ΒΑΛΙΑΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΗΣ
Μεγάλος ζωγράφος της ΕΑΜικής Αντίστασης
Στο Μουσείο Μπενάκη (Πειραιώς 138, τηλ. 210.3453.111) παρουσιάζεται (μέχρι 11/11/2012) μια μεγάλη έκθεση - αναδρομή στην πλούσια, ιστορικά πολύ σημαντική, δημιουργία του Βάλια Σεμερτζίδη, του σπουδαίου ζωγράφου της ΕΑΜικής Αντίστασης, στο βουνό, ενταγμένου στο Καλλιτεχνικό Συνεργείο του Γενικού Αρχηγείου του ΕΛΑΣ. Εκθεση που πρέπει να δουν όλες οι γενιές, ακόμα και της ΕΑΜικής Αντίστασης, καθώς -στην πλειοψηφία τους- αγνοούν το έργο του Σεμερτζίδη. Γιατί; Γιατί η πολιτεία, οι εικαστικοί φορείς της και οι κατεστημένοι τεχνοκριτικοί της «έθαψαν» (κυριολεκτικώς και μεταφορικώς) αυτό το έργο - «ύμνο» παντοτινό για τα ιδανικά, τον ηρωϊσμό, το μεγαλείο των, ένοπλων ή μη, ανώνυμων αγωνιστών και αγωνιστριών στα βουνά, στους κάμπους, στα χωριά, στις πόλεις, του λαογέννητου ΕΑΜ, για τη λευτεριά και την προκοπή του λαού και του τόπου μας, αλλά και για το μεγαλείο της φύσης.
Η πραγματοποίηση της έκθεσης «Βάλιας Σεμερτζίδης 1911-1983» (πολύχρονη επιθυμία και προσπάθεια της συντρόφισσας και των δυο παιδιών του ζωγράφου), βρήκε «ευήκοον ους» στο Μουσείο Μπενάκη) και υλοποιήθηκε «σαν ελάχιστη εξόφληση του χρέους μας για μια σπουδαία ζωγραφική δημιουργία. Η οποία τείνει να ξεχαστεί από τον ανελέητο καταιγισμό που υφίσταται ο συνειδησιακός μας κόσμος με παντελώς άχρηστες πληροφορίες, κακής ποιότητας εικόνες και ένα καθημερινό πλήθος επιδερμικών εντυπώσεων. Ο Σεμερτζίδης έζησε, εμπνεύστηκε και αποτύπωσε στο έργο του τις πιο συγκλονιστικές στιγμές του ελληνικού 20ού αιώνα (...) Η ανάδειξη της προσφοράς του, σε μια περίοδο υπερφορτωμένη με δευτέρας διαλογής προϊόντα του εσωτερικού και εξωτερικού, υπενθυμίζει κάτι που καλό θα ήταν να θεωρηθεί ως επιτακτική ανάγκη: Το να βλέπουμε και να ξαναβλέπουμε την καλλιτεχνική παραγωγή του τόπου μας (...) πέρα από τους όποιους συμβατικούς της χαρακτηρισμούς, πέρα και από τις παροδικές της αποτιμήσεις (...)».
Αυτοβιο-εργογραφικές συνομιλίες του ζωγράφου
«Πηγή» για την ιστορικο-αισθητική ανάλυση της μακρόχρονης δημιουργίας του Σεμερτζίδη, από τον καθηγητή της Ιστορίας της Τέχνης στο Πανεπιστήμιο Κρήτης Νίκο Χατζηνικολάου - επιμελητή της έκθεσης και συγγραφέα του εκτενέστατου, εξαιρετικά λεπτολογημένου δοκιμίου στον κατάλογο της έκθεσης -, στάθηκε ένα άγνωστο, μέχρι τώρα, «τεκμήριο» που παρέδωσε στην οικογένεια Σεμερτζίδη (μετά το θάνατό του) ο Χρίστος Αλεξίου (διετέλεσε καθηγητής Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο του Μπίρμιχαμ). Το τεκμήριο, μελετημένο και επιμελημένο από τον Νίκο Χατζηνικολάου, εκδόθηκε από το Μουσείο Μπενάκη, με τίτλο «ΒΑΛΙΑΣ ΣΕΜΕΡΤΖΙΔΗΣ - Συνομιλίες με τον Χρίστο Αλεξίου». Πρόκειται για βιβλίο που συναρπάζει με τα βιώματα, τις ιδέες, τις αισθητικές γνώσεις και απόψεις του αυτοβιο-εργογραφούμενου καλλιτέχνη και του φίλου του.
Ο Βάλιας Σεμερτζίδης γεννήθηκε, το 1911, στο Κρασνοντάρ του Καυκάσου. Ρωσίδα η μητέρα του (κόρη πλούσιου γαιοκτήμονα), Ελληνοπόντιος ο πατέρας, φιλότεχνος (στον Καύκασο δημιούργησε δικό του κινηματογράφο, μέχρι και Δημοτικό Θέατρο διηύθυνε), αγαπητός και από πολλούς ανθρώπους της Οκτωβριανής Επανάστασης. Το 1924 η οικογένεια έρχεται στην Αθήνα. Κατοικεί στη Δραπετσώνα (μέχρι το 1941) και βιοπορίζεται με το χοροδιδασκαλείο που δημιουργεί ο πατέρας στη Δραπετσώνα και στην Καλλιθέα. Ο Βάλιας βοηθά την οικογένεια πουλώντας με ένα κασελάκι καραμέλες. Αγαπώντας από παιδί τη ζωγραφική, «πρωτομυήθηκε» σ' αυτήν από τον συμπατριώτη του ζωγράφοΠετρίδη, πορτρέτα του οποίου φιλοτέχνησε αργότερα.
Το «χρέος» του δημιουργού
Κάτοχος της ρωσικής γλώσσας, αλλά αυτοδίδακτος στα ελληνικά, το 1926 εισάγεται στη Σχολή Καλών Τεχνών. Λόγω βιοποριστικής ανάγκης την εγκαταλείπει, αλλά επιστρέφει το 1928 «οριστικά». Μετά το τρίχρονο προκαταρκτικό τμήμα μαθητεύει στο εργαστήρι του Κωνσταντίνου Παρθένη, ο οποίος, λόγω του κλειστού χαρακτήρα του και της ανυποχώρητης απαιτητικότητάς του, από τους μαθητές του θεωρούνταν ο «εξαποδώ», ο «παλαβός» της Σχολής. Αν και αγαπητός μαθητής του «πρωτοπόρου επαναστάτη, μοναδικού δασκάλου», ο Σεμερτζίδης δεν συμμερίζεται τον «προσκολλημένο στη μυθολογία και τη θρησκεία, ιδεαλιστή» Παρθένη. Τον Σεμερτζίδη απασχολούσε «το τι στάση παίρνεις απέναντι στη ζωή». Αυτό... «ξεκαθαρίστηκε στην Κατοχή, με την Αντίσταση. Γι' αυτό ορόσημο μεγάλο στην ιστορία μου - όπως θα έπρεπε να ήταν σ' όλη τη νεοελληνική τέχνη και δυστυχώς δεν είναι - είναι η Κατοχή (...). Αλλά κι όταν κάνω ένα τοπίο, αυτή η στάση υπάρχει απέναντι στη ζωή»...
Ο Σεμερτζίδης έλεγε ότι δεν μπορείς να επινοήσεις μια μορφή «παρά μόνο δουλεύεις βαθιά πιστεύοντας στο περιεχόμενο. Στο περιεχόμενο θα διαμορφωθεί και η μορφή». Και αναφέροντας σαν παράδειγμα το έργο του «Ο χορός του Ζαλόγγου» (1939), επισήμαινε: «Το ότι κυβίζεται η μορφή εδώ δεν της αφαιρεί τη ρεαλιστική υπόσταση. Η ιστορική διάσταση είναι τεράστια μέσα στο έργο. Σε έργα που πάνε να εκφράσουν τέτοιες στιγμές, δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι που δεν εκφράζει ακριβώς το περιεχόμενο».
Ο Σεμερτζίδης, πιστεύοντας ότι «Κατοχή υπάρχει πάντοτε, γιατί υπάρχει κατεστημένο πάνω από το λαό», συγκλονισμένος από τον απελευθερωτικό αγώνα απαθανάτισε την «αποφασιστικότητα του λαού να πάει μπροστά (...)». Απαθανάτισε - ως ύμνο και διδαχή για το μέλλον - εκείνο τον επικό αγώνα του λαού «να ανοίξει δρόμο μέσ' από το σκοτάδι»...
Ζωή, Αγώνας, Τέχνη
«Ο ρεαλισμός ξεκινάει από το περιεχόμενο, δηλαδή από το τι και το πώς αντικρίζουμε στη ζωή. Από το τι στάση κρατάμε απέναντι στα πραγματικά πράγματα και τι θέλουμε να πούμε γι' αυτά. Ο ρεαλισμός δεν είναι κάποια κλειστή φόρμουλα αντικρίσματος της πραγματικότητας. Είναι μια πολύ πλατιά έννοια. Δεν είναι μια συγκεκριμένη, όπως θέλουν να πουν οι αντίπαλοί του», υπογράμμιζε ο Σεμερτζίδης, συζητώντας με τον Χρ. Αλεξίου. Και στήριζε την άποψή του, λέγοντας ότι ανέβηκε στο βουνό για να ζωγραφίσει τον μαχόμενο αντάρτη, και εκεί είδε ότι «οι κατακτήσεις οι πολιτικές από τον ίδιο το λαό, ήταν πολύ σοβαρότερες» από τον ένοπλο αγώνα. «Ολα αυτά τα θέματα είναι πολύ δύσκολα. Για πρώτη φορά μπαίναν μπροστά μας και ήταν επιτακτική ανάγκη να εκφραστώ μέσω αυτών». Και εκφράστηκε, μνημειώνοντας όχι μόνο τον απελευθερωτικό αγώνα του ανώνυμου λαϊκού ανθρώπου, αλλά και τα οράματά του και το μόχθο του για να καρπίσει η γη και η Ζωή.
Μελετώντας λεπτομερειακά όλο το έργο, το βίο, τις συνομιλίες με τον Χρ. Αλεξίου και όσα στοιχεία γνωρίζει από το αδημοσίευτο ακόμα ημερολόγιο του ζωγράφου, ο Νίκος Χατζηνικολάου καταθέτει ένα εξαιρετικά τεκμηριωμένο, «φωτισμένο», τολμηρά κριτικό για όσους, συνειδητά, λόγω του περιεχομένου του, αποσιώπησαν, κατάχωσαν σε αποθήκες (λ.χ. η Εθνική Πινακοθήκη), υποτίμησαν και κατηγόρησαν το έργο του Σεμερτζίδη, χαρακτηρίζοντάς το «σοσιαλιστικό ρεαλισμό». Αναλύοντας θεματολογικά και μορφοπλαστικά όλα τα έργα του Σεμερτζίδη, αντικρούει παλιούς και σημερινούς απαξιωτές και επικριτές του, επισημαίνοντας ότι ο νεοελληνικός μοντερνισμός δεν βρίσκεται μόνο στον Στέρη. Βρίσκεται και στον Σεμερτζίδη «σφριγηλός, απόλυτος, μαχητικός».
Δεν υπάρχει μεγαλύτερος και ουσιαστικότερος μοντερνισμός από την τόλμη ενός καταξιωμένου, όπως ήταν ο Σεμερτζίδης πριν τον πόλεμο (με διάκριση έργου του στο Παρίσι και εκθέσεις στην Αθήνα), από το να σταθεί στο πλευρό του βασανισμένου, πεινασμένου, δολοφονούμενου, αλλά περήφανου λαού, και διακινδυνεύοντας να απαθανατίζει τον ηρωικό απελευθερωτικό αγώνα του. Τον ουσιωδέστερο αυτό μοντερνισμό του Σεμερτζίδη καταδεικνύει η μελέτη του Ν. Χατζηνικολάου, υπογραμμίζοντας ότι ήταν πάντα «κοντά στον άνθρωπο» του λαού και ότι «πλησίασε τον πόνο, την πείνα, τον αγώνα» του, χωρίς μελοδραματισμό, με τη λιτότητα, το μέγεθος, το ήθος, το συναίσθημα που του άξιζε.
Ο μελετητής, μεταξύ άλλων τεκμηρίων, παραθέτει στο δοκίμιό του και απόσπασμα δημοσιευμένου στο «Ριζοσπάστη», μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, κειμένου του Πέτρου Ρούσσου, που μεταξύ άλλων αναφέρει: «Συνεισέφερε στον ΕΑΜικό αγώνα όλο τον πλούτο της ψυχής του και την προτίμησή του στο κόμμα του, το ΚΚΕ (...). Το φτωχικό σπιτάκι που νοίκιαζε στα Τουρκοβούνια, το πρόσφερε για δουλειές της Αντίστασης. Θυμάμαι, τους πρώτους μήνες του 1943, ένα μπουμπουνητό διέκοψε τη σύσκεψη μελών του τότε Πολιτικού Γραφείου του Κόμματός μας (...)». Επίσης, αναφέρεται στο ρόλο του Σεμερτζίδη ως μεταφραστή της Σοβιετικής Αποστολής. Στη σχέση των έργων του με τις φωτογραφίες του Σπύρου Μελετζή στο βουνό. Στο σπίτι του στα Τουρκοβούνια - «καταφύγιο γεμάτο σχέδια και σπουδές που είχε κάνει στο βουνό, γεμάτο "ντοκουμέντα", όπως τα χαρακτήριζε ο ίδιος, που περίμεναν να μετατραπούν σε έργα μεγάλων διαστάσεων». Στην «απεγνωσμένη προσπάθεια καλλιτεχνικής δημιουργίας», με θέματα του απελευθερωτικού αγώνα, στα εμφυλιακά και μετεμφυλιακά χρόνια, «σε κλίμα διώξεων, ψυχικής αγωνίας» και μεγάλης φτώχειας.
Υλιστική προσέγγιση του κόσμου
Ο Σεμερτζίδης δεν λύγισε. Ανέπλασε σε μεγάλες διαστάσεις, σχεδόν όλα όσα σχεδίασε στο βουνό, ενώ βιοποριζόταν με αγιογραφίες και χαρακτικά. Το 1957 παρουσιάζεται μια περιορισμένη έκθεση έργων του στην Εθνική Πινακοθήκη. Οι τεχνοκριτικοί της εποχής την αντιμετώπισαν λίγο ως πολύ ψυχρά, ξεμπερδεύοντας με τον απλουστευτικό χαρακτηρισμό «ρεαλισμός». Βρέθηκαν και κάποιοι, που χαρακτήρισαν «σοσιαλιστικό ρεαλισμό του» τη δημιουργία του - την οποία ο Ν. Χατζηνικολάου θεωρεί ότι είναι η «πεμπτουσία της υλιστικής του προσέγγισης του κόσμου».
Απάντηση στις απλουστευτικές, προπάντων στις αντιδραστικές αποτιμήσεις του έργου του, έδωσε ο ίδιος ο καλλιτέχνης, στην τελευταία συνομιλία του με τον Χρ. Αλεξίου:
«Δεν μπορεί να υπάρξει σοσιαλιστικός ρεαλισμός έξω από τη Ρωσία, απ' τις σοσιαλιστικές χώρες. Εδώ δεν υπάρχει σοσιαλιστική πραγματικότητα. Ποια σοσιαλιστική πραγματικότητα εξέφρασα λοιπόν εγώ, αφού στην Ελλάδα δεν υπήρχε και ούτε υπάρχει (...) Σε μένα το πνεύμα της Αντίστασης ρίζωσε. Ηταν συνειδητό. Γιατί ο παραμερισμός του λαού και η νίκη της αντίδρασης με ερέθισε ακόμα πιο πολύ. Εκείνοι που δεν ήρθαν στην εξουσία δεν έχασαν τον αγώνα. Ο αγώνας συνεχίζεται. Ο λαός έχει νικήσει. Ο εχθρός, απλώς, παλεύει να κρατήσει ό,τι έχει τώρα. Οχι πως έχει μέλλον μπροστά του»...
Αριστούλα ΕΛΛΗΝΟΥΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου