29 Φεβ 2012

ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΕΣ Επιτρέπουν την ανάπτυξη μόνο όταν κερδίζουν


ΚΕΦΑΛΑΙΟ - ΚΕΦΑΛΑΙΟΚΡΑΤΕΣ
Επιτρέπουν την ανάπτυξη μόνο όταν κερδίζουν
Η φυσική ροπή του κεφαλαίου να δραστηριοποιείται μόνο σε κερδοφόρους κλάδους οδηγεί αναπόφευκτα στη συρρίκνωση σημαντικών κλάδων παραγωγής
Ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας, χωρίς να υπολογίζουμε το έτοιμο ένδυμα, το 1950 κάλυπτε το 20% της συνολικής παραγωγής των κλάδων της μεταποίησης. Το 2005, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα των κλάδων της μεταποίησης από τη Στατιστική Υπηρεσία, η κλωστοϋφαντουργία συμμετέχει στο σύνολο της παραγωγής με ποσοστό της τάξης του 2,17%!!!
ΚΟΥΚΟΣ
Ορισμένοι από αυτούς που πλειοδοτούν για τα αντιλαϊκά μέτρα, τα οποία σαρώνουν το σύνολο των εργαζομένων στη χώρα, λένε ότι στο «μείγμα» της πολιτικής που ακολουθεί η κυβέρνηση, πρέπει να δοθεί περισσότερη έμφαση στο σκέλος της ανάπτυξης. Υποστηρίζουν ότι σε περίπτωση που τα περιοριστικά μέτρα δημοσιονομικού χαρακτήρα δε συνοδευτούν από πολιτικές που θα ευνοούν την πραγματοποίηση επενδύσεων, η οικονομική κρίση θα διαρκέσει περισσότερο, ενώ παράλληλα θα καραδοκεί ο κίνδυνος ενός παρατεταμένου στασιμοπληθωρισμού. Ας δεχτούμε ότι είναι και αυτή μια άποψη. Μια άποψη, βεβαίως, η οποία, από τη στιγμή και μόνο που δέχεται ως διέξοδο το «μηχανισμό στήριξης» και τα αντιλαϊκά «μνημόνια», είναι εντελώς αντιδραστική. Προσπαθεί να συνεισφέρει, να στηρίξει το σύστημα, δημιουργώντας ψευδαισθήσεις ότι για τους εργαζόμενους είναι καλύτερη η πολιτική λιτότητας με ακμάζουσα οικονομία - επιχειρήσεις, συγκριτικά με τη λιτότητα σε συνθήκες κρίσης. Η απάντηση που δίνει ο λαός σε τέτοιες περιπτώσεις ταιριάζει γάντι: «Ασπρος σκύλος μαύρος σκύλος, όλοι οι σκύλοι μια γενιά».
Μπορεί όλοι τους να έχουν αποστηθίσει τα εγχειρίδια της αστικής πολιτικής οικονομίας και ξέρουν απ' έξω και ανακατωτά τις συνταγές για τη διατήρηση ή και την αύξηση του επιχειρηματικού κέρδους. Μόνο που ακόμα δεν μπορούν να χωνέψουν ότι το σύστημα που υποστηρίζουν είναι απόλυτα καταδικασμένο να πορεύεται μέσα από οξύτατες οικονομικές κρίσεις, τη μαζική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, το συνεχή περιορισμό των δυνατοτήτων που έχει να ξεπερνά τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του. Ετσι, σε πείσμα της αντικειμενικής πραγματικότητας, η πρόταση που διατυπώνουν είναι μία και μοναδική: Ενταση της επιθετικότητας του κεφαλαίου, ακόμα μεγαλύτερη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης, ολοκληρωτική ανατροπή των κοινωνικοπολιτικών δεδομένων και ισορροπιών, προκειμένου να αντιμετωπίσουν, έστω πρόσκαιρα, την κρίση. Προκειμένου να εξασφαλίσουν την άμεση κερδοφορία τους και να ...κερδίσουν χρόνο. Και όταν οι εργαζόμενοι αντιδρούν και με τις κινητοποιήσεις τους απορρίπτουν τις αντιλαϊκές επιλογές, τότε θυμούνται την πολιτική που θα οδηγήσει στην ...ανάπτυξη και από την οποία υποτίθεται πως θα ωφεληθούν όλοι.
Γνωστός ο μύθος
Ο συγκεκριμένος μύθος είναι χιλιοειπωμένος κι άλλες τόσες φορές έχει διαψευστεί στη ζωή. Ειδικά, τις περιόδους που οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου και οι κυβερνήσεις τους διαφήμιζαν τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. Τότε που καυχιόνταν ότι οι ρυθμοί αυτοί είναι μακράν καλύτεροι συγκριτικά με τις άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αλλά οι εργαζόμενοι στη χώρα βίωναν πολιτικές εισοδηματικής λιτότητας και περιορισμού των δικαιωμάτων τους.
Πάντως, στο θέμα της περιβόητης ανάπτυξης υπάρχει ακόμα μια πλευρά, την οποία οι απολογητές του συστήματος παραβλέπουν. Ενα από τα κύρια γνωρίσματα του καπιταλιστικού τρόπου ανάπτυξης είναι ο άναρχος χαρακτήρας της παραγωγικής διαδικασίας. Οι κεφαλαιοκράτες όταν επιλέγουν τους τομείς και τους κλάδους της οικονομίας για να τοποθετήσουν τα κεφάλαιά τους, δεν το κάνουν με κριτήριο τις ανάγκες της κοινωνίας, ή έστω βλέποντας τι λείπει από την αγορά, αλλά με αποκλειστικό γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος. Μπορεί τα προϊόντα που παράγει κάποιος κλάδος να υπάρχουν σε σχετική επάρκεια, όμως οι καπιταλιστές του κλάδου θα συνεχίζουν να τα παράγουν, αφού εκεί τους καθοδηγεί η επιδίωξη της απόσπασης του κέρδους. Την ίδια στιγμή μπορεί η αγορά να «διψάει» για κάποια άλλα είδη, τα οποία όμως δεν αποφασίζουν να τα παράξουν, επειδή οι δοσμένοι κλάδοι θεωρούνται μη προσοδοφόροι. Στην πραγματικότητα, η φυσική ροπή του κεφαλαίου να δραστηριοποιείται μόνο στους κερδοφόρους κλάδους οδηγεί αφενός στο συνωστισμό κεφαλαίων και άρα σε ένταση του ανταγωνισμού σε συγκεκριμένους τομείς της οικονομίας και αφετέρου στη συστηματική υποβάθμιση των κλάδων που «αποφεύγουν» οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου. Με βάση αυτά τα δεδομένα και υπό την πίεση που ασκεί η βασική αντίθεση του καπιταλισμού, η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και τον ατομικό - καπιταλιστικό τρόπο ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της, ο καπιταλισμός οδηγείται στις γνωστές κρίσεις υπερπαραγωγής. Μαζί, εντείνεται και το φαινόμενο της εσωτερικής διακλαδικής ανισόμετρης ανάπτυξης της οικονομίας, γεγονός που ευνοεί τη διατήρηση ανισορροπιών ανάμεσα στην παραγωγή και την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, με αποτέλεσμα να ωριμάζουν όλο και περισσότερο οι παράγοντες που προκαλούν τις οικονομικές κρίσεις.
Το παράδειγμα της κλωστοϋφαντουργίας
Αν προσπαθήσει να δει κανείς τη διάρθρωση της παραγωγής στους κλάδους της μεταποίησης της χώρας, εύκολα θα διαπιστώσει τις έντονες ανακατατάξεις που έχουν γίνει όλο το διάστημα της μεταπολεμικής περιόδου. Για παράδειγμα, ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας, ένας κλάδος που έφτιαξε αρκετά από τα μεγάλα τζάκια της αστικής τάξης της εποχής, αλλά σήμερα πνέει κυριολεκτικά τα λοίσθια κι αυτό παρά το γεγονός ότι η κατανάλωση εμπορευμάτων που προέρχονται από τον κλάδο αυξάνονται και μάλιστα με πολύ υψηλούς ρυθμούς. Ο κλάδος της κλωστοϋφαντουργίας, χωρίς να υπολογίζουμε το έτοιμο ένδυμα, το 1950 κάλυπτε το 20% της συνολικής παραγωγής των κλάδων της μεταποίησης. Τα επόμενα χρόνια και μέχρι το 1990 η συμμετοχή του κλάδου στην παραγωγή της μεταποίησης συνολικά εξελίχθηκε ως εξής:
1960: 15,9%
1970: 14,1%
1980: 17,6%
1990: 16,5%
Από το 1990, ξεκινά ουσιαστικά η κατεδάφιση του κλάδου. Το 1995 ο όγκος της παραγωγής στην κλωστοϋφαντουργία πέφτει στο 12,4%, το 2000 καθηλώνεται στο 4,36% και ήδη το 2005, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα των κλάδων της μεταποίησης από τη Στατιστική Υπηρεσία, η κλωστοϋφαντουργία συμμετέχει στο σύνολο της παραγωγής με ποσοστό της τάξης του 2,17%!!!
Την ίδια περίπου εικόνα παρουσιάζουν και άλλοι κλάδοι της μεταποίησης και της βιομηχανικής παραγωγής, όπως για παράδειγμα, του έτοιμου ενδύματος, της επεξεργασίας ξύλου και επίπλων, του δέρματος και των παπουτσιών, της επεξεργασίας χαρτιού, της ναυπηγικής βιομηχανίας κ.λπ.
Ο πλέον σημαντικός λόγος που όλοι αυτοί οι κλάδοι οδηγήθηκαν σε μια τόσο σημαντική πτωτική πορεία, βρίσκεται στο γεγονός ότι έπαψαν να είναι προσοδοφόροι για το κεφάλαιο.
Οι διαδικασίες «απελευθέρωσης» της διακίνησης εμπορευμάτων, που για τη χώρα μας επιταχύνθηκαν από την εποχή της υπογραφής της Συνθήκης του Μάαστριχτ, συνοδεύτηκαν από την κατάργηση κάθε «προστατευτικού» μέτρου, που ίσχυε μέχρι τότε, για τη στήριξη της ελληνικής βιομηχανίας. Μεγαλέμποροι και μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι μπορούσαν πλέον να εισάγουν στη χώρα εμπορεύματα, από οποιαδήποτε χώρα του κόσμου, παρόμοια με αυτά που παράγονταν από την ντόπια βιομηχανία σε φτηνότερες τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν δεκάδες βιομηχανικές μονάδες να βάλουν οριστικό λουκέτο.
Παράλληλα, η «απελευθέρωση» της κίνησης των κεφαλαίων και η ελεύθερη πλέον δυνατότητα εξαγωγής από τη χώρα του κέρδους που αποκόμιζαν οι ξένες εταιρείες στην ελληνική αγορά, σηματοδότησαν την εισβολή και τη δημιουργία μεγάλου δικτύου πολυεθνικών πολυκαταστημάτων, που μέσα σε λίγα χρόνια κατάφεραν να αποσπάσουν τα σημαντικότερα κομμάτια - ποσοστά της αγοράς. Τα παραδείγματα της ΚΟΝΤΙΝΕΝΤ (σήμερα ΚΑΡΦΟΥΡ), του PRAKTIKER, της UNILEVER, του Α-Β ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΣ (ανήκει στη βελγική DELHAIZE), του ομίλου ZARA, είναι από τα πλέον χαρακτηριστικά.
Την ίδια στιγμή, ντόπιοι εκπρόσωποι της άρχουσας τάξης, βιομήχανοι και άλλοι κεφαλαιοκράτες, αυτοί που τόσα χρόνια τους παρακαλάνε να κάνουν επενδύσεις, για να λειτουργήσουν οι παραγωγικοί κλάδοι της οικονομίας, «σηκώνουν» τα κεφάλαια που απέκτησαν από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης και, αξιοποιώντας την ελεύθερη κίνηση των κεφαλαίων, μεταφέρουν, στην πραγματικότητα, τις μονάδες παραγωγής που διέθεταν σε άλλες χώρες. Κύρια, σε χώρες των Βαλκανίων και όχι μόνο. Γιατί; Μα επειδή εκεί, λόγω κύρια του διαφορετικού επιπέδου ανάπτυξης της οικονομίας και των ιδιαίτερα χαμηλών αμοιβών για τους εργαζόμενους, έχουν εξασφαλισμένα υπερκέρδη.
Οπου ...κέρδος και πατρίς
Ετσι είναι το κεφάλαιο. Με την ίδια ευκολία που αλλάζει κλάδους, προκειμένου να μεταφερθεί σε πιο αποδοτικούς για τους κεφαλαιοκράτες, είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμο να εγκαταλείψει την ίδια τη χώρα. Αρκεί να βρεθεί σε περιβάλλον που θα κερδίζει περισσότερα, θα μπορεί να εκμεταλλεύεται την εργατική δύναμη με μεγαλύτερη ένταση, θα πληρώνει λιγότερους φόρους και θα είναι απαλλαγμένο ή θα πληρώνει χαμηλές ασφαλιστικές εισφορές. Αρκεί, με μια κουβέντα, να μπορούν να καρπώνονται μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους για τα κεφάλαια που βάζουν στην παραγωγή. Τέτοιες συνθήκες βρίσκουν οι Ελληνες κεφαλαιοκράτες στη Βουλγαρία, στη Ρουμανία, στην ΠΓΔΜ, στην Κίνα, στην Ινδία κ.ο.κ.
Η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ που προηγήθηκε, αλλά και όλοι εκείνοι που στοιχίζονται πίσω από τα μέτρα του «μνημονίου», γνωρίζουν πολύ καλά ότι στη χώρα μας δεν μπορούν να επιβάλουν μισθούς Βουλγαρίας και Ινδίας. Κάνουν όμως ό,τι περνάει από το χέρι τους κινούμενοι, εν πολλοίς, προς μια τέτοια κατεύθυνση. Μειώνουν μισθούς, καταργούν τις κατώτατες αμοιβές, μειώνουν τη φορολογία του κεφαλαίου και τις ασφαλιστικές του εισφορές, προσφέρουν οικονομικά κίνητρα, εξασφαλίζουν κερδοφόρους τομείς για τη δράση του κεφαλαίου. Αλλωστε, και το σύνολο των μέτρων για τα εργασιακά και το Ασφαλιστικό που αυτές τις μέρες προωθούνται προς ψήφιση, μαζί με τα εισοδηματικά - φορολογικά μέτρα που ήδη εφαρμόζονται, εκεί ακριβώς αποβλέπουν. Να μειωθεί, το λεγόμενο «εργατικό κόστος», ώστε να αυξηθούν οι δυνατότητες του κεφαλαίου να κάνει επενδύσεις στη χώρα. Μια προσδοκία που ακούγεται εδώ και δεκαετίες, αλλά επειδή η υλοποίησή της δε συμβαδίζει με τα συμφέροντα του κεφαλαίου δε γίνεται πραγματικότητα.

Κ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ