23 Ιουλ 2012

Στο διάσελο του Σντρόλια


Στο διάσελο του Σντρόλια







Παπαγεωργίου Βασίλης


Ε
ίχαμε καθίσει στο διάσελο του Ζντρόλια, σε κάτι κοτρωνάκια, να ξεκουραστούμε. Καλά πήγε το κυνήγι σήμερα, αλλά στο τέλος, εκείνος ο Γκέκας του μπαρμπα-Γιαννούλη μας τα χάλασε. Κάπου ξέκοψε, απάνω στο Πετροβούνι, κυνηγώντας μια αλεπού, και ακόμα να φανεί... Και, περιμένοντας τον Γκέκα, ευκαιρία να μας διηγηθεί ο μπαρμπα-Γιαννούλης, ο γεροντότερος της παρέας μας, τη θλιβερή ιστορία του Ζντρόλια.




- Το Ζντρόλια τον δίκασαν για κακούργημα, στη Λάρισα. Παμψηφεί εις θάνατον, δίχως κανένα ελαφρυντικό.


Κίνησε πρωρί πρωί εκείνη τη μέρα - Τετάρτη ήταν - για το παζάρι της Καρδίτσας. Είχε πλέξει καμιά δεκαριά γαλίκια, όλη τη βδομάδα, να πάει να τα πουλήσει, μπας και πιάσει καμιά δεκάρα. Σταυρώθηκαν στην αναπαραδιά εκίνη τη χρονιά. Κάτι σταράκια που είχε σπαρμένα, τα έκαψε ο λίβας, τα τσουρούφλισε. Ούτε το ψωμί της χρονιάς δεν έβγαλε. Είχε και καμιά δεκαριά γιδούλες, οι μισές απόριξαν, με κάτι παγωνιές που πλάκωσαν εκείνον τον χειμώνα, μία φιδιάστηκε, πάει καλιά της, μια άλλη, χάλασε το μαστάρι της, απόμεινε με μια ρόγα, χαΐρι και προκοπή ντιπ κι αυτές.


Εκανε τα γαλίκια δυο στοίβες, και τα φόρτωσε στη γαϊδούρα του, για το παζάρι. Η γυναίκα του κρέμασε τον άδειο τροβά στο κολτσάκι του σαμαριού, και του θύμισε πάλι την παραγγελία.


- Και τα παπούτσια του κοριτσιού. Να μην αστοχήσεις, τα παπούτσια... Είχαν μια κόρη, κόντευε δεκαπέντε χρονών. Να της πάρει, τουλάχιστον, ένα ζευγάρι παπούτσια, που πήγαινε ακόμα στην εκκλησιά με τα τσόκαρα.


Ολη μερούλα ο Ζντρόλιας όρθιος πίσω απ' τα γαλίκια του, περίμενε την πελατεία. Οι καραγκούννηδες, οι καμπίσιοι, περνούσαν από μπροστά του, ρωτούσαν χωρίς πολύ ενδιαφέρον για την τιμή, αλλά κανένας δεν αγόραζε.


Το δειλινό απελπίστηκε. Δεν πούλησε ούτε ένα γαλίκι. Τα μάζεψε πάλι μια στοίβα, το ένα μέσα στο άλλο, και τα έδεσε με σύρμα όλα μαζί, πίσω απ' τη μάντρα του Αϊ-Γιώργη, για την άλλη Τετάρτη. Καβαλίκεψε τη γαϊδούρα του, και έφυγε φουρτουνιασμένος, χωρίς να περάσει καθόλου απ' την αγορά.


Κόντευε να βασιλέψει ο ήλιος όταν γύρισε στο χωριό. Ξεπέζεψε αμίλητος, και έδεσε τη γαϊδούρα στο παλούκι της, στην αυλή του του σπιτιού. Η γυναίκα ξεκρέμασε το ταγάρι, το πασπάτεψε απέξω με τα χέρια της, ήταν άδειο.


- Δεν έφερες τίποτα; Είπε, και τα χείλια της σφίχτηκαν μικρές μικρές σουφρίτσες, όλο παράπονο.


- Με τι να το φέρω το τίποτα;


- Δεν πούλησε κανένα;...


- Οχι, απάντησε βαριεστημένα.


Δεν μπορούσε να το πάρει απόφαση η Ζντρόλιαινα.


- Κα τι θα βάλει το κορίτσι, να βγει ταχιά στον κόσμο,δεκαπέντε χρονώ κορίτσι;


Ο Σντρόλιας τη λοξοκοίταξε, σμίγοντας τα φρύδια.


- Τι θέλεις τώρα; Καμιά φασκιά απ' το πετσί μου να κόψω, να του φκιάσω παπούτσια;


- Ρεζίλι στον κόσμο τα κατάντησες τα παιδιά σου, χειρότερα κι από...


- Θα το βουλώσεις τώρα;...


- Να το βουλώσω... Σου κακοφαίνεται κιόλας, ξέσπασε η γυναίκα, και την πήραν τα κλάματα. Και τα παιδιά σου να γυρνάν σαν τα γυφτούλια, με την κοιλιά απόξω. Ανεπρό...


Δεν πρόφτασε ν' αποσώσεις τη λέξη. Σήκωσε το χέρι του και της τίναξε μια με το γρόθο του, σφιγμένον σα σφυρί. Χούφτιασε με τα δυο της χέρια το σαγόνι που γιόμισε αίματα, βγάζοντας με τα ρουθούνια ένα συρτό, παραπονιάρικο σκούξιμο. Εμεινε για μια στιγμή να τον κοιτάζει λοξά, κάτω απ' το τσεμπέρι της. Το ένα μάτι της, το γερό, τον κάρφωσε αυστηρό και ακίνητο, σα να έλεγε: «Μωρέ μπράβο, παλικαρά...».


Ο Ζντρόλιας δεν μπόρεσε ν' αντέξει εκείνο το βλέμμα, που τον τρυπούσε σα στιλέτο. Ελυσε πάλι τη γαϊδούρα απ' το παλούκι της, τύλιξε σφιχτά στο σαμάρι το σκοινί του καπιστριού, και άρχισε να την κλωτσάει φουρκισμένος στα καπούλια. Το ζωντανό ξαφνιάστηκε. Τινάχτηκε μπροστά, και βγήκε έξω, στο δρόμο. Κοντοστάθηκε δισταχτικό, και μισογύρισε το κεφάλι του, κοιτάζοντας το Ζντρόλια, σα να τον ρωτούσε: «Πού θέλεις να πάμε, αφεντικό, τέτοια ώρα;».


- Πού στο διάλολο να πάω, τέτοια ώρα, αναρωτήθηκε και κείνος.


Πήραν το δρόμο, μπροστά η γαϊδούρα, πίσω ο Ζντρόλιας. Στάθηκαν για λίγο στο μαντρί του, στην άκρη του χωριού. Τράβηξε ένα κλαδευτήρι που είχε χωμένο στην τσοπανοκάλυβα, κάτω απ' τις φτέρες. Πήρε μαζί του μια φορτωτήρα, καβαλίκεψε, και τράβηξαν κατά την ποταμιά.


Βάλθηκε να κόβει με βιασύνη κάτι πλατανίσιες κλάρες, να σκεπάσει μια θημωνιά κλαρί, που είχε στο μαντρί, για τις γίδες. Εκανε τέσσερα δεμάτια, τα έδεσε σφιχτά με στριμμένες λυγαρόβεργες, έτοιμα για φόρτωμα. Εκατσε απάνω σ' ένα δεμάτι, να πάρει ανάσα. Εστριψε ένα τσιγάρο και το άναψε. Τραβούσε απανωτά τις ρουφιξιές, με τα μάτια στυλωμένα χαμηλά, να κοιτάζουν τα ξεχαρβαλωμένα παπούτσια του.


- Σκατένια ζωή!... Σαν τα σκυλιά. Χειρότερα κι απ' τα σκυλιά...


Το βραδινό αγιάζι ερχόταν σφυρίζοντας μέσα απ' την ποταμιά, και ο μπουχός απ' τα πλατανόφυλλα τον έπνιγε στο λαιμό. Εβηξε και φταρνίστηκε δυο τρεις φορές. Ενα ρίγος του πέρασε, από πάνω ως κάτω, τη ραχοκοκαλιά. Εβαλε την παλάμη στο μαλλιαρό του στήθος, στο λαιμό. Ηταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Πέταξε πέρα το αποτσίγαρο, και έφτυσε με σιχασιά. Το σάλιο του ήταν πικρό, φαρμάκι.


- Α σιχτήρ! Βλαστήμησε φωναχτά. Θα πάρω και καμιά πούντα, να ψοφήσω, να πάω στο διάολο...


Φόρτωσε τα δεμάτια στη γαϊδούρα, τράβηξε τη φορτωτήρα, την έμπηξε πανωσάμαρα, και το ζώο, πρόθυμο, ξεκίνησε πάλι για το μαντρί. Ο Ζντρόλιας θυμήθηκε, ότι και οι δυο τους ήταν νηστικοί και διψασμένοι από χτες το βράδυ.


Την ώρα που κόντευε στο διάσελο, με τις κλάρες φορτωμένες στη γαϊδούρα, ο Ζντρόλιας είδε πίσω του να τον πλησιάζει ο κυρ-Στέλιος, ο δασικός. Είχε βγει εκείνο το απόγιομα ψηλά στα βράχια, στα ξεκόμματα, να κυνηγήσει αγριοπερίστερα. Ο Ζντρόλιας τον είδε από μακριά, και προσπάθησε ν' αποφύγει το κακό συναπάντημα. Κέντησε τη γαϊδούρα του, να ξεμακρύνει. Ο άλλος του φώναξε από πίσω.


- Ε, συ! Για κράτησε εκεί το ζώο.


- Τι είναι, ωρέ παλικάρι; Μισογύρισε το κεφάλι, ενώ περπατούσε ο Ζντρόλιας.


- Να σταματήσεις αμέσως εκεί που βρίσκεται. Αυτό είναι! Ο δασικός άνοιξε το βήμα του και τον πλησίασε, γεμάτος τουπέ και επιθετικότητα.


- Ξεφόρτωσέ τα!


- Τι να ξεφορτώσω, βρε παιδί; Κλάρες άχρηστες απ' την ποταμιά είναι. Να σκεπάσω τη θημωνιά...


- Ξεφόρτωσέ τα αμέσως είπα! Απ' την ποταμιά, ε; Αλλά ποιανού είναι η ποταμιά; Μήπως είναι του πατέρα σου τσιφλίκι;


Τα ρουθούνια του Ζντρόλια ανοιγόκλεισαν, σαν το φυσερό του Γύφτου. Ενα κωλόπαιδο εκεί πέρα, ένα τσουτσέκι είκοσι χρονώ, και να του μιλάει έτσι...


- Αϊντε, ωρέ, λεβέντη, να χαρείς. Αϊντε στο καλό. Δεν τα ξεφορτώνω. Στάθηκε ανάμεσα στο φόρτωμα και στο δασικό, και έβαλε το χέρι του ασπίδα. Ο άλλος τον έσπρωξε πέρα, με δύναμη. Σήκωσε ένα τσεκουράκι, που το κουβαλούσε πάντα μαζί του, για να σημαδεύει τα δέντρα που ήταν για υλοτόμηση, και μ' ένα χτύπημα έκοψε από τη μια μπάντα τις τριχιές, ακριβώς απάνω στη σταύρωση. Τα δυο δεμάτια κύλησαν στο χώμα. Το άλλο μισό φόρτωμα έγειρε, μαζί με το σαμάρι, απ' την άλλη μεριά.


Τα μάτια του Ζντρόλια θόλωσαν, κουρκούτι. Τράβηξε απ' το δεμάτι τη φορτωτήρα. Τη σήκωσε, και την κατέβασε σαν αστραπόβολο στο κεφάλι του δασικού, μια φορά όλη κι όλη. Το ξύλο σκιζολάλησε παραπονιάρικα και κόπηκε στη μέση. Μια βαθιά κοκκινόμαυρη χαρακιά χώρισε στα δυο το ένα φρύδι του δασικού, και το αίμα κύλησε ζεστό, αυλακώνοντας κάθετα το πρόσωπό του. Το πηλήκιο έκανε μια φούρλα στον αέρα και έπεσε πέρα στο μονοπάτι. Εκανε να σηκώσει και κείνος το τσεκουράκι του, να χτυπήσει, μα το χέρι του τρεμόπαιξε στον αέρα, σαν φτερούγα λαβωμένου πουλιού. Το κορμί του τεντώθηκε πίσω, και έπεσε μονοκόμματο ανάσκελα, με τα χέρια ανοιχτά.


Με σφιγμένα σα μέγκενη τα χοντροκόκαλα σαγόνια του, έμεινε ο Ζντρόλια να κοιτάζει αυτό το αθλητικό κορμί που σπάραζε καταγής, σκάβοντας με τα καλιγωμένα τακούνια του τα χαλίκια του διάσελου. Πέταξε πέρα τη μισή φορτωτήρα που απόμεινε στο χέρι του. Υστερα γύρισε και τα δυο του χέρια, με τις παλάμες ανοιχτές, και μούντζωσε κατά τον ουρανό, που άρχισε να σκοτεινιάζει.


- Να, ρε πούστη! Να, ρε ξεβράκωτε, αυτού στο θρόνο σου που κάθεσαι!... Τράβηξε με το χέρι του και έκοψε τη ζώστρα απ' το σαμάρι της γαϊδούρας, για να μην παιδεύεται το ζώο, με το μισό φορτίο κρεμασμένο μονόπαντα. Υστερα κίνησε βαριοπατώντας, για το χωριό. Τράβηξε ίσια στο Σταθμό. Ανοιξε την πόρτα, χωρίς να χτυπήσει και με φωνή αγνώριστη είπε στο νοματάρχη, που τον κοίταζε γεμάτος απορία.


- Πες να με δέσουν: Σκότωσα εκείνο το τσογλάνι, το δασικό.


Με τα χέρια κλειδωμένα στις χειροπέδες, οδήγησαν το Ζντρόλια πίσω στο κελί του, δικασμένον σε θάνατο. Βάρεσαν, πήραν οι χωριανοί, παρακάλεσαν να του δώσουν μια χάρη, να τον κατεβάσουν, τουλάχιστον, στα ισόβια, τίποτα...


- Δε γίνεται τίποτα! Σήκωσε χέρι στην εξουσία. Δε σκότωσε όποιον κι όποιον.


Το τρίτο βράδυ, ήρθε ο παπάς στη φυλακή, να τον κοινωνήσει. Αφησε στο γραφείο του διευθυντή το πετραχείλι και το δισκοπότηρο, και μπήκε πρώτα στο νεκροθάλαμο, να τον βολιδοσκοπήσει.


- Καλησπέρα, τέκνον μου. Ο θεός συγχωρεί τους αμαρτωλούς. Μια μέρα, όλοι... Δεν τον άφησε να προχωρήσει.


- Δε χρειάζομαι συχώρια, παπά. Αϊ στο καλό.


- Μα τέκνο μου, πρέπει να σε μεταλάβω. Οι αμαρτίες σου, πρέπει να... Οι αμαρτίες του... Φούσκωσαν πάλι σαν φυσερό τα ρουθούνια του Ζντρόλια, και τα μουστάκια του τρεμοσάλεψαν οργισμένα.


- Παπά, μου κάνεις τη χάρη να μ' αφήσεις ήσυχο; Οι αμαρτίες μου, δικές μου είναι. Τις παίρνω μαζί μου. Αϊντε, βραδιάτικα!...


Ο παπάς βγήκε απ' το κελί, και ξαναγύρισε στο γραφείο, μουρμουρίζοντας.


- Αμαρτωλός, αμαρτωλός... Δεν θέλει να σώσει, τουλάχιστον, ούτε την ψυχή του. Αμετανόητος...


(Από το βιβλίο «Κουβέντες του κυνηγιού» Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»)


Του Βασίλη ΦΥΤΣΙΛΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ