Εκτός εργασίας χρόνος και κατάσταση της εργατικής τάξης
Ε
ίναι γεγονός ότι η μείωση του εργάσιμου χρόνου, είναι ένα από τα μέσα που μπορεί, κάτω από προϋποθέσεις, να συμβάλει στη μείωση της έντασης της εκμετάλλευσης. Ταυτόχρονα, η μείωση του εργάσιμου χρόνου αυξάνει τον εκτός εργασίας χρόνο. Αυτό είναι επίσης ένα σημαντικό ζήτημα που έχει άμεση σχέση με την κατάσταση της εργατικής τάξης. Σχετικά με το χρόνο, η ζωή του εργάτη χωρίζεται σε ομάδες διαφορετικών σε περιεχόμενο δραστηριοτήτων, όπως ο εργάσιμος χρόνος, ο χρόνος που δαπανάται για δραστηριότητες που σχετίζονται με την εργασία, όπως είναι για παράδειγμα οι μετακινήσεις προς και από τον τόπο δουλιάς, ασχολίες που αφορούν άμεσα την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, όπως ο ύπνος, το νοικοκυριό και ό,τι αυτό περιλαμβάνει, το μεγάλωμα των παιδιών και, τέλος, τον ελεύθερο χρόνο.
«Το περιεχόμενο του μη εργάσιμου χρόνου αποτελεί, με τη σειρά του, πεδίο ταξικής πάλης, στο βαθμό, που εκτός εργασίας ολοκληρώνονται όλες οι συνιστώσες του τρόπου ζωής των ανταγωνιστικών κοινωνικών τάξεων. Ετσι, ενώ για την αστική τάξη το σύνολο των δραστηριοτήτων της εντάσσεται, σε κάθε περίπτωση, στον ελεύθερο χρόνο, για την εργατική τάξη ο εκτός εργασίας χρόνος χαρακτηρίζεται, κατά κανόνα από την εναγώνια προσπάθεια ανάκτησης δυνάμεων και εξεύρεσης συμπληρωματικών πόρων, που θα επιτρέψουν την ομαλή συνέχιση βασικών βιολογικών και κοινωνικών λειτουργιών. Δεν πρέπει επίσης να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι, για σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης, η εναλλαγή εργάσιμου και μη εργάσιμου χρόνου γίνεται με ακανόνιστο, από βιολογική και κοινωνική άποψη, τρόπο (βάρδιες, νυχτερινή εργασία, ευελιξία) με συνέπειες στην υγεία και τη δυνατότητα κοινωνικών επαφών. Στη διάρκεια του εκτός εργασίας χρόνου κάνει την εμφάνισή της η ομάδα σχέσεων παραγωγής, που αφορά την ανταλλαγή και ατομική κατανάλωση. Παράλληλα, διευρύνονται οι δυνατότητες πολιτικής οργάνωσης και ιδεολογικής χειραφέτησης. Είναι σαφές ότι δεν μπορεί να γίνεται λόγος αφηρημένα για ελεύθερο χρόνο, αλλά για εκείνο το μέρος του χρόνου, που η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων έκανε δυνατό να αποσπαστεί από την εργατική τάξη και προς όφελός της».1
Η
διάκριση μεταξύ μη εργάσιμου γενικά και ελεύθερου χρόνου είναι σημαντική. Γιατί όπως αναφέρει ο Κ. Μαρξ, στο έργο του «Μισθός, τιμή και κέρδος»), «Ενας άνθρωπος που δε διαθέτει ελεύθερο χρόνο, που όλος ο χρόνος της ζωής του -εκτός από τις καθαρά φυσικές διακοπές για τον ύπνο, για το φαγητό κλπ.- απορροφιέται από την εργασία του για τον κεφαλαιοκράτη, είναι κάτι λιγότερο από ένα φορτηγό ζώο. Είναι μια απλή μηχανή για την παραγωγή ξένου πλούτου, σωματικά τσακισμένος και πνευματικά αποκτηνωμένος. Κι ωστόσο όλη η ιστορία της σύγχρονης βιομηχανίας δείχνει ότι το κεφάλαιο, αν δεν του μπει φραγμός, τραβά χωρίς οίκτο και έλεος να ρίξει όλη την εργατική τάξη σ' αυτή την κατάσταση της άκρας κατάπτωσης».
Επομένως, ο ελεύθερος χρόνος χρειάζεται, για να μπορεί να αναπτύσσεται η προσωπικότητα του εργάτη και η κοινωνική του δραστηριότητα, ζητήματα που επίσης είναι αλληλένδετα μεταξύ τους. Αυτό, επίσης, ενδιαφέρει από την άποψη της ταξικής συνειδητοποίησης της θέσης και του ρόλου της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό, σε συνδυασμό με τη συνειδητοποίηση της ιστορικής της αποστολής για κοινωνική απελευθέρωση με την κατάργηση της εκμετάλλευσης. Είναι γεγονός ότι όσο λιγότερος είναι ο ελεύθερος χρόνος για τον εργάτη τόσο πιο δύσκολα μπορεί να συμμετέχει σε διάφορες κοινωνικές δραστηριότητες και κυρίως στην ταξική πάλη. Αυτό ως γεγονός γίνεται φανερό στις γυναίκες εργαζόμενες που έχουν επιπλέον επιφορτιστεί με την άχαρη δουλιά του νοικοκυριού, αλλά τόσο αναγκαία και απαραίτητη για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης.
«
Η
αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης είναι μια σύνθετη κοινωνικοοικονομική διαδικασία, από την αποτελεσματικότητα της οποίας εξαρτάται η επιτυχία της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Σχετικά μ' αυτό ο Κ. Μαρξ μάς λέει ότι: "Οταν ο κεφαλαιοκράτης μετατρέπει ένα μέρος του κεφαλαίου του σε εργατική δύναμη, αξιοποιεί το συνολικό του κεφάλαιο... Δεν κερδίζει μόνο απ' αυτό που παίρνει από τον εργάτη, μα κι απ' αυτό που του δίνει. Το κεφάλαιο που έχει ξοδευτεί στην ανταλλαγή με εργατική δύναμη μετατρέπεται σε μέσα συντήρησης, που η κατανάλωσή τους χρησιμεύει για να... παράγει καινούριους εργάτες... Η ατομική κατανάλωση του εργάτη παραμένει, λοιπόν, στοιχείο της παραγωγής και αναπαραγωγής του κεφαλαίου...". Η δυνατότητα διευρυμένης αναπαραγωγής του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου εδράζεται στη δυνατότητα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σε ποσότητα και ποιότητα ικανή να το θέσει σε κίνηση, τόσο σαν φορέα αντικειμενοποιημένης αξίας όσο και σαν σχέση. Σε αυτήν τη διττή αποστολή της εργατικής δύναμης συμπυκνώνεται η βασική αντίθεση του καπιταλισμού, όταν γίνεται λόγος για τον εκτός εργασίας χρόνο».2
Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας μπορεί να συμβάλει στην αύξηση του ελεύθερου χρόνου και για την εργατική τάξη, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.
Τ
ο πώς διατίθεται ο εκτός εργασίας χρόνος είναι σημαντικό ζήτημα από την άποψη του προσδιορισμού του ελεύθερου χρόνου και της διάθεσής του επίσης από τους εργάτες. Για παράδειγμα μεγάλος χρόνος μετακίνησης προς και από την εργασία, μειώνει τον ελεύθερο χρόνο, άρα δρα επίσης ανασταλτικά στην αξιοποίηση ελεύθερου χρόνου για την ανάπτυξη της κοινωνικοπολιτικής δράσης, για την ανάπτυξη της προσωπικότητας μέσα και από άλλες δραστηριότητες, (π.χ. ανέβασμα του μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου). Ταυτόχρονα, και το περιεχόμενο του ελεύθερου χρόνου καθορίζεται από την κυρίαρχη τάξη και τις επιδιώξεις της, που επιδρά ταυτόχρονα ποικιλοτρόπως στη διαμόρφωση του τρόπου ζωής. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο οικονομικό. Η «προσφορά» του μορφωτικού ή του πολιτιστικού περιεχομένου στον καπιταλισμό, είναι βασικά υπόθεση της αστικής τάξης και βρίσκεται στην υπηρεσία της χειραγώγησης συνειδήσεων. Βασικό ζήτημα για το εργατικό κίνημα και το Κομμουνιστικό Κόμμα, είναι η ανάδειξη εκείνων των μορφών αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου, που θα επιτρέπουν την αυξανόμενη συμμετοχή της εργατικής τάξης στην πάλη για την απελευθέρωσή της.
«Οι δραστηριότητες των εργαζομένων, κατά τον ελεύθερο χρόνο τους, διαφοροποιούνται υπό το κράτος των αναγκών της παραγωγικής διαδικασίας, στην οποία συμμετέχουν. Ο διευρυνόμενος καταμερισμός και η εξειδίκευση της εργασίας απαιτούν τόσο διαφοροποιημένη προσφορά εργατικής δύναμης όσο και διαφοροποιημένες μορφές αναπαραγωγής της.
Ο εργαζόμενος που δαπανά τον ελεύθερο χρόνο του με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, λειτουργεί έχοντας πάντα υπόψη αυτό από το οποίο προσπαθεί να ξεφύγει, τον καταναγκασμό του αυριανού μεροκάματου, είτε αυτό υπάρχει είτε όχι. Εάν εξέλιπε αυτή η πλευρά, τότε η ίδια, εξωτερικά, δραστηριότητα θα αποκτούσε άλλη σημασία για εκείνον που ισχύει ότι: "Η ζωή αρχίζει γι' αυτόν εκεί που σταματά αυτή η δράση (η δουλιά), στο τραπέζι, στον μπάγκο της ταβέρνας, στο κρεβάτι". (Κ. Μαρξ, "Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο"). Ο προβληματισμός σχετικά με το περιεχόμενο του ελεύθερου χρόνου της εργατικής τάξης λίγο μόνο νόημα έχει, όταν περιορίζεται στα εξωτερικά χαρακτηριστικά των διάφορων δραστηριοτήτων... Η εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα αποτελούν αντικειμενικά το δημιουργό, τον πομπό αλλά και το δέκτη του λαϊκού πολιτισμού, με την ευρύτερή του έννοια, γεγονός που εδράζεται στους υλικούς όρους της ζωής τους. Δεν είναι διόλου τυχαία η συνεχής και εντεινόμενη προσπάθεια χειραγώγησης του τρόπου ζωής του λαού, με την αξιοποίηση εξειδικευμένων, κατά πληθυσμιακό και ταξικό στόχο, μέσων.
Σε αυτό το πεδίο ταξικής πάλης ύψιστη κατάκτηση για την εργατική τάξη αποτελεί η έμπρακτη αναγνώριση του γεγονότος ότι ανώτερη μορφή αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου είναι η συλλογική δράση, που οδηγεί τελικά στην επαναστατική πάλη...».3
1. Μελέτη του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών, (ΚΜΕ), «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 199.
2. Στο ίδιο σελ. 200
3. Στο ίδιο σελ.203-204
Σ.Κ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου