Από τη συλλογή «Για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 179-190
Για τη δεύτερη επέτειο της Σοβιετικής εξουσίας είχα σκεφτεί να γράψω μια μικρή μπροσούρα πάνω στο θέμα που αναφέρεται στον τίτλο. Μέσα όμως στη φασαρία της καθημερινής δουλειάς δεν μπόρεσα ως τώρα να προχωρήσω πέρα από την προκαταρκτική προετοιμασία ορισμένων μερών της. Γι’ αυτό αποφάσισα να δοκιμάσω να εκθέσω σύντομα, περιληπτικά τις πιο ουσιώδεις, κατά τη γνώμη μου, σκέψεις πάνω στο ζήτημα αυτό. Είναι αλήθεια πως ο περιληπτικός χαρακτήρας της έκθεσης παρουσιάζει πολλές δυσχέρειες και μειονεκτήματα. Ωστόσο όμως, προκειμένου για ένα μικρό άρθρο περιοδικού μπορεί ίσως να αποδειχτεί κατορθωτός ο περιορισμένος τούτος σκοπός: Να γίνει τοποθέτηση του ζητήματος και να δοθεί ο σκελετός για τη συζήτησή του από τους κομμουνιστές των διαφόρων χωρών.
Θεωρητικά δε χωράει αμφιβολία πως ανάμεσα στον καπιταλισμό και στον κομμουνισμό υπάρχει μια ορισμένη μεταβατική περίοδος. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί παρά να συγκεντρώνει τα γνωρίσματα ή τις ιδιότητες και των δυο αυτών συστημάτων κοινωνικής οικονομίας. Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν μπορεί παρά να είναι περίοδος πάλης ανάμεσα στον καπιταλισμό που πεθαίνει και στον κομμουνισμό που γεννιέται, ή με άλλα λόγια: ανάμεσα στον καπιταλισμό που ηττήθηκε, μα δεν εξοντώθηκε, και στον κομμουνισμό που γεννήθηκε, μα που είναι ακόμη πολύ αδύνατος.
Οχι μόνο για ένα μαρξιστή, αλλά και για κάθε μορφωμένο άνθρωπο που ξέρει λίγο-πολύ τη θεωρία της εξέλιξης, δεν μπορεί παρά να είναι αυτονόητη η ανάγκη μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής, που θα έχει τα διακριτικά αυτά γνωρίσματα της μεταβατικής περιόδου. Και όμως το χαρακτηριστικό όλων των συζητήσεων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, που ακούμε από τους σημερινούς εκπροσώπους της μικροαστικής δημοκρατίας (και τέτοιοι είναι, παρά την ψευτοσοσιαλιστική ταμπέλα τους, όλοι οι εκπρόσωποι της II Διεθνούς, μαζί και άνθρωποι σαν τον Μακ Ντόναλντ και τον Ζαν Λονγκέ, τον Κάουτσκι και τον Φρίντριχ Αντλερ), είναι ότι ξεχνούν εντελώς αυτή την εξόφθαλμη αλήθεια. Εκείνο που χαρακτηρίζει τους μικροαστούς δημοκράτες είναι η αποστροφή προς την ταξική πάλη, τα ονειροπολήματα να την αποφύγουν, η προσπάθεια να εξομαλύνουν και να μετριάζουν, να αμβλύνουν τις οξύτητες. Γι’ αυτό οι δημοκράτες αυτοί είτε αρνούνται εντελώς να αναγνωρίσουν την ύπαρξη μιας ολόκληρης ιστορικής μεταβατικής περιόδου από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, είτε θεωρούν καθήκον τους να επινοήσουν σχέδια συμφιλίωσης των δυο αντιμαχόμενων δυνάμεων, αντί να καθοδηγήσουν τον αγώνα της μιας απ’ αυτές τις δυνάμεις.
Η δικτατορία του προλεταριάτου στη Ρωσία δεν μπορεί παρά να έχει αναπόφευκτα ορισμένες χαρακτηριστικές ιδιομορφίες σε σύγκριση με τις προηγμένες χώρες, λόγω της πολύ μεγάλης καθυστέρησης και του μικροαστικού χαρακτήρα της χώρας μας. Οι βασικές όμως δυνάμεις – και οι βασικές μορφές κοινωνικής οικονομίας – είναι στη Ρωσία οι ίδιες όπως και σ’ οποιαδήποτε καπιταλιστική χώρα, γι’ αυτό οι ιδιομορφίες αυτές δεν μπορούν να αφορούν το πιο βασικό.
Οι βασικές αυτές μορφές κοινωνικής οικονομίας είναι: Ο καπιταλισμός, η μικρή εμπορευματική παραγωγή, ο κομμουνισμός. Και οι βασικές δυνάμεις είναι, η αστική τάξη, η μικροαστική τάξη (κυρίως η αγροτιά), το προλεταριάτο.
Η οικονομία της Ρωσίας στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου παρουσιάζεται με τη μορφή της πάλης που διεξάγει στα πρώτα της βήματα η κομμουνιστικά συνενωμένη – σε κλίμακα ενός τεράστιου κράτους – εργασία ενάντια στη μικρή εμπορευματική παραγωγή και ενάντια στον καπιταλισμό που διατηρείται ή που ξαναγεννιέται πάνω στη βάση αυτής της παραγωγής.
Στη Ρωσία η εργασία συνενώθηκε σε κομμουνιστική βάση, πρώτο, στο βαθμό που καταργήθηκε η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και δεύτερο, στο βαθμό που η προλεταριακή κρατική εξουσία οργανώνει σε πανεθνική κλίμακα τη μεγάλη παραγωγή στην κρατική γη και στις κρατικές επιχειρήσεις, κατανέμει την εργατική δύναμη ανάμεσα στους διάφορους κλάδους της οικονομίας και τις επιχειρήσεις και διανέμει στους εργαζόμενους μεγάλες ποσότητες ειδών κατανάλωσης που ανήκουν στο κράτος.
Μιλάμε για «πρώτα βήματα» του κομμουνισμού στη Ρωσία (όπως το λέει και το Πρόγραμμα του Κόμματός μας, που ψηφίστηκε το Μάρτη του 1919), γιατί όλοι αυτοί οι όροι πραγματοποιήθηκαν σ’ εμάς μόνο εν μέρει ή με άλλα λόγια: Η πραγματοποίηση αυτών των όρων βρίσκεται μόνο στο αρχικό της στάδιο. Μεμιάς, με ένα επαναστατικό χτύπημα, έγινε ό,τι γενικά είναι δυνατό να γίνει μεμιάς: Λόγου χάρη, την πρώτη κιόλας μέρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, στις 26 του Οχτώβρη 1917 (8 του Νοέμβρη 1917), καταργήθηκε η ατομική ιδιοκτησία της γης χωρίς αποζημίωση των μεγάλων ιδιοκτητών, απαλλοτριώθηκαν οι μεγάλοι γαιοκτήτες. Μέσα σε μερικούς μήνες απαλλοτριώθηκαν, επίσης χωρίς αποζημίωση, όλοι σχεδόν οι μεγάλοι καπιταλιστές, οι ιδιοκτήτες εργοστασίων, μετοχικών επιχειρήσεων, τραπεζών, σιδηροδρόμων, κτλ. Η κρατική οργάνωση της μεγάλης παραγωγής στη βιομηχανία, το πέρασμα από τον «εργατικό έλεγχο» στην «εργατική διεύθυνση» των εργοστασίων, των σιδηροδρόμων – όλα αυτά στις βασικές και κύριες γραμμές τους έχουν ήδη πραγματοποιηθεί. Οσον αφορά όμως τη γεωργία, αυτή η δουλειά μόλις τώρα άρχισε («σοβιετικά νοικοκυριά», μεγάλα νοικοκυριά, οργανωμένα από το κράτος των εργατών σε κρατική γη). Επίσης μόλις τώρα άρχισαν να οργανώνονται οι διάφορες συντροφιές των μικρογεωργών, σαν μορφές περάσματος από τη μικρή εμπορευματική γεωργία στην κομμουνιστική*. Το ίδιο πρέπει να πούμε και για την κρατική οργάνωση της κατανομής των προϊόντων σε αντικατάσταση του ιδιωτικού εμπορίου, δηλαδή για την κρατική συγκέντρωση και τον εφοδιασμό των πόλεων με σιτηρά και της υπαίθρου με βιομηχανικά προϊόντα. Θα παραθέσουμε πιο κάτω τα στατιστικά στοιχεία που έχουμε πάνω σ’ αυτό το ζήτημα.Το αγροτικό νοικοκυριό εξακολουθεί να παραμένει μικρή εμπορευματική παραγωγή. Στο σημείο αυτό έχουμε μια εξαιρετικά πλατιά και με πολύ βαθιές, πολύ γερές ρίζες, βάση του καπιταλισμού. Πάνω στη βάση αυτή διατηρείται και ξαναγεννιέται ο καπιταλισμός σε σκληρότατη πάλη ενάντια στον κομμουνισμό. Μορφές αυτής της πάλης είναι: Ο μαυραγοριτισμός και η κερδοσκοπία ενάντια στη συγκέντρωση από το κράτος σιτηρών (καθώς και άλλων προϊόντων) και γενικά ενάντια στην κατανομή προϊόντων από το κράτος.
Για να κάνουμε πιο κατανοητές τις αφηρημένες αυτές θεωρητικές θέσεις θα παραθέσουμε συγκεκριμένα στοιχεία.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του Λαϊκού Επιτροπάτου Επισιτισμού, από την 1η του Αυγούστου 1917 ως την 1η του Αυγούστου 1918, η κρατική συγκέντρωση σιτηρών στη Ρωσία έδωσε περίπου 30 εκατομμύρια πούτια. Τον επόμενο χρόνο έδωσε κάπου 110 εκατομμύρια πούτια. Στους τρεις πρώτους μήνες της επόμενης (1919-1920) καμπάνιας οι συγκεντρωμένες ποσότητες σιτηρών ανέρχονται, όπως φαίνεται, στα 45 περίπου εκατομμύρια πούτια έναντι 37 εκατομμυρίων πουτιών στους ίδιους μήνες (Αύγουστος – Οχτώβρης) του 1918.
Οι αριθμοί αυτοί μιλούν εύγλωττα για μια αργή, μα σταθερή βελτίωση της κατάστασης, με την έννοια της νίκης του κομμουνισμού κατά του καπιταλισμού. Η βελτίωση αυτή συντελείται παρά τις πρωτάκουστες στον κόσμο δυσκολίες που προκαλεί ο εμφύλιος πόλεμος, τον οποίο οργανώνουν οι Ρώσοι και ξένοι καπιταλιστές, εντείνοντας όλες τις δυνάμεις των πιο ισχυρών κρατών του κόσμου.
Γι’ αυτό, όσα ψέματα και αν λένε, όσο και αν συκοφαντούν οι αστοί όλων των χωρών και οι φανεροί και οι κρυφοί βοηθοί τους (οι «σοσιαλιστές» της II Διεθνούς), παραμένει αναμφισβήτητο πως στο βασικό οικονομικό πρόβλημα της δικτατορίας του προλεταριάτου έχουμε εξασφαλισμένη τη νίκη του κομμουνισμού ενάντια στον καπιταλισμό. Ακριβώς γι’ αυτό η αστική τάξη όλου του κόσμου αφρίζει από λύσσα ενάντια στον μπολσεβικισμό, οργανώνει στρατιωτικές εισβολές, συνωμοσίες κτλ. κατά των μπολσεβίκων, γιατί καταλαβαίνει περίφημα το αναπόφευκτο της νίκης μας στον τομέα της αναδιοργάνωσης της κοινωνικής οικονομίας, αν δε μας πνίξει με τη στρατιωτική βία. Δε θα τα καταφέρει όμως να μας πνίξει μ’ αυτό τον τρόπο.
Ως ποιο ακριβώς σημείο έχουμε ήδη νικήσει τον καπιταλισμό στο σύντομο χρονικό διάστημα που είχαμε στη διάθεσή μας και με τις πρωτοείδωτες στον κόσμο δυσκολίες, μέσα στις οποίες αναγκαστήκαμε να δράσουμε, φαίνεται από τα παρακάτω συνοπτικά στοιχεία. Η Κεντρική Διεύθυνση Στατιστικής μόλις τώρα ετοίμασε για δημοσίευση τα στοιχεία που δείχνουν την παραγωγή και την κατανάλωση σιτηρών όχι για όλη τη Σοβιετική Ρωσία, αλλά για 26 κυβερνεία:
Τα συνοπτικά στοιχεία είναι τα εξής:
{ ΕΔΩ ΜΠΑΙΝΕΙ ΠΙΝΑΚΑΣ }
Επομένως τα μισά σχεδόν σιτηρά τα προμηθεύει στις πόλεις το Λαϊκό Επιτροπάτο Επισιτισμού και τα άλλα μισά οι μαυραγορίτες. Μια λεπτομερειακή έρευνα για τη διατροφή των εργατών των πόλεων το 1918, έδωσε αυτή ακριβώς την αναλογία. Για τα σιτηρά που προμηθεύεται από το κράτος ο εργάτης πληρώνει δέκα φορές λιγότερα απ’ ό,τι πληρώνει στους μαυραγορίτες. Η κερδοσκοπική τιμή των σιτηρών είναι δέκα φορές μεγαλύτερη από την κρατική τιμή. Αυτό δείχνει η προσεκτική μελέτη των προϋπολογισμών των εργατών.
Τα στοιχεία που παραθέσαμε, αν τα καλομελετήσουμε, μας δίνουν μια πιστή εικόνα όλων των βασικών χαρακτηριστικών της σημερινής οικονομίας της Ρωσίας.
Οι εργαζόμενοι απαλλάχτηκαν από τους προαιώνιους καταπιεστές και εκμεταλλευτές, τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές. Αυτό το βήμα προς τα μπρος μιας πραγματικής ελευθερίας, μιας πραγματικής ισότητας, βήμα πρωτοφανέρωτο στον κόσμο ως προς το μέγεθος, τις διαστάσεις και την ταχύτητά του, δεν το παίρνουν υπόψη τους οι οπαδοί της αστικής τάξης (μαζί και οι μικροαστοί δημοκράτες), που μιλούν για ελευθερία και ισότητα με την έννοια της κοινοβουλευτικής αστικής δημοκρατίας, που ψευδόμενοι συνειδητά την ανακηρύσσουν «δημοκρατία» γενικά η «καθαρή δημοκρατία» (Κάουτσκι).
Οι εργαζόμενοι όμως παίρνουν υπόψη τους την πραγματική ακριβώς ισότητα, την πραγματική ελευθερία (απαλλαγή από τους τσιφλικάδες και τους καπιταλιστές) και γι’ αυτό τάσσονται τόσο σταθερά στο πλευρό της Σοβιετικής εξουσίας.
Στην αγροτική αυτή χώρα οι πρώτοι που κέρδισαν, που κέρδισαν πιο πολύ απ’ όλους, που κέρδισαν αμέσως από τη δικτατορία του προλεταριάτου, είναι οι αγρότες γενικά. Στη Ρωσία, στο καθεστώς των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών, ο αγρότης πεινούσε. Ο αγρότης ποτέ ως τώρα, στη διάρκεια πολλών αιώνων της ιστορίας μας, δεν είχε τη δυνατότητα να δουλεύει για τον εαυτό του: Πεινούσε, ενώ παρέδινε εκατοντάδες εκατομμύρια πούτια σιτηρά στους καπιταλιστές, στις πόλεις και στο εξωτερικό. Για πρώτη φορά στο καθεστώς της δικτατορίας του προλεταριάτου ο αγρότης δούλεψε για τον εαυτό του και τράφηκε καλύτερα από τον κάτοικο της πόλης. Για πρώτη φορά ο αγρότης είδε έμπρακτα την ελευθερία: Την ελευθερία να τρώει το ψωμί του, την ελευθερία από την πείνα. Κατά τη διανομή της γης, όπως είναι γνωστό, καθιερώθηκε η ανώτατη ισότητα: Στην τεράστια πλειοψηφία των περιπτώσεων οι αγρότες μοιράζουν τη γη «ανάλογα με τα στόματα».
Σοσιαλισμός σημαίνει εξάλειψη των τάξεων.
Για να εξαλειφθούν οι τάξεις πρέπει, πρώτο, να ανατραπούν οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές. Αυτό το μέρος του καθήκοντος το εκπληρώσαμε, αλλά είναι μονάχα ένα μέρος και μάλιστα όχι το πιο δύσκολο. Για να εξαλειφθούν οι τάξεις πρέπει, δεύτερο, να εξαλειφθεί η διαφορά ανάμεσα στον εργάτη και στον αγρότη, να γίνουν όλοι εργαζόμενοι. Αυτό δεν μπορεί να γίνει μεμιάς. Αυτό είναι ένα καθήκον ασύγκριτα πιο δύσκολο και αναγκαστικά μακρόχρονο. Είναι ένα καθήκον που δεν μπορεί να εκπληρωθεί με την ανατροπή μιας οποιασδήποτε τάξης. Μπορεί να εκπληρωθεί μόνο με την αναδιοργάνωση όλης της κοινωνικής οικονομίας, με το πέρασμα από το ατομικό, χωριστό, μικροεμπορευματικό νοικοκυριό στο κοινωνικό μεγάλο νοικοκυριό. Ενα τέτοιο πέρασμα είναι αναγκαστικά εξαιρετικά μακρόχρονο. Τα βιαστικά και απερίσκεπτα διοικητικά νομοθετικά μέτρα μπορούν μόνο να επιβραδύνουν και να δυσκολέψουν το πέρασμα αυτό. Μπορεί να επιταχυνθεί το πέρασμα αυτό μόνο αν βοηθηθεί ο αγρότης κατά τρόπο που να αποκτήσει τη δυνατότητα να καλυτερέψει σε τεράστιο βαθμό όλη την τεχνική της γεωργίας και να τη μετασχηματίσει ριζικά.
Για να εκπληρωθεί το δεύτερο και δυσκολότατο μέρος του καθήκοντος αυτού, το προλεταριάτο, που νίκησε την αστική τάξη, πρέπει να εφαρμόσει απαρέγκλιτα την παρακάτω βασική γραμμή στην πολιτική του απέναντι στην αγροτιά: Το προλεταριάτο πρέπει να κάνει ξεχωρισμό, διαχωρισμό του εργαζόμενου αγρότη από τον αγρότη ιδιοκτήτη – του αγρότη μεροκαματιάρη από τον αγρότη έμπορο – του αγρότη δουλευτή από τον αγρότη κερδοσκόπο.
Στο διαχωρισμό αυτό βρίσκεται όλη η ουσία του σοσιαλισμού.
Και δεν είναι παράξενο που οι σοσιαλιστές στα λόγια και μικροαστοί δημοκράτες στα έργα (oι Μάρτοφ και oι Τσερνόφ, οι Κάουτσκι και Σία) δεν καταλαβαίνουν αυτή την ουσία του σοσιαλισμού.
Ο διαχωρισμός που αναφέραμε εδώ είναι πολύ δύσκολος, γιατί στη ζωντανή πραγματικότητα όλες oι ιδιότητες του «αγρότη», όσο και αν είναι διαφορετικές, όσο και αν είναι αντιφατικές, είναι συγχωνευμένες σε ένα σύνολο. Ωστόσο, ο διαχωρισμός είναι εφικτός, και όχι μόνο είναι εφικτός, αλλά απορρέει αναπόφευκτα από τις συνθήκες του αγροτικού νοικοκυριού και της αγροτικής ζωής. Τον εργαζόμενο αγρότη τον καταπίεζαν αιώνες ολόκληρους oι τσιφλικάδες, οι καπιταλιστές, οι έμποροι, οι κερδοσκόποι και το κράτος τους, συμπεριλαμβανομένων και των πιο δημοκρατικών αστικών δημοκρατιών. Ο εργαζόμενος αγρότης επί αιώνες έτρεφε μέσα του το μίσος και την έχθρα απέναντι σ’ αυτούς τους καταπιεστές και εκμεταλλευτές. Και αυτή η «ανατροφή» που πήρε από τη ζωή, αναγκάζει τον αγρότη να αναζητά τη συμμαχία με τον εργάτη ενάντια στον καπιταλιστή, ενάντια στον κερδοσκόπο, ενάντια στον έμπορο. Ταυτόχρονα όμως οι οικονομικές συνθήκες, οι συνθήκες της εμπορευματικής οικονομίας, κάνουν αναπόφευκτα τον αγρότη (όχι πάντα, αλλά στην τεράστια πλειονότητα των περιπτώσεων) έμπορο και κερδοσκόπο.
Τα στατιστικά στοιχεία που παραθέσαμε πιο πάνω δείχνουν παραστατικά τη διαφορά ανάμεσα στον εργαζόμενο αγρότη και τον αγρότη κερδοσκόπο. Ο αγρότης, λόγου χάρη, που πρόσφερε το 1918-1919 στους πεινασμένους εργάτες των πόλεων 40 εκατομμύρια πούτια σιτηρά με σταθερές, κρατικές τιμές, παραδίνοντάς τα στα κρατικά όργανα, παρ’ όλες τις ελλείψεις αυτών των οργάνων, που τις νιώθει θαυμάσια η εργατική κυβέρνηση, αλλά δεν μπορεί να τις εξαλείψει στην πρώτη περίοδο του περάσματος στο σοσιαλισμό, αυτός λοιπόν ο αγρότης είναι αγρότης εργαζόμενος, ισότιμος σύντροφος του σοσιαλιστή-εργάτη, ο πιο σίγουρος σύμμαχός του, ο πραγματικός αδελφός του στον αγώνα ενάντια στο ζυγό του κεφαλαίου. Ενώ ο αγρότης που πούλησε στα κρυφά 40 εκατομμύρια πούτια σιτηρά σε τιμή δέκα φορές μεγαλύτερη από την κρατική, εκμεταλλευόμενος την ανάγκη και την πείνα του εργάτη της πόλης, εξαπατώντας το κράτος, ενισχύοντας και προκαλώντας παντού την απάτη, τη ληστεία, τις κατεργαριές, ε, αυτός ο αγρότης είναι κερδοσκόπος, σύμμαχος του καπιταλιστή, είναι ταξικός εχθρός του εργάτη, είναι εκμεταλλευτής. Γιατί, το να έχεις πλεονάσματα σιτηρών, που τα μάζεψες από την κρατική γη με εργαλεία και που για την κατασκευή τους δούλεψε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όχι μόνο ο αγρότης, αλλά και ο εργάτης και τα λοιπά, το να έχεις πλεονάσματα σιτηρών και να κερδοσκοπείς μ’ αυτά, σημαίνει πως είσαι εκμεταλλευτής του πεινασμένου εργάτη.
Παραβιάζετε την ελευθερία, την ισότητα, τη δημοκρατία, μας φωνάζουν από όλες τις μεριές, αναφερόμενοι στην ανισότητα του εργάτη και του αγρότη στο Σύνταγμά μας, στη διάλυση της Συντακτικής, στην κατάσχεση των πλεονασμάτων σιτηρών και τα λοιπά. Εμείς απαντούμε: Δεν υπήρξε στον κόσμο κράτος που να έχει κάνει τόσα πολλά για την εξάλειψη της πραγματικής ανισότητας, της πραγματικής σκλαβιάς, που εξαιτίας τους αιώνες ολόκληρους υπόφερε ο αγρότης δουλευτής. Ποτέ όμως δε θα αναγνωρίσουμε ισότητα στον αγρότη κερδοσκόπο, όπως δε θα αναγνωρίσουμε την «ισότητα» του εκμεταλλευτή με τον εκμεταλλευόμενο, του χορτάτου με τον πεινασμένο, την «ελευθερία» του πρώτου να ληστεύει τον δεύτερο. Και στους μορφωμένους εκείνους ανθρώπους που δε θέλουν να καταλάβουν αυτή τη διαφορά, θα φερόμαστε όπως φερόμαστε στους λευκοφρουρίτες, έστω και αν οι άνθρωποι αυτοί ονομάζονται δημοκράτες, σοσιαλιστές, διεθνιστές, Κάουτσκι, Τσερνόφ, Μάρτοφ.
Σοσιαλισμός σημαίνει εξάλειψη των τάξεων. Η δικτατορία του προλεταριάτου έκανε για την εξάλειψη αυτή ό,τι μπορούσε. Οι τάξεις όμως δεν μπορούν να εξαλειφθούν μεμιάς.
Οι τάξεις έμειναν και θα μείνουν στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η δικτατορία θα είναι περιττή, όταν εξαλειφθούν οι τάξεις. Μα αυτές δε θα εξαλειφθούν χωρίς τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Οι τάξεις έμειναν, αλλά η καθεμιά τους μεταβλήθηκε στην εποχή της δικτατορίας του προλεταριάτου, άλλαξαν και οι σχέσεις μεταξύ τους. Η ταξική πάλη δεν εξαφανίζεται στη δικτατορία του προλεταριάτου, μονάχα παίρνει διαφορετικές μορφές.
Στον καπιταλισμό το προλεταριάτο ήταν τάξη καταπιεζόμενη, στερημένη από κάθε ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η μόνη τάξη που ήταν άμεσα και ολοκληρωτικά αντιμέτωπη στην αστική τάξη και γι’ αυτό η μόνη που μπορούσε να είναι ως το τέλος επαναστατική. Το προλεταριάτο, αφού ανέτρεψε την αστική τάξη και κατάκτησε την πολιτική εξουσία, έγινε κυρίαρχη τάξη: Κρατά στα χέρια του την κρατική εξουσία, διαθέτει τα κοινωνικοποιημένα πια μέσα παραγωγής, καθοδηγεί τα ταλαντευόμενα, ενδιάμεσα στοιχεία και τάξεις, καταπνίγει την αυξημένη δραστηριότητα της αντίστασης των εκμεταλλευτών. Ολα αυτά είναι ειδικά καθήκοντα της ταξικής πάλης, καθήκοντα που πρώτα το προλεταριάτο δεν τα έβαζε και δεν μπορούσε να τα βάλει.
Η τάξη των εκμεταλλευτών, των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών, δεν εξαλείφθηκε και δεν μπορεί να εξαλειφθεί αμέσως στη δικτατορία του προλεταριάτου. Οι εκμεταλλευτές τσακίστηκαν, αλλά δεν εξοντώθηκαν. Τους έμεινε η διεθνής βάση, το διεθνές κεφάλαιο, του οποίου αποτελούν τμήμα. Τους έμειναν ορισμένα μέσα παραγωγής, τους έμειναν χρήματα, τους έμειναν πολύ μεγάλες κοινωνικές σχέσεις. Μεγάλωσε εκατοντάδες και χιλιάδες φορές η δραστηριότητα της αντίστασής τους ακριβώς επειδή ηττήθηκαν. Η «τέχνη» να διοικούν το κράτος, το στρατό, να διευθύνουν την οικονομία τούς δίνει πολύ, πάρα πολύ μεγάλη υπεροχή, γι’ αυτό η σημασία τους σε σχέση με το ποσοστό τους στο σύνολο του πληθυσμού είναι ασύγκριτα μεγαλύτερη. Η ταξική πάλη των εκμεταλλευτών που ανατράπηκαν ενάντια στην πρωτοπορία των εκμεταλλευομένων που νίκησε, δηλαδή ενάντια στο προλεταριάτο, έγινε αφάνταστα πιο σκληρή. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά, αν θέλουμε να μιλάμε για επανάσταση, αν δε θέλουμε να υποκαταστήσουμε αυτή την έννοια (όπως κάνουν όλοι oι ήρωες της II Διεθνούς) με ρεφορμιστικές αυταπάτες.
Τέλος, η αγροτιά, όπως και όλοι οι μικροαστοί γενικά, κατέχει και στη δικτατορία του προλεταριάτου μια μέση, ενδιάμεση θέση: Από τη μια μεριά, είναι μια αρκετά σημαντική (και στην καθυστερημένη Ρωσία τεράστια) μάζα εργαζομένων, που τη συνενώνει το κοινό συμφέρον των εργαζομένων να λυτρωθούν από τον τσιφλικά και τον καπιταλιστή, από την άλλη μεριά είναι oι σκόρπιοι μικρονοικοκυραίοι, οι ιδιοκτήτες και οι έμποροι. Αυτή η οικονομική θέση της αγροτιάς την κάνει αναπόφευκτα να ταλαντεύεται ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη. Σε συνθήκες όμως όξυνσης της πάλης ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη, σε συνθήκες μιας απίστευτα απότομης συντριβής των κοινωνικών σχέσεων, σε συνθήκες της πιο μεγάλης προσκόλλησης των αγροτών ακριβώς, και των μικροαστών γενικά, στο παλιό, το ρουτινιασμένο, το αμετάβλητο, είναι φυσικό και αναπόφευκτο να παρατηρούμε ανάμεσά τους περάσματα από τη μια πλευρά στην άλλη, ταλαντεύσεις, μεταστροφές, δισταγμούς κτλ.
Το καθήκον του προλεταριάτου απέναντι σ’ αυτή την τάξη – ή σ’ αυτά τα κοινωνικά στοιχεία – είναι να εξασφαλίσει την ηγεσία, να αγωνιστεί για να αποκτήσει επιρροή σ’ αυτήν. Να τραβήξει με το μέρος του τους ταλαντευόμενους, τους ασταθείς – να τι πρέπει να κάνει το προλεταριάτο.
Αν συγκρίνουμε όλες τις βασικές δυνάμεις ή τάξεις και τις σχέσεις μεταξύ τους, που έχουν υποστεί αλλαγές από τη δικτατορία του προλεταριάτου, θα δούμε τι κολοσσιαία θεωρητική ανοησία, τι στενοκεφαλιά αποτελεί η ξεφτισμένη, μικροαστική αντίληψη για το πέρασμα στο σοσιαλισμό «μέσω της δημοκρατίας» γενικά, αντίληψη που τη βλέπουμε σε όλους τους εκπροσώπους της II Διεθνούς. Στην πρόληψη που κληρονομήθηκε από την αστική τάξη για το απόλυτο, εξωταξικό περιεχόμενο της «δημοκρατίας», να πού βρίσκεται η βάση αυτού του λάθους. Ενώ στην πραγματικότητα και η δημοκρατία, στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου, περνά σε μια ολωσδιόλου νέα φάση, και η ταξική πάλη ανεβαίνει σε ψηλότερη βαθμίδα, υποτάσσοντας όλες και τις κάθε λογής μορφές.
Οι γενικολογίες για ελευθερία, ισότητα και δημοκρατία ισοδυναμούν στην πραγματικότητα με μια τυφλή επανάληψη εννοιών, που αποτελούν πιστή απεικόνιση των σχέσεων της εμπορευματικής παραγωγής. Να θέλει κανείς να εκπληρώσει με τις γενικολογίες αυτές τα συγκεκριμένα καθήκοντα της δικτατορίας του προλεταριάτου σημαίνει πως περνά σε όλη τη γραμμή στις θεωρητικές θέσεις, στις θέσεις αρχών της αστικής τάξης. Από την άποψη του προλεταριάτου το ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι: Απαλλαγή από την καταπίεση ποιας τάξης; Ισότητα ποιας τάξης με ποιαν; Δημοκρατία πάνω στη βάση της ατομικής ιδιοκτησίας ή πάνω στη βάση της πάλης για την κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας; κτλ.
Ο Ενγκελς από καιρό είχε εξηγήσει στο «Αντι-Ντύρινγκ» πως η έννοια της ισότητας, που είναι πιστή απεικόνιση των σχέσεων της εμπορευματικής παραγωγής, μετατρέπεται σε πρόληψη, όταν δεν κατανοηθεί η ισότητα με την έννοια της εξάλειψης των τάξεων. Αυτή τη στοιχειώδη αλήθεια για τη διαφορά της αστικοδημοκρατικής έννοιας της ισότητας από τη σοσιαλιστική την ξεχνούν διαρκώς. Οταν όμως δεν την ξεχνά κανείς, γίνεται ολοφάνερο ότι το προλεταριάτο που ανάτρεψε την αστική τάξη, κάνει με την πράξη αυτή το πιο αποφασιστικό βήμα προς την εξάλειψη των τάξεων και ότι για την ολοκλήρωση αυτού του έργου πρέπει να συνεχίσει την ταξική του πάλη, χρησιμοποιώντας το μηχανισμό της κρατικής εξουσίας και εφαρμόζοντας απέναντι στην αστική τάξη που ανατράπηκε και απέναντι στους ταλαντευόμενους μικροαστούς διάφορες μεθόδους πάλης, επηρεασμού και επίδρασης.
30.Χ.1919.
* Τα «σοβιετικά νοικοκυριά» και οι «γεωργικές κομμούνες» στη Σοβιετική Ρωσία υπολογίζονται σε 3.536 και 1.961 περίπου – τα γεωργικά αρτέλ σε 3.696. Η Κεντρική Διεύθυνση Στατιστικής μας κάνει τώρα μια ακριβή απογραφή όλων των σοβιετικών νοικοκυριών και των κομμούνων. Τα αποτελέσματα θα αρχίσουν να μας έρχονται το Νοέμβρη του 1919.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου