Η ΟΥΓΓΑΡΕΖΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1919
Η λαϊκή εξουσία εμπνέει και προάγει την τέχνη
Στις 21 Μάρτη του 1919 ανακηρύχθηκε η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία, σαν συνέπεια της έντονης πολιτικής και οικονομικής καταπίεσης στην Ουγγαρία κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και βεβαίως υπό την επίδραση της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Η αστική τάξη της Ουγγαρίας και η κυβέρνησή της των αστικών φιλελεύθερων - ριζοσπαστικών κομμάτων και των σοσιαλδημοκρατών, που ήρθαν στην εξουσία στις 31 Οκτώβρη του 1918, ύστερα από τη νίκη της αστικοδημοκρατικής επανάστασης, όχι μόνο δεν έλυσε, αλλά όξυνε τα προβλήματα που αντιμετώπιζε η χώρα.
Η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία εγκαθιδρύθηκε στη βάση της αποδοχής της αρχής της δικτατορίας του προλεταριάτου, σαν της ουσίας του κράτους της, με τη συνένωση του Κομμουνιστικού Κόμματος Ουγγαρίας και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος σε Σοσιαλιστικό Κόμμα Ουγγαρίας. Ανατράπηκε μετά από 132 μέρες, την 1η Αυγούστου 1919, με τον οικονομικό αποκλεισμό και τη στρατιωτική επέμβαση της Αντάντ, ενώ η νεοσύστατη Σοβιετική Ρωσία αδυνατούσε να βοηθήσει, αλλά και εξαιτίας λαθών του ΚΚ Ουγγαρίας: Από τη μια η συνένωση με τους ρεφορμιστές... «Κανένας κομμουνιστής δεν πρέπει να ξεχνά τα διδάγματα της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας. Η συνένωση των Ούγγρων κομμουνιστών με τους ρεφορμιστές στοίχισε ακριβά στο ουγγρικό προλεταριάτο» («ΟΡΟΙ ΕΙΣΔΟΧΗΣ ΣΤΗΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΔΙΕΘΝΗ», Λένιν, «Απαντα», τόμ. 41, σελ. 205, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή»). Και από την άλλη λάθη στην πολιτική συμμαχιών εργατικής τάξης - αγροτιάς πάνω στο αγροτικό ζήτημα... «Στην Ουγγαρία υπάρχουν μεγάλα λατιφούντια, σε μεγάλες εκτάσεις γης στην Ουγγαρία χρησιμοποιούνται μέθοδοι μισοφεουδαρχικής οικονομίας. Πάντοτε θα βρεθούν και πρέπει να βρεθούν τέτοια κομμάτια μεγάλων γαιοκτημάτων, από τα οποία κάτι μπορεί να δοθεί στους μικροαγρότες και ενδεχόμενα όχι για ιδιοκτησία, αλλά για νοίκιασμα, ώστε ο μικροϊδιοκτήτης αγρότης να πάρει κάτι από τα δημευμένα αγροκτήματα. Αλλιώς ο μικροαγρότης δεν θα δει τη διαφορά ανάμεσα σ' εκείνο που υπήρχε παλιότερα και στη σοβιετική δικτατορία. Αν η προλεταριακή κρατική εξουσία δεν ακολουθήσει μια τέτοια πολιτική, δεν θα μπορέσει να σταθεί». («ΛΟΓΟΣ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΟΡΟΥΣ ΕΙΣΔΟΧΗΣ ΣΤΗΝ Κ.Δ.», ο.π., σελ. 252). Ομως η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία παραμένει στην ουγγαρέζικη και την παγκόσμια Ιστορία της εργατικής τάξης σαν φωτεινό ορόσημο.
Η καπιταλιστική κρίση και το «ντόμινο» των λαϊκών εξεγέρσεων
Ομως η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία αποκτά και μια άλλη σημασία στις μέρες μας: Πρώτα πρώτα απαντά στην ηττοπάθεια που καλλιεργείται από τα αστικά επιτελεία και τους οπορτουνιστές. Οτι, αν και ο καπιταλισμός είναι ισχυρός, δεν είναι ανίκητος, αυτό που δεν είναι άμεσα ορατό σήμερα, θα γίνει αργά ή γρήγορα. Τον αγωνιζόμενο λαό καμιά δύναμη δεν μπορεί να σταματήσει. Ο,τι φέρνει η ώρα, δεν τα φέρνει ο χρόνος. Οτι τίποτα δεν παραμένει παγιωμένο και αναλλοίωτο. Και δεύτερο, η ανακήρυξη της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας απαντάει σε όλους αυτούς που σπέρνουν τη μοιρολατρία, ισχυριζόμενοι ότι δεν μπορεί να γίνει επανάσταση σε μια μόνο χώρα, γιατί θα είναι απομονωμένη. Καμιά χώρα δε βρίσκεται σε γυάλα. Η Μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση στη Ρωσία το 1917 άνοιξε τότε το δρόμο για την εγκαθίδρυση Σοβιετικών Δημοκρατιών σε μια σειρά γειτονικές χώρες, όπως σε Γερμανία, Φινλανδία, Λετονία, Σλοβακία, στην Ουγγαρία που αναφερόμαστε εδώ, και αλλού, όπου, άσχετα από το βραχύ τους βίο, μαζί με την εργατική αλληλεγγύη που αναπτύχθηκε στις καπιταλιστικές χώρες, δυσκόλευε τους επεμβασίες ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία. Και οι σημερινές εξελίξεις στο τόξο της Βόρειας Αφρικής και γενικότερα τον αραβικό κόσμο, και όχι μόνο, αυτό δείχνουν: Την αλληλεπίδραση των λαών και των κινημάτων, ιδιαίτερα των γειτονικών, παρ' όλο που εκεί ελλείψει ισχυρού ΚΚ και εργατικού - λαϊκού κινήματος τα πράγματα φαίνονται να οδεύουν, όχι βέβαια αυθόρμητα, όπως κάποιοι ισχυρίζονται, σε μια άλλη καπιταλιστική διαχείριση. Εξελίξεις που ταυτόχρονα αναδείχνουν την ανάγκη ύπαρξης του επαναστατικού υποκειμένου, του ΚΚ, της δύναμης αυτής που μπορεί να οδηγήσει τις λαϊκές εξεγέρσεις σε ευτυχή για τους λαούς κατάληξη.
Ετσι έχουμε παραστατικά μπροστά μας τις δυο Ουγγαρίες: Την καπιταλιστική και αντιδραστική, την Ουγγαρία της αντεπανάστασης, της πλουτοκρατίας, της κρίσης και της ανεργίας και την Ουγγαρία όπου η εργατική τάξη επικεφαλής του λαού πάλεψε και άλλοτε ηττήθηκε, άλλοτε νίκησε και οικοδομούσε το σοσιαλισμό, με όλες τις αδυναμίες και τις ελλείψεις, πάντως ένα σύστημα σαφώς ανώτερο από το σημερινό.
Μουσική και επανάσταση. Τρεις μεγάλοι συνθέτες
Στην ιδεολογική διαπάλη με την αστική τάξη και τους οπορτουνιστές, ο ρόλος της διανόησης μπορεί να είναι σημαντικός. Δεν έχουμε αυταπάτες. Ενα μεγάλο μέρος της ανήκει ταξικά, οργανικά στον καπιταλισμό, ζει και «αναπνέει» από αυτόν, δεν πρόκειται να του ζητήσει διαζύγιο ούτε στην επανάσταση. Ακόμα περισσότερο: Θα τη χτυπήσει λυσσαλέα, πολύ πιο πολύ από ό,τι τώρα (που και πάλι λυσσομανάει). Ενα άλλο μέρος θα μείνει απαθές και αδιάφορο, ένα άλλο θα τη βλέπει με συμπάθεια, αλλά από μακριά. Και τέλος, αυτό που μας ενδιαφέρει περισσότερο, ένα άλλο μέρος της θα την υπερασπιστεί και με το έργο της, αλλά και με τη δράση της. Ο ρόλος αυτού του κομματιού ήταν, είναι και θα είναι σημαντικός. Η Ουγγαρία, αυτή η χώρα που έζησε δυνατές ταξικές συγκρούσεις, όσο λίγες, μας δίνει τη δική της εμπειρία.
Η Ουγγαρία λοιπόν ανέδειξε πολλούς μεγάλους μουσικούς γενικά, και ειδικότερα μεγάλους συνθέτες. Βέβαια, από το 19ο αιώνα είναι γνωστός ο κορυφαίος Φραντς Λιστ (1811-1886). (Αλλη μια επέτειος φέτος είναι τα 200 χρόνια από τη γέννησή του). Επίσης γνωστοί και άλλοι που ασχολήθηκαν με έντεχνη, αλλά κάπως ελαφρότερη μουσική (οπερέτα), όπως οι Φραντς Λέχαρ (1870-1948), Εμεριχ Κάλμαν (1882-1953) κ.ά. Ομως ο 20ός αιώνας ανέδειξε ακόμα μια πλειάδα μεγάλων Ούγγρων συνθετών, τέτοιων που δίκαια ανακηρύσσονται στους κορυφαίους συνθέτες του 20ού αιώνα παγκόσμια.
Είναι δύσκολη, αλλά και μεγάλη υπόθεση να συγγράφεις, να ζωγραφίζεις, να κινηματογραφείς, να συνθέτεις με το μυαλό, το νου και την ψυχή σου στραμμένα και το ταλέντο και τις γνώσεις σου κατατεθειμένα στα πόδια του προλεταριάτου και του λαού, σαν το δικό μας, μεγάλο ποιητή, Γιάννη Ρίτσο.
Στους τελευταίους ανήκουν και οι τρεις συνθέτες, Μπάρτοκ, Κοντάι και Ντόχνανι, οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στην ουγγαρέζικη επανάσταση και την Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία του 1919 (άσχετα από την τελική κατάληξη του Ντόχνανι) και μελέτησαν μια δημοκρατική μεταρρύθμιση της μουσικής ζωής της χώρας. (Ο Κοντάι από τη θέση του αντιπροέδρου της Ακαδημίας Μουσικής). Γι' αυτό το λόγο διώχτηκαν από το αντιδραστικό καθεστώς του Χόρτι.
Ο Μπάρτοκ και ο Κοντάι αποτελούν ένα παράδειγμα για την προοδευτική διανόηση και τέχνη. Στέκουν στον α ή β βαθμό, τηρουμένων των αναλογιών, δίπλα στους δικούς μας Δ. Γληνό και Πέτρο Κόκκαλη, Κ. Βάρναλη, Γ. Ρίτσο και Μ. Κατράκη, πλάι στον Γκόρκι, τον Λόρκα, τον Μπρεχτ, τον Χικμέτ, τον Σικέιρος, τον Νερούδα, τον Τζον Ριντ και τόσους άλλους που ήρθαν σε σύγκρουση και ρήξη με το αστικό, αντιδραστικό σύστημα, και με το μεγάλο έργο τους και με τη ζωή τους.
Ο Μπάρτοκ συνέλεξε πάνω από 30.000 λαϊκά τραγούδια από Ουγγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία κλπ. Η γενική του τάση να βρίσκεται κοντά στο λαό εκφράζεται και με τη δημιουργία συνθέσεων για ερασιτεχνικές μουσικές παραστάσεις. Παρόλο που επηρεάστηκε από τους Στραβίνσκι και Σένμπεργκ, συνέχιζε να αναπτύσσει τα λαϊκά στοιχεία στη μουσική του. Τη δεκαετία όμως του 1920, η τάση του για ριζική ανανέωση των μέσων μουσικής έκφρασης, τον οδήγησε σε πολλά έργα σε εξαιρετικά περίπλοκη μουσική γλώσσα. Κατά τη δεκαετία του 1930 το έργο του υπέστη αλλαγές προς την κατεύθυνση περισσότερης απλότητας και κλασικισμού. Απέφυγε ορισμένες ακρότητες και στράφηκε σε μεγαλύτερη θεματική σαφήνεια. Εγραψε συνθέσεις που έδωσαν αυθεντική έκφραση στις ιδέες του ανθρωπισμού και της αδελφοσύνης των λαών. Ασκησε μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση των σχολών σύνθεσης των δεκαετιών 1930, 1940, 1950 στις χώρες της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Σημαντικότερες συνθέσεις του η όπερα «Ο πύργος του Κυανοπώγωνα» (1911), το μπαλέτο «Ο θαυμαστός Μανδαρίνος» (1926), «Ο Μικρόκοσμος» (1937) κλπ. Την εποχή της φασιστικής δικτατορίας το 1940 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου δεν αναγνωρίστηκε από τους μουσικούς κύκλους και πέθανε φτωχός το 1945. Του απονεμήθηκαν μετά θάνατο το ουγγρικό Βραβείο Κόσουτ (1948) και το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης (1955).
Ο Κοντάι κατέγραψε 3.500 περίπου ουγγρικά τραγούδια και χορούς. Εκανε μια σειρά σπουδαίες επιστημονικές δημοσιεύσεις εθνογραφικών και μουσικών λαογραφικών υλικών και εξέδωσε συλλογές επεξεργασίας λαϊκών μελωδιών. Ανάμεσα στις εργασίες του διακρίνονται οι «Ο πεντατονισμός στην ουγγρική λαϊκή μουσική» και «Το ουγγρικό λαϊκό τραγούδι». Από τα καλύτερα μουσικά του έργα είναι η όπερα «Χάρι Γιάνος» (1926) και «Ο Ουγγρικός ψαλμός» (1923). Ηταν τακτικό μέλος της Ουγγρικής Ακαδημίας Επιστημών (1945) και το 1946-1949 πρόεδρός της.
Υπήρξε πρόεδρος της Ενωσης Ούγγρων Μουσικών (από το 1947), πρόεδρος της Ουγγρικής Μουσικολογικής Εταιρείας, επίτιμος διδάκτορας των Πανεπιστημίων Κλούζακ, Βουδαπέστης και Οξφόρδης, πρόεδρος του Μουσικού Τμήματος του Συνδέσμου «Ουγγαρία - ΕΣΣΔ» (από το 1948). Πήρε το Βραβείο Κόσουτ (1948, 1952, 1957).
Με το όνομά του έχει συνδεθεί το περίφημο σύστημα μουσικής εκπαίδευσης που δημιούργησε και φέρει το όνομά του, το σύστημα Κοντάι, το οποίο είναι γνωστό και στην Ελλάδα, στα Μουσικά Σχολεία, ενώ υπάρχει και ωδείο ιδιωτικό (όπως είναι όλα τα ωδεία στην ελεύθερη, καπιταλιστική Ελλάδα, εκτός από ένα ημικρατικό!) που έχει το όνομά του, συνεργαζόμενο με το ινστιτούτο Κοντάι της Βουδαπέστης. Πίστευε πως η μουσική παιδεία πρέπει να μπαίνει στα σχολειά από τη μικρότερη δυνατή ηλικία.
Ο Ντόχνανι, όπως είπαμε, συμμετείχε και αυτός ενεργά στην Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία και διορίστηκε διευθυντής της Ακαδημίας της Βουδαπέστης, θέση από την οποία αποπέμφθηκε με την επικράτηση της αντεπανάστασης. Εγραψε πολλά κομμάτια για πιάνο (ο ίδιος ήταν εξαιρετικός πιανίστας, καθώς και διδάκτορας μουσικής), μουσική δωματίου, κοντσέρτα, συμφωνίες και όπερες. Παρότι αντέδρασε στον αντισημιτισμό του καθεστώτος Χόρτι, συμβιβάστηκε μαζί του. Δεν μπορούσε να ταυτιστεί με το λαϊκοδημοκρατικό σύστημα που επικράτησε μετά τον πόλεμο. Εγκαταστάθηκε στις ΗΠΑ μέχρι το θάνατό του.
Η ανάδειξη αυτών των τριών συνθετών από τη λαϊκή εξουσία δείχνει πως στο σοσιαλισμό οι ατομικές, σκόρπιες προσπάθειες πνευματικών ανθρώπων, όπως η μουσική σύνθεση και η συλλογή λαϊκών τραγουδιών, μετουσιώνονται σε ένα άλλο πια επίπεδο σε οργανωμένη, συλλογική, μαζική, κρατική δράση για τη διαπαιδαγώγηση του λαού. Και αν η διάρκεια της ουγγαρέζικης επανάστασης ήταν μικρή για να φανούν τα αποτελέσματα, η πείρα της ΛΔ Ουγγαρίας (1945-89) και των άλλων Λαϊκών Δημοκρατιών και ιδιαίτερα της ΕΣΣΔ, έδειξε την ανωτερότητα αυτού του συστήματος που εκτός από παραγωγή πολιτισμού ψηλής ποιότητας, κυρίως τον διέδωσε στους πιο απρόσιτους πληθυσμούς, στα πιο απόμακρα μέρη, στις πιο καθυστερημένες μάζες. Η εμπειρία δηλαδή της Ουγγρικής Σοβιετικής Δημοκρατίας έδειξε πώς η προλεταριακή εξουσία εμπνέει και προάγει τον πολιτισμό.
Μορφή - περιεχόμενο. Ο ρόλος της προοδευτικής διανόησης
Ομως το έργο αυτών των τριών συνθετών, όπως και άλλων καλλιτεχνών που επηρεάστηκαν στον α ή β βαθμό από την προλεταριακή επανάσταση και το σοσιαλισμό, παρόλο που στις προθέσεις τους - τουλάχιστον μερικών εξ αυτών - ήταν το ανέβασμα του πολιτιστικού επιπέδου των μαζών, δεν πέτυχε την απαιτούμενη διεισδυτικότητα, εξαιτίας φυσικά και αυτού του χαμηλού επιπέδου. Ας αφήσουμε στην άκρη την τάση για ερμητισμό που διακρίνει κύρια κάποιους αστούς καλλιτέχνες και ποιητές, χαρακτηριστικό που δεν μπορεί να είναι ίδιον προοδευτικών, κοντά στο λαό, ανθρώπων. Από την άλλη όμως, η προσπάθεια για συνεχή ανανέωση των μορφών του καλλιτεχνικού έργου που πρέπει να διαπερνά το δημιουργό, ελλοχεύει κινδύνους το έργο αυτό να αποσπαστεί από τις μάζες, να γίνει δυσπρόσιτο και έτσι να μην μπορεί να παίξει και το διαπαιδαγωγικό του ρόλο. Να γίνει η τέχνη από μέσο εξύψωσης του λαού, σε τέχνη για τους λίγους, για μια μικρή «καλλιεργημένη» ελίτ. Να γίνει δηλαδή η προσπάθεια ανανέωσης της μορφής αυτοσκοπός, σε βάρος του περιεχομένου, που είναι ο κύριος κρίκος της διαλεκτικής σχέσης μορφή - περιεχόμενο, να κατρακυλήσει ο καλλιτέχνης στο λεγόμενο φορμαλισμό. Δεν κατάφεραν πάντα προοδευτικοί καλλιτέχνες να αποφύγουν αυτό τον «πειρασμό». Αυτή μας η κριτική στο φορμαλισμό δε σημαίνει και απαίτηση για υποβάθμιση της ποιότητας του καλλιτεχνικού έργου, δε σημαίνει λαϊκισμό, αλλά λαϊκότητα της τέχνης, λαϊκότητα που υπήρχε από τις αρχαίες τραγωδίες, τον Ομηρο, τον Σαίξπηρ, τις όπερες του Βέρντι και άλλων, μέχρι τον κριτικό ρεαλισμό και ακόμα περισσότερο το σοσιαλιστικό ρεαλισμό, σε πολλούς σύγχρονους μεγάλους λογοτέχνες και καλλιτέχνες.
Με αφορμή τη στάση αυτών των διανοουμένων, από τη μια δηλαδή η ενθουσιώδης προσχώρηση με την πλευρά της επανάστασης, από την άλλη η όποια ταλάντευση μπροστά σε δυσκολίες, ακόμα και ο συμβιβασμός (όπως του Ντόχνανι) με ένα αντιδραστικό καθεστώς, εκφράζουμε και κάποιες σκέψεις για αυτό το μεγάλο ζήτημα: Τη σχέση επανάστασης - διανόησης, ιδιαίτερα της καλλιτεχνικής. Οπως είπαμε και παραπάνω, η στάση της διανόησης απέναντι στην επανάσταση δεν είναι ενιαία - και δε θα μπορούσε να είναι - γιατί αυτή δεν αποτελεί κοινωνική τάξη, αλλά οι διανοούμενοι εντάσσονται στις τάξεις και στρώματα της αστικής κοινωνίας. Ομως, επειδή ένα μέρος της διανόησης επιτελεί ένα περίπλοκο, βαθυστόχαστο και πρωτοποριακό έργο στον τομέα ειδίκευσής του - είτε αφορά στην επιστήμη είτε στην τέχνη - αυτό αποτελεί το έδαφος για να διαμορφωθεί η άποψη ότι η διανόηση στο σύνολό της ή έστω το ιδιαίτερό της αυτό κομμάτι, είναι και η πρωτοπορία στην κοινωνικοπολιτική εξέλιξη. Αυτό δεν είναι σωστό.
Η θεωρία και η Ιστορία αποδείχνουν ότι, όσο σπουδαίος και αν είναι ο ρόλος των επιφανών επιστημόνων, ανθρώπων των γραμμάτων, λογοτεχνών, καλλιτεχνών κλπ., δεν μπορούν να υποκαταστήσουν το ρόλο της πολιτικοκοινωνικής πρωτοπορίας. Οι κλασικοί του μαρξισμού - λενινισμού πολλές φορές αναφέρονται στην ανικανότητα κορυφαίων επιστημόνων να συλλάβουν τη διαλεκτική υλιστική φιλοσοφία, τη σύνδεση του ειδικού με το γενικό, το πώς δηλαδή συνδέεται η διαλεκτική της ύλης π.χ., διαλεκτική που αποκαλύπτουν μέσα από το έργο τους, με τη διαλεκτική της φύσης -και της κοινωνίας- στο σύνολό της είτε λόγω της ταξικής τους τοποθέτησης είτε λόγω επίδρασης του κυρίαρχου εποικοδομήματος (θρησκεία λ.χ.) είτε εξαιτίας της μονοσήμαντης στοχοπροσήλωσής τους στην επιστήμη τους, είτε από άγνοια του διαλεκτικού υλισμού ή και λόγω συνδυασμών των παραπάνω παραγόντων. Σαν να λέμε ότι είναι υλιστές στην επιστήμη τους και ιδεαλιστές στη φιλοσοφία, «καλοί» επιστήμονες και «κακοί» φιλόσοφοι.
«...Πλήθος ονομαστών σύγχρονων φυσικών με την ευκαιρία των "θαυμάτων" του ραδίου, των ηλεκτρονίων κλπ. τα σμίγουν με τις επιχειρήσεις του θεού - και τις πιο ακατέργαστες και τις πιο δουλεμένες - στο πεδίο του φιλοσοφικού ιδεαλισμού» (Λένιν: «Για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη», εκδ. «Αναγνωστίδη», σελ. 226).
Το ίδιο γίνεται και στην τέχνη, αλλά εδώ τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, πιο δυσδιάκριτα: «Ετσι εμφανίζεται η αντίφαση, το έργο μεγάλων δημιουργών, προικισμένων με την ικανότητα να συλλαμβάνουν σε βάθος τον εσωτερικό δυναμισμό της κοινωνίας, να μην αντιστοιχεί στις ιδεολογικές και πολιτικές πεποιθήσεις τους, φαινόμενο που παρατηρείται γα παράδειγμα σε έργα του Σεφέρη, του Ελύτη, του Χατζηδάκι κλπ.» (Ελ. Μηλιαρομανωλάκη, Γ. Σκαρπερού: «Για το σοσιαλιστικό ρεαλισμό», ΚΟΜΕΠ 6/2010). Μπορεί με το ταλέντο τους οι καλλιτέχνες, οι λογοτέχνες να διεισδύουν βαθιά στη φύση, την κοινωνία, τους ανθρώπινους χαρακτήρες, αλλά να είναι «τυφλοί» στην κοινωνική εξέλιξη, να μην μπορούν -ή να μη θέλουν- λόγω ταξικών προκαταλήψεων να δουν προς τα πού πάει η κοινωνία και σε αυτή την κατεύθυνση να «ωθήσουν» τα πράγματα και με τη ζωή και τη στάση τους, εκτός από το έργο τους που έτσι και αλλιώς, λίγο ως πολύ, το συνειδητοποιούν ή όχι, παίζει αυτό το ρόλο, γιατί η μεγάλη τέχνη, όπως και η μεγάλη επιστήμη, είναι αληθινή. Και η αλήθεια είναι με το προλεταριάτο. Το κεφάλαιο είναι ταυτισμένο με το ψέμα. Δε χρειάζεται να αναφέρουμε πολλά. Ενα φτάνει: Κρύβει - και δεν μπορεί να κάνει και αλλιώς - πως η πηγή κάθε πλούτου είναι η υπεραξία, η εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.
Γι' αυτό πρέπει και οι προοδευτικοί διανοούμενοι να καταλαβαίνουν τις ευθύνες τους. Γράφει ο Λένιν σε σχέση με μια λαθεμένη υπογραφή του Γκόρκι σε κάποιο κείμενο (το οποίο συνυπέγραφε και ο αστός πολιτικός, ηγέτης των καντέτων, Στρούβε): «Ας πούμε πως ο Σαλιάπιν δεν πρέπει να κριθεί αυστηρά. Είναι ένας καλλιτέχνης, τίποτα περισσότερο. Είναι ξένος προς την προλεταριακή υπόθεση: Σήμερα είναι φίλος των εργατών, αύριο ένας αντιδραστικός που παρακινείται από τη συγκίνησή του (σ.σ.: Ο Λένιν επιβεβαιώθηκε. Ο βαθύφωνος λυρικός τραγουδιστής Φιοντόρ Σαλιάπιν πέρασε στην εμιγκράτσια)...
...Οι εργάτες όμως συνήθισαν να θεωρούν τον Γκόρκι σαν δικό τους... Το όνομα του Στρούβε δεν θα μπορούσε να μπερδέψει κανέναν εργάτη, μα το όνομα του Γκόρκι μπορεί να το κάνει» (Λένιν: «Για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη», εκδ. «Αναγνωστίδη», σελ. 127-8).
Θα κλείσουμε με μια μικρή νύξη στο παρεμφερές, συγγενικό, με αυτό της διανόησης, σοβαρό ζήτημα - γιατί σηματοδοτεί σε μεγάλο βαθμό τον ιστορικό απελευθερωτικό ρόλο της εργατικής τάξης: Αυτό της στάσης του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά. Λέει ο Λένιν στο λόγο του στο 3ο Πανρωσικό Συνέδριο της Ρώσικης Κομμουνιστικής Ενωσης Νεολαίας: «...Αν ρωτήσετε γιατί η διδασκαλία του Μαρξ μπόρεσε να κατακτήσει τις καρδιές και το νου εκατομμυρίων και δεκάδων εκατομμυρίων ανθρώπων της πιο επαναστατικής τάξης, δεν θα μπορούσατε να πάρετε παρά μονάχα μια απάντηση: Αυτό έγινε γιατί ο Μαρξ στηρίχτηκε στο σταθερό θεμέλιο των ανθρώπινων γνώσεων, που κατακτήθηκαν μέσα στον καπιταλισμό... Επεξεργάστηκε κριτικά ό,τι δημιούργησε η ανθρώπινη κοινωνία, χωρίς να παρακάμψει ούτε ένα σημείο... Αυτό πρέπει να το σκεφτόμαστε όταν, για παράδειγμα, συζητάμε για τον προλεταριακό πολιτισμό... Η προλεταριακή κουλτούρα πρέπει νάναι η νομοτελειακή ανάπτυξη του αποθέματος των ανθρώπινων γνώσεων που η ανθρωπότητα επεξεργάστηκε κάτω από το ζυγό της κεφαλαιοκρατικής, τσιφλικάδικης, γραφειοκρατικής κοινωνίας» (Λένιν: «Για τη Λογοτεχνία και την Τέχνη», εκδ. «Αναγνωστίδη», σελ. 170-1).
Το ταξικό συνδικαλιστικό κίνημα και οι συμμαχίες του στο χώρο των μικροαστικών στρωμάτων πρέπει να δώσουν τη μάχη για την ανάπτυξη του κινήματος και σε αυτό το χώρο για το κέρδισμα και τη διαμόρφωση στο πλευρό τους της εργαζόμενης πρώτα πρώτα, αγωνιστικής, ριζοσπαστικής διανόησης. Για να αδυνατίσουν οι δυνάμεις της αστικής τάξης και του οπορτουνισμού και στο χώρο της διανόησης και να ενισχυθούν οι δυνάμεις του σοσιαλισμού και της επανάστασης. Τότε θα υπάρξουν και νέοι πολλοί καλλιτέχνες στο πλευρό του λαού που θα γράφουν: «Εμείς δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε αδερφέ μου απ' τον κόσμο./ Εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο». Που θα το τραγουδάνε και θα το πιστεύουν. Σαν τον Γιάννη Ρίτσο.
Γιώργος ΦΙΛΙΠΠΟΥ
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
29/10/2011
-- Σκαπανέας της μουσικής παράδοσης
5/1/2008
-- Η τέχνη ως «εργαλείο» της Επανάστασης
21/4/2002
-- Ζει και θα ζει στους αιώνες
26/8/1998
-- Εκλεκτή μουσική
11/1/1998
-- "Θησαυρός απίστευτης έκτασης"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου