18 Ιουλ 2012

Ενα κουτί μπισκότα


Ενα κουτί μπισκότα

Της Τιτίνας ΔΑΝΕΛΛΗ



Γρηγοριάδης Κώστας



Πήρε όλες τις σημειώσεις για την Παναγιά της Τήνου και για το αντιτορπιλικό «Ελλη». Δεν έμενε παρά να γυρίσει στο γραφείο, να γράψει, να παραδώσει, να περάσει από το λογιστήριο και μετά, «Ζήτω η Ελευθερία». Αρχιζε η άδειά της. Ο Γιάννης και κείνη, οι δυο τους σε σμαραγδένια θάλασσα και χρυσή άμμο... Απίστευτο. Υστερα από τόσα χρόνια... Τα παιδιά είχαν πάει από χτες στη γιαγιά τους. Η ματιά της πριν κλείσει το παλαιό κιτρινισμένο σώμα της εφημερίδας έπεσε πάνω στη δολοφονία του Βιδάλη. Εριξε μια ματιά... Μωρέ θάρρος. «Το δημοσιογραφικόν επάγγελμα κατέστη επικίνδυνον...». Μωρέ θράσος ο υπουργός, σκέφτηκε ενώ έκανε σύγκριση της εποχής εκείνης με την τωρινή. Τώρα δεν υπήρχαν Σούρληδες και Καλαμπαλίκηδες. Τώρα το επάγγελμα του δημοσιογράφου ήταν και ευχάριστο και ακίνδυνο. Μπροστά στην εφημερίδα ξετυλίγονταν στιγμές από την ιστορία του τόπου. Μαύρες στιγμές. Ηθελε, έπρεπε να είναι χαρούμενη σήμερα. Και θα ήταν. Εκλεισε γρήγορα το σώμα των εφημερίδων, το παρέδωσε και βγήκε.




Καθώς κατέβαινε τα σκαλοπάτια της Εθνικής Βιβλιοθήκης, είδε μια νεαρή συνάδελφο με το μαγνητόφωνο ανοιχτό να παίρνει... συνέντευξη από μια μισόγυμνη τουρίστρια...


«Ι λοβ Γκρης, μουσακά, ρετσίνα, ενδ γκρη μεν».


Αύριο η νεαρή τουρίστρια θα γινόταν σαλόνι στις εφημερίδες και η υπογραφή της νεαρής συναδέλφου θα ήταν εκεί, κάτω, από το κείμενο φαρδιά πλατιά... Το επάγγελμα του δημοσιογράφου κατέστη... εντελώς ακίνδυνο, κύριε υπουργέ, σκέφτηκε και χαμογέλασε.


Ηταν έτοιμη να περάσει το θυρωρείο όταν μια κυρία με μαύρα τη σταμάτησε.


«Είστε η δημοσιογράφος;».


«Σε τι μπορώ να σας βοηθήσω;».


«Θέλω να καταγγείλω κάτι επώνυμα. Σε ένα κουτί μπισκότα που τα ακριβοπλήρωσα μάλιστα, βρήκα κομμάτια από ψόφιο ποντικό...».


«Το πήγατε στην αγορανομία ή στον εισαγγελέα;».


«Οχι».


«Τότε να το πάτε. Θα ακολουθήσει έρευνα και θα σας γνωστοποιήσουν το πόρισμα. Οταν γίνει αυτό ελάτε σε μας».


«Ναι. Δε σας κάνει εντύπωση, συγνώμη που σας απασχολώ, που τους τηλεφώνησα και ήρθαν αμέσως τόσα χιλιόμετρα; Στην αρχή με πήραν με το καλό, ύστερα με τρόμαξαν ή τουλάχιστον το προσπάθησαν. Αλλά εγώ δεν τους το έδωσα...».


«Ποιοι είναι αυτοί - ρώτησε η Ευγενία. Τι είναι εκείνο που δεν τους δώσατε;».


«Μα το κουτί με τα μπισκότα. Αυτά ζητούσαν οι άνθρωποι του εργοστασίου... Και να φανταστεί κανείς πως τα μπισκότα λέγονται "Απόλαυση πριν και μετά...". Ετσι όπως περνούσα από την εφημερίδα σας και σας είδα...».


«Με γνωρίζετε;».


«Σας έχω δει στην τηλεόραση πολλές φορές. Τι άλλο μπορεί να κάνει μια μόνη γυναίκα στη Νεμέα...».


«Με συγχωρείτε αλλά δεν μπορώ να σας βοηθήσω. Κάντε αυτό που σας είπα και μετά θα είμαστε στη διάθεσή σας. Το κουτί με τα μπισκότα πού το έχετε;».


«Το έχω στη Νεμέα, στο σπίτι. Καλά, θα γυρίσω μεθαύριο και θα κάνω ό,τι μου είπατε. Σας ευχαριστώ. Καλό καλοκαίρι».


...


Η Ευγενία έγραψε χωρίς έμπνευση, χωρίς κέφι. Οταν έχεις πείρα, είναι σαν τον αυτόματο πιλότο στο αεροπλάνο. Ετσι έγραφε. Με τον αυτόματο. Στις έξι είχε τελειώσει. Διόρθωσε προσεκτικά και μεθοδικά το κείμενο και το πήγε στον αρχισυντάκτη της. Η νεαρή συνάδελφος ήταν μέσα. Εμοιαζε ενθουσιασμένη. Είχε παζαρέψει σαλόνι και είχε κερδίσει. Εκείνος γελούσε. «Σαλόνι ναι, αλλά όχι και αποκλειστικό... Μια μισόγυμνη στην Πανεπιστημίου και μια γυμνή στην Ομόνοια... Αντε τώρα. Πρόσεξε μόνο τις φωτογραφίες. Αν δεν είναι καλές, δε θα δεις όχι σαλόνι αλλά ούτε μονόστηλο».


«Λοιπόν, Ευγενία μου;».


«Να, έτοιμη είμαι».


«Και να φύγω. Να το κείμενο. Δεν είχα έμπνευση. Αν δε σου αρέσει μην το βάλεις».


«Και ποιος γράφει με έμπνευση λίγες ώρες πριν από την άδεια; Ωστε, λοιπόν, μήνα του μέλιτος με το Γιάννη; Πάντα τυχερός ο κύριος. Οταν πρωτόρθες, πάνε πόσα χρόνια, εννιά;».


«Δέκα».


«Ακόμα χειρότερα. Τι κόμματος ήσουν παιδί μου. Στοίχημα βάζαμε ποιος θα σε καταφέρει... Αλλά βλέπεις Γιάννης παίζει, Γιάννης τρώει, Γιάννης κερδίζει. Αν τον βαρεθείς ποτέ, εγώ είμαι εδώ. Προς το παρόν δόστου τα φιλιά μου του μπαγάσα».


...


Το πρώτο βράδυ στη Σκιάθο δεν κοιμήθηκε καλά. Ξυπνούσε κάθε λίγο από κάποιον εφιάλτη, έπινε νερό και προσπαθούσε να ξανακοιμηθεί. Ο άντρας της ήρεμος, μακάριος, κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου, σχεδόν τον ζήλεψε.


Γύρω στις τέσσερις πήρε ένα ταβόρ. Μόλις γλάρωσαν τα μάτια, είδε τα παιδιά της να τρώνε μπισκότα και ένα λιοντάρι. Ποιο λιοντάρι ήταν αυτό που την κοιτούσε λυπημένα; Πετάχτηκε και άναψε το φως. «Τι σε έπιασε;», έκανε ο Γιάννης μέσα στον ύπνο του. «Τίποτε», απάντησε η Ευγενία. Σε λίγο αποκοιμήθηκε.


Εβαλε λάδι και ξάπλωσε μπρούμυτα. Ο ήλιος είχε περάσει μέσα στο δέρμα της, μέσα στο αίμα της, μέσα από το ναρκωμένο μυαλό της. Η ζεστασιά του ήλιου είχε διώξει κάθε σκέψη από το μυαλό της.


«Ευγενία θα πάθεις εγκαύματα. Ξέρεις πόσες ώρες είσαι έτσι;».


«Πόσες;».


«Δύο τουλάχιστον. Ούτε πήρες είδηση που έφυγα. Ελα στη σκιά».


Η Ευγενία σηκώθηκε και πήγε κατευθείαν στη θάλασσα. Βούτηξε. Θα μπορούσε να μείνει μέσα σ' αυτό το σμαραγδένιο υγρό κόσμο, για πάντα. Ναι, για πάντα. Αλλά δεν έμεινε γιατί ο Γιάννης πάλι φώναζε.


Ετρεξε χαρούμενη και τον αγκάλιασε.


«Μη, θα βρέξεις τις εφημερίδες».


«Α, ώστε γι' αυτό έφυγες. Φοβήθηκε μη χάσεις το ναρκωτικό σου. Δεν αποφασίσαμε να μην αγγίξουμε εφημερίδα όσες μέρες μείνουμε εδώ;».


«Η αποτοξίνωση δε γίνεται αμέσως - είπε γελώντας. Μπορεί να πάθεις το σύνδρομο της στέρησης και να υποστείς ζημιά. Να, πάρε τη δική σου. Εγώ, όπως βλέπεις, διαβάζω τη δική μου».


Η Ευγενία δεν ήθελε να διαβάσει. Αλλά δεν άντεξε στον πειρασμό. Θα είχε γίνει άραγε σαλόνι η μισόγυμνη τουρίστρια; Ναι, είχε γίνει. Μια μισόγυμνη, μια γυμνή στην Ομόνοια, διαβάτες που χάζευαν. Ενα ζαχαροπλαστείο του Κέντρου, όπου το καλοκαιρινό σπορ ορισμένων νέων, έδινε και έπαιρνε. Το καμάκι. Γύρισε τις σελίδες. Προσπέρασε βιαστικά το δικό της και αμέσως την άφησε.


«Τι γράφει η δική σου;», ρώτησε, έτσι γιατί εκείνη βαριόταν να διαβάσει.


«Τίποτε το σπουδαίο. Δεκαπενταύγουστο, τι θέλεις να γίνεται; Καύσωνας, νέφος, εγκλήματα, ατυχήματα και πυρκαγιές. Και αυτές όχι πολλές, σε σχέση βέβαια με τα άλλα χρόνια. Και δω μπαίνει το ερώτημα, μειώθηκαν οι εμπρηστές ή δεν έχουν πια τι να κάψουν;


«Το δεύτερο. Ποιες περιοχές προτίμησαν φέτος;».


«Οσες είχαν αναδασωθεί!!! Και ένα σπίτι στη Νεμέα».


Η Ευγενία πετάχτηκε σα να την είχε χτυπήσει ηλεκτρικό ρεύμα και τράβηξε την εφημερίδα τόσο απότομα που λίγο έλειψε να τη σκίσει. Η είδηση ήταν μικρή. Και γραμμένη περίεργα. «Ακίνδυνος τρελός έριξε τσιγάρο με αποτέλεσμα να αποτεφρωθεί σπίτι στη Νεμέα. Ο δράστης συνελήφθη και κρατείται στην αστυνομία. Θύματα δεν υπήρξαν». Στη Νεμέα. Το λιοντάρι που με κοιτούσε λυπημένα στον ύπνο μου. Τα παιδιά μου. Η κυρία με τα μαύρα...


Τα μπισκότα!


...


Ανέβηκε τις σκάλες τρεχάτη. Ούτε καν χτύπησε την πόρτα. Εκείνος μόλις την είδε να μπαίνει σαν ηλιοκαμένος σίφουνας τα 'χασε. Του τα διηγήθηκε όλα. Την κυρία με τα μαύρα και τη συζήτηση που είχε μαζί της. Του έδειξε την είδηση.


«Για μένα η φωτιά δεν μπήκε τυχαία».


«Ελάχιστες φωτιές μπαίνουν τυχαία. Σύνελθε Ευγενία».


«Να δεις που πίσω από την πυρκαγιά βρίσκεται το εργοστάσιο των μπισκότων».


«Εχεις αποδείξεις;»


«Ενδείξεις. Αλλά θα σου βρω και αποδείξεις. Θα πάω στη Νεμέα».


«Διακοπές έχεις, πήγαινε και στο Παρίσι».


Ετρεξε στο τηλεφωνείο. Ρώτησε ποιοι την είχαν ζητήσει. Η τηλεφωνήτρια της έδωσε βαριεστημένα το χαρτί με τα ονόματα. Δυστυχώς ήταν όλοι γνωστοί. Το πέταξε στο πάτωμα. «Κανείς άλλος; Σε παρακαλώ Σοφία θυμήσου. Κανείς άλλος με ζήτησε;». Η φωνή της ήταν σχεδόν παρακλητική.


«Η Ζίνα μού είπε έτσι τυχαία πως είχε τηλεφωνήσει κάποια κυρία Μάγδα από τη Νεμέα... Δεν το σημείωσε, γιατί της ήρθε αστείο...».


«Πού είναι η Ζίνα;».


«Σε άδεια από χτες. Κανείς δεν ξέρει πού πήγε για να την αφήσουν ήσυχη».


«Τι άλλο είπε στη Ζίνα αυτή η κυρία;».


«Δεν ξέρω».


«Πότε πήρε;».


«Προχτές το πρωί. Τι ώρα δεν ξέρω».


...


Μπήκε στο αυτοκίνητο, ξέροντας πια πού θα πήγαινε... Και πήγε. Γυρνώντας από τη Νεμέα προσπαθούσε να βάλει σε τάξη αυτά που είχε δει και μάθει. Ενα σπίτι είχε γίνει στάχτη. «Δράστης» ένας τρελός που έλεγε σε όλα «ναι». Ακόμα και όταν τον ρώτησε αν ήταν γυναίκα ή άνδρας απάντησε «ναι».


Εσύ έριξες το τσιγάρο; «Ναι». Μήπως κάποιος άλλος, ξένος έριξε τσιγάρο... «Ναι»...». Είδες κάτι περίεργο...; «Ναι...».


«Μα, κύριε αστυνόμε... Σε όλα λέει ναι», διαμαρτυρήθηκε η Ευγενία.


«Ε, ναι το ξέρω. Τι θέλετε να κάνω;».


«Κι αν το έριξε άλλος; Κατά τη γνώμη σας γίνεται ένα σπίτι στάχτη από ένα τσιγάρο;».


«Ναι». Η απάντηση την είχε τρελάνει. Γύρισε σπίτι. Ο Γιάννης ήταν εκεί, είχε γυρίσει, ήταν όμως ανήσυχος.


«Τι σου συμβαίνει;».


«Μια γυναίκα κινδυνεύει Γιάννη. Της κάψανε το σπίτι γιατί εκεί φύλαγε ένα κουτί με μπισκότα. Για να είναι, όμως, σίγουροι μπορεί να την κάψουνε και την ίδια... Μου ζήτησε βοήθεια...».


«Ναι...;».


«Μην ξανακούσω κανένα να λέει ναι. Θα τρελαθώ...», είπε απότομα. Σχημάτισε τον αριθμό της εφημερίδας και ζήτησε τον αρχισυντάκτη. «Συνεχίζω να έχω ενδείξεις και σκοπεύω αύριο το μεσημέρι να σου έχω και αποδείξεις. Αν είναι αυτό που φαντάζομαι θα τους κλείσω το εργοστάσιο. Στ' ορκίζομαι».


«Αντε να δουλέψεις στο "Ριζοσπάστη" μωρό μου». Αυτή η απάντηση ήρθε από την άλλη μεριά.


Μετά τηλεφώνησε στην πεθερά της. Ολα πήγαιναν καλά, δεν έπρεπε να ανησυχεί. Οχι δε θα τους έδινε μπισκότα... Ηταν ωραία στη Σκιάθο; Εκανε ένα μπάνιο και έπεσε στο κρεβάτι. Δίπλα της ο άντρας της πάτησε το τηλεκοντρόλ. «Εχει γουέστερν. Δες και συ λιγάκι... κι αύριο το πρωί τα ξαναλέμε. Μέρα ξημερώνει. Θα σε βοηθήσω...».


Ενιωσε ασφάλεια και ανακούφιση. Είδε τον Τζον Γουέιν να σκοτώνει όλους τους κακούς Ινδιάνους, εκτός από έναν... «Η συνέχεια μετά το Δελτίο Ειδήσεων».


«Ποιος να νικήσει;». Ρώτησε η Ευγενία, με την ενδόμυχη επιθυμία ότι ίσως να νικούσε ο Ινδιάνος.


«Ο Τζον Γουέιν χαζούλα...».


«Και τώρα μια είδηση από το αστυνομικό δελτίο. Αυτοκίνητο αγνώστων στοιχείων παρέσυρε και σκότωσε τη Μαγδαληνή Κωστάκη, από τη Νεμέα, στη Λεωφόρο Κηφισού. Οποιος γνωρίζει κάτι θα απευθυνθεί στο αστυνομικό τμήμα...».


Λίγο ακόμα και θα λιποθυμούσε. Λίγο ακόμα. Ο Γιάννης της έδωσε ένα ελαφρό μπάτσο. Της έφτιαξε καφέ. Της κρατούσε το χέρι. Η Ευγενία δε μιλούσε, κοιτούσε μόνο το παράθυρο. Περίμενε να ξημερώσει.
***


«Με ζητήσατε;». Ο κύριος ήταν πολύ καλοντυμένος, ίσως περισσότερο απ' ό,τι έπρεπε για πρωί... «Σε τι μπορώ να σας φανώ χρήσιμος;». Χαμογελούσε. Η Ευγενία τον έβλεπε ντυμένο με ρούχα φυλακισμένου, καθισμένο πίσω από σίδερα και όχι μπροστά στο πολυτελέστατο γραφείο από μαόνι.


«Λοιπόν, κυρία μου, σας ακούω... Δεν έχω χρόνο στη διάθεσή μου».


Αμ από δω και πέρα θα έχεις κάθαρμα, σκέφτηκε εκείνη. Ηταν η σειρά της να χαμογελάσει.


«Να, ήθελα να σας κάνω ορισμένες ερωτήσεις σχετικά με κάποιο κουτί μπισκότα. Ξέρετε, γι' αυτό που βρέθηκε στη Νεμέα. Θα ήθελα να δω τους εμπειρογνώμονες που στείλατε... για να εκφοβίσουν και στη συνέχεια να βάλουν φωτιά... Θα ήθελα ακόμα να σας ρωτήσω αν γνωρίζετε πως η Μαγδαληνή Κωστάκη είναι στο νεκροτομείο...».


«Ναι...;». Η φωνή προσπαθούσε να μοιάζει ειρωνική, αλλά δεν κατόρθωνε να κρύψει κάποιο ίχνος φόβου.


«Ναι», είπε αποφασιστικά η Ευγενία.


«Εγώ κυρία μου σας άκουσα, αλλά σας διαβεβαιώ πως δεν κατάλαβα λέξη από όσα είπατε. Το ύφος σας δείχνει ότι μας κατηγορείτε για κάτι. Αλλά για τι ακριβώς και με ποιαν ιδιότητα; Σας παρακαλώ να μου εξηγήσετε». Επιστράτευσε όλο το θάρρος της. Ο Βιδάλης έτρεχε στη Θεσσαλία για να βρει την αλήθεια για το Σούρλα. Και δε φοβήθηκε... Κι αυτή θα φοβόταν αυτόν το σαχλό καμψευόμενο... Μέσα σ' ένα γραφείο... Αν είναι δυνατόν;


«Σας κατηγορώ πως κάψατε το σπίτι της γυναίκας που σκοτώσατε. Οχι εσείς ο ίδιος, αλλά οι άνθρωποί σας. Είμαι δημοσιογράφος και το ξέρετε...».


«Ναι, μου το είπε και η γραμματεύς μου. Σε ποια εφημερίδα είπατε ότι δουλεύατε;».


Τόνισε αργά τις λέξεις του. Δουλεύατε. Ωστε την είχαν απολύσει... Ο μοντέρνος τρόπος, ο σύγχρονος στραγγαλισμός. Ο Σούρλας με μεταξωτό κοστούμι... Το επάγγελμα του αληθινού δημοσιογράφου δεν κατέστη επικίνδυνο. Ηταν, είναι και θα είναι όταν ασκείται σα λειτούργημα. Οταν... Η εικόνα της νεαρής συναδέλφου με το μαγνητόφωνο στο χέρι και της τουρίστριας που αγαπούσε τους Ελληνες και τη ρετσίνα πέρασαν σαν αστραπή από τα μάτια της.
***


Τα παιδιά κοιμούνται. Ο Γιάννης βλέπει τηλεόραση. Η Ευγενία κοιτάζει από το παράθυρο με βλέμμα σκορπισμένο. Μια φωτεινή επιγραφή που δεν υπήρχε πριν τραυματίζει τη ματιά της. «Μπισκότα Απόλαυση. Πριν και μετά...». Κόκκινα γράμματα. Αναβοσβήνουν. Είναι δυνατόν;


«Ποιος λες να νικήσει;», ακούει τη φωνή του Γιάννη.


Δεν απαντάει. Τι να πει. Τα παιδιά κοιμούνται. Η Ευγενία προσπαθεί να θυμηθεί αν η επιγραφή ήταν πάντα εκεί και δεν την είχε προσέξει. Ο Γιάννης βλέπει τηλεόραση...


«Ποιος λες να νικήσει; Μα γιατί δεν απαντάς;».


«Ο Τζον Γουέιν», λέει η Ευγενία.


«Μα δεν παίζει αυτός...».


«Το ίδιο κάνει. Πάντα όποιος είναι με το μέρος του σκηνοθέτη κερδίζει».


Σηκώνεται και την αγκαλιάζει. Τη φιλάει τρυφερά στο μάγουλο. «Οχι πάντα χαζούλα. Καμιά φορά ο σκηνοθέτης πληρώνει για... να μην παίξεις στο έργο... Τι λες γι' αυτό;», της χαμογελάει και βγάζει από την τσέπη του πουκαμίσου την επιταγή. Τα μάτια της θολώνουν, βλέπει μόνο τα μηδενικά, πολλά μηδενικά, μηδενικά γύρω της και πλάι της. Κι ύστερα ακούει την πόρτα να κλείνει με πάταγο πίσω της, καθώς τρέχει ουρλιάζοντας στο σκοτεινό δρόμο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ