Δεν ήταν ακριβώς έκπληξη αυτό που ένιωσε η Ζαμπίνε Φρίντεν – Πάλαντ, κάτοικος της πόλης Όλντενμπουργκ και μέλος του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας (DKP) από το 1974, όταν πριν λίγες μέρες, στα τέλη Μαρτίου, βρήκε στην αλληλογραφία της ένα γράμμα από το Υπουργείο Εσωτερικών του κρατιδίου της Κάτω Σαξονίας με θέμα “Συλλογή πληροφοριών μέσω υπηρεσιών πληροφοριών”. Στο λακωνικό γράμμα, αποτελούμενο από τρεις φράσεις, η παραλήπτρια ενημερωνόταν, πως βάσει μιας σειράς παραγράφων, σταματούσε η παρακολούθησή της από την τοπική Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος, στη διάρκεια της οποίας είχαν συλλεγεί προσωπικά δεδομένα της Φρίντεν – Πάλαντ εν αγνοία της. Ή καλύτερα, χωρίς τη συναίνεσή της, καθώς η ίδια όπως και σύντροφοί της – παλιοί και τωρινοί που έλαβαν πανομοιότυπη επιστολή, τουλάχιστον εννέα άτομα στο σύνολο- έχουν λόγους να πιστεύουν πως η παρακολούθηση ξεκίνησε τουλάχιστον από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και κράτησε πιθανότατα το νωρίτερο ως το 2016, αφού ο νόμος προβλέπει πως οι παρακολουθούμενοι οφείλουν να ενημερωθούν για τη δράση της Υπηρεσίας Προστασίας του Συντάγματος μέσα σε πέντε χρόνια από την διακοπή της παρακολούθησης. Σε καμία από τις επιστολές δεν αναφέρεται ο ακριβής λόγος για τον οποίο η βασική εσωτερική μυστική υπηρεσία της ΟΔΓ έθεσε στο στόχαστρό της εννιά ανθρώπους που δεν είχαν διαπράξει κανένα αδίκημα στη ζωή τους, καθιστώντας προφανές το συμπέρασμα πως η παρακολούθηση αφορούσε καθαρά και μόνο τις πολιτικές τους πεποιθήσεις.
To Όλντεμπουργκ ήταν επίκεντρο της πρακτικής της απαγόρευσης απασχόλησης στο δημόσιο και της απόλυσης δημοσίων υπαλλήλων υπό των διαβόητο νόμο “κατά του ριζοσπαστισμού” που τέθηκε σε εφαρμογή το 1972, με πρόσχημα την καταπολέμηση της RAF και της ιδεολογικής επιρροής της. Στην πραγματικότητα, ο νόμος αξιοποιήθηκε για να στοχοποιηθούν και να διωχθούν από το δημόσιο χιλιάδες άνθρωποι λόγω των κομμουνιστικών ή απλά προοδευτικών πολιτικών τους πεποιθήσεων. Πολύ αργότερα, το κρατίδιο της Κάτω Σαξονίας καταδίκασε αυτή την πρακτική, ενώ ο νόμος παραμένει σε ισχύ στο κρατίδιο της Βαυαρίας.
Η Φρίντεν – Πάλαντ γνώριζε ήδη από τότε πως η ίδια και ο περίγυρός της βρίσκονταν υπό παρακολούθηση: “Γνωρίζαμε φυσικά πως υπήρχε μια εντατική, προσωποποιημένη παρακολούθηση, γιατί στις δίκες (σσ. βάσει του νόμου περί ριζοσπαστισμού), τα αποδεικτικά στοιχεία έδειχναν σε αυτή την κατεύθυνση. Από εκεί προέκυπτε για παράδειγμα, πως σε συνελεύσεις μελών (σσ. του DKP) υπήρχαν πληροφοριοδότες που κρατούσαν σημειώσεις. Κάποιος από το κοντινό μου περιβάλλον ανέφερε πως ο καλύτερός του φίλος στρατολογήθηκε από την Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος. Σταματούσαν μέλη και συμπαθούντες του κόμματος στο δρόμο και ρωτούσαν αν θέλουν να γίνουν χαφιέδες της Υπηρεσίας. Το DKP εκείνη την περίοδο είχε περίπου 400 μέλη και πενταμελή επιτροπή”. Αυτές τις “ζωές των άλλων” ωστόσο, δε θα τις δείτε να γίνονται ταινία, αφού δεν αφορούν τη Στάζι και τον κακό ολοκληρωτισμό του “παραπετάσματος”.
Η ίδια, ως δημόσια υπάλληλος στη Βρέμη, λάμβανε συχνά ερωτηματολόγια από την Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος, ενώ ο διευθυντής της την είχε προειδοποιήσει ότι “ξέρει τις πολιτικές της δραστηριότητες στο Όλντεμπουργκ”. Το γεγονός πως δεν έχασε τη θέση της στο δημόσιο η ίδια το αποδίδει στο ότι η Βρέμη, ως χωριστό κρατίδιο εφάρμοσε πιο χαλαρά τη σχετική νομοθεσία, σε αντίθεση με την Κάτω Σαξονία, όπου στην τοπική κυβέρνηση και αστυνομία υπήρχε πλήθος παλαιών μελών του ναζιστικού κόμματος. Ο λόγος για τον οποίο συνεχιζόταν επί δεκαετίες η παρακολούθησή της, πέραν της πολιτικής στοχοποίησης, είναι εξίσου ασαφής με εκείνον για τον οποίο αυτή σταμάτησε, αν και η ίδια υποψιάζεται ότι έχει να κάνει με εσωτερικές ανακατατάξεις και παραιτήσεις που σημειώθηκαν τα προηγούμενα χρόνια στην τοπική Υπηρεσία Προστασίας του Συντάγματος, σημειώνοντας την ανάγκη να καταργηθεί η Υπηρεσία αυτή που δε συνεισφέρει σε τίποτε παρά στον εκφοβισμό πολιτικών αντιπάλων, ενάντια στο ίδιο το γερμανικό αστικό σύνταγμα.
Mε πληροφορίες από Junge Welt
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου