Στην Ελλάδα παράγουμε περισσότερες μεταρρυθμίσεις του εξεταστικού
συστήματος από όσες μπορούμε να καταναλώσουμε κι αυτό ήρθε να
επιβεβαιώσει κι η χθεσινή ανακοίνωση του νέου τρόπου εισαγωγής στα
πανεπιστήμια, που θα ισχύσει για τους μαθητές της φετινής Β’ Λυκείου.
Η γενική κατεύθυνση των αλλαγών κινείται στις γνωστές εδώ και χρόνια ράγες της μετατροπής του Λυκείου σε έναν απέραντο εξεταστικό προθάλαμο, μόνο που πλέον εξαλείφονται και τα όποια ψήγματα γενικής παιδείας είχαν απομείνει -η οποία εναποτίθεται στο Άγιο Πνεύμα που μέσω του ανέγγιχτου μαθήματος των Θρησκευτικών θα φωτίζει τους μαθητές, στη λογική πως έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν έδινε σημασία στα μη πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα. Πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι δηλαδή.
Το πιο προβεβλημένο “θύμα” της νέας -στη νιοστή- μεταρρύθμισης είναι βέβαια τα Λατινικά, που καταργούνται πλήρως από το πρόγραμμα κι αντικαθίστανται από την Κοινωνιολογία. Οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες, κατά βάση όμως, σχηματίστηκαν δύο “στρατόπεδα”. Από τη μια υπέρμαχοι της “αριστείας”, προφανώς εξ απαλών ονύχων μυημένοι στον Οβίδιο και τον Κικέρωνα, που βρήκαν ευκαιρία για εύκολη αντικυβερνητική κριτική, κι από την άλλη όσοι με χαρά κι ανακούφιση αποδέχτηκαν την απαλλαγή των μαθητών από ένα “άχρηστο μάθημα”. Προφανώς υπάρχουν και πολλές ενδιάμεσες απόψεις και μακριά από μένα το τσουβάλιασμα, ενώ δεν έλειψαν κι αυτοί που σχολίασαν την κατάργηση με… “λατινικό χιούμορ”.
Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός πως επιχειρήματα του τύπου “τι θα κάνουν οι νομικοί χωρίς Λατινικά” είναι σαν να αναρωτιόμαστε πώς θα βρει τη βλάβη στο σασμάν ο μαστρο-Τάκης αν δεν έχει Sorbonne στα γαλλικά. Με αυτή τη λογική είναι να απορεί κανείς πώς το βγάζουν πέρα οι χημικοί με τον περιοδικό πίνακα, αφού κατά κανόνα δεν έχουν διδαχτεί ποτέ Λατινικά.
Από την άλλη, η άποψη περί “άχρηστων μαθημάτων, παρότι συχνά διατυπώνεται καλοπροαίρετα, δεν μπορεί να αποκρύψει τη βαθιά αγοραία προέλευσή της. Είναι η αντίληψη που θέλει κάθε μη άμεσα ή απτά εξαργυρώσιμη γνώση, να ανήκει στον κάλαθο των αχρήστων. Η αντίληψη που επικρατεί πρακτικά στο σύνολο του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου κι έχει οδηγήσει σε τραγική ενίοτε υποβάθμιση των ανθρωπιστικών και δη των κλασικών σπουδών διεθνώς. Είναι ακριβώς αυτό το σκεπτικό που διέπει και την τελευταία αλλαγή του εξεταστικού, ολοκληρώνοντας μέσω της υπερεξειδίκευσης στα 16-17 χρόνια τη μετατροπή των μαθητών σε “εξειδικευμένους ηλίθιους” (Fachidioten, σύμφωνα με μια πολύ ακριβή γερμανική έκφραση).
Ασφαλώς δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως το σημερινό μάθημα των Λατινικών, που για τελευταία φορά θα διδαχθεί φέτος στη Γ’ Λυκείου, δεν είναι είναι κατά κανένα τρόπο προς υπεράσπιση με τον τρόπο που γίνεται. Το εγχειρίδιο είναι απολύτως παρωχημένο, έχοντας -αν δεν κάνω λάθος- παραμείνει ίδιο κι απαράλλαχτο για δεκαετίες, με εξαίρεση το εξώφυλλο και την κατανομή της ύλης σε μία ή δύο τάξεις, ανάλογα με το εκάστοτε εξεταστικό σύστημα. Τα δε κείμενα είναι απολύτως βαρετά και συνάμα παιδαριώδη. Ενδεικτικά ένα από τα πιο συναρπαστικά είναι εκείνο στο οποίο η κόρη του Αυγούστου, η Ιουλία, μαδάει τις λευκές της τρίχες, προκαλώντας την προειδοποίηση του μπαμπά της πως θα μείνει φαλακρή. Στη βάση αυτών των υποτιμητικών για τη νοημοσύνη κειμένων καλούνταν ο μαθητής να μάθει ένα σεβαστό κομμάτι της γραμματικής και του συντακτικού της κλασικής λατινικής γλώσσας.
Ή μάλλον, για να είμαστε ακριβέστεροι, καλούνταν να αποστηθίσει με
τον πιο αισχρά παπαγαλίστικο τρόπο κάθε πιθανή χρονική κι εγκλιτική
αντικατάσταση των ρημάτων, κάθε κλίση ουσιαστικών κι επιθέτων και κάθε
συντακτική αναγνώριση ή μετατροπή των προτάσεων που βρίσκονταν σε αυτά
τα κείμενα. Μάταια θα αναζητούσε κανείς οποιαδήποτε πραγματολογική
προσέγγιση των κειμένων, κάποια ιστορική ή γλωσσολογική πληροφορία για
μια γλώσσα κι έναν πολιτισμό που μαζί με τον αρχαιοελληνικό, θεμελίωσαν
(με τα καλά και τα άσχημά τους) τον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Δε χρειάζονται λοιπόν δάκρυα για τον εξόριστο ποιητή Οβίδιο (από την εισαγωγική φράση του διαβόητου εγχειριδίου, τη μόνη που ίσως θυμούνται οι περισσότεροι μαθητές που την διδάχθηκαν: Ovidius poeta in terra pantica exulat). Έχουν λοιπόν θέση τα Λατινικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση; Η απάντηση είναι πως ασφαλώς και έχουν, τουλάχιστον ως μάθημα επιλογής, τουλάχιστον για όσους σκέπτονται να φοιτήσουν σε τμήμα της φιλοσοφικής, αλλά και για οποιονδήποτε άλλο ενδιαφέρεται για τον ρωμαϊκό κόσμο και τη γλώσσα του. Όσοι φοιτήσαμε σε κάποιο τμήμα όπου τα Λατινικά ήταν μεν μάθημα κορμού, αλλά όχι ειδίκευσης, γνωρίζουμε καλά το ήδη χαμηλό επίπεδο με το οποίο καλούμασταν ξαφνικά να αντιμετωπίσουμε “κανονικά” κείμενα ρητορικής ποίησης και ιστοριογραφίας και όχι διασκευές για το σύκο που περιέφερε ο Κάτωνας στη Σύγκλητο.
Η εισαγωγή πρωτοετών χωρίς καμία γνώση Λατινικών θα σήμαινε απλά πως
τα πανεπιστημιακά τμήματα θα κληθούν να λειτουργήσουν ως φροντιστήρια,
κάτι που θα οδηγήσει στην υποβάθμιση ενός ήδη κακοπαθημένου κλάδου.
Είναι αλήθεια πως δε χρειάζονται όλοι οι απόφοιτοι Φιλοσοφικής, ακόμα κι
όσοι ακολούθησαν ανώτερες σπουδές ή ακαδημαϊκή πορεία, εξίσου τα
Λατινικά, είναι όμως εξίσου αληθές πως κλασική παιδεία χωρίς αυτά απλά
δε νοείται. Πραγματικά θα είναι κρίμα η λατινομάθεια να γίνει προνόμιο
αποκλειστικά των αποφοίτων της κλασικής κατεύθυνσης του φιλολογικού.
Αλλά επειδή αρκετά μακρηγορήσαμε, πάμε και στο δια ταύτα. Το μάθημα των Λατινικών έχει νόημα στα πλαίσια νέων βιβλίων και νέας φιλοσοφίας στο αναλυτικό πρόγραμμα. Η απόκτηση βασικών συντακτικών, γραμματικών γνώσεων συμβαδίζει με σωστά επιλεγμένα κείμενα, που θα δίνουν όσο το δυνατόν μια σφαιρική εικόνα της γλώσσας και του πολιτισμού στον οποίο άνθισε, της μετεξέλιξής της στο χρόνο, το πώς γέννησε τόσες γλώσσες που μιλιούνται από εκατομμύρια ανθρώπους (ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ρουμάνικα, κ.ά.), πώς επηρέασε ακόμα και τα νέα ελληνικά, κυρίως μέσω των ιταλικών δανείων αλλά και πρωτογενώς.
Πόσοι γνωρίζουν ότι ακόμα και η υποκοριστική κατάληξη -ούλης (μικρούλης) είναι λατινικής προέλευσης; Πραγματικό νόημα βέβαια θα αποκτούσε η ύπαρξη του μαθήματος, όπως και οποιουδήποτε άλλου μαθήματος εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης στο πλαίσιο ενός άλλου σχολείου κι ενός άλλου κοινωνικού συστήματος. Αυτό δε σημαίνει παραπομπή των πάντων στο σοσιαλισμό. Δε χρειάζεται επανάσταση για να διασωθούν κάποια στοιχεία ουμανιστικής μόρφωσης στο εκπαιδευτικό μας σύστημα -άλλες προτεραιότητες και πολιτική βούληση χρειάζεται.
Μέχρι τότε, μην ξεχνάμε πως η μάνα των βλακών είναι πάντα έγκυος (mater stultorum sempiter gravida est).
Η γενική κατεύθυνση των αλλαγών κινείται στις γνωστές εδώ και χρόνια ράγες της μετατροπής του Λυκείου σε έναν απέραντο εξεταστικό προθάλαμο, μόνο που πλέον εξαλείφονται και τα όποια ψήγματα γενικής παιδείας είχαν απομείνει -η οποία εναποτίθεται στο Άγιο Πνεύμα που μέσω του ανέγγιχτου μαθήματος των Θρησκευτικών θα φωτίζει τους μαθητές, στη λογική πως έτσι κι αλλιώς, κανείς δεν έδινε σημασία στα μη πανελλαδικά εξεταζόμενα μαθήματα. Πονάει κεφάλι, κόψει κεφάλι δηλαδή.
Το πιο προβεβλημένο “θύμα” της νέας -στη νιοστή- μεταρρύθμισης είναι βέβαια τα Λατινικά, που καταργούνται πλήρως από το πρόγραμμα κι αντικαθίστανται από την Κοινωνιολογία. Οι αντιδράσεις ήταν ποικίλες, κατά βάση όμως, σχηματίστηκαν δύο “στρατόπεδα”. Από τη μια υπέρμαχοι της “αριστείας”, προφανώς εξ απαλών ονύχων μυημένοι στον Οβίδιο και τον Κικέρωνα, που βρήκαν ευκαιρία για εύκολη αντικυβερνητική κριτική, κι από την άλλη όσοι με χαρά κι ανακούφιση αποδέχτηκαν την απαλλαγή των μαθητών από ένα “άχρηστο μάθημα”. Προφανώς υπάρχουν και πολλές ενδιάμεσες απόψεις και μακριά από μένα το τσουβάλιασμα, ενώ δεν έλειψαν κι αυτοί που σχολίασαν την κατάργηση με… “λατινικό χιούμορ”.
Ας ξεκινήσουμε από το γεγονός πως επιχειρήματα του τύπου “τι θα κάνουν οι νομικοί χωρίς Λατινικά” είναι σαν να αναρωτιόμαστε πώς θα βρει τη βλάβη στο σασμάν ο μαστρο-Τάκης αν δεν έχει Sorbonne στα γαλλικά. Με αυτή τη λογική είναι να απορεί κανείς πώς το βγάζουν πέρα οι χημικοί με τον περιοδικό πίνακα, αφού κατά κανόνα δεν έχουν διδαχτεί ποτέ Λατινικά.
Από την άλλη, η άποψη περί “άχρηστων μαθημάτων, παρότι συχνά διατυπώνεται καλοπροαίρετα, δεν μπορεί να αποκρύψει τη βαθιά αγοραία προέλευσή της. Είναι η αντίληψη που θέλει κάθε μη άμεσα ή απτά εξαργυρώσιμη γνώση, να ανήκει στον κάλαθο των αχρήστων. Η αντίληψη που επικρατεί πρακτικά στο σύνολο του ανεπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου κι έχει οδηγήσει σε τραγική ενίοτε υποβάθμιση των ανθρωπιστικών και δη των κλασικών σπουδών διεθνώς. Είναι ακριβώς αυτό το σκεπτικό που διέπει και την τελευταία αλλαγή του εξεταστικού, ολοκληρώνοντας μέσω της υπερεξειδίκευσης στα 16-17 χρόνια τη μετατροπή των μαθητών σε “εξειδικευμένους ηλίθιους” (Fachidioten, σύμφωνα με μια πολύ ακριβή γερμανική έκφραση).
Ασφαλώς δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως το σημερινό μάθημα των Λατινικών, που για τελευταία φορά θα διδαχθεί φέτος στη Γ’ Λυκείου, δεν είναι είναι κατά κανένα τρόπο προς υπεράσπιση με τον τρόπο που γίνεται. Το εγχειρίδιο είναι απολύτως παρωχημένο, έχοντας -αν δεν κάνω λάθος- παραμείνει ίδιο κι απαράλλαχτο για δεκαετίες, με εξαίρεση το εξώφυλλο και την κατανομή της ύλης σε μία ή δύο τάξεις, ανάλογα με το εκάστοτε εξεταστικό σύστημα. Τα δε κείμενα είναι απολύτως βαρετά και συνάμα παιδαριώδη. Ενδεικτικά ένα από τα πιο συναρπαστικά είναι εκείνο στο οποίο η κόρη του Αυγούστου, η Ιουλία, μαδάει τις λευκές της τρίχες, προκαλώντας την προειδοποίηση του μπαμπά της πως θα μείνει φαλακρή. Στη βάση αυτών των υποτιμητικών για τη νοημοσύνη κειμένων καλούνταν ο μαθητής να μάθει ένα σεβαστό κομμάτι της γραμματικής και του συντακτικού της κλασικής λατινικής γλώσσας.
Δε χρειάζονται λοιπόν δάκρυα για τον εξόριστο ποιητή Οβίδιο (από την εισαγωγική φράση του διαβόητου εγχειριδίου, τη μόνη που ίσως θυμούνται οι περισσότεροι μαθητές που την διδάχθηκαν: Ovidius poeta in terra pantica exulat). Έχουν λοιπόν θέση τα Λατινικά στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση; Η απάντηση είναι πως ασφαλώς και έχουν, τουλάχιστον ως μάθημα επιλογής, τουλάχιστον για όσους σκέπτονται να φοιτήσουν σε τμήμα της φιλοσοφικής, αλλά και για οποιονδήποτε άλλο ενδιαφέρεται για τον ρωμαϊκό κόσμο και τη γλώσσα του. Όσοι φοιτήσαμε σε κάποιο τμήμα όπου τα Λατινικά ήταν μεν μάθημα κορμού, αλλά όχι ειδίκευσης, γνωρίζουμε καλά το ήδη χαμηλό επίπεδο με το οποίο καλούμασταν ξαφνικά να αντιμετωπίσουμε “κανονικά” κείμενα ρητορικής ποίησης και ιστοριογραφίας και όχι διασκευές για το σύκο που περιέφερε ο Κάτωνας στη Σύγκλητο.
Αλλά επειδή αρκετά μακρηγορήσαμε, πάμε και στο δια ταύτα. Το μάθημα των Λατινικών έχει νόημα στα πλαίσια νέων βιβλίων και νέας φιλοσοφίας στο αναλυτικό πρόγραμμα. Η απόκτηση βασικών συντακτικών, γραμματικών γνώσεων συμβαδίζει με σωστά επιλεγμένα κείμενα, που θα δίνουν όσο το δυνατόν μια σφαιρική εικόνα της γλώσσας και του πολιτισμού στον οποίο άνθισε, της μετεξέλιξής της στο χρόνο, το πώς γέννησε τόσες γλώσσες που μιλιούνται από εκατομμύρια ανθρώπους (ιταλικά, ισπανικά, πορτογαλικά, ρουμάνικα, κ.ά.), πώς επηρέασε ακόμα και τα νέα ελληνικά, κυρίως μέσω των ιταλικών δανείων αλλά και πρωτογενώς.
Πόσοι γνωρίζουν ότι ακόμα και η υποκοριστική κατάληξη -ούλης (μικρούλης) είναι λατινικής προέλευσης; Πραγματικό νόημα βέβαια θα αποκτούσε η ύπαρξη του μαθήματος, όπως και οποιουδήποτε άλλου μαθήματος εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης στο πλαίσιο ενός άλλου σχολείου κι ενός άλλου κοινωνικού συστήματος. Αυτό δε σημαίνει παραπομπή των πάντων στο σοσιαλισμό. Δε χρειάζεται επανάσταση για να διασωθούν κάποια στοιχεία ουμανιστικής μόρφωσης στο εκπαιδευτικό μας σύστημα -άλλες προτεραιότητες και πολιτική βούληση χρειάζεται.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου