.
Την αυτονόητη καταδίκη του φαινομένου της σεξουαλικής και κάθε άλλης μορφής βίας και κακοποίησης σε βάρος των γυναικών προκάλεσαν οι καταγγελίες της Σοφίας Μπεκατώρου για τον βιασμό της από μέλος της διοίκησης της Ελληνικής Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας (ΕΙΟ), στα πρώτα βήματα της αθλητικής της σταδιοδρομίας. «Ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι στον αθλητισμό θα αντιμετώπιζα τη βία, πόσο μάλλον τη σεξουαλική», τόνισε η Ολυμπιονίκης, φέρνοντας με τη δημόσια παρέμβασή της στην επιφάνεια ένα φαινόμενο που, όπως φαίνεται από καταγγελίες που ακολούθησαν, κάθε άλλο παρά μεμονωμένο είναι.
Ο χώρος του αθλητισμού, κάτω από τη διαβρωτική επίδραση της εμπορευματοποίησης, του ανταγωνισμού και της μετατροπής του σε πεδίο δράσης των πάσης φύσεως «παραγόντων», λειτουργεί ως «θερμοκήπιο» που θρέφει το φαινόμενο. Ωστόσο, το πρόβλημα δεν αρχίζει ούτε τελειώνει στα όριά του. Αντιμέτωπες με πολύμορφη βία, που περιλαμβάνει την παρενόχληση και την κακοποίηση, βρίσκονται εργαζόμενες σε χώρους δουλειάς, φοιτήτριες και σπουδάστριες σε εκπαιδευτικά ιδρύματα, γυναίκες ακόμα και μέσα στο ίδιο τους το σπίτι.
Είναι χαρακτηριστικό ότι με βάση τα αποτελέσματα παλιότερης έρευνας του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (FRA), το 22% των γυναικών έχουν βιώσει σωματική ή σεξουαλική βία, ενώ το 43% έχουν υποστεί ψυχολογική κακοποίηση. Ωστόσο, οι διαπιστώσεις για την έκταση που έχει το φαινόμενο, η γενικόλογη καταδίκη του και οι ανέξοδες υποσχέσεις για μέτρα που θα οδηγήσουν τάχα στην εξάλειψή του δεν συμβάλλουν στην αποκάλυψη αλλά αντίθετα οδηγούν στη συσκότιση των αιτιών του.
Οι προτροπές που απευθύνουν κυβερνητικοί εκπρόσωποι και θεσμοί στις γυναίκες αυτές να «σπάσουν τη σιωπή τους» αποδεικνύονται κούφιες και υποκριτικές, καθώς δεν συνοδεύονται από τα απαραίτητα μέτρα στήριξης και προστασίας, με ευθύνη του κράτους, για να μπορέσει μια γυναίκα να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα που βιώνει. Αντιθέτως, μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της πολιτικής των κυβερνήσεων, της ΕΕ, των θεσμών που στοιχίζονται πίσω από την ίδια πολιτική, κρύβονται οι πραγματικές οικονομικές και κοινωνικές αιτίες που εκκολάπτουν την πολύμορφη βία σε βάρος των γυναικών, ενώ ταυτόχρονα περισσεύουν οι αναλύσεις που αποτιμούν το φαινόμενο ακόμα και με όρους «κόστους - οφέλους».
Ετσι, η ΕΕ υπολογίζει πως η βία κατά των γυναικών «κοστίζει» 228 δισεκατομμύρια ετησίως, από τα οποία τα 45 αντιστοιχούν στο «κόστος» των δημόσιων και κρατικών υπηρεσιών και 24 δισεκατομμύρια ευρώ στην «απολεσθείσα οικονομική παραγωγή» λόγω του φαινομένου!
«Η εξεύρεση επαρκών πόρων για την πρόληψη και την αντιμετώπιση της βίας ενάντια στις γυναίκες δεν είναι μόνο μια νομική υποχρέωση και μια ηθική επιταγή, αλλά και μια ασφαλής επένδυση επίσης», αναφέρει στο ίδιο μήκος κύματος ο ΟΗΕ (UN Women), κάνοντας με τη σειρά του λόγο για την απαραίτητη «εξοικονόμηση» από τη μείωση των εξόδων που συνεπάγονται οι υπηρεσίες Υγείας και Πρόνοιας, οι νομικές και δικαστικές υπηρεσίες που έχουν ανάγκη οι γυναίκες θύματα, από το μετριασμό της «απώλειας παραγωγικότητας» που συνεπάγονται οι απουσίες από τη δουλειά των γυναικών που πέφτουν θύματα βίαιης συμπεριφοράς.
Η σεξουαλική, σωματική, λεκτική, ψυχολογική ή όποιας άλλης μορφής βία υφίστανται οι γυναίκες, καλλιεργείται στο έδαφος που διαμορφώνουν οι οικονομικοί και κοινωνικοί καταναγκασμοί που αντιμετωπίζουν. Στο έδαφος, δηλαδή, της εκμετάλλευσης, των σάπιων «αξιών» που φύονται πάνω σε αυτό, των «προτύπων» του ανταγωνισμού, της καταπίεσης, της επιβολής του ισχυρότερου.
Το κύμα στήριξης των γυναικών που καταγγέλλουν τη βία που υπέστησαν, μπορεί και πρέπει να στρέψει την προσοχή στις αιτίες που δημιουργούν και αναπαράγουν το φαινόμενο. Η απερίφραστη καταδίκη μπορεί και πρέπει να δώσει τη «σκυτάλη» στην καταγγελία όσων υπερασπίζονται μια κοινωνία που βλέπει τη βία και την αντιμετώπισή της μέσα από το πρίσμα υπολογισμών «κόστους» και «οφέλους».
Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση ενός τέτοιου κοινωνικού φαινομένου δεν μπορεί να γίνεται με τρόπο ατομικό. Χρειάζεται τώρα να δυναμώσει ο συλλογικός αγώνας, που θα διεκδικεί μεταξύ άλλων την ολόπλευρη στήριξη κάθε γυναίκας, για να μπορεί να αντισταθεί, να αποκρούσει, να καταγγείλει τη βία κάθε μορφής, τις οικονομικές πιέσεις και τους εκβιασμούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου