Ιστορία του ΔΣΕ, μέρος 32: Άνοιξη-Καλοκαίρι 1947 – Οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού αποτυγχάνουν
Την άνοιξη του 1947, άρχισαν οι πρώτες μεγάλες εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του κυβερνητικού στρατού, με βάση το σχέδιο “Τέρμινους” στη Ρούμελη και σε συνέχεια στ’ Αγραφα, τον Κόζιακα, τα Τζουμέρκα, τα Χάσια, τα Αντιχάσια, τον Ολυμπο, τα Πιέρια και το Γράμμο.
Σκοπός των επιχειρήσεων, που άρχισαν με την προσωπική επίβλεψη του στρατιωτικού συμβούλου της αμερικανικής πρεσβείας, Σνέκεμπεργκ, ήταν: Πρώτον, ο εγκλωβισμός των τμημάτων του ΔΣΕ κατά περιοχές και ο εξαναγκασμός τους σε άτακτη φυγή, χωρίς συνοχή κατά την απόπειρα διαφυγής τους, ώστε να επιτευχθεί έτσι η τμηματική εξόντωσή τους, και, δεύτερον, το σπρώξιμο τμημάτων του ΔΣΕ στους χώρους των γειτονικών Λαϊκών Δημοκρατιών, για να δοθεί, έτσι, η δυνατότητα στη λεγόμενη Βαλκανική Επιτροπή να “διαπιστώσει την έξωθεν ενίσχυση”.
Ο σκοπός, όμως, αυτός δεν επιτεύχθηκε, αν και προκλήθηκαν σοβαρές απώλειες στις δυνάμεις του ΔΣΕ στον Κόζιακα και τα Τζουμέρκα, με αποτέλεσμα να διαλυθούν τα αρχηγεία.
Ο στρατηγός Δ. Ζαφειρόπουλος στο βιβλίο του “Ο αντισυμμοριακός αγώνας 1945 – 1949″, σελ. 222, γράφει: “Εκ των επιτευχθέντων αποτελεσμάτων, απεδείχθη ότι ο καθορισθείς σκοπός, η συντριβή του συμμοριτισμού, υπήρξε ανώτερος των δυνάμεων του στρατού”.
Ο κυβερνητικός στρατός απέτυχε βασικά στους σκοπούς του, γιατί ήταν στρατός χωρίς ιδανικά, στρατός που δεν είχε διάθεση να πολεμήσει ενάντια στο λαό για λογαριασμό της ντόπιας και ξένης πλουτοκρατικής ολιγαρχίας. Οι διοικήσεις του κυβερνητικού στρατού επέμεναν σε μεθόδους μάχης, που ανταποκρίνονταν μόνο στον ταχτικό πόλεμο και όχι στον ανταρτοπόλεμο, με αποτέλεσμα να δέχονται αιφνιδιαστικά χτυπήματα από το ΔΣΕ και να ανατρέπονται τα μερικότερα σχέδιά τους.
Ο ΔΣΕ, όχι μόνο δε συντρίφτηκε, αλλά, αντίθετα, τα τμήματά του, αφού μάτωσαν γερά τον κυβερνητικό στρατό κατά περιοχές, διείσδυσαν σε νέες περιοχές, όπως στην Ηπειρο, την Τριχωνίδα, τη Ναυπακτία, τη Δωρίδα και την Παρνασίδα.
Ο ΔΣΕ, όχι μονάχα δε διαλύθηκε, αλλά, αντίθετα, απέδειξε ότι υπάρχει και δρα και σε περιοχές, που δε δρούσε προηγούμενα. Ανέπτυξε τη δράση του στην Πελοπόννησο, στη Μακεδονία και τη Θράκη, ενάντια σε στρατιωτικούς στόχους και αστικά κέντρα. Αύξησε γενικά τη δύναμή του κατά 50%.
Τη στρατιωτική αποτυχία της εκστρατείας του 1947 την ομολογεί και ο αρχηγός του ΓΕΣ, Κ. Βεντήρης στην 1098/41/3 – 11 – 47 άκρως απόρρητο διαταγή του, προς τους διοικητές Σωμάτων Στρατού και Μεραρχιών που τους λέει: “…Είναι βέβαιον και πρέπει να το ομολογήσωμεν ότι δεν επετύχαμεν μέχρι σήμερον τι το συντριπτικό… και είναι απόλυτος ανάγκη εντός του Νοεμβρίου, το επαναλαμβάνω εντός του Νοεμβρίου, να επιτευχθούν συντριπτικά αποτελέσματα. Τα αποφασιστικά ταύτα αποτελέσματα δεν επιβάλλουσι μόνον στρατιωτικοί λόγοι, αλλά και πολιτικοί τοιούτοι”.
Πολιτικές παρενέργειες της αποτυχίας
Η αποτυχία των “εκκαθαριστικών” επιχειρήσεων του κυβερνητικού στρατού ενάντια στο ΔΣΕ ανησύχησε σοβαρά τους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, που είχαν αναλάβει τα ηνία στην Ελλάδα. Δυσαρεστημένοι από την κυβέρνηση του Δ. Μάξιμου, που ουσιαστικά εξέφραζε το Λαϊκό Κόμμα, προσανατολίστηκαν στο σχηματισμό διευρυμένης κυβέρνησης, με τη συμμετοχή και του Θ. Σοφούλη, αρχηγού του Κόμματος των Φιλελευθέρων. Ο ανασχηματισμός αυτός πραγματοποιήθηκε στις 7 του Σεπτέμβρη 1947, με την ορκωμοσία της κυβέρνησης του γηραιού Θ. Σοφούλη και τη συμμετοχή σ’ αυτήν, 10 Φιλελευθέρων και 14 Λαϊκών.
Η κυβέρνηση Σοφούλη, πιστεύοντας ότι ήταν δυνατό να εξαπατήσει το λαό και να συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις στον αγώνα ενάντια στο ΚΚΕ και το ΔΣΕ, διακήρυξε ότι θα ακολουθήσει πολιτική “κατευνασμού”. Πρότεινε στη Βουλή την ψήφιση νόμου, με τον οποίο χορηγούσε αμνηστία σε όσους από τους αρχηγούς και μαχητές του ΔΣΕ παρουσιαστούν, μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση του νόμου, “αυτοβούλως εις την πλησιεστέραν δικαστική, στρατιωτικήν ή αστυνομικής αρχήν… και αφοπλισθώσιν…”.
Το ΚΚΕ ξεσκέπασε την πολιτική δημαγωγία της κυβέρνησης Σοφούλη και δήλωσε ότι μια πραγματική πολιτική κατευνασμού έπρεπε να συνοδεύεται από γενική πολιτική αμνηστία και το σχηματισμό αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, που θα διεξήγαγε ελεύθερες και ανόθευτες εκλογές για την εξασφάλιση ομαλής δημοκρατικής πορείας.
Η παραπλανητική επιχείρηση απέτυχε και η κυβέρνηση Σοφούλη επανέλαβε τις εκτελέσεις, που τις είχε αναστείλει προσωρινά και προχώρησε σε νέα τρομοκρατικά και αντιλαϊκά μέτρα. Στις 13 του Οκτώβρη 1947 τέθηκε σε ισχύ και στην Αθήνα ο νόμος για τα μέτρα έκτακτης ανάγκης και άρχισαν να λειτουργούν και στην περιοχή της τα έκτακτα στρατοδικεία. Στις 17 του Οκτώβρη στη Θεσσαλονίκη έγιναν 11 εκτελέσεις. Στις 18 του Οκτώβρη η κυβέρνηση έκλεισε τις εφημερίδες “Ριζοσπάστης” και “Ελεύθερη Ελλάδα”.
“Θα ‘πρεπε να ήσουν ατσάλινος για ν’ αντέξεις”
Η προσωπική μαρτυρία ενός αγωνιστή του ΔΣΕ, για τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του 1947
Ηταν Μάης του 1947. Το τάγμα του ΔΣΕ με διοικητή τον Ρούνη Ηλία (Μπαρμπαλιά), δασάρχη Σιάτιστας, ενταγμένο στη δύναμη του Αρχηγείου Χασίων, είχε θέσεις στα υψώματα Αγ. Νικολάου, Αγιόφυλου Καλαμπάκας.
Από πληροφορίες, που είχε συλλέξει η διοίκηση του τάγματος, ο κυβερνητικός στρατός προετοιμαζόταν για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις ενάντια στα τμήματα των ανταρτών. Το ταχύτερο δυνατό έπρεπε να αλλάξουμε θέσεις και να ελιχθούμε προς βορράν. Για το σκοπό αυτό, τη νύχτα της 12ης προς 13η Μάη, το τάγμα κινείται προς δυσμάς και τα ξημερώματα της 13ης Μάη μας βρίσκει στις ράχες Γεωργίτσας. Εκεί λουφάξαμε όλη μέρα καλυμμένοι μέσα στο πυκνό δάσος. Μόλις βράδιασε ξεκινάμε πάλι για πορεία, έπρεπε να περάσουμε έξω από το χωριό Κηπουριό Γρεβενών. Τα υψώματα του χωριού, τα κατείχε μια διλοχία στρατού. Ξεγλιστράμε, κάτω από τη μύτη τους, χωρίς να μας αντιληφθούν και μας ξημερώνει στο βουνό Ορλιακα.
Επρεπε, όμως, να αλλάζουμε συνέχεια θέσεις, γιατί η παραμονή μας σ’ ένα μέρος θα εγκυμονούσε κινδύνους να κυκλωθούμε. Γι’ αυτό, ύστερα από κοπιαστικές ολονύχτιες πορείες, κάπου πιάναμε θέσεις το πρωί, λουφάζοντας όλη μέρα.
Θυμάμαι τη νύχτα, σκοτάδι όπως ήταν, δούλευε το “τηλέφωνο”, ο ένας μετά τον άλλο μεταδίδαμε τις εντολές της διοίκησης. Οταν κοβόταν η φάλαγγα, για να συνδεθούμε, έπρεπε χαμηλόφωνα να φωνάζουμε ο ένας τον άλλον: Κόπηκε η φάλαγγα. Ο ταγματάρχης μας, καλοκάγαθος και πράος, με δέος φώναζε: “Να μην ακούω αυτή την απαίσια φράση”.
Σκληρές, ατέλειωτες πορείες
Ομως, η πραγματικότητα ήταν σκληρή. Κούραση, αϋπνία, τρεξίματα, πείνα. Θα ‘πρεπε να ήσουν ατσάλινος για ν’ αντέξεις. Και όμως, οι μαχητές άντεξαν. Θυμάμαι τη διαδρομή Γέρμα – Μπούρινο. Θα ‘πρεπε να την κάνουμε, μέσα σε μια νύχτα και κάτω από τη μύτη του εχθρού. Μέσα από τη δημοσιά, Καστοριάς – Κοζάνης, με συνεχή τρεχάματα, σκαρφαλώναμε τα χαράματα στους πρόποδες του Μπούρινου, στο χωριό Παλαιόκαστρο. Απέναντί μας, κατάμουτρα, φαίνεται η Σιάτιστα. Προς έκπληξη όλων μας, δε μας βάλανε με τίποτε και μόνο αργά το μεσημέρι έριξαν ορισμένες τουφεκιές. Στα Βέντζια την περάσαμε καλά, αν και δώσαμε μια μάχη. Στο χωριό Κνίδη εφοδιαστήκαμε με τρόφιμα.
Ο Ιούνιος μας βρίσκει στη θέση Κοκκινόβρυση Πιερρίων, σε υψόμετρο 1.300 μ. Ασφαλείς μεν από τον εχθρό, εξαντλημένοι όμως από την πείνα και την κούραση. Το κρύο εδώ ήταν τσουχτερό, αναγκαστήκαμε όλοι να φορέσουμε τις χλαίνες. Επόμενο εμπόδιο μπροστά μας, για το Καϊμακτσαλάν (όρος Βόρας), που ήταν ο προορισμός μας, ήταν ο δημόσιος δρόμος Κοζάνης – θεσσαλονίκης. Ξεγλιστράμε αθόρυβα τη δημοσιά και κάπου εκεί στους πρόποδες του Βέρμιου κυριολεκτικά πλακώσαμε όλη μέρα, μέσα στους θάμνους από πουρνάρια και πυξάρι. Καμιά κίνηση, ούτε νερό. Απέναντί μας, φαινόταν η πανοραμική Βέροια. Η παραμικρότερη κίνηση θα ‘ταν μοιραία, για την τύχη μας. Εκεί που βρισκόμασταν, ούτε που θα μπορούσαν να το σκεφτούν. Ξαπλωμένοι, όπως ήμασταν μέσα στα πουρνάρια, σαν γίδια, μας έπιασε όλους μια ανυπόφορη φαγούρα. Κοκκίνισε όλο το δέρμα μας.
Το πρωί της άλλης μέρας πιάσαμε το Βέρμιο. Κατά το μεσημέρι, μια διλοχία στρατού κινείται κατά πάνω μας. Παθαίνουν μια πανωλεθρία και φεύγουν εγκαταλείποντας ακόμη και τις χλαίνες τους στο πεδίο της μάχης. Θεονήστικοι, όπως ήμασταν, κάπου βρήκαν μια αποθήκη με καλαμποκίσιο αλεύρι – χωνεμένο, μύριζε και πίκριζε κι όλας – μας έδωσαν σ’ όλους από λίγο. Η διαταγή, όμως, ήταν ρητή: “Φάτε το έτσι με αλάτι. Φωτιά γιοκ, φαινόμαστε”. Κάτω από μας ήταν το Μουχαρέμ Χάνι. Τα υψώματα και η σιδηροδρομική γραμμή φυλάγονταν από το στρατό.
Μόλις βράδιασε κάναμε γιουρούσι, για να περάσουμε τα στενά και να βγούμε στους πρόποδες του Καϊμακτσαλάν. Εκεί μας περίμεναν. Πέσαμε σε ενέδρα, αλλά περάσαμε σχετικά εύκολα και χωρίς απώλειες, χάρις στο υψηλό ηθικό των ανταρτών.
Μας ξημέρωσε στο χωριό Κερασιά. Ονομα και πράγμα! Ενα μικρό οροπέδιο ήταν κατάφυτο από κερασιές, φορτωμένες με κεράσια. Αψηφώντας τον κίνδυνο φάγαμε με την ψυχή μας. Επρεπε, όμως, ν’ ανεβούμε στο βουνό για ανεφοδιασμό κλπ. Οι προσδοκίες ορισμένων, ότι εκεί θα βρίσκαμε όσα χρειαζόμασταν, ναυάγησαν οικτρά. Την πρώτη γεύση την πήραμε, μ’ ένα αλευροτέντωμα, που μας έδωσαν (έτσι λέγαμε το κουρκούτι από καλαμποκάλευρο). Περνώντας μπροστά από το μάγειρα, μας έβαζε μια κουτάλα κουρκούτι. Οταν τέλειωσαν όλοι, ένας ξερακιανός και ψηλός αντάρτης, πατριώτης μου, χώθηκε μέσα στο καζάνι και έξυνε με το κουτάλι το τσικνωμένο κουρκούτι. Το καζάνι ήταν μπακιρένιο και αγάνωτο και υπήρχε φόβος να δηλητηριαστεί. Μάταια, θυμάμαι, ο λοχαγός Φιλίκου προσπαθούσε να τον βγάλει από μέσα. Δεκαπέντε μέρες καθίσαμε εκεί, μα την πείνα που τραβήξαμε θα τη θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή.
Μια μέρα έρχεται στον ταγματάρχη Μπαρμπαλιά, ο λοχαγός Γιάννης, ένα γεροδεμένο παλικάρι και του λέει: Μπαρμπαλιά, οι άνδρες μου βρήκαν τομάρια από πρόβατα, τα ‘ψησαν και τα ‘φαγαν. Φρικιαστικά πράγματα. Τρόμαξε ο διοικητής. Επρεπε να βρουν διέξοδο. Αποφασίζουν να περάσουμε στο Νυμφαίο. Για το σκοπό αυτό έγινε ανεφοδιασμός, με αρκετά τρόφιμα από τα χωριά Αχλάδια και Σκοπιά. Οπως ήταν, όμως, οι αντάρτες πεινασμένοι και εξαντλημένοι, έφαγαν πολύ και με λαιμαργία και τους έπιασε κόψιμο. Πέφτουν κάτω από τον κοιλόπονο. Είχαμε και απώλειες όταν διασχίζαμε τον κάμπο της Φλώρινας.
Το Νυμφαίο, όμορφο ορεινό χωριό, μας δέχτηκε φιλόξενα και μας έδωσε τρόφιμα, καθώς και το όμορφο Σκλήρθο, σε συνέχεια, πολιτισμένο χωριό την εποχή εκείνη.
Η ανασύνταξη
Στα μέσα Ιούλη 1947, μας βρίσκει συγκεντρωμένους δέκα τάγματα του ΔΣΕ στο Λυκοκρέμασμα, μια τοποθεσία κοντά στη Ζούζουλη Κόνιτσας. Ενώθηκαν εκεί το αρχηγείο Χασίων και το αρχηγείο Βο`ϊου – Γράμμου. Ολο το επιτελείο του ΔΣΕ, αρχηγοί Αρχηγείων βρίσκονταν εκεί. Κικίτσας, Λασάνης, Χείμαρρος, Υψηλάντης, Σκοτίδας, Γιαννούλης, Λιάκος, Παπαδημητρίου, Σπύρος Πετρίτης κ.ά.
Από κοινού σχεδιάζεται, να κάνουμε έναν δυναμικό ελιγμό προς Ζαγοροχώρια. Εδώ θα δοκιμάζονταν, για πρώτη φορά, η δύναμη του ΔΣΕ μπροστά στον εχθρό. Ως τώρα, όλο το προηγούμενο διάστημα, ήμασταν υποχρεωμένοι σε νυχτερινές πορείες, σε ελιγμούς και αποφυγή – όσο το δυνατό – κάθε σύγκρουσης με τον εχθρό.
Η αντιπαράθεση αποφασίστηκε να γίνει στα υψώματα έξω από την Κόνιτσα, μέχρι και τη γέφυρα Μπουραζάνι. Ξεκινάμε από το Λυκοκρέμασμα νύχτα. Κάτω βλέπαμε τον Σαραντάπορο. Ολοι μας, περιμέναμε πότε θα φθάσουμε στο ποτάμι, να πιούμε λίγο νεράκι. Και τι απογοήτευση, όταν πλησιάζοντας εκεί, περνάμε πάνω από μια πέτρινη, καμπουρωτή γέφυρα, βλέποντας κάτω το ποτάμι, που κυλούσε ήσυχα τα νερά του, με λύπη που δεν μπορέσαμε να πιούμε μια στάλα νερό. Περνώντας τη γέφυρα, πήραμε την ανηφόρα. Βρίσκουμε κάτι καλύβια και βλέπω μια βρύση. Η βρύση ήταν βουλωμένη μ’ ένα ξύλο. Το βγάζω, βάζω το στόμα μου στη σωλήνα και πίνω, πίνω… Μπορεί να κατάπια και κανένα βατραχάκι. Δεν έφθασε όμως το νερό για όλους.
Το πρωί ήμασταν όλοι σε θέση μάχης. Τα αεροπλάνα όλη μέρα μυδραλιοβολούν αδιάκοπα. Στη γέφυρα του Μπουραζάνι, τα τμήματά μας είχαν σημαντικές επιτυχίες. Δύο βαριά πυροβόλα του εχθρού πιάνονται από τους αντάρτες και καταστρέφονται.
Ηταν η πρώτη φορά, που αντάρτες του ΔΣΕ, αντιπαρατάσσονταν σε μάχη, κατά μέτωπο, με τις κυβερνητικές δυνάμεις και διεξάχθηκε με επιτυχία. Το ηθικό των ανταρτών ήταν υψηλό, παρ’ όλες τις κακουχίες και ύστερα απ’ αυτές τις επιτυχίες αναπτερώθηκε πιο πολύ. Μετά την ολοήμερη μάχη, έπρεπε τη νύχτα, να ελιχθούμε προς τα Ζαγοροχώρια. Βαδίζαμε κατάκοποι και άυπνοι. Κυριολεκτικά κοιμούμασταν όρθιοι. Σ’ ένα αρδευτικό αυλάκι, καθώς βάδιζα με κλειστά μάτια, έπεσα μέσα. Μια σκέτη ψυχρολουσία, ό,τι έπρεπε για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου…
Και οι Διεθνείς Ταξιαρχίες…
Την άλλη μέρα, στα Ζαγοροχώρια, ήμασταν κυρίαρχοι της κατάστασης. Ολα τα χωριά έρημα, τα σπίτια άθικτα, απλώς μαρτυρούσαν ότι ο κόσμος είχε φύγει. Αυτή την απορία, μας την έλυσε την άλλη μέρα στο χωριό Κήπος, ο Παπανικόλας. Φθάσαμε στο χωριό και το τάγμα έπιασε γύρω θέσεις. Νάσου βγαίνει από την εκκλησία ο παπάς. Ο ταγματάρχης μας, απλός και σεμνός αγωνιστής, πλησιάζει τον παπά, τον πιάνει από το χέρι και φιλώντας τον του λέει: “Καλημέρα αφέντη”. Ο παπάς τα ‘χασε. Αυτός περίμενε – όπως θα του είχανε ψάλλει – πως θα συναντούσε ανθρώπους άγριους, δολοφόνους, εγκληματίες, κλπ. Πήρε θάρρος από την υποδοχή που του κάναμε και άρχισε να μας λέει, ότι διαδόθηκε η φήμη, πως έφθασαν Διεθνείς Ταξιαρχίες και γι’ αυτό ο κόσμος, τρομοκρατημένος, εγκατέλειψε τα χωριά και έφυγε για τα Γιάννινα, όπου κι αυτά εκκενώνονται…
Τι είχε συμβεί στην πραγματικότητα; Επειδή στα τμήματά μας έφθασαν νέες δυνάμεις, από την περιοχή των σλαβομακεδονικών χωριών και μιλούσαν τη μητρική τους γλώσσα, ακούγοντας ξένη διάλεκτο, νόμισαν ότι είναι Διεθνείς Ταξιαρχίες. Στον πόλεμο η φήμη μεγαλοποιεί τα πάντα.
Υστερα απ’ αυτόν τον ελιγμό και τις επιτυχίες που είχε, άλλαξε η τακτική το ΔΣΕ. Αρχισε η ανοιχτή αντιπαράθεση και η κατά μέτωπο σύγκρουση με τον εχθρό. Το φθινόπωρο του 1947, που ακολούθησε, ήταν θερμό και πολύ μαχητικό. Δόθηκαν μάχες στα υψώματα του Μετσόβου, η μάχη της Κόνιτσας και άλλες μικρότερες μάχες σ’ όλη την Ελλάδα, με μια σχετική ανάπαυλα το χειμώνα του 1947-48, για να ακολουθήσει το καλοκαίρι του 1948, η εποποιία του θρυλικού Γράμμου, με τα επακόλουθά της.
Μπροστά προμηνύονταν σκληρή και άνιση αναμέτρηση…
Νίκος ΝΤΑΜΠΙΚΗΣ
Περιεχόμενα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου