της απειλής να τους ακολουθεί.
Το καλοκαίρι και να θες, και να μπορείς, και να ‘χεις συνηθίσει ακόμα, με μια καρπουζόφλουδα και λίγη αλμύρα στο πετσί, προσφέρεται για αυτοΐαση από τις χειμερινές οδύνες. Ολοι οι λαοί, ειδικά εμείς του Νότου, ακόμα και πνιγμένοι απ’ την κάθοδο των χλωμών μυρίων του Βορρά, το ‘χουμε να πιανόμαστε από ψήγματα αισιοδοξίας, φανερά κρυμμένα στα κουκούτσια των φρούτων εποχής. Όχι αυτό το καλοκαίρι. Μόλις πας να πεις μια κουβέντα του τύπου θα περάσει κι αυτό, ακούγεσαι σαν κακοπληρωμένος διαφημιστής ή τρολ της εξουσίας. Η άλλη όψη της απειλής είναι αυτή που δε χωράει ούτε χωρατά ούτε φιλολογικές προσεγγίσεις, αφού στην άκρη απ’ το απέραντο γαλάζιο δείχνει τα δόντια της μια νατοϊκή και συνεταιρική πολιτική, καθόλου τουριστικών ευρωπαϊκών προσδοκιών, που κάνει ό,τι μπορεί για να σε κάτσει ως ισότιμο υποτελή στο θηριώδες χαλιφάτο της Τουρκίας του Ερντογάν.
Κι εδώ είναι που μπλέκεται το κόκκινο του καρπουζιού με το κόκκινο του αίματος. Γιατί όταν στα τραπέζια δεν κάθονται οι λαοί αλλά τ’ αφεντικά τους, οι ληστές κι οι εκμεταλλευτές, τότε δε σώζει ούτε η μάσκα, ούτε το έπεσαν οι μάσκες. Αυτές ειδικά, οι καθόλου ιατρικές, έχουν πέσει προ πολλού κι υπαγορεύουν τη μόνη διέξοδο τυπωμένη στην αφίσα του φετινού Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Για να νικήσει η ζωή και το καλοκαίρι της.
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 1-2/8/2020
Μέσα σε λίγο χρόνο και συμπυκνωμένα, στην εποχή που οι θρίαμβοι των θερινών ερώτων και εμπειριών, των οικογενειακών στιγμών και της χαράς αναρτώνται στο instagram, χάθηκαν τα κοχύλια κι οι πεταλίδες στα voucher της φτώχειας, στα ειδοποιητήρια των απολύσεων και στο δρόμο των πλειστηριασμών των σπιτιών. Και καθώς η ξετσιπωσιά του φετινού καλοκαιριού ανήκει κύρια κι αποκλειστικά στον κορονοϊό, αυτό το δρεπάνι, το σχεδόν αόρατο, που θερίζει δουλειές και κυρίως ζωές, χωρίς να ξεχωρίζει από τα στάχυα της ζωής, τα μαραμένα των γηρατειών, τα φρέσκα των παιδιών, τα χρυσά των επωνύμων, και τα οδυνηρά των πολλών θυμάτων της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο μαζών, λες κι ήρθε αυτή η υγειονομική φονική καταιγίδα και σάρωσε μαζί με τους στίχους των ποιητών και τα όνειρα των απλών ανθρώπων.
Πού να πρωτοστείλεις μια παρηγορητική σκέψη. Μια ενθάρρυνση. Που πρέπει να φοράει μάσκα με σαράντα βαθμούς, να τηρεί αποστάσεις και ταυτόχρονα να σε φέρνει, σχεδόν αυτόματα, κοντά στον καθημερινό εκείνον άνθρωπο, τον εργαζόμενο, το μεροκαματιάρη που ‘χει ζήσει κι άλλα τέτοια καλοκαίρια, θύμα του πιο ισχυρού, πιο σταθερού και χωρίς ελπίδα εμβολίου, πλην της επανάστασης, ιού του καπιταλισμού. Μιλάω γι’ αυτούς που χρόνια τώρα, και προ και μετα-μνημονιακά, ξέχασαν τα καλοκαίρια και τις διακοπές, ή τα συρρίκνωσαν μα σε τριήμερα, μα σε φορτώματα στους γέρους στα χωριά ή το πολύ πολύ σε μπάνια με λεωφορείο στις ελάχιστες ελεύθερες παραλίες περί τα κλεινά άστεα.
Μιλάω με τους φίλους μου, μιλάω με τους συντρόφους μου, ακόμα και αυτούς που απεργάζονται με κόπο σχέδια για μια ολιγοήμερη τσιγκούνικη απόδραση από τις έγνοιες, κι όλοι τους φεύγουν με την Ιθάκη της απειλής να τους ακολουθεί.
Το καλοκαίρι και να θες, και να μπορείς, και να ‘χεις συνηθίσει ακόμα, με μια καρπουζόφλουδα και λίγη αλμύρα στο πετσί, προσφέρεται για αυτοΐαση από τις χειμερινές οδύνες. Ολοι οι λαοί, ειδικά εμείς του Νότου, ακόμα και πνιγμένοι απ’ την κάθοδο των χλωμών μυρίων του Βορρά, το ‘χουμε να πιανόμαστε από ψήγματα αισιοδοξίας, φανερά κρυμμένα στα κουκούτσια των φρούτων εποχής. Όχι αυτό το καλοκαίρι. Μόλις πας να πεις μια κουβέντα του τύπου θα περάσει κι αυτό, ακούγεσαι σαν κακοπληρωμένος διαφημιστής ή τρολ της εξουσίας. Η άλλη όψη της απειλής είναι αυτή που δε χωράει ούτε χωρατά ούτε φιλολογικές προσεγγίσεις, αφού στην άκρη απ’ το απέραντο γαλάζιο δείχνει τα δόντια της μια νατοϊκή και συνεταιρική πολιτική, καθόλου τουριστικών ευρωπαϊκών προσδοκιών, που κάνει ό,τι μπορεί για να σε κάτσει ως ισότιμο υποτελή στο θηριώδες χαλιφάτο της Τουρκίας του Ερντογάν.
Κι εδώ είναι που μπλέκεται το κόκκινο του καρπουζιού με το κόκκινο του αίματος. Γιατί όταν στα τραπέζια δεν κάθονται οι λαοί αλλά τ’ αφεντικά τους, οι ληστές κι οι εκμεταλλευτές, τότε δε σώζει ούτε η μάσκα, ούτε το έπεσαν οι μάσκες. Αυτές ειδικά, οι καθόλου ιατρικές, έχουν πέσει προ πολλού κι υπαγορεύουν τη μόνη διέξοδο τυπωμένη στην αφίσα του φετινού Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Για να νικήσει η ζωή και το καλοκαίρι της.
Σημείωση: Το άρθρο της Λιάνας Κανέλλη αναδημοσιεύεται από τον Ριζοσπάστη του Σαββατοκύριακου 1-2/8/2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου