Τις τελευταίες ημέρες η ελληνική κοινωνία μοιάζει με καζάνι που βράζει και όχι άδικα. Οι αποκαλύψεις στον καλλιτεχνικό χώρο έχουν ταράξει συθέμελα την εικόνα ορισμένων “καθώς πρέπει” ηθοποιών και σκηνοθετών με τεράστια εμπειρία στο χώρο και έχουν προκαλέσει την οργή ακόμα και των πιο ψύχραιμων.
Μέσα σε όλη αυτή την αναταραχή ευτυχώς ορισμένοι έγκριτοι δημοσιογράφοι έχουν αναλάβει το δύσκολο και ιερό έργο της έγκυρης και αποτελεσματικής μας ενημέρωσης. Είναι οι ίδιοι που τα τελευταία χρόνια έχουν αυτοανακηρυχθεί ως ειδικοί σε ζητήματα διεθνών σχέσεων, νομικής, πολιτικής, οικονομίας και ηθικής. Τώρα τελευταία μάλιστα ειδικεύονται και σε θέματα δημόσιας υγείας, υπενθυμίζοντάς αρκετά συχνά στο λαό το πόσο πολύ φταίει για την πανδημία, σε περίπτωση που το έχει ξεχάσει. Καλοντυμένοι και περιποιημένοι μετά περισσής σοβαρότητας με ύφος που θα ζήλευε ακόμα και ο Πλάτωνας, βγάζουν στα τηλεοπτικά παράθυρα περίφημους λόγους, που θα ζήλευε μέχρι και ο Δημοσθένης. Αν και μπορεί να διαφωνούν σε πολλά, το σίγουρο είναι ότι συμφωνούν και σε κάτι. Με ένα στόμα και με μία φωνή, καθώς νιώθουν να θίγεται η κατά τα άλλα ακλόνητη και απροσπέλαστη ηθική των νοικοκυραίων που κρύβουν μέσα τους, καλούν τους δικαστές και τους πολιτικούς να αυστηροποιήσουν τις ποινές. Εκτός από αυτό συμφωνούν και σε κάτι άλλο. Το ζήτημα του βιασμού δεν πρέπει επ’ ουδενί να πάρει πολιτικές διαστάσεις.
Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Έστω ότι αυξάνονται οι ποινές για τους βιαστές και τους παιδεραστές. Φυσικά αυτό είναι κάτι στο οποίο δεν μπορεί να διαφωνήσει κανείς. Είναι όμως αρκετό; Μήπως την επόμενη ημέρα θα εξαφανιστούν αμφότεροι με κάποιον μεταφυσικό τρόπο; Η απάντηση είναι όχι. Το πραγματικό ερώτημα είναι αν μπορεί μία κοινωνία που νοσεί βαθιά, από τη μία μέρα στην άλλη να φορέσει ένα φωτοστέφανο και να αποβάλλει ως δια μαγείας με έναν νόμο όλα της τα κουσούρια. Η απάντηση είναι και πάλι όχι. Αφού λοιπόν οι νέοι και πιο αυστηροί νόμοι δεν πρόκειται να δώσουν μία οριστική λύση (αν και είναι αναγκαίοι), τότε τι πρέπει να γίνει;
Για να απαντήσει κανείς θα πρέπει να εντοπίσει τα αίτια του προβλήματος και όχι να ψάχνει εύκολες και επιφανειακές λύσεις. Γιατί κάποιοι άνθρωποι γίνονται βιαστές, δολοφόνοι και παιδεραστές; Μήπως φταίει η ανθρώπινη φύση; Αυτή η απάντηση φαίνεται εντελώς ανυπόστατη και δεν προκύπτει από καμία έρευνα στα τόσα χρόνια που έχει καταπιαστεί η επιστήμη με το ζήτημα. Πλέον αυτή η αναχρονιστική θέση επικρατεί μόνο στον τομέα της παραψυχολογίας, αλλά και σε γόνους γνωστών πολιτικών οικογενειών, σύμφωνα με τους οποίους η κοινωνική ισότητα είναι ενάντια στην ανθρώπινη φύση. Φαίνεται λοιπόν πως είναι το κοινωνικό περιβάλλον που φταίει. Όμως τι πάει λάθος με δαύτο;
Στην καπιταλιστική κοινωνία μία χούφτα καπιταλιστών κυριαρχεί πάνω στη μεγάλη πλειοψηφία. Από μικροί οι καπιταλιστές μαθαίνουν τόσο από τα ιδιωτικά κολλέγια, όσο και από τις οικογένειές τους, ότι είναι πανίσχυροι και μπορούν να έχουν τα πάντα, με όποιο κόστος. Η αίσθηση της δύναμης και της εξουσίας, τους τυφλώνει και αντιλαμβάνονται τους “κατωτέρους” τους (και ειδικά τους εργάτες) ως πιόνια και γιατί όχι και ως σκεύη ηδονής. Το πράγμα μπορεί να γίνει πολύ χειρότερο όταν ένας εργάτης ή ένας άνθρωπος που προέρχεται από τα φτωχά λαϊκά στρώματα αποκτά ξαφνικά κάποια θέση εξουσίας. Έτσι φαίνεται πως η εξουσία και η δυνατότητα για οικονομική και ηθική εκμετάλλευση που απορρέει από αυτήν, πολλές φορές μπορούν να δημιουργήσουν αληθινά τέρατα. Δεν είναι τυχαίο ότι καθημερινά λαμβάνουν χώρα υπεράριθμα περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης από εργοδότες σε εργαζόμενους και κυρίως σε εργαζόμενες.
Στην κοινωνία όπου κυριαρχούν οι αγορές, οι άνθρωποι μετατρέπονται σε υποχείριά τους. Η προσωπικότητα των ατόμων αλλοτριώνεται. Στους εργάτες επικρατεί ο ανταγωνισμός για μία θέση στην αγορά εργασίας, η πείνα, η ανεργία και η καθημερινή μάχη για επιβίωση. Η μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα συμβάλλει στην εμπορευματοποίηση των σχέσεων των εργατών. Η οικονομική καταπίεση μπορεί να οδηγήσει ακόμα και τον πιο ευγενή άνθρωπο στις πιο αποτρόπαιες πράξεις. Όσον αφορά τους καπιταλιστές, υπάρχει ακόμα μεγαλύτερος ανταγωνισμός στις δικές τους αγορές, όπου το απρόσκοπτο κυνήγι του κέρδους δεν αφήνει τον παραμικρό χώρο για ευγενή αισθήματα. Αντιθέτως ευνοεί τον εγωισμό, την ανθρωποφαγία, τον σαδισμό, καθώς και κάθε μορφής ψυχική ασθένεια.
Σε επίπεδο εποικοδομήματος ο ανορθολογικός τρόπος σκέψης που διδάσκεται από τα πρώτα έτη των σχολείων μέχρι τα πανεπιστήμια μειώνει τις ηθικές και πνευματικές αντιστάσεις των παιδιών σε αυτά που συμβαίνουν γύρω τους. Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και το ίντερνετ συμβάλλουν στην αποβλάκωση και στην αναισθητοποίηση και αποτελούν εύφορο έδαφος για την ανάδυση του σεξισμού και της ομοφοβίας, που είναι βαθιά ριζωμένα σε πολλές συνειδήσεις. Παντού το σύστημα προωθεί το κυνήγι της ατομικής επιτυχίας και ευημερίας χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι κοινωνικές συνέπειες. Όλα αυτά δημιουργούν φόβο σε αυτούς που καταλαβαίνουν κάτι παραπάνω, αλλά και έναν φετιχισμό, δηλαδή μία κατάσταση όπου ο άνθρωπος βλέπει τον άνθρωπο ως πράγμα. Το δεύτερο αφορά κυρίως τους θύτες, ενώ το πρώτο αυτούς που μπορεί να ξέρουν, αλλά να μην μιλούν.
Ποιος είναι λοιπόν ο πραγματικός ένοχος σε τελευταία ανάλυση; Είναι το ίδιο το σύστημα που κάθε μέρα σαπίζει όλο και πιο πολύ. Σε αντίθεση λοιπόν με αυτά που ισχυρίζονται οι έγκριτοι δημοσιογράφοι, το ζήτημα είναι κυρίως πολιτικό. Όποιος το βλέπει αποκομμένα, δηλαδή εντοπίζει το πρόβλημα σε μία μεμονωμένη προβληματική συμπεριφορά ξέχωρα από το κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, αφενός δεν το κατανοεί, αφετέρου βγάζει λάδι ένα ολόκληρο σύστημα που κρύβεται από πίσω του. Ευτυχώς σήμερα είναι πιο εύκολο να κατηγορηθεί και να μπει στη φυλακή ένας βιαστής σε σχέση με παλαιότερα έτη. Ωστόσο παραμένει δύσκολο να βρεθεί τι τον δημιούργησε. Σίγουρα δεν μπορούμε να απαιτήσουμε μία τέτοια αναζήτηση από καλοπληρωμένους υπαλλήλους που υπηρετούν συνειδητά το σύστημα και ζουν από αυτό. Για όλους τους άλλους όμως αυτό δεν είναι απλά κάτι αναγκαίο, αλλά είναι μία ηθική υποχρέωση απέναντι στα θύματα, που στο κάτω κάτω θα μπορούσαν να είναι παιδιά μας, αδέρφια μας, φίλοι μας, δικοί μας άνθρωποι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου