22 Σεπ 2012

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ


ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ  

ΕΙΣΑΓΩΓΗ
ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΞΗΣ

Το ΠΓ επεξεργάστηκε τη διάλεξη με βάση τη σχετική απόφαση της ΚΕ (15/9/2002) να αναπτυχθεί εσωκομματική δουλειά για τα επίκαιρα ιδεολογικά ζητήματα που αφορούν την καπιταλιστική οικονομία στις σύγχρονες συνθήκες των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που προωθούνται. Με βάση τις παρατηρήσεις και τα ερωτήματα ή ζητήματα που θα τεθούν κατά τις διαλέξεις που θα πραγματοποιηθούν στις ΚΟ η διάλεξη θα εμπλουτιστεί, θα βελτιωθεί.
Με τη διάλεξη επιδιώκεται να προκληθούν ερεθίσματα που θα συμβάλλουν παραπέρα στην αυτομόρφωση και στην ανάπτυξη πιο συστηματικής ιδεολογικής δουλειάς για βαθύτερη γνώση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και των εξελίξεων στο ιμπεριαλιστικό στάδιο. Αναδεικνύονται (παίρνοντας πάντα υπόψη τους περιορισμούς που έχει ένα κείμενο διάλεξης) ορισμένες από τις βασικές θέσεις που περιέχονται στο «Κεφάλαιο» του Μαρξ για τον ιστορικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, την παγκόσμια αγορά. Η μαρξιστική διδασκαλία αναπτύχθηκε παραπέρα από το Λένιν στις συνθήκες της εποχής του, στο γνωστό έργο του για τον ιμπεριαλισμό. Ο Λένιν στο έργο του, λόγω και των συγκεκριμένων αναγκών της εποχής του, για την πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, προχωρά σε συγκεκριμένες αναλύσεις όσον αφορά την ανισόμετρη ανάπτυξη, τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, τη θέση χωρών στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Η διάλεξη παραμένει περισσότερο στο έδαφος της λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής από τη σκοπιά της διαλεκτικής σχέσης οικονομίας και πολιτικής, γιατί αυτός είναι και ο κύριος σκοπός της. Δεν επεκτείνεται σε θέματα που αφορούν το σύγχρονο αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό αγώνα, το πώς εκδηλώνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, η ανισόμετρη ανάπτυξη, πώς τα προβλήματα εκφράζονται κατά χώρα, ήπειρο, περιοχή, τις όποιες ιδιαιτερότητες και ιδιομορφίες σημειώνονται. Δεν υπεισέρχεται σε ζητήματα της πολιτική μας δράσης και πρακτικής.
Η ανάγκη να γνωρίζουμε όσο γίνεται βαθύτερα τη λειτουργία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, υπαγορεύεται από τις απαιτήσεις πειστικής προβολής του Προγράμματος του Κόμματος, της αναγκαιότητας του ΑΑΔΜ και το ρόλο που θα παίξει αυτό για βαθιές αλλαγές ως το επίπεδο της εξουσίας. Επιδιώκουμε να συνειδητοποιείται από την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα η βαθύτερη αιτία των προβλημάτων, που αφορούν τον ίδιο το χαρακτήρα του συστήματος, να μην περιορίζονται στην εξωτερική επιφάνεια της περιγραφής. Να συμβάλλουμε στην απομυθοποίηση της καπιταλιστικής βιτρίνας, να αποκαλυφθεί καλύτερα το βάθος των ταξικών αντιθέσεων, ο χαρακτήρας της καπιταλιστικής ανάπτυξης σε μια περίοδο που προωθείται η στρατηγική των αναδιαρθρώσεων, η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ο πόλεμος.
Χρειάζεται πολύ πιο έντονη ιδεολογική δουλειά προκειμένου να καταδειχτεί  ότι η υπόθεση του σοσιαλισμού δεν είναι ένα όραμα, δεν είναι απλά μια ηθική επιταγή, αλλά είναι καθήκον που συνδέεται με την αποστολή της εργατικής τάξης. Είναι αναγκαιότητα το ξεπέρασμα, δηλαδή η ανατροπή του καπιταλισμού, που βεβαίως θα επιτευχθεί μέσω της ανθρώπινης δράσης, της επαναστατικής πάλης σε συνθήκες ωρίμανσης των προϋποθέσεων της σοσιαλιστικής επανάστασης.

ΣΧΕΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
ΣΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

Το  βασικό ζήτημα που θέτει το Πρόγραμμα του Κόμματος αφορά το χαρακτήρα της επανάστασης στη χώρα μας, ως σοσιαλιστικής. Παίρνουμε υπόψη τις εξωτερικές συνθήκες που διαμορφώνονται από τη διεθνή θέση της Ελλάδας στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, τον αρνητικό συσχετισμό δύναμης, με την πρότασή μας για τη συγκρότηση του Μετώπου, προκειμένου να επιτευχθεί η συμμαχία των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, που έχουν συμφέρον και θέλουν να αντιταχτούν στα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό.
Ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας της επανάστασης καθορίζεται από την ωριμότητα του καπιταλισμού, δηλαδή από το γεγονός ότι η εξέλιξη των σχέσεων παραγωγής φτάνει σε ανώτατο στάδιο και δε χωράει τις αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις. Αυτό δε σημαίνει ότι έχουν ωριμάσει αντίστοιχα οι προϋποθέσεις της σοσιαλιστικής επανάστασης. Από αυτό όμως δεν αλλάζει ο χαρακτήρας της επανάστασης και παραμένει σοσιαλιστικός γιατί η κοινωνικοποίηση της εργασίας, η μετοχική εταιρία που αναιρεί τον ατομικό καπιταλιστή είναι δείκτης ωρίμανσης για το πέρασμα σε μια ανώτερη κοινωνία.
Ο Μαρξ έβλεπε την κοινωνία ως ενιαίο όλο, με την έννοια του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, κινούμενο από τις εσωτερικές αντιφάσεις με βάση νόμους που διαμορφώνονται μέσω της δράσης των ανθρώπων. Χρησιμοποιεί ένα μοναδικό κριτήριο ωριμότητας για το πέρασμα της κοινωνίας σε ένα ανώτερο στάδιο, το σοσιαλιστικό, που είναι μεταβατική κοινωνία με ό,τι συνεπάγεται αυτό.
Το κριτήριο είναι η όξυνση της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού: η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, της εργασίας και η ατομική ιδιοποίηση του προϊόντος, με τη θεώρηση ότι ο άνθρωπος είναι η σπουδαιότερη παραγωγική δύναμη. Αυτό το κριτήριο αποτελεί την αντίφαση - μήτρα όλων των αντιφάσεων του συστήματος, κατά συνέπεια καθορίζει το Πρόγραμμα του Κόμματος.
Το ΚΚΕ είναι το κόμμα που από το χαρακτήρα και την αποστολή του διεξάγει συνεπή αντιιμπεριαλιστικό αγώνα, ο οποίος δεν μπορεί παρά να είναι αντικαπιταλιστικός, αφού η ανατροπή της πολιτικής του ιμπεριαλισμού, που είναι το ανώτερο στάδιο του καπιταλισμού, δεν είναι δυνατό να γίνει στα πλαίσια του ίδιου του συστήματος. Ο αντιιμπεριαλιστικός, αντιμονοπωλιακός αγώνας εκφράζει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βάθος  την  αντικαπιταλιστική κατεύθυνση,  ανάλογα με το επίπεδο ανάπτυξης της πολιτικής συνείδησης, το επίπεδο συμφωνίας που επιτυγχάνεται με τους συμμάχους στα πλαίσια του Μετώπου.
Η διαλεκτική σχέση οικονομίας και πολιτικής εκφράζεται και στην απόφαση του 16ου Συνεδρίου για την προοπτική που πρέπει να θέσει το Μέτωπο, της λαϊκής οικονομίας και λαϊκής εξουσίας. Η θέση αυτή αποτυπώνει τον αναγκαίο συμβιβασμό στα πλαίσια του Μετώπου, όπου οι σύμμαχες δυνάμεις διατηρούν τις δικές τους αντιλήψεις για το χαρακτήρα της εξουσίας, αφού η συμμαχία δεν μπορεί να συγκροτηθεί στη βάση της συμφωνίας για το σοσιαλισμό και τη δικτατορία του προλεταριάτου. Η θέση μας για τη λαϊκή οικονομία βασίζεται στο γεγονός ότι έχει προχωρήσει η κοινωνικοποίηση της παραγωγής, η ατομική ιδιοκτησία με την εταιρική μορφή, η μεγάλη μεγέθυνση των επιχειρήσεων, ο οξυμένος ανταγωνισμός, όλα αυτά δηλαδή που συνιστούν μονοπωλιακή μορφή. Επομένως, η κοινωνικοποίηση των βασικών και συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και των πλουτοπαραγωγικών πηγών αποτελεί προϋπόθεση για να ανοίξει ο δρόμος για κοινωνική λαϊκή ευημερία, για ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας προς όφελος του  εργαζόμενου ανθρώπου.

1.   ΤΙ ΕΝΝΟΟΥΜΕ ΜΕ ΤΟΝ ΟΡΟ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ, ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΗ ΒΑΣΗ
            Αναφερόμαστε στη σχέση της οικονομικής βάσης (οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων κατά τη διαδικασία της κοινωνικής παραγωγής της ζωής τους) με το νομικοπολιτικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα που αντιστοιχεί σε αυτήν.
            Οταν αναφερόμαστε στην οικονομία δεν εννοούμε αποκλειστικά την παραγωγική βάση από τη σκοπιά μόνο των μέσων παραγωγής, τα τεχνικά χαρακτηριστικά της, τον όγκο των παραγόμενων προϊόντων, αλλά και τη βασική παραγωγική δύναμη, δηλαδή τον άμεσο παραγωγό, τον εργαζόμενο άνθρωπο και τις  σχέσεις με τις οποίες έρχεται σε επαφή με τα μέσα παραγωγής. Οι παραγωγικές δυνάμεις και η ίδια η παραγωγική διαδικασία προσδιορίζεται από τις κυρίαρχες κοινωνικές σχέσεις μέσα στην οποία πραγματοποιείται. Βεβαίως σε ένα δοσμένο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων αντιστοιχούν ορισμένες σχέσεις παραγωγής. Το ζήτημα είναι να μην απογυμνώνονται οι πρώτες από τις δεύτερες. Με τη γλώσσα της διαλεκτικής οι σχέσεις παραγωγής αποτελούν τη μορφή και οι παραγωγικές δυνάμεις το περιεχόμενο.
            Το κεφάλαιο είναι η ενσάρκωση της εκμεταλλευτικής σχέσης της μισθωτής εργασίας και όχι απλά μια παραγωγική επένδυση που έχει την ιδιότητα να παράγει αξίες χρήσης, προϊόντα. Στην αντίληψη των εργαζομένων, το κεφάλαιο από κοινωνική σχέση μετατρέπεται σε πράγμα, σε μηχανές, κτίρια. Ο κεφαλαιοκράτης εκλαμβάνεται ως επενδυτής που δημιουργεί θέσεις εργασίας. Στην πραγματικότητα είναι ο ιδιοκτήτης μέσων παραγωγής που αγοράζει την εργατική δύναμη. Το κεφάλαιο δεν εκφράζει απλά την έννοια της συσσώρευσης του πλούτου, σημαίνει πριν απ’ όλα ταξική εκμετάλλευση, παραγωγή υπεραξίας.
            Διατηρεί την επικαιρότητά της η μαρξιστική θέση για το φετιχισμό του κεφαλαίου, που οδηγεί στο να κατανοείται η ανάπτυξη των μέσων παραγωγής  σαν ταξικά «ουδέτερη» διαδικασία, και να  αξιολογείται με περιορισμένα κριτήρια δεικτών βιομηχανικής παραγωγής, διάρθρωσης της παραγωγής, επιπέδου σύγκλισης ορισμένων οικονομικών στόχων στα πλαίσια π.χ. της ΕΕ.
Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», (τ. ΙΙΙ, σελίδα 1005-1006) υπογραμμίζει ότι η πολιτική οικονομία δεν πραγματεύεται πράγματα, αλλά σχέσεις ανάμεσα σε πρόσωπα και σε τελευταία ανάλυση ανάμεσα σε τάξεις. Οι σχέσεις αυτές είναι πάντα δεμένες με πράγματα και εμφανίζονται σαν πράγματα. Η κατανόηση της μαρξιστικής αντίληψης για το φετιχισμό του κεφαλαίου είναι ένα ισχυρό θεωρητικό ανάχωμα της διαβρωτικής πολιτικής και της δράσης της αστικής ιδεολογίας.

2.   ΒΑΣΙΚΟΙ ΔΕΙΚΤΕΣ ΠΟΥ ΠΑΙΡΝΟΝΤΑΙ ΥΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΙΜΗΣΗ
ΤΗΣ ΩΡΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΣΕ ΣΧΕΣΗ
ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Ενας βασικός δείκτης ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων είναι η έκταση της μισθωτής εργασίας. Αυτό δε σημαίνει ότι βλέπουμε με στενά ποσοτικό τρόπο το ποσοστό που αυτή αντιπροσωπεύει στον εργαζόμενο πληθυσμό. Δε σημαίνει ότι θεωρούμε πως δεν έχει κυριαρχήσει ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής αν δεν πλειοψηφεί ποσοστιαία η μισθωτή εργασία. Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής κυριάρχησε ιστορικά με μειοψηφικές τις σχέσεις της μισθωτής εργασίας. Αυτή η πορεία άρχισε στην ανοδική φάση του καπιταλισμού, στην εποχή της μανιφακτούρας, με την τυπική υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο, ολοκληρώθηκε  μετά τη βιομηχανική επανάσταση το 19ο αιώνα με την πραγματική της υποταγή, υποτάσσοντας και εκτοπίζοντας σταδιακά τον ατομικό εμπορευματοπαραγωγό.
Η κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής υπήρξε ένα αποφασιστικό βήμα προς την ωρίμανσή του για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό.
Στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα είναι ενταγμένες όλες οι καπιταλιστικές χώρες, ανεξάρτητα του επιπέδου ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων,  ανεξάρτητα με ποιες μορφές και τρόπους γίνεται η ένταξη, η ενσωμάτωση, δηλαδή αν γίνεται μέσω της ένταξης στις διακρατικές περιφερειακές, παγκόσμιες καπιταλιστικές ενώσεις ή μέσα από προγράμματα «βοήθειας» των παγκόσμιων ιμπεριαλιστικών οργανισμών, μέσα από τις αναβαθμισμένες διακρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις, την εξαγωγή κεφαλαίων και εμπορευμάτων, μέσω των στρατιωτικών επεμβάσεων και του πολέμου γενικότερα, με ανοικτές ή συγκαλυμμένες επεμβάσεις στη διαμόρφωση ή αναπαλαίωση του πολιτικού συστήματος κλπ.
Στις καπιταλιστικές ενώσεις, γενικότερα στο διεθνές σύστημα του ιμπεριαλισμού κυριαρχούν σχέσεις κυριαρχίας και υποτέλειας, οι οποίες γίνονται όλο και οξύτερες και καταπιεστικές. Η ισοτιμία και η σύγκλιση, η ισόμετρη ανάπτυξη που διακηρύσσονται είναι φενάκη και αυταπάτη από τη στιγμή που μιλάμε για καπιταλιστικό σύστημα σε εθνικό και διεθνικό πεδίο που έχει ως σύμφυτο γνώρισμά του την ανισόμετρη ανάπτυξη, τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις και οπωσδήποτε τη βασική αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής από τη μια και τη ατομική (ιδιωτική, κρατική, εταιρική) καπιταλιστική συγκέντρωση των μέσων παραγωγής και του κοινωνικού πλούτου σε όλο και λιγότερους  από την άλλη.   
Ο ιμπεριαλισμός δεν αφορά μια εξωτερική δύναμη πίεσης, είναι μονοπωλιακός καπιταλισμός, κυριαρχία των μονοπωλίων. Δεν αφορά μόνο τις  ηγετικές ιμπεριαλιστικές  δυνάμεις, αλλά  όλες τις καπιταλιστικές χώρες ανεξάρτητα από το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού. Είναι ιστορική εποχή στην εξέλιξη του καπιταλισμού και χαρακτηρίζει τις καπιταλιστικές κοινωνίες, ανεξάρτητα από την μεταξύ τους ανισόμετρη ανάπτυξη.
Η θέση μιας χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν καθορίζεται αποκλειστικά και μόνο από το κριτήριο της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων,  αλλά συνολικά από την οικονομική της ισχύ, την πολιτική και στρατιωτική της ισχύ. Στους κόλπους του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος γίνονται βεβαίως και ανακατατάξεις και αλλαγές στη θέση και το ρόλο μιας χώρας, ανάλογα πώς εξελίσσονται οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, οι άξονες και αντιάξονες, παίζουν ρόλο οι τοπικές και περιφερειακές εξελίξεις κλπ., επηρεάζονται βεβαίως και από την πρόοδο και τις κατακτήσεις των λαϊκών κινημάτων, τις εσωτερικές εξελίξεις στο συσχετισμό δύναμης της μιας ή της άλλης χώρας.
            Η εξαρτημένη και υποδεέστερη θέση της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα παίρνεται υπόψη στη χάραξη της στρατηγικής του Κόμματος, στην πολιτική των συμμαχιών. Η τέτια θέση της χώρας και μάλιστα σε μια περιοχή που συνιστά κόμβο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, περιοχή με εστίες πολέμων και επεμβάσεων, αποτελεί σοβαρό παράγοντα όξυνσης των αντιθέσεων του ελληνικού κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει το 16ο Συνέδριο.
Ορισμένοι  αυτοπροσδιορισμένοι ως μαρξιστές και δηλωμένοι αντιλενινιστές, οι πρώην που πέρασαν στο Συνασπισμό, μιλούν για ανωριμότητα του καπιταλισμού προς το σοσιαλισμό, και φέρνουν ως απόδειξη ότι ο σοσιαλισμός δεν κατάφερε να επιβιώσει.
Συνήθως επιστρατεύουν ένα από τα σημαντικότερα κείμενα του ιστορικού υλισμού, τον Πρόλογο του Κ. Μαρξ στην «Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» συγκεκριμένα τη φράση: «Ενας  κοινωνικός σχηματισμός ποτέ δεν εξαφανίζεται  προτού αναπτυχθούν όλες οι παραγωγικές δυνάμεις που μπορεί να χωρέσει, και νέες, ανώτερες παραγωγικές σχέσεις ποτέ δεν εμφανίζονται προτού ωριμάσουν οι υλικοί όροι της  ύπαρξης τους μέσα στους κόλπους της ίδιας της παλιάς κοινωνίας». Φροντίζουν να την ξεκόψουν από την αμέσως επομένη «Γι’ αυτό η ανθρωπότητα βάζει πάντα μπροστά της μόνο τα καθήκοντα εκείνα που μπορεί να λύσει, γιατί με μια προσεκτικότερη εξέταση γίνεται πάντα φανερό, ότι το ίδιο το καθήκον ξεπηδάει μόνο τότε, όταν οι υλικοί όροι για τη λύση υπάρχουν κιόλας ή τουλάχιστον βρίσκονται στην πορεία του γίγνεσθαι». Η θέση αυτή θέτει ως κριτήριο ωριμότητας τον ίδιο τον άνθρωπο ή καλύτερα την καταπιεζόμενη τάξη, την κυριότερη παραγωγική δύναμη. Με αυτή την έννοια δεν μπορεί να ξεσπάσει η επανάσταση σε ανώριμες συνθήκες, πολύ περισσότερο δεν μπορεί να επικρατήσει. Το ξέσπασμα της επανάστασης σημαίνει ότι οι αντιφάσεις του συστήματος έχουν ωριμάσει. Αυτή η θέση, επίσης,  δίνει και τη μεθοδολογία που επιτρέπει να καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η δημιουργία του επιστημονικού σοσιαλισμού και των επαναστατικών εργατικών κομμάτων, ως σημεία συνένωσης της επαναστατικής θεωρίας με το εργατικό κίνημα, αποδείχνουν την ωρίμανση των αντιφάσεων του καπιταλισμού από ιστορική άποψη.
            Η θέση του ιστορικού υλισμού δεν είναι βολονταριστική, όπως κριτικάρεται από διάφορες μικροαστικές αντιλήψεις. Παίρνει υπόψη τη διαλεκτική σχέση του αντικειμενικού - υποκειμενικού στην ιστορική κίνηση.
            Ο Λένιν στηριζόμενος σε αυτήν τη θέση υιοθέτησε στην ιστορική περιοδολόγηση του καπιταλισμού την άποψη (που επεξεργάστηκαν άλλοι μαρξιστές) για τρεις εποχές στην ιστορική εξέλιξη του καπιταλισμού, άσχετα από τις επί μέρους ιδιαιτερότητες χωρών και περιοχών, με κριτήριο την πάλη των τάξεων, ποιανής τάξης το κίνημα μπορεί να δώσει κοινωνική πρόοδο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που χρησιμοποιεί ως συμβατικά και σχετικά ορόσημα τις κοινωνικές επαναστάσεις και πολέμους. Στον τόμο 26, σελίδα 143 και στο άρθρο του Λένιν «Κάτω από ξένη σημαία» αναφέρεται: «Η συνηθισμένη διαίρεση των ιστορικών εποχών, που έχει πολλές φορές γίνει στη μαρξιστική φιλοσοφία και που επαναλήφθηκε από τον Κάουτσκι είναι η παρακάτω: 1) 1789-1871 2) 1871-1914 3) 1914»-.
Εννοείται ότι εδώ, όπως και παντού στη φύση και στην κοινωνία τα όρια είναι συμβατικά και κινητά σχετικά και όχι απόλυτα. Εμείς δεν παίρνουμε παρά κατά προσέγγιση τα πολύ σημαντικά και χτυπητά ιστορικά γεγονότα που τα θεωρούμε ορόσημα των μεγάλων ιστορικών κινημάτων.
Η πρώτη εποχή, από τη μεγάλη γαλλική επανάσταση ως το γαλλοπρωσικό πόλεμο, είναι η εποχή της ανόδου της αστικής τάξης, της ολοκληρωτικής νίκης της. Eίναι η ανοδική γραμμή της αστικής τάξης, των αστικοδημοκρατικών κινημάτων γενικά, των αστικοεθνικών ειδικά, η εποχή της γρήγορης συντριβής των φεουδαρχικών απολυταρχικών θεσμών που έφαγαν τα ψωμιά τους.
Η δεύτερη εποχή είναι η εποχή της ολοκληρωτικής κυριαρχίας και της παρακμής της αστικής τάξης, η εποχή του περάσματος από την προοδευτική αστική τάξη στο αντιδραστικό και αντιδραστικότατο χρηματιστικό κεφάλαιο. Eίναι η εποχή της προετοιμασίας και της αργής συγκέντρωσης δυνάμεων από τη νέα τάξη, από τη σύγχρονη δημοκρατία.
Η τρίτη εποχή που μόλις αρχίζει βάζει την αστική τάξη «στην ίδια κατάσταση» που βρίσκονταν οι φεουδάρχες την πρώτη εποχή. Είναι η εποχή του ιμπεριαλισμού και των ιμπεριαλιστικών πολέμων. Είναι η εποχή των εργατικών επαναστάσεων.
Για την προλεταριακή Πολιτική Οικονομία οι κλασσικοί έθεταν το καθήκον να «βρει μέσα στις μορφές της οικονομικής εξέλιξης (σ.σ. του καπιταλισμού), που πηγαίνει προς το τέρμα, τα στοιχεία της μελλοντικής οργάνωσης της παραγωγής και της ανταλλαγής, που θα βοηθήσουν στον παραμερισμό αυτών των δεινών».
Στο «Κεφάλαιο» διερευνώνται οι οικονομικές μορφές, η μετοχική επιχείρηση, το συνεταιριστικό εργοστάσιο, που πιστοποιούν ότι η εξέλιξη των σχέσεων παραγωγής έφτασε σε ένα ανώτατο στάδιο, επομένως δεν υπάρχει άλλο περιθώριο αλλαγής μορφής για να «χωρέσουν» τις αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις. Πρόκειται για την έναρξη του ανώτατου σταδίου του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού ή της εποχής του χρηματιστικού κεφαλαίου.
            Η συμβολή του Μαρξ είναι καθοριστική γιατί αναφέρεται στην εξέλιξη του κοινωνικού πυρήνα, της σχέσης παραγωγής.
            Στη μετοχική επιχείρηση παύει να υφίσταται ο ατομικός κεφαλαιοκράτης ως ιδιοκτήτης και διευθύνων της παραγωγής και εμφανίζεται η συλλογική ιδιοκτησία των μετόχων που παραμένει όμως καπιταλιστική. Τη διεύθυνση ασκεί προσωπικό που μπορεί να βρίσκεται σε μισθωτή σχέση ή και να έχει πακέτο μετοχών. Η μετοχική επιχείρηση, όπως και το συνεταιριστικό εργοστάσιο είναι αποτέλεσμα της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και σημείο περάσματος σε ανώτερο τρόπο παραγωγής, τον κομμουνιστικό που χαρακτηρίζεται από την κοινωνική ιδιοκτησία. Στη βάση αυτή αναπτύσσονται τα μονοπώλια, η κρατική ανάμιξη, ο παρασιτισμός στο χρηματιστήριο, ο ρόλος του πιστωτικού συστήματος. Με άλλα λόγια όλα εκείνα τα στοιχεία που εμφανίζονται αργότερα στην οικονομική ανάλυση του ιμπεριαλισμού από το Λένιν και άλλους μαρξιστές. Τα μονοπώλια εκφράζουν μεγάλη κεφαλαιακή συσσώρευση μετοχικών επιχειρήσεων ή ομίλων επιχειρήσεων με συγκέντρωση μεγάλου μεριδίου αγοράς.

3.   ΟΙ ΘΕΩΡΙΕΣ ΠΕΡΙ ΑΝΩΡΙΜΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Στην τρέχουσα ορολογία ο όρος ανάπτυξη χρησιμοποιείται για να δείξει τους ρυθμούς συσσώρευσης του κεφαλαίου, π.χ. ο ρυθμός διευρυμένης αναπαραγωγής που εκφράζεται με την αύξηση του ΑΕΠ. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζουμε ότι τα αστικά κριτήρια για τη μέτρησή του ΑΕΠ δεν είναι στο σύνολό τους επιστημονικά και αντικειμενικά. Ωστόσο μπορούμε να τα αξιοποιήσουμε για εκτιμήσεις και γενικεύσεις επειδή επαναλαμβάνονται σταθερά κατά την αποτίμηση της εξέλιξής του, άρα είναι δυνατόν να βγουν συμπεράσματα για τους ρυθμούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Αυτό που έχει σημασία είναι ότι δεν υπάρχει ανάπτυξη που να μην έχει ταξικό χαρακτήρα.
Μετά τη νίκη της αντεπανάστασης διάφοροι αστοί μελετητές και οι οπορτουνιστές που χρησιμοποιούν ως κριτήριο το ΑΕΠ ή και άλλους δείκτες, όπως είναι η διάρθρωση της καπιταλιστικής οικονομίας - δηλαδή από την άποψη της αναλογικής συμμετοχής της αγροτικής, βιομηχανικής παραγωγής, της κλαδικής διάρθρωσης της βιομηχανίας, της τεχνολογίας παραγωγής ενέργειας ή υπολογίζουν το μέγεθος του κρατικού τομέα - με βάση αυτά τα κριτήρια και μόνο κατέληξαν στο ιδεολόγημα ότι δεν ήταν δυνατόν να οικοδομηθεί στην ΕΣΣΔ ο σοσιαλισμός, εξ αιτίας της χαμηλής καπιταλιστικής ανάπτυξης της τότε Ρωσίας. Ισχυρίζονται ότι στην ΕΣΣΔ με την επανάσταση συντελέσθηκε μόνο το πέρασμα από την «αγροτική» στη «βιομηχανική» κοινωνία, προσθέτοντας τη γνωστή παρατήρηση ότι η εξουσία ήταν αυταρχική άρα δεν ήταν σοσιαλισμός. Καταλήγουν ότι στην ΕΣΣΔ ήταν κρατικός καπιταλισμός ή μια νέα πρωτότυπη εκμεταλλευτική κοινωνία.
Και εμείς δίναμε και δίνουμε ιδιαίτερη σημασία στη μελέτη των ιστορικών συνθηκών στις οποίες κυριάρχησε ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και εδραιώθηκε το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος. Και σήμερα μελετάμε τις επιβιώσεις  της καπιταλιστικής καθυστέρησης, τη μικρή εμπορευματική παραγωγή, στη μεταποίηση και στην αγροτική οικονομία.
Η Ελλάδα ως χώρα υποδεέστερη, εξαρτημένη στο σύστημα του ιμπεριαλισμού χαρακτηρίζεται από την ωριμότητα του καπιταλισμού -στην κρατικομονοπωλιακή βαθμίδα του- προς το σοσιαλισμό. Η χώρα μας σε σχέση με τις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες της Ευρώπης διαθέτει μεγαλύτερο εύρος μικρής παραγωγής, όμως ο μικρός και μεσαίος παραγωγός είναι υποταγμένος στην καπιταλιστική παραγωγή. Το μεγαλύτερο βάρος των μικροαστικών στρωμάτων το παίρνουμε σοβαρά υπόψη στη στρατηγική συμμαχιών στο κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Στη βάση αυτή υποστηρίζουμε ότι στην Ελλάδα είναι ώριμες οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό, πράγμα που δεν ταυτίζεται με την ύπαρξη προϋποθέσεων για άμεση πραγματοποίηση της σοσιαλιστικής επανάστασης. Η λαϊκή επανάσταση για να καθοριστεί χρονικά απαιτούνται υποκειμενικές-αντικειμενικές και αντικειμενικές συνθήκες, το ξέσπασμα πανεθνικής κρίσης, επαναστατικής κατάστασης. Μέσα σε τέτιες συνθήκες καθορίζεται η στιγμή της εξέγερσης.

4. ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΓΙΑ «ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ»
Η αναπαραγωγή του κεφαλαίου είναι αναπαραγωγή των υλικών όρων ύπαρξης της κοινωνίας, άρα η καπιταλιστική ανάπτυξη συνοδεύεται από την αναπαραγωγή των σχέσεων παραγωγής και των φορέων τους.
Η άρχουσα τάξη και τα κόμματά της προβάλλουν τον όρο «ανάπτυξη της εθνικής μας οικονομίας» και στη βάση αυτή θέλουν να υποτάξουν την εργατική τάξη στα δικά τους συμφέροντα. Το ίδιο επιδιώκουν αναγορεύοντας ως εθνικό στόχο την ανάπτυξη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Ζητούν θυσίες από τους εργαζόμενους για το λεγόμενο κοινό στόχο, η Ελλάδα να μπει στο σκληρό πυρήνα των ισχυρών χωρών, να ανεβάσει το διεθνή ρόλο της.
Βεβαίως το κεφάλαιο, με βάση αναπαραγωγής του την Ελλάδα, ενδιαφέρεται να βελτιώσει τις προϋποθέσεις ανταγωνισμού του στις περιφερειακές και στη διεθνή καπιταλιστική αγορά, με αύξηση της συσσώρευσης κεφαλαίου, με επίτευξη χαμηλότερων τιμών εμπορευμάτων, με εξαγωγές βιομηχανικού, εμπορικού κεφαλαίου. Μια ορισμένη εξαγωγή κεφαλαίου μπορεί να οδηγήσει σε συσσώρευση κεφαλαίου στη χώρα από την οποία γίνεται η εξαγωγή, να φέρει δευτερογενώς νέα επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής σε αυτήν. Το ερώτημα αν και κατά πόσο  θα ωφεληθεί η εργατική τάξη από μια τέτια συγκεκριμένη εξέλιξη, απαντιέται με το χαρακτήρα της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, δηλαδή της αναπαραγωγής των όρων εκμετάλλευσης, με τη σχετική και απόλυτη εξαθλίωση κλπ.
Η καπιταλιστική επιχείρηση ως ιδιωτικό ή κρατικό μονοπώλιο δρα σε συνθήκες ευνοϊκών θεσμικών ρυθμίσεων για διαπλοκή του ελληνικού κεφαλαίου με το διεθνικό κεφάλαιο. Ετσι τα συμφέροντα του ελληνικού κεφαλαίου δένονται ακόμα περισσότερο με το διεθνικό, τα συμφέροντα της αστικής τάξης με τα διακρατικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, με τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Οι εξαγωγές και συγχωνεύσεις ενσωματώνουν τις παραπάνω κινήσεις και συμβάλλουν στη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου.
Στο τομέα π.χ. των κατασκευών τα προηγούμενα χρόνια υπήρξε η τάση συνένωσης των ελληνικών επιχειρήσεων μεταξύ τους με διάφορες άμεσες ή έμμεσες μορφές και με το επιχείρημα ότι ενώνονται για να είναι ισχυρές ώστε να ανταγωνιστούν τις ξένες και να παίξουν ρόλο στην «εθνική οικονομία», να υπηρετήσουν τους Ελληνες εργαζόμενους. Ανεξάρτητα από διαθέσεις και προθέσεις  οι επιλογές αποδείχτηκαν ότι δεν είχαν σχέση με τον πατριωτισμό.
Η αστική πολιτική εξουσία με τη στρατηγική και τις κάθε φορά διαμορφούμενες επιλογές προσπαθεί να διασφαλίσει τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου και στη βάση αυτή προβάλλει την ανάπτυξη της «εθνικής οικονομίας». Συγκαλύπτει συνειδητά ότι πάγια επιδίωξή της και πάνω απ’ όλα είναι  η αναπαραγωγή των ταξικών σχέσεων, της εργατικής τάξης ως εκμεταλλευόμενης και της αστικής ως εκμεταλλεύτριας. Και στη χώρα μας όπως συνέβη με όλες τις καπιταλιστικές χώρες, η καπιταλιστική αναπαραγωγή περιλαμβάνει και την ενσωμάτωση με διάφορες μορφές (πλήρη καταστροφή, υποταγή με μορφές συνεργασίας ανισότιμης, υπεργολαβίες κλπ.)  άλλων μορφών παραγωγής όπως του μικρού παραγωγού ή και του συνεταιρισμού των μικρών παραγωγών, των εμπόρων.
Η αναπαραγωγή του συστήματος γίνεται κάτω από τη δράση των νόμων που διέπουν τις σχέσεις παραγωγής, παίρνοντας υπ’ όψη βεβαίως ότι οι νόμοι λειτουργούν ως τάσεις.
Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» (τ. ΙΙΙ, σελίδα 220) υπογραμμίζει ότι στη θεωρία προϋποτίθεται ότι οι νόμοι του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής αναπτύσσονται καθαροί. Στην πραγματικότητα υπάρχει μόνο προσέγγιση, αλλά η προσέγγιση αυτή είναι τόσο μεγαλύτερη όσο πιο αναπτυγμένος είναι ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής και όσο περισσότερο έχει ξεκαθαριστεί από τις αναμείξεις με υπολείμματα παλιότερων οικονομικών σχηματισμών.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Η πολιτική του ΚΚ βασίζει τη στρατηγική της στη μελέτη των σχέσεων παραγωγής, των ταξικών σχέσεων και δεν περιορίζεται σε ορισμένα «τεχνικά δεδομένα» αριθμητικούς δείκτες και στατιστικές καπιταλιστικής παραγωγής. Πρέπει βεβαίως να τα μελετάμε συστηματικά και προσεκτικά για λόγους εκτίμησης των εξελίξεων και πρόβλεψης της καπιταλιστικής συγκυρίας που επιδρά στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, στην πολιτική των συμμαχιών.

ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΦΟΡΟΥΝ ΤΗ ΔΙΕΘΝΗ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΠΕΚΤΑΣΗ ΤΗΣ ΕΞΑΓΩΓΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ.  ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΟΚΥΠΤΟΥΝ ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΚΑΘΕ ΧΩΡΑΣ

1. ΤΑ ΠΕΡΙ «ΝΕΟΥ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΟΥ ΣΤΟΙΧΕΙΟΥ» ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ
Με τη λογική της «παγκοσμιοποίησης» αιτιολογούνται στην Ελλάδα και παντού στον καπιταλισμό, όλα τα ταξικά αντιλαϊκά μέτρα ως και η ιμπεριαλιστική επέμβαση και ο πόλεμος.
            Πρόκειται για τη σύγχρονη έκφραση της χειραγώγησης των μαζών από την κυρίαρχη ιδεολογία. Ο όρος «παγκοσμιοποίηση» αντιπροσωπεύει στην ουσία την επέκταση της καπιταλιστικής παραγωγής προς την εξωτερική αγορά με τη μορφή εξαγωγής εμπορευμάτων, κεφαλαίων.
Δε συνιστά «ΤΟ ΝΕΟ», «ΤΟ ΠΡΩΤΟΓΝΩΡΟ» -όπως λέγεται- στοιχείο της κοινωνικής εξέλιξης που επιβάλλει ριζικές ανατροπές σε όλα τα γνωστά δεδομένα του 19ου και 20ού αιώνα.
Η  διαπλοκή των εθνικών οικονομιών, μέσα από διαπάλη όπου τη σφραγίδα του βάζει ο ισχυρότερος, είναι στοιχείο που υπάρχει σε όλη την ιστορία των καπιταλιστικών οικονομιών, εφ’ όσον μιλάμε για την εθνική οικονομία. Αλλά και οι οικονομικο-κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των προκαπιταλιστικών κοινωνιών δεν είναι ευκαταφρόνητες. Η έκταση και ο χαρακτήρας τους προσδιορίζονταν από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και από τις κυρίαρχες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις. Είχαν ανταγωνιστικό χαρακτήρα και κατά κανόνα τον χαρακτήρα της κυριαρχίας του ιστορικά πιο αναπτυγμένου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.
Το επίπεδο ανάπτυξης της αλληλεξάρτησης και διαπλοκής, οι μορφές με τις οποίες πραγματοποιείται, αλλά και οι συνέπειες των αποτελεσμάτων της έχουν ιστορικό χαρακτήρα. Καθορίζονται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, στις οποίες εντάσσεται και το επίπεδο ανάπτυξης της επιστήμης-τεχνολογίας, της γνώσης. Οι όροι με τους οποίους πραγματοποιείται αυτή η αλληλεξάρτηση και διαπλοκή καθορίζονται από το ποιο κοινωνικοοικονομικό σύστημα κυριαρχεί.         
Βεβαίως και υπάρχει έντονη δυναμική στην καπιταλιστική διεθνοποίηση, παλιά προβλήματα εμφανίζονται με νέες μορφές, υπάρχουν νέα στοιχεία, όλα αυτά όμως κυρίως προσδιορίζονται από τον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα και την παγκόσμια κυριαρχία των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, καθορίζονται από τους νόμους του καπιταλιστικού συστήματος.
Ο Μαρξ στον τρίτο τόμο του «Κεφαλαίου» (σελ 336-7, 422-3) υπογραμμίζει τρία βασικά γνωρίσματα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής: τη συγκέντρωση μέσων παραγωγής σε λίγα χέρια, την οργάνωση της εργασίας ως κοινωνικής και τη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς

2. Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΑΓΟΡΑΣ
Ανάμεσα στα πολλά που συζητιούνται για το «φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης» στα διάφορα διεθνή σώματα, εθνικές συναντήσεις κλπ., αναπτύσσονται απόψεις για το κατά πόσο σήμερα είναι δυνατή και εφικτή η πιο αυστηρή προστασία της εθνικής αγοράς με τη διαμόρφωση μιας κρατικής εμπορικής πολιτικής περιορισμού των εισαγωγών προς όφελος της εγχώριας παραγωγής ή  πρέπει να ακολουθηθεί μια πιο διευρυμένη πολιτική ανοίγματος στις εξωτερικές αγορές με πιο ελεύθερες εισαγωγές και εξαγωγές. Σοσιαλδημοκράτες και αναθεωρητές προσπαθούν να βρουν έναν τρόπο ρύθμισης της εμπορικής πολιτικής στη λογική του περιορισμού των συνεπειών.
Η πορεία της καπιταλιστικής εξέλιξης, στο περιφερειακό και διεθνικό επίπεδο, του 19ου και 20ού αιώνα δείχνει ότι δεν υπάρχει μονοδρομική αντίληψη και πρακτική στο παραπάνω ζήτημα, αλλά μια σημαντική διακύμανση στις σχέσεις ανάμεσα στην κρατική πολιτική υπέρ της κατάργησης των εμποδίων στο διεθνές εμπόριο προς όφελος των εξαγωγών και στην απόλυτη προστασία της εγχώριας παραγωγής εμπορευμάτων έναντι των εισαγωγών. Δεν ισχύει επίσης ότι η προοδευτική κρατική πολιτική ταυτίζεται με τον έλεγχο των εισαγωγών υπέρ της προστασίας της εγχώριας παραγωγής, ενώ η συντηρητική ταυτίζεται με τη διείσδυση ξένων προϊόντων, κεφαλαίων σε βάρος της εγχώριας παραγωγής, τη διευκόλυνση διείσδυσης κεφαλαίων κλπ.
Οι διακυμάνσεις σχετίζονταν με τις ανάγκες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής όπως αυτές διαμορφώνονταν σε μια σχετικά πιο μακρόχρονη  περίοδο του καπιταλισμού.
            Η κρατική προστασία της εθνικής εσωτερικής αγοράς ήταν αναγκαία προκειμένου αυτή να συγκροτηθεί. Καταργείται βαθμιαία με τον ένα ή τον άλλο ρυθμό όταν διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις επέκτασης του κεφαλαίου στη διεθνή καπιταλιστική αγορά μέσα από διακρατικές περιφερειακές ενώσεις ή και με άλλους ακόμα πιο χαλαρούς τρόπους σε περιφερειακό ή και σε ακόμα ευρύτερο πλαίσιο.
Σε συνθήκες μεγάλης όξυνσης του ανταγωνισμού, μπροστά σε ενδεχόμενο πολεμικής αναμέτρησης, σε εμπόλεμη κατάσταση οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μπορούν να φτάσουν σε γενικευμένη  κρατική προστασία.
Στο δεύτερο μισό του 19ου, αιώνα η πιο αναπτυγμένη τότε καπιταλιστική χώρα και με ισχυρή διεθνή θέση, η Αγγλία, ακολουθεί πολιτική ανοικτών αγορών προκειμένου να αυξήσει τις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων. Την ίδια περίοδο οι συγκριτικά λιγότερο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπως η Γερμανία και οι ΗΠΑ, δίνουν προτεραιότητα στην προστασία της εθνικής τους αγοράς προκειμένου να στηρίξουν τα σχέδιά τους για μια αυτοτελή καπιταλιστική συγκρότηση και ανάπτυξη. 
Τον 20ό αιώνα, την περίοδο του μεσοπολέμου, σε συνθήκες γενικευμένης καπιταλιστικής κρίσης και αντιθέσεων για το μοίρασμα των αγορών, κυριαρχεί η προστασία της εθνικής αγοράς, της εθνικής παραγωγής, αν και δε σταματά η συζήτηση για τη δυνατότητα χαλάρωσής της στην πορεία.
            Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η καπιταλιστική ανόρθωση συντελέστηκε σε συνθήκες σχεδιασμένης κρατικής προστασίας π.χ. με το σχέδιο Μάρσαλ και τη διαμόρφωση αρχικά της Ενωσης Σιδήρου και Χάλυβα, στη συνέχεια με την ΕΟΚ. Η ΕΕ ως ενιαία εσωτερική αγορά εμπορευμάτων, κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού αποτελεί ταυτόχρονα και ένα ενιαίο σύστημα προστατευτισμού των εθνικών οικονομιών των κρατών-μελών της έναντι τρίτων, σε συνθήκες βέβαια ανισόμετρης ανάπτυξης και αποτύπωσης του εσωτερικού συσχετισμού, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας απέναντι στις ισχυρές καπιταλιστικές αγορές των ΗΠΑ, την Ιαπωνία και των σφαιρών επιρροής τους.
            Τηρουμένων των αναλογιών, στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο συνυπάρχει ή «απελευθέρωση» αγορών, με ένα αναπτυγμένο σύστημα οικονομικής προστασίας, πολιτικής, στρατιωτικής κυριαρχίας (ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, ΠΤ, ΟΟΣΑ, ΠΟΕ, ΕΕ, Ευρωζώνη, κλπ.) που αποτυπώνει και τις εσωτερικές αντιθέσεις εντός διακρατικής ένωσης, και τους διεθνείς συσχετισμούς δύναμης. Σε τελευταία ανάλυση εκφράζεται το σημερινό επίπεδο ανάπτυξης του σύγχρονου ιμπεριαλιστικού συστήματος του 21ου αιώνα.
Στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού εμφανίζονται επίσης τέτιες διακυμάνσεις, συνύπαρξη και των δύο τάσεων, δηλαδή και κρατική προστασία της εγχώριας αγοράς και προοδευτική άρση της, που την προώθησαν τόσο οι αστικές κυβερνήσεις του φιλελεύθερου ρεύματος όσο και του σοσιαλδημοκρατικού.
Η αμερικανική «βοήθεια» στην Ελλάδα, μετά τον πόλεμο, από την άποψη της διακίνησης εμπορευμάτων και κεφαλαίων, αποτύπωνε την ελεύθερη διείσδυση των εμπορευμάτων και των κεφαλαίων σε συνθήκες μιας ορισμένης προστασίας της εσωτερικής αγοράς.
Για τον ελληνικό καπιταλισμό οι διακυμάνσεις ή, ακόμα και η επιλογή περισσότερο υπέρ της μιας ή της άλλης, σχετίζονται με τη συγκεκριμένη φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης, συμβάδιζαν μεταπολεμικά, με την πορεία ένταξης και ενσωμάτωσης της χώρας στην ΕΟΚ.
Από αυτή τη σκοπιά πρέπει να αντιμετωπίζουμε γενικά το ρόλο του κράτους  στην προστασία της εγχώριας παραγωγής, ακόμα και με τη μορφή κρατικού μονοπωλίου, στο εύρος της κρατικής προστασίας, στη ρύθμιση των κανόνων του εμπορίου.
Το ζήτημα της αξιοποίησης του φυσικού πλούτου της χώρας (ορυκτός, γη, υποθαλάσσιος κλπ.) και της όποιας διαμορφωμένης υποδομής εμείς το βλέπουμε ενταγμένο στον αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό αγώνα, στην τελική του έκβαση στο σοσιαλισμό. Κριτήριό μας δηλαδή είναι οι κοινωνικοοικονομικοί όροι συγκρότησης της παραγωγής, οι όροι με τους οποίους η πρώτη παραγωγική δύναμη, ο άνθρωπος, σχετίζεται με τα μέσα παραγωγής.
Η προβολή της δικής μας αντίληψη για μια ανώτερα οργανωμένη οικονομία, που είναι η σοσιαλιστική, κατανοείται όταν αναδείχνουμε τις δυνατότητες που έχει η χώρα και τις συμμαχίες που πρέπει να επιτυγχάνει σε αντίθεση με την κυρίαρχη μονοδρομική αντίληψη.
            Ιστορικά στη χώρα μας υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου, με αντανάκλαση και στις πολιτικές δυνάμεις για τον τύπο της ανάπτυξης, π.χ. βιομηχανική ανάπτυξη με την έννοια της εκτεταμένης χρήσης μηχανικής κινητήριας δύναμης και στη συνέχεια με τις πιο προηγμένες τεχνολογίες της,  με την έννοια της προτεραιότητας στην παραγωγή μέσων παραγωγής σε σχέση με την παραγωγή καταναλωτικών προϊόντων. Είναι γνωστή η συζήτηση για το αν έπρεπε να δοθεί βάρος στη βαριά βιομηχανία ή στους βιομηχανικούς κλάδους καταναλωτικών προϊόντων και στην αγροτική παραγωγή. Τελικά βεβαίως επικράτησε η λογική της εκβιομηχάνισης, ανεξάρτητα αν κατά καιρούς επικρατούσε σχετικά περισσότερο η μια ή άλλη αντίληψη για το ποιοι κλάδοι θα πρέπει να αναπτυχθούν περισσότερο ή λιγότερο.
Αναλόγως με τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους στην ελληνική και την ευρωπαϊκή αγορά, οι Ελληνες επιχειρηματίες τάσσονται υπέρ ή κατά της απελευθέρωσης αγορών, της σύνδεσης με την ΕΟΚ, της ένταξης στην ΕΕ. Η γενική τάση ήταν το ισχυρότερο τμήμα του κεφαλαίου στην Ελλάδα να τάσσεται με μεγαλύτερο θάρρος υπέρ της απελευθέρωσης των αγορών και της ΕΟΚ-ΕΕ, λόγω των μέσων που είχαν να συμπράξουν ή να συνυπάρξουν με το ξένο κεφάλαιο, γνωρίζοντας βεβαίως ότι μακροπρόθεσμα η τάση είναι της αλληλοδιαπλοκής, ανεξάρτητα ακόμα από τη θέση της χώρας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα. Οι σχετικά μικρότεροι επιχειρηματίες φοβόνταν ότι θα εκτοπιστούν αν δεν επιτύχουν μια ορισμένη συγκέντρωση ελληνικών κεφαλαίων και είχαν δίκιο, όμως αυτό δεν οδηγούσε στην εγκατάλειψη της ταξικής τους στάσης. Οι επιχειρηματίες αισθάνονται πάντα πολύ πιο ασφαλείς από πολιτική σκοπιά να είναι συνασπισμένοι μεταξύ τους και σε διεθνή βάση, από το να είναι ξεμοναχιασμένοι απέναντι στο εργατικό λαϊκό κίνημα και στις πολιτικές ανακατατάξεις και αλλαγές σε βάρος των συμφερόντων τους στην ίδια τους τη χώρα. Το περισσότερο που μπορεί να κάνουν είναι να χρησιμοποιήσουν τους εργατοϋπαλλήλους τους για να ασκήσουν πίεση στην εκάστοτε κυβέρνηση προς όφελός τους. Υπάρχουν και τέτοια παραδείγματα στη χώρα μας στον τομέα της τσιμεντοβιομηχανίας με τις αντιδράσεις Παπαλεξόπουλου-Τιτάνα έναντι των ανταγωνιστών τους.

3.   ΟΙ  ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑΣ
ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ, ΤΗΝ ΑΜΒΛΥΝΣΗ ΚΑΙ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΥΠΕΡΣΥΣΣΩΡΕΥΣΗΣ, ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ
            Το εργατικό, γενικότερο λαϊκό κίνημα έχει τη δυνατότητα να αποσπά στα  πλαίσια του καπιταλισμού κατακτήσεις π.χ., ως προς τους όρους πληρωμής, διαβίωσης, συνταξιοδότησης της εργατικής δύναμης, βεβαίως κάτω από τη λειτουργία και επίδραση ορισμένων προϋποθέσεων όπως είναι η δύναμη του κόμματος, το επίπεδο της ταξικής πάλης, η πρόοδος στις συμμαχίες. Γι’ αυτό και έχει σημασία να αναδείχνονται άξονες και στόχοι πάλης που απαντούν στα λαϊκά προβλήματα, ανεβάζουν την ταξική συνείδηση, προωθούν τις κοινωνικές συμμαχίες, τη συσπείρωση δυνάμεων, αυξάνουν την αποτελεσματικότητα του αγώνα. Ομως αυτοί οι στόχοι πάλης και συσπείρωσης δεν αποτελούν τη διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση, δε συνιστούν τον άλλο δρόμο εξέλιξης της ελληνικής κοινωνίας σε ρήξη με τα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό. Δεν μπορούν να αναχαιτίσουν την κύρια τάση που καθορίζεται από τους νόμους του καπιταλιστικού συστήματος, από το νόμο του κέρδους. Γι’ αυτό σήμερα χρειάζεται ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση με τις διάφορες αντιλήψεις που προβάλλονται ότι μπορεί να βελτιωθεί η ζωή του λαού, να αντιμετωπίσει τα προβλήματά του με ένα άλλο σύστημα κρατικομονοπωλιακών λύσεων, με μια καλύτερη διαχείριση, με ένα άλλο μείγμα της σημερινής πολιτικής. Τέτιες αντιλήψεις προβάλλονται σήμερα στους κόλπους της σοσιαλδημοκρατίας, από την «ανανεωτική» αριστερά, οι οποίες επικεντρώνονται στο αίτημα για αύξηση της κρατικής παρέμβασης, για διάφορες παραλλαγές κρατικής ρύθμισης. Η πιο κραυγαλέα υποκριτική θέση, καθαρά ανορθολογική και αντιδιαλεκτική, είναι αυτή που διατυπώνεται με το γνωστό σύνθημα «να επιστρέψει η πολιτική στην οικονομία».
            Χρειάζεται έντονη ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση περί της δυνατότητας να εξανθρωπιστεί ο καπιταλισμός και ότι το κίνημα έχει απεριόριστες δυνατότητες να κατακτά θέσεις, να τις διατηρεί και να τις ανεβάζει,  χωρίς να θέτει σε αμφισβήτηση το ίδιο το σύστημα, τις βάσεις του.
Οι παραπάνω θέσεις παραγνωρίζουν ότι οι επιλογές στα πλαίσια του καπιταλισμού δεν είναι τυχαίες, χωρίς αντικειμενική λογική, εσωτερική συνάρτηση και δεσμό. Π.χ. η ανατροπή του ασφαλιστικού συστήματος και τα νέα μέτρα για την παιδεία έχουν κατ’ ευθείαν σχέση με τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, με τις αποκρατικοποιήσεις, τις λεγόμενες 4 ελευθερίες του Μάαστριχτ. Οτι οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις δεν είναι μια οποιαδήποτε αντιδραστική πολιτική που βασίζεται «στο νεοφιλελεύθερο δογματισμό» αλλά μια συνεκτική, με εσωτερική λογική  στρατηγική απάντηση απέναντι στις αντιθέσεις και αντιφάσεις, που είναι προϊόντα του συστήματος.
Η ιστορία δείχνει ότι η νεοφιλελεύθερη και η σοσιαλδημοκρατική διαχείριση δεν καθορίζονταν αυστηρά από το ποιο κόμμα κυβερνούσε ή αυστηρά και μόνο από τον εσωτερικό συσχετισμό, αλλά από τη φάση που βρίσκεται το σύστημα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και συσσώρευσης. Σε επί μέρους ζητήματα, σε ζητήματα τακτικής, στον τρόπο άσκησης της διακυβέρνησης, κατά περιόδους επιδρούσε βέβαια η δύναμη του λαϊκού κινήματος, στο εύρος των κατακτήσεων. Και σε τέτιες περιπτώσεις οι κατακτήσεις δεν ήταν καθολικές και κατοχυρωμένες μακροπρόθεσμα.
            Εχει μεγάλη σημασία να αφομοιωθεί ότι η κίνηση του καπιταλισμού υπακούει σε αντικειμενικούς ΝΟΜΟΥΣ, που καμία πολιτική βούληση δεν μπορεί να καταργήσει στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος.
            Η δημιουργία της υπεραξίας είναι απόλυτος καπιταλιστικός νόμος. Το μόνο που γίνεται είναι η αλλαγή των τρόπων που επιλέγονται για να αποσπάσουν περισσότερη. Αλλάζουν τη σχέση αναγκαίας και πρόσθετης εργασίας για να φρενάρουν την τάση μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους, π.χ. με την επέκταση του ωραρίου εργασίας, με τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης κλπ.
Το εργατικό κίνημα, οι ταξικοί αγώνες αναπτύσσονται κάθε φορά γύρω από έναν κρίκο ή και δέσμη αιτημάτων-απαιτήσεων που καθορίζεται από το επίπεδο της πολιτικής συνείδησης, την όξυνση των αντιθέσεων, κλπ.  Στην ίδια λογική βρίσκονται και οι προτάσεις μας για επί μέρους συσπειρώσεις-συνεργασίες και μέτωπα πάλης για τις αναδιαρθρώσεις, την πάλη για τα δημοκρατικά δικαιώματα, το αντιπολεμικό κίνημα κλπ.
Αυτό που έχει σημασία είναι με τη δική μας ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση να συμβάλλουμε, ώστε η εργατική τάξη να μπορεί να διαμορφώνει όσο γίνεται πιο βαθύτερη αντικαπιταλιστική συνείδηση, να αξιοποιεί τις όποιες προσωρινές κατακτήσεις ως εφαλτήριο για την παραπέρα όξυνση της ταξικής πάλης, να επαγρυπνά ώστε να μη πισωγυρίζει.
Προβάλλεται επίσης η μικροαστική άποψη ότι μπορεί να βελτιωθεί η κατάσταση αν μπει φραγμός στην αναρχία της αγοράς με την προγραμματισμένη  παρέμβαση και ρύθμιση.  Οτι το πρόβλημα σήμερα είναι να αλλάξει η διαχείριση  και να κυριαρχήσει, ως απάντηση «στη σύγχρονη αναρχία σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης», ο προγραμματισμός στόχων, η ρύθμιση της αγοράς σε διεθνικό επίπεδο.
            Το καπιταλιστικό κράτος βεβαίως έχει τον προγραμματισμό του π.χ.: Τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις,  τα  προγράμματα  δημοσίων επενδύσεων (που περιλαμβάνουν και κινητοποίηση ιδιωτικού κεφαλαίου όπως τα ΚΠΣ), τα επενδυτικά προγράμματα του πιστωτικού τομέα.  Δε συνιστούν όμως όλα αυτά συνολική και συνειδητή ρύθμιση της παραγωγής, δεν αναιρείται το αυθόρμητο ούτε συνιστά κατάργηση του κύκλου της κρίσης κλπ.
            Μπορεί να επιτυγχάνεται προγραμματισμός στο πλαίσιο της καπιταλιστικής επιχείρησης, αλλά συνολικά την καπιταλιστική παραγωγή τη χαρακτηρίζει η αναρχία. Δεν μπορεί να υπάρξει γενικευμένη ρύθμιση και προγραμματισμός που να καταργήσει τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις του συστήματος.
            Στον καπιταλισμό μόνο στιγμιαία μπορεί να επιτευχθεί αναλογικότητα ανάμεσα στους κλάδους παραγωγής μέσων παραγωγής και μέσων κατανάλωσης,  και όχι συνειδητή ρύθμισή τους.
Την κεφαλαιοκρατική παραγωγή χαρακτηρίζει η ασταμάτητη τάση για διάσπαση της αναγκαίας αλληλεξάρτησης ανάμεσα στους διάφορους κλάδους παραγωγής, ανάμεσα στην παραγωγή και την κατανάλωση.
            Η τάση αυτή αγγίζει ορισμένα όρια, τα οποία οδηγούν στη βίαιη αποκατάσταση των αναλογιών με απότομη πτώση της παραγωγής και μαζική καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων. Πρόκειται για τη διαδικασία του κύκλου της καπιταλιστικής κρίσης. Στην ανοδική φάση του κύκλου διασπάται η εσωτερική σχέση των αναλογιών, φτάνει η ανισορροπία σε ανώτατο σημείο, δηλαδή στην κρίση. Αποκαθίσταται προσωρινά μέσω της ύφεσης, περνά σε αναζωογόνηση με την ανοδική τάση μέσα στην οποία διαμορφώνονται τα στοιχεία της τάσης για νέα όξυνση της ανισορροπίας. Βαθύτερη αιτία της κρίσης αποτελεί η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή και στην ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της.

4. ΟΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΕΙΣ - ΚΡΑΤΙΚΟ ΚΑΙ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΜΟΝΟΠΩΛΙΟ
            Συντελούνται σήμερα σε όλους τους τομείς με τον ίδιο χαρακτήρα και συνέπειες, είτε αφορούν τις τηλεπικοινωνίες είτε το πιστωτικό σύστημα είτε τον κοινωνικό τομέα κλπ.
            Πραγματοποιούνται με διάφορες μορφές, π.χ. με την αλλαγή της νομικής  μορφής μέσω μετατροπής σε ΑΕ, με τη διάθεση μέρους των μετοχών αρχικά στους εργαζόμενους, με την είσοδο στο Χρηματιστήριο, με τη συνολική πώληση, με τη μορφή μερικής ή ολικής άρσης του κρατικού μονοπωλίου μιας αγοράς (π.χ. διατήρηση κρατικής επιχείρησης με απελευθέρωση της αγοράς προς το ιδιωτικό κεφάλαιο). Ανεξάρτητα από τη μορφή το γενικό χαρακτηριστικό είναι η μείωση της κρατικής συμμετοχής. Συνοδεύονται από την ανατροπή εργασιακών σχέσεων (συνήθως σταδιακά, για τις νέες προσλήψεις κλπ.), κοινωνικής ασφάλισης. Στις αντιδράσεις των εργαζομένων προβάλλεται το επιχείρημα της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, ότι δεν έχει σημασία πόσο δημόσια ή ιδιωτική είναι μια επιχείρηση όσο να είναι αποτελεσματική.
            Οι αποκρατικοποιήσεις έχουν έδαφός τους την απελευθέρωση της αγοράς, υπηρετούν τη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου στις συνθήκες της Ευρωενωσιακής αγοράς. Ως πολιτική της ΕΕ στα πλαίσια της στρατηγικής των αναδιαρθρώσεων, προωθούνται σχεδιασμένα προκειμένου να συγκροτηθεί η ενιαία ευρωπαϊκή αγορά έναντι κυρίως των ΗΠΑ.
Ο κρατικός επιχειρηματικός τομέας δεν αποτελεί μόνιμη κατάσταση, αλλιώς θα αντιστρατευόταν την καπιταλιστική παραγωγή. Προετοιμάζει το έδαφος της καπιταλιστικής συσσώρευσης, εκεί όπου απαιτούνται μεγάλα κεφάλαια, με πολύ μεγάλο κίνδυνο στο κέρδος, π.χ. στις υποδομές στην ενέργεια. Το κρατικό μονοπώλιο στη συνέχεια δίνει τη θέση του στο ιδιωτικό. Οι ιδιωτικοποιήσεις, όπως είναι οι κρατικοποιήσεις σε άλλη φάση, συνιστούν απάντηση στην τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους. Το ποσοστό κέρδους δεν ταυτίζεται με τη μάζα των κερδών που μπορεί να μεγαλώνει. Η υποτίμηση του κεφαλαίου μέσω της ιδιωτικοποίησης, δρα ανασταλτικά στην τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους.
             Οι αντιδράσεις κατά των ιδιωτικοποιήσεων στην Ελλάδα είναι ισχυρές κυρίως από τους εργαζομένους των ίδιων των επιχειρήσεων, κάτω από τον υπαρκτό κίνδυνο αλλαγής των εργασιακών σχέσεων, αβεβαιότητας, κλπ.
Η εργατική τάξη πρέπει να κατανοήσει τις βαθύτερες αιτίες της αποκρατικοποίησης, όπως εκτίθενται συνοπτικά παραπάνω. Οι αρνητικές επιπτώσεις αφορούν ολόκληρη την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και όχι αποκλειστικά ή περισσότερο τους εργαζόμενους των συγκεκριμένων επιχειρήσεων.
Οι αποκρατικοποιήσεις δίνουν την ευκαιρία να κατανοήσουν καλύτερα οι  εργαζόμενοι πώς πρέπει να βλέπουν από τη δική τους ταξική πλευρά το ζήτημα της κοινωνικοποίησης της παραγωγής, το χαρακτήρα και το ρόλο του δημόσιου τομέα.
Ακόμα και αν μια επιχείρηση μείνει στο κράτος ή επανέλθει στο κράτος για διάφορους λόγους, δεν πρόκειται για λύση του προβλήματος και δικαίωση. Οι συνέπειες π.χ. στην άνοδο της εκμετάλλευσης, στην ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, της κοινωνικής ασφάλισης, θα υπάρξουν λόγω της γενικής τάσης που επικρατεί στα πλαίσια των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων.
Ακόμα και αν κάποιες επιχειρήσεις μείνουν κρατικές δεν είναι δυνατόν να ανατραπεί η γενική τάση, γιατί αφορά όχι τις επιλογές μιας κυβέρνησης, αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Η διαπλοκή με το ιδιωτικό κεφάλαιο, ελληνικό και διεθνικό είναι δεδομένη, όπως δεδομένη είναι η απελευθέρωση της αγοράς κλπ.
Στο έδαφος της πάλης κατά των ιδιωτικοποιήσεων, στο έδαφος της διεκδίκησης για δημόσιο τομέα, π.χ. στην υγεία, παιδεία, ασφάλιση, κοινωνική πολιτική κλπ., υπάρχουν περιθώρια να γίνει πλατιά εκλαΐκευση της αναγκαιότητας της πάλης για τη λαϊκή οικονομία.

5.   Η ΑΠΟΨΗ ΓΙΑ ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗΡΙΑΚΗ ΚΕΡΔΟΣΚΟΠΙΑ ΩΣ ΑΙΤΙΑ
ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ.
            Πληθαίνουν οι κριτικές παρατηρήσεις κυρίως από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας και των οπορτουνιστών, γύρω από την κερδοσκοπία του χρηματικού κεφαλαίου ως τοκοφόρου, η οποία αντιπαραβάλλεται προς τα οφέλη που μπορεί να φέρει η κεφαλαιοκρατική επένδυση στη βιομηχανική και αγροτική παραγωγή. Πρόκειται για τη γνωστή συζήτηση περί παραγωγικών και μη παραγωγικών επενδύσεων, περί επενδύσεων στο χρηματιστήριο και όχι στην παραγωγή. 
            Η συζήτηση δεν είναι καινούργια αλλά παλιά από την εποχή ακόμα του Μαρξ και στη συνέχεια του Λένιν. Η Πίστη και η ιδιοκτησία με τη μορφή της μετοχής, η μεταβίβασή της και γενικά η μεταβίβαση των αξιογράφων, σαν αποτέλεσμα του χρηματιστηριακού παιχνιδιού είναι η πηγή της κερδοσκοπίας, της εμφάνισης του πλασματικού κεφαλαίου.
Το φαινόμενο της κερδοσκοπικής και παρασιτικής λειτουργίας του  κεφαλαίου είναι αναπόφευκτο προϊόν του καπιταλισμού, σχετίζεται με τη μετοχική εταιρία που είναι κυρίαρχη μορφή ιδιοκτησίας, με το ρόλο της Πίστης, η οποία έχει σήμερα πιο αναπτυγμένες σχέσεις με τη λειτουργία του Χρηματιστηρίου. Η παρασιτική λειτουργία του κεφαλαίου εκφράζεται σε ιστορικές συνθήκες που οξύνεται η αντίθεση ανάμεσα στην κοινωνικοποιημένη παραγωγή και την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Ο καπιταλισμός απαντά στις αντιθέσεις και αντιφάσεις του με τη συγκέντρωση, συγκεντροποίηση του κεφαλαίου, τη δημιουργία διεθνικών μεγαθηρίων. Απάντηση αρνητική για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της.
Η εργατική τάξη, το λαϊκό κίνημα θα δώσουν τη δική τους απάντηση, προς τα εμπρός, στο βαθμό που συνειδητοποιήσουν μέσα από την ίδια του την πείρα, την ανάγκη να παλέψουν για τη δική τους προοπτική, να απαλλαγούν από τις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής, να αντιστοιχήσουν την κοινωνικοποιημένη παραγωγή με την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.

6.   ΟΙ ΑΠΟΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ» ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ. ΟΤΙ ΤΟ «ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟ» ΚΡΑΤΟΣ,
 ΟΙ «ΥΠΕΡΕΘΝΙΚΟΙ» ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΙ ΚΑΤΑΡΓΟΥΝ Η΄ «ΠΕΡΙΘΩΡΙΟΠΟΙΟΥΝ»
ΚΑΙ «ΑΠΑΞΙΩΝΟΥΝ» ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ
Το επόμενο βήμα των απόψεων αυτών είναι η αθώωση της αστικής τάξης, του αστικού κράτους και των κυβερνήσεων σε εθνικό επίπεδο, η αντίληψη ότι αναπόφευκτα αυτά είναι αδύναμα μπροστά στον «υπερεθνικό οργανισμό», στο «υπερεθνικό» κράτος. Οπορτουνιστικές αντιλήψεις επίσης προβάλλουν το ζήτημα ότι αφού οι κυβερνήσεις σε εθνικό επίπεδο είναι δέσμιες των πολυεθνικών τότε η απάντηση είναι η δημιουργία υπερεθνικών εξουσιών, π.χ. με τη μορφή της ευρωπαϊκής ομοσπονδίας. Και παραπέρα, σύμφωνα με τις αντιλήψεις αυτές, καθίσταται αδύνατη η ανατροπή στο εθνικό επίπεδο και οι αλλαγές θα γίνουν ή όλες μαζί παγκόσμια ή πουθενά. Οι επιπτώσεις μιας τέτιας αντίληψης επηρεάζουν και τα επί μέρους. Βολεύονται να εξηγούν τα προβλήματα ως εισαγόμενα και επιβαλλόμενα απ’ έξω υποβαθμίζοντας συνειδητά το ότι τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης σε εθνικό επίπεδο είναι ίδια με τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης όλων των καπιταλιστικών χωρών, ανεξάρτητα από τη θέση που έχει η αστική τάξη της μιας ή της άλλης χώρας στο διεθνές σύστημα του ιμπεριαλισμού, στην παγκόσμια αγορά.
Επομένως η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα έχουν ανάγκη να γνωρίσουν και να κατανοήσουν βαθύτερα, στον πυρήνα του το πρόβλημα: της συμπεριφοράς της αστικής τάξης, των κυβερνήσεων των ηγετικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων έναντι των κυβερνήσεων των λιγότερο αναπτυγμένων και εξαρτημένων χωρών και αντίστροφα. Να το κατανοήσουν ταξικά και όχι με επιφανειακά ηθικά κριτήρια συμπεριφοράς, π.χ. με το διαχωρισμό αφέντες και υπηρέτες, ισχυροί και δουλοπρεπείς, υποτελείς.
Οι αντιφάσεις που παρουσιάζονται στην εξωτερική πολιτική ενός κράτους με υποδεέστερη θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, όπως η Ελλάδα, επομένως με ισχυρότερους δεσμούς εξάρτησης, είναι αποτέλεσμα αδυναμίας υπεράσπισης συμφερόντων που έρχονται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα ισχυρότερου ή ισχυρότερων κρατών. Η σύγκρουση συμφερόντων διευθετείται υπέρ του ισχυρότερου κράτους με μεγαλύτερη ή μικρότερη συμφωνία του ασθενέστερου. Ενα καπιταλιστικό κράτος όπως η Ελλάδα για να αντιδράσει σε μια ηγετική ιμπεριαλιστική δύναμη όπως οι ΗΠΑ, πρέπει να έχει κοινά συμφέροντα και συμμαχία με άλλα καπιταλιστικά κράτη. Ιστορικά αυτό έχει επιβεβαιωθεί από την πρώτη στιγμή διαμόρφωσης του ελληνικού αστικού κράτους ως σήμερα.
Προβάλλονται οι αντιλήψεις ότι οι εξελίξεις στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά (επέκταση του διεθνούς εμπορίου, διεθνικά μονοπώλια) αίρουν την εθνοκρατική συγκρότηση των οικονομιών.
Η δική μας αντίληψη, προκειμένου να μελετήσουμε βαθύτερα τις διεθνείς τάσεις, ξεκινά από την αφετηρία ότι η καπιταλιστική επιχείρηση, το μονοπώλιο, αναπτύσσεται στο έδαφος του εθνο-κρατικά συγκροτημένου καπιταλισμού και από εκεί αντλεί τη δυνατότητα εξαγωγής μέρους των κεφαλαίων, μέσω της οποίας  επιδιώκει να αποκτήσει πρόσθετο κέρδος.
Υπάρχουν νέες διαστάσεις παλαιών φαινομένων ή νέες μορφές εκδήλωσής τους τόσο σε επίπεδο οικονομίας, όσο και στο εποικοδόμημα, που συχνά απολυτοποιούνται και προβάλλονται ως νέα ποιοτικά φαινόμενα. Γενικότερα οι διαστάσεις των παλαιών φαινομένων και οι νέες μορφές εκδήλωσης είναι γεννήματα και εσωτερικά στοιχεία του καπιταλισμού.
Τα διεθνή οικονομικά στοιχεία ανατρέπουν τις απλοϊκές γενικεύσεις ότι  έχουμε να κάνουμε σήμερα με πρωτοφανείς ρυθμούς αύξησης εμπορίου και ότι τα πάντα καθορίζονται από την παραγωγή των διεθνικών εταιριών, εμφανιζόμενες υπεράνω μιας χώρας, υπεράνω μιας περιφέρειας. Οι ρυθμοί αύξησης του διεθνούς εμπορίου δεν είναι σταθεροί, π.χ.: Το 2000 ήταν 12%, ενώ το 2001 είναι σχεδόν μηδενικοί. Οι ρυθμοί ανάπτυξης του εμπορίου είναι συνάρτηση της συγκυρίας.
Η ετήσια έκθεση του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου εκτιμά ότι το διεθνές εμπόριο ανερχόταν σε 6,2 τρισ. δολάρια το 2000, δηλαδή περίπου το 20% του παγκοσμίου ΑΕΠ, με ρυθμό αύξησης κατά 12,5% σε σύγκριση με το 1999. Η Εκθεση προέβλεπε επιβράδυνση των ρυθμών αύξησής του το 2001 (7%), λόγω επιβράδυνσης της αμερικανικής οικονομίας και των συνεπειών αυτής παγκοσμίως. Εξ άλλου, οι ΗΠΑ διέθεταν το μεγαλύτερο μερίδιο (12,3%) στις παγκόσμιες εξαγωγές, καθώς και το μεγαλύτερο μερίδιο (18,9%) στις παγκόσμιες εισαγωγές. Τελικά η μεταβολή του διεθνούς εμπορίου ήταν σχεδόν μηδενική το 2001.
Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες για τις αναπτυγμένες οικονομίες των δυτικών κρατών το εξωτερικό εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 12% το 1913, ποσοστό που προσεγγίστηκε στα μέσα της 10ετίας του 1970 και που άγγιξε το 20% στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ενώ ο όγκος των εξαγωγών αυξήθηκε κατά 20 φορές.
Το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς εμπορίου διεξάγεται μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών.
Από την πλευρά της παραγωγής, η αξία της παραγωγής κάτω από τη διαχείριση των διεθνικών εταιριών ανέρχεται περίπου στο 25% της παγκόσμιας παραγωγής, το ένα τρίτο από το οποίο σε φιλοξενούσες χώρες. Εκφρασμένο αυτό το ένα τρίτο σε μερίδιο της παγκόσμιας παραγωγής αποτελεί μόλις το 8,3% αυτής για το έτος 1999.
Πέραν τούτου, ένα μέρος των κερδών των αρχικώς εισρεόντων κεφαλαίων επανεπενδύονται στην επιχείρηση της φιλοξενούσας χώρας και έτσι συμμετέχουν σε ένα νέο κύκλο καπιταλιστικής συσσώρευσης σε αυτήν, η οποία βεβαίως δεν παύει να λειτουργεί ως εθνοκρατικά συγκροτημένη καπιταλιστική οικονομία.
Οι όροι αναπαραγωγής των κεφαλαίων διαμορφώνονται πρωτίστως σε εθνικό πλαίσιο, με τις εργασιακές σχέσεις, το επίπεδο των μισθών, τη φορολόγηση, την τελωνειακή προστασία, τις κρατικές παραγγελίες και επιχορηγήσεις, τις επιδοτήσεις εξαγωγών κ.ά. Οι πηγές κέρδους κατανέμονται και σε κράτη πέραν του μητρικού τους με διακρατικές συμφωνίες και στη βάση αυτή διαμορφώνεται και εξελίσσεται το διεθνές δίκαιο.
Αυτό που παραμένει βασικό είναι ότι η εξαγωγή κεφαλαίων είναι προϊόν του καπιταλισμού. Είναι πολύ χαρακτηριστικά συμπυκνωμένη η αντίληψη του Λένιν (Απαντα, τόμος 27, σελ. 368) ότι «η εξαγωγή κεφαλαίων επιδρά στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες που κατευθύνεται. Γι’ αυτό το λόγο, αν η εξαγωγή αυτή είναι ικανή ως ένα ορισμένο βαθμό να φέρει κάποια στασιμότητα στις χώρες που εξάγουν κεφάλαιο, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τίμημα το άπλωμα και το βάθεμα της παραπέρα ανάπτυξης του καπιταλισμού σε όλο τον κόσμο». Η εκτίμηση αυτή επαληθεύτηκε από την εξέλιξη κατά το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Οι χώρες που δέχτηκαν τη διείσδυση ξένου κεφαλαίου δεν έμειναν στάσιμες με την τρέχουσα έννοια, ίσα-ίσα επιταχύνεται η ανάπτυξη του καπιταλισμού, ιδιαίτερα στους τομείς ενδιαφέροντος του ξένου κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα υπάρχει έδαφος για πιο οξυμένες αντιθέσεις, οι χώρες είναι πιο ευάλωτες στον κύκλο της κρίσης.

7. ΤΑ ΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ
Τα όρια του καπιταλισμού δεν είναι απεριόριστα, όπως η αστική προπαγάνδα διαδίδει. Η ανάπτυξη της παραγωγικότητας παράγει πτώση του ποσοστού του κέρδους. Τελικά στον καπιταλισμό αποφασίζει το κέρδος και όχι οι ανάγκες του ανθρώπου. Εδώ βρίσκεται και η στενότητα των ορίων του, το αναπόφευκτο της ανατροπής του.
Η εξαθλίωση δεν πρέπει να γίνεται αντιληπτή μόνο με τον απόλυτο τρόπο της απώλειας αυτού που έχει εξασφαλίσει η εργατική τάξη ή μόνο σαν πείνα, «λουμπενοποίηση» ή συνέπειες πολέμου. Μια τέτια αντίληψη μπορεί να οδηγεί σε αστήριχτη και διαψευδόμενη από τη ζωή καταστροφολογία ή αντίστροφα σε υπερτίμηση των δυνατοτήτων του καπιταλισμού. Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε και τη σχετική πλευρά, π.χ. σαν ΤΑΣΗ μείωσης του μεριδίου της εργατικής τάξης στο συνολικό κοινωνικό προϊόν αλλά και σαν αμορφωσιά, ανορθολογισμό και μυστικισμό σε σχέση με την ανάπτυξη της επιστήμης, χαμηλό καλλιτεχνικό γούστο σε σχέση με τα αριστουργήματα της τέχνης, αυξανόμενη αβεβαιότητα για το μέλλον, ανεργία έστω και αν το επίδομα γι’ αυτήν είναι ικανοποιητικό κλπ.
Επομένως, αναφερόμενοι στις παραγωγικές δυνάμεις και στην ανάπτυξή τους, δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η κυριότερη παραγωγική δύναμη είναι ο άνθρωπος και πως η τάση για εξαθλίωση του άμεσου παραγωγού είναι o απόλυτος, γενικός νόμος της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης που, όπως όλοι οι άλλοι νόμοι έτσι και αυτός, τροποποιείται μέσα στην πραγματική ζωή χωρίς να παύει να ισχύει ως τάση.
Συνήθως γίνεται η σύγκριση για το επίπεδο μισθών, γενικά εισοδημάτων ή και κοινωνικών παροχών, ανάμεσα στις χώρες-μέλη της ΕΕ και κριτική εκεί που υπάρχει υστέρηση, όπως στην χώρα μας.
Ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο» αναφέρεται στις εθνικές διαφορές στην τιμή της εργατικής δύναμης, υπογραμμίζοντας ότι σε κάθε χώρα υπάρχει μια μέση εντατικότητα. Σε παγκόσμιο επίπεδο η μέση εντατικότητα διαφέρει από χώρα σε χώρα. Στον αναπτυγμένο καπιταλισμό είναι μικρότερη η σχετική αξία του χρήματος απ’ ό,τι στο λιγότερο αναπτυγμένο. Ο ονομαστικός μισθός είναι μεγαλύτερος απ’ ό,τι στο λιγότερο αναπτυγμένο, πράγμα όμως που δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό για τον πραγματικό.
Η ταξική πάλη μπορεί να μετριάζει τις απώλειες αλλά δεν μπορεί να αναστρέψει τις τάσεις. Μπορεί μόνο να τις καταργήσει, καταργώντας το σύστημα. Επομένως και η πάλη μέσα στο σύστημα, σε όποια φάση του, δεν μπορεί να επιβάλλει στην αστική πολιτική, η οποία υπηρετεί τη διευρυμένη αναπαραγωγή του στα πλαίσια των συγκεκριμένων νόμων που τη διέπουν, επιλογές ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ. Το κυνήγι του κέρδους είναι απόλυτος νόμος. Συσσώρευση κεφαλαίου γίνεται και με μειωμένο κέρδος. Οταν το κεφάλαιο δυσκολεύεται, ξαναρίχνει την τιμή της εργατικής δύναμης. Η άνοδος της τιμής της εργατικής δύναμης κρατιέται σε εκείνο το σημείο που επιτρέπει να μένει άθικτη η βάση του συστήματος, η ικανότητα πραγματοποίησης της καπιταλιστικής αναπαραγωγής.
Η διαχειριστική ικανότητα είναι κάτι διαφορετικό. Μπορεί να υπάρχει ή να είναι ελλιπής αλλά αυτό είναι τελείως άλλο θέμα, αν και δεν πρέπει γενικά να υποτιμάμε την τεράστια συσσωρευμένη εμπειρία της αστικής τάξης στη διοίκηση και διεύθυνση. Το κράτος ποτέ, ούτε στα πλαίσια του λεγόμενου ελεύθερου ανταγωνισμού, δεν ήταν «νυχτοφύλακας» του συστήματος. Παρενέβαινε στην οικονομία, είχε οικονομική πολιτική (π.χ. ανώτατο όριο μισθού επί αιώνες, εργάσιμος χρόνος, φορολογία, δασμοί κλπ.). Η ανάλυση του καπιταλισμού ακόμα από τους κλασικούς αστούς οικονομολόγους, στόχευε όχι μόνο να δώσει ιδεολογικά όπλα στην αστική τάξη ενάντια στη θνήσκουσα φεουδαρχία, αλλά και να εξοπλίσει την αστική εξουσία με όπλα οικονομικής πολιτικής.
Η μεταπολεμική σοσιαλδημοκρατική διαχείριση σε ευρωπαϊκές χώρες με το διευρυμένο παραγωγικό κρατικό τομέα και τις εκτεταμένες κοινωνικές παροχές δεν  επιβλήθηκε στην αστική τάξη μόνο από το συσχετισμό δυνάμεων. Η φάση αναπαραγωγής του κεφαλαίου ήταν τέτια που έδινε τη δυνατότητα των κοινωνικών παροχών, αλλά και τα συμφέροντα του κεφαλαίου επέβαλαν για διάφορους λόγους ένα μέρος των μέσων παραγωγής να είναι κρατική ιδιοκτησία (π.χ. σε επιχειρήσεις που απαιτούσαν μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια, με χαμηλό ποσοστό κέρδους, όμως απαραίτητες για τη διευρυμένη αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου). Φυσικά η κρατική ιδιοκτησία μέσων παραγωγής δεν είναι μεταπολεμικό φαινόμενο. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Ιαπωνίας κατά το τέλος του 19ου αιώνα, όπου το κράτος δημιουργούσε «υποδειγματικές» επιχειρήσεις και μετά τις πωλούσε σε χαμηλές τιμές στους κεφαλαιοκράτες.
Η βολονταριστική αντίληψη σε σχέση με τις απεριόριστες δυνατότητες του αγώνα της εργατικής τάξης στα πλαίσια του συστήματος δεν είναι παρά μια «ριζοσπαστική» μορφή του ρεφορμισμού, στο βαθμό που δεν αντιμετωπίζεται ιδεολογικά επικίνδυνη, γιατί ουσιαστικά αποδυναμώνει την πάλη για την ανατροπή του, εμποδίζει τη συσπείρωση σε αντιμονοπωλιακή αντιιμπεριαλιστική κατεύθυνση.
Γι’ αυτό έχει μεγάλη σημασία να αφομοιωθεί ότι η κίνηση του καπιταλισμού υπακούει σε αντικειμενικούς ΝΟΜΟΥΣ, που καμία πολιτική βούληση δεν μπορεί να καταργήσει. Για παράδειγμα, σχετικά με τη συσσώρευση ο Κ. Μαρξ αναφέρεται σε ΝΟΜΟ, που θέτει κατώτατο όριο εκμετάλλευσης και ανώτατο μισθού. Εξάλλου οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις είναι το πιο αδιάψευστο τεκμήριο ότι η αστική πολιτική είναι υποχρεωμένη να δρα σύμφωνα με τους νόμους της καπιταλιστικής συσσώρευσης, όποιο προσωπείο κι αν φορά. Π.χ. στην ΕΟΚ/ΕΕ πετάχτηκε το κοινωνικό προσωπείο μόλις έγινε αντιληπτό ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους, μετά, τη λεγόμενη «πετρελαϊκή κρίση» στις αρχές της δεκαετίας του ‘70, είχε πιο μόνιμα χαρακτηριστικά και η συσσώρευση άρχισε να χωλαίνει. Αποτέλεσμα στους μισθούς που επετεύχθη και με πολιτικά μέτρα: ενώ οι πραγματικοί μισθοί στην ΕΟΚ/ΕΕ αυξάνονταν την περίοδο 1961-73 με ρυθμό 5% το χρόνο (το ΑΕΠ 4,7% το χρόνο), το 1974-85 ο ρυθμός πέφτει σε 1,5% το χρόνο (ΑΕΠ 2%), το 1986-90 σε 1,9% (ΑΕΠ 3,2%) και το 1991-96 σε 0,8% (ΑΕΠ 1,5%).
Αυτό που μπορεί να κάνει ο αγώνας είναι να ωθήσει προς το ανώτατο όριο μισθού και να το διαπιστώσει. Μια ριζοσπαστική φιλολαϊκή κυβέρνηση στο καπιταλιστικό έδαφος αν πάρει μέτρα που ξεπερνούν το όριο αυτό, θα αντιμετωπίσει μια τέτια πολιτικοοικονομική και κοινωνική κατάσταση που θα υπάρχουν μόνο δύο επιλογές: αναδίπλωση ή κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας (που προϋποθέτει επαναστατική εξουσία). Σε αυτήν την κατεύθυνση αντιμετωπίζει το ζήτημα το Πρόγραμμα του Κόμματος στο 15ο Συνέδριο και στις επεξεργασίες του 16ου.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Κ. Μαρξ, «Το Κεφάλαιο»: α) Ο ρόλος της Πίστης στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή, τ. ΙΙΙ, σελ. 549-557. β) Σχέσεις παραγωγής και σχέσεις διανομής, τ.ΙΙΙ, σελ.1077-1086. γ) Ο τριαδικός τύπος, τ. ΙΙΙ, σελ. 1000-1021. δ) Ο νόμος της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει, τ. ΙΙΙ, σελ. 267-337, ιδιαίτερα: Ανάπτυξη των εσωτερικών αντιφάσεων του νόμου, σελ. 305-337.
            Η βιβλιογραφία αναφέρεται στις αναλύσεις του Μαρξ:
            α) Για το ρόλο του πιστωτικού συστήματος στην ανάπτυξη του καπιταλισμού. Για τη μετοχική εταιρία ως αποτέλεσμα της ανώτατης ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής και μορφή περάσματος προς μια νέα μορφή παραγωγής, ως βάση του μονοπωλίου και της κρατικής ανάμιξης, της χρηματιστικής ολιγαρχίας, του παρασιτισμού.
β) Για τον ιστορικό παροδικό χαρακτήρα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και των προκυπτουσών από αυτές -ως πλευρά τους- σχέσεων διανομής.
            γ) Για το κεφάλαιο ως κοινωνική σχέση παραγωγής και κριτική προσέγγιση στην αστική αντίληψη για την πηγή των εισοδημάτων κεφάλαιο-κέρδος/τόκος, γη-γαιοπρόσοδος, εργασία- μισθός εργασίας.
            δ) Για το νόμο της τάσης πτώσης του ποσοστού κέρδους ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης της παραγωγικής δύναμης της εργασίας και προαγωγό της υπερπαραγωγής, της κερδοσκοπίας, των κρίσεων, της εμφάνισης περίσσιας κεφαλαίου με περίσσιο πληθυσμό και ως απόδειξη του ορίου της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής , της σχετικότητας της, του ιστορικού παροδικού χαρακτήρα της.
                                               


  Διάλεξη που επεξεργάστηκε το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ