Σχολείο και απόσπασμα
(Ο δάσκαλος που κακομεταχειριζότανε τα παιδιά, μια φορά κυνήγησε και το γιο του Ηρακλή)
Ητανε τσοπανόπουλο εκείνος. Αυτό θα πει, πως πατούσε από κορφή σε κορφή πάνω στους βράχους, κι έτρεχε μέσα στα βουνά σαν αγέρας. Μοναχικός κι ελεύθερος, κουμαντάριζε το κοπάδι κι έπαιζε τη φλογέρα του. Ηταν ο πιο ψηλός στο σκολειό, μα κι ο μεγαλύτερος στην ηλικία μια και ξέμενε στις τάξεις, «λόγο που» τον περισσότερο καιρό έπρεπε να φυλάει τα γίδια του. Λοιπόν, μια ερχότανε και μια όχι, ώσπου τον πήρανε τα χρόνια. Παλικαράκι πια και μαθημένος να ζει ελεύθερα, έγινε στόχος του δασκάλου μας, κάποια εποχή.
Ιστορία τρομερή, γιατί ο Γιώργος αντιστεκόταν! Ο δάσκαλος «νευρικιαζότανε» τότε, και τον χτυπούσε με τις γροθιές του. Η περηφάνια του Γιώργη δεν άντεξε, κι αποφάσισε να φύγει μια για πάντα να πάει στα βουνά όπως η ληστάδες. Εγινε λοιπόν «παράνομος», αφού ο νόμος όριζε υποχρεωτικό το δημοτικό.
Βαθιά νύχτα κατέβαινε λοιπόν στο χωριό, για να πάει στο σπίτι του και να δει τους δικούς του να πλυθεί, ν' αλλάξει και να πάρει μερικά τρόφιμα. Νύχτα πάλι έφευγε.
Και τα ροδισμένα χαράματα τον εύρισκαν πάλι πίσω στα διάπλατα βουνά που όριζε.
Λεύτερος εκεί πάνω. Μα ο δάσκαλος δεν άφηνε τους γονείς του ήσυχους κι όλο τους μηνούσε πως έπρεπε να του τον «παραδώσουν».
Εκείνοι βέβαια «αγρόν ηγόραζαν». «Ούτε φωνή, ούτε ακρόασις», ώσπου τελευταία του το 'πανε καθαρά: «Ητανε», λέει, «ντροπή να βαρεί κοντζάμου παλικάρι για κείνα τα κολλυβογράμματα που του μάθαινε και να τσου αφήκει», λένε, «ήσυχους».
Τότε άρχισε να κυκλοφορεί στο σκολειό η λέξη απόσπασμα. «Διέταξε» δηλαδή ο δάσκαλος πέντ' έξι από τους πιο δυνατούς και μεγαλόσωμους της τελευταίας τάξης, να κάνουν ένα «σώμα» όπως στη Χωροφυλακή, που ψάχνει για «ληστάδες».
- «Θα μου τον φέρετε δεμένο εδώ μπροστά μου σήμερα κιόλας», διέταξε ο δάσκαλος...
Και πέρασαν πολλά «σήμερα», χωρίς να μπορέσει το «απόσπασμα» να συναντήσει το «ληστή».
Δηλαδή έτσι λέγανε τα παιδιά στο δάσκαλο, γιατί μόλις ξεμάκραιναν από το σκολειό, άρχιζαν το παιχνίδι, που συνέχιζαν έπειτα με το γιο του Πελοπίδα κει πάνω στο βουνό. Ούτε μαθήματα ούτε τίποτα, και γυρίζανε πίσω καταϊδρωμένοι από τα τρεξίματα και κατακόκκινοι, με την ανάσα τους κομμένη από ευτυχισμένη κούραση (που εκείνοι παράσταιναν απογοήτευση τάχατες για την αποτυχία να βρούνε τη λεία τους).
Ο δάσκαλος φρένιαζε και τους έδινε κάν' να δυο μπουνιές στην πλάτη. Αλλά δε βαριέσαι. Παιχνίδι τους φαινόταν εκείνο το ξύλο μπροστά στις θεόσταλτες απολαύσεις τους.
Πέρασε καμιά βδομάδα έτσι, κι ο δάσκαλος έπαψε τις «επιείκειες»...
- «Θα σας κλείσω μέσα στο μπουντρούμι ώσπου να πεθάνετε», είπε κατακόκκινος σα ματωμένος, «κι εκεί πάνω θα στείλω αληθινούς χωροφύλακες. Θα πάει στη φυλακή αλυσοδεμένος... Σήμερα είναι η τελευταία σας μέρα».
Και τα παιδιά τραβήξανε με τ' αυτιά τους πεσμένα, κατά κείνο τ' ανηφόρι που τόσες μέρες ανεβαίνανε πηδώντας κι αλαλάζοντας. Οταν φτάσανε στο λημέρι, φωνάξανε το Γιώργο που παρουσιάστηκε φωτισμένος κι ανάερος στην κορφή, με τα χέρια του απλωμένα στα πλάγια πάνω στην γκλίτσα που 'χε περασμένη στους ώμους του.
Μόλις τους είδε κατάλαβε.
« Τι διάολο έχετε;», στους λέει.
« Ο δάσκαλος θα μας κλείσει στο μπουντρούμι ώσπου να πεθάνουμε, φωνάζει ένα παιδί, και σε σένανε θα στείλει χωροφύλακες...».
Πλησιάζοντάς τον, λέει ο πιο φίλος του.
« Κάτσε ορέ να σε πιάκουμε και να σε δέσουμε. Και τι θα σου κάνει εσένα ο δάσκαλος; Μεγάλος είσαι κι έπειτ' απ' όλα τούτα που έφτιακες, φοβάται. Θυμάσαι τότενες που έσπασε στο ξύλο το γιο τσι Αντριάνας, κι έκατσε μια βδομάδα στα μαξιλάρια; Τότενες μωρέ, που του γιόμισε το κεφάλι καρούμπαλους με κείνο το δαχτυλίδι π' ανέβαζε στον κόμπο του δαχτύλου του για να βαράει καλύτερα; Θυμάσαι λοιπόν, που η Αντριάνα του Κλαπατσάρα επήε και τον εφοβέρισε πως θα πάει στον επιθεωρητή;»
Φοβήθηκε τότενες και γονάτισε μπροστά της. Και τώρα θα φοβηθεί. Ελα ορέ Γιώργο, για το καλό σου στο λέω, κι απέ εκειόνε χέστονε.
« Αϊ να κουρευτείτε ρε...», τσου λέει αμφίβολα. Γιατί μέσα του βαθιά ο Γιώργος του Πελοπίδα ήθελε να γυρίσει μαζί τους, αφού τόσο είχε αποθυμήσει το χωριό.
Ομως, το αποφάσιζε δεν το αποφάσιζε. Μέρες τώρα σκεφτότανε κει πάνω μέσα στην ερημιά «εκειόν εκεί τον κωλοδάσκαλο που με τσι κατραπακιές και τέτοια πολέμαγε ν' ανοίξει τρύπες στα κεφάλια των παιδιών, και να τσου χώσει μέσα γράμματα τάχατες.
Και τι 'ναι πιο καλύτερα, μωρέ θε' μου; να κάθομαι να τρώω τσι γροθιές του, ή να 'μαι δω πάνω λεύτερος άνθρωπος;».
... Κι εύρισκε μερικές φορές πως ήτανε καλύτερα να τρώει γροθιές.
Θυμότανε βλέπεις τσι αμάδες που θα παίζανε οι συμμαθητάδες του στην αυλή του σκολειού, ή τη φασολάδα πάνω στο τραπέζι τους, που άχνιζε τώρα μπροστά στα μάτια του, σα να 'τανε αληθινή!
Κάτι τέτοια π' ανάθεμά τα, του 'ρχότανε στο μυαλό και του θολώνανε τα μάτια. Κλότσαγε λοιπόν τα λιθάρια και τον έπιανε μια στενοχώρια που του 'κοβε την αναπνοή, κι ας ήταν όλος ο αέρας δικός του εκεί πάνω.
Τον κοιτάζανε τότες τα σκυλιά του κατάματα, «σα να καταλαβαίνανε τα κερατένια» τη λύπη του και τότενες τσου απαντούσε φωναχτά κοιτάζοντας πίσω του μήπως, κι εκτός από τσου σκύλους ή τα γίδια, τον άκουγε και κανένας άλλος.
« Ναι μωρέ... θέλω να πάω πίσω στο χωριό».
Μα ώσπου έφτανε το μάτι του, η γνώριμή του ερημιά τίποτ' άλλο.
Κι ήτανε σαν να 'παίζει με το Θεό που του 'στερνε μεριές - μεριές μια γλύκα στο κορμί του, καθώς ένιωθε τον ήλιο να ζεσταίνει όμορφα τη ράχη του, ή όταν άκουγε ξαπλωμένος τα φύλλα να μουρμουρίζουνε απάνουθέ του κι έβλεπε τα πουλιά να πατάνε.
Επειτα πάλι, όταν πείναγε κατά το μεσημέρι, έλεγε:
«Μωρέ καλά είμαι δω πάνω», κι άνοιγε τη ριγωτή, φαντή πετσέτα του με το καρβέλι, τσι ελιές ή τη ρέγγα. Λοιπόν έπρεπε ν' αποφασίσει. Και καθώς η νοσταλγία για το χωριό, τον είχε ποτίσει ως το κόκαλο, άφησε να τον παρακαλέσουνε λίγο ακόμα, κλότσησε μια - δυο πέτρες, έφτυσε στο πλάι, κι έπειτα έκατσε κάτω να τόνε ψευτοδέσουνε.
... Εβαλε από κάτω του φωτιά
Κι έφτασε η κουστωδία με δεμένο το Γιώργο το ληστή, μπροστά στο δάσκαλο.
Τίποτα δε θυμάμαι από τη σκηνή της «υποδοχής», που έγινε στο μικρό χολάκι του σκολειού. Μόνο το Γιώργο θυμάμαι κρεμασμένο ανάποδα, με φωτιά κάτω από το κεφάλι του.
Τι φωτιά; Μπορεί από κανένα χαρτί αναμμένο, ή ποιος ξέρει τι φρύγανο, ή ό,τι άλλο. Ομως για μας ήτανε «φωτιά». Ο ληστής κρεμασμένος ανάποδα πάνω από τη φωτιά!
Τον ξεκρέμασαν αφού πρώτα γράφτηκε μέσα μας και πάνω στο φόβο μας η άγρια τιμωρία του. Και τον έσυραν, πάντα «δεμένο», μέσα στην κοινή αίθουσα, για όλες τις τάξεις. Ακόμα τον βλέπω πάνω στο πάτωμα κυρτωμένο στο δεξί του πλάι, με το κεφάλι προς τα πίσω, κι ανοιχτό το στόμα, για να δεχτεί τα «φτυσίματα»... Πρώτη δέχτηκε τη φτυσιά του δάσκαλου... Επειτα, περάσαμε από μπροστά του, όλοι εμείς που έπρεπε να τον φτύσουμε.
Οι πολύ φοβισμένοι, φτύνανε τα ρούχα του... Αλλοι φτύσανε πολύ πιο μακριά, κι οι περισσότεροι, κάνανε «φτου» χωρίς σάλιο... Ετσι έκανα κι εγώ... Τα ψεύτικα ή αληθινά φτυσίματα, ήταν ο μεταμορφωμένος φόβος μας...
Υστερ' από κάποιο καιρό, έμαθε ο δάσκαλος πως θα περνούσε από το σχολείο μας επιθεωρητής, κι έκανε ό,τι συνήθιζε να κάνει πριν απ' αυτές τις πολύ σπάνιες επισκέψεις. Εκλαιγε, γονάτιζε μπροστά στους γονιούς, κι έκανε για να τον συγχωρέσουν, όλα εκείνα που ποτέ κανένα παιδί δεν είχε κάνει μπροστά στη φοβέρα του. Συγνώμη... και του δινότανε λοιπόν.
***
Τι πράγμα είναι η συχώρεση;
Στο μεταξύ ο καιρός έγινε πολύς ανάμεσα σε κείνη τη ζωή, και σε τούτη που ζούσαμε τα εφηβικά μας χρόνια στην Αθήνα. Μια μέρα λοιπόν, μπαίνει τρέχοντας ο Μήτσος μέσα στην κάμαρα που βρισκόμουνα, και μου λέει, σχεδόν λαχανιασμένος από συγκίνηση. «Ετοιμάσου γρήγορα... Ερχεται ο δάσκαλος ο Σπυριδάτος να μας επισκεφτεί»... Ο Μήτσος (που σχεδόν τραύλιζε στην «ανάγνωση» για χάρη του...) ήταν χαρούμενος που θα τον ξανάβλεπε! Σε λίγο άκουσα την πόρτα που άνοιξε... Επειτα, εκείνη τη γνωστή, κάπως βραχνιασμένη φωνή, λεπτομερή, κι αδυνατισμένη. Τον έμπασαν στο σαλόνι.
Εγώ έμεινα στο μέσα σπίτι, κι έσφιγγα, όλο έσφιγγα τα χέρια μου, σα να περίμενα μια δικαστική απόφαση...
Πέρασε πολλή ώρα...
Σε μια στιγμή, έρχεται πάλι τρεχάτος ο Μήτσος, ξανακοκκινισμένος, γελαστός, και μου λέει σιγανά, με πολλά νοήματα:
«Ελα... κοντεύει να φύγει... Τι κάνεις τόση ώρα...»,
«Δε θέλω να 'ρθω» του 'πα ξερά, για να το πάρει.
Ο Μήτσος ξανάφυγε τρέχοντας.
Οχι... Δεν μπορούσα, να «τον» δω. Σκεφτόμουνα τα φτυσίματα στο Γιώργο τ' αγαναχτισμένα όμως μαλακά παράπονα των γονιών, όλους εκείνους που δεν έμαθαν γράμματα εξ αιτίας του.
Κι έσφιγγα... όλα έσφιγγα τα χέρια μου.
***
Σε λίγο, η έξω πόρτα μας άνοιξε. Επειτα έκλεισε πια. «Εκείνος» κατέβηκε στο δρόμο. Ετρεξα στο παράθυρο, και τον είδα. Ηταν ένα γεροντάκι χαμογελαστό κι ανήμπορο.
Ξαφνικά με κυρίεψε η επιθυμία να τον αγκαλιάσω, και χίμηξα να τον προφτάσω.
Ομως, σταμάτησα στις σκάλες έξω... Και τον έβλεπα να προχωράει γερτά με το μπαστούνι του, και να χάνεται σιγά - σιγά, μέσα στο φαρδύ, πολυσύχναστο δρόμο της Αθήνας.
Μαζί του έφευγε για πάντα, το μικρό, φτωχό, πρώτο μου σκολειό, καθώς το σκέπαζε μια χρυσή βροχή ανάμνησης, από χάρακες, γέλια, παιχνίδια, κλάματα, μουντζουρωμένα τετράδια, παλιωμένα βιβλία, και σφιχτοπιασμένα, παιδικά χέρια της αρχής...
Τελευταία φορά που τον έβλεπα και κανένας Σεπτέμβρης, κανένα πρωτοβρόχι, δε θα μας ξανάσμιγε... Χάθηκε μέσα στην πόλη, μέσα σ' όλα που τελειώνουνε.
Της Μαριάννας ΑΙΝΟΥ - ΚΟΥΤΟΥΖΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου