Η τελευταία γυναίκα που εκτελέστηκε από στρατοδικείο στην Ελλάδα, ήταν Καριωτίνα. Το γράμμα προς τη μάνα της, λίγες ώρες πριν την εκτέλεση της.
Στα πλαίσια της έρευνας που πραγματοποιώ, επισκέπτομαι και μελετώ αρχεία σύγχρονης ιστορίας. Βρέθηκα, λοιπόν, στο «Επιμορφωτικό Κέντρο Χαρίλαος Φλωράκης». Οι συλλογές του συγκεκριμένου ιδρύματος, φιλοξενούν το γράμμα της τελευταίας γυναίκας που εκτελέστηκε από στρατοδικείο της χώρας μας, τον Σεπτέμβριο του 1946. Η γυναίκα αυτή ονομάζεται Λαμπρινή Ραντά Καπλάνη, και κατάγεται από την Ικαρία. Το γράμμα που θα διαβάσετε, γράφτηκε λίγες ώρες πριν την εκτέλεσή της.
Δεν κατάφερα να βρω πολλά στοιχεία γι’ αυτή τη γυναίκα. Γεννήθηκε το 1913 στο Φραντάτο, μεγάλωσε σε πολύ φτωχή οικογένεια και στα 16 της ξενιτεύτηκε και έγινε υπηρέτρια στην Αθήνα, δουλάκι όπως έλεγαν τότε. Από πολύ νωρίς πήρε μέρος σε εργατικούς αγώνες, οργανώθηκε στο ΚΚΕ, δεν ήθελε τα δεκαεξάχρονα κορίτσια να πηγαίνουν δουλικά στα αφεντικά του Κολωνακίου. Στα 19 της, την εξόρισαν στη Σίφνο. Εκεί παντρεύτηκε τον συνεξόριστο της, Κώστα Καπλάνη. Στην κατοχή, δραπετεύει για την Αθήνα και συνδέεται με την παράνομη εθνικοαπελευθερωτική δουλειά. Το 1942, καταζητούμενη πια, κατορθώνει να μπει στο γερμανικό στρατόπεδο Λάρισας με πλαστή ταυτότητα προκειμένου να επισκεφτεί τον θανατοποινίτη άντρα της. Ένας Έλληνα χαφιές την αναγνώρισε. Την στιγμή της σύλληψης, η Λαμπρινή αρπάζει ένα πιστόλι από το τραπέζι του διοικητή αλλά δεν καταφέρνει να διαφύγει. Καταδικάστηκε σε θάνατο, πέρασε φρικτά βασανιστήρια, 4 μέρες ήταν μισοπεθαμένη στο κελί της, αφού συνήλθε, δραπετεύει και ξανατραυματίζεται κατά την απόδραση. Δεν χάνει χρόνο και ξανασυνδέεται με το ΕΑΜ. Τα Δεκεμβριανά την βρίσκουν πάλι παρούσα. Στον εμφύλιο εξορίζεται και φυλακίζεται στη Χίο. Βασανιστήρια πάλι, σμπαραλιασμένα οστά, αιμορραγία από μύτη, αυτιά, στόμα, μήτρα, έντερο. Εκ νέου καταδίκη σε θάνατο και εκτέλεση στο Γουδή.
Μεταφέρω το γράμμα αυτούσιο.
Απομόνωση, Φυλακές Αβέρωφ 14/09/1946
Γλυκιά μου μανούλα τι κάνεις; Πόσο λαχταρώ να σε δω πάντα, μα αυτές τις ώρες πολύ, πάρα πολύ. Να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σου ζητήσω συγνώμη για τον ασήκωτο πόνο που θα σου δώσω πάλι στην ψυχή.
Μανούλα μου, πολύ λίγες ώρες μου μένουν ακόμα, τρέχω νοερά κοντά σου, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σε φιλήσω γλυκιά μου γιατί δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ πια.
Αυτό που θα ακούσεις είναι φοβερό, όμως, σε λίγο θα γίνει. Η καρδιά μου, που γεμάτη αγάπη και ζέστη, όπως πάντα, για σένα, για όλους, και το χέρι που γράφει, σε λίγο δεν θα κινείται πια. Το κορμί μου θα πέσει στη γη, πλημμυρισμένο στο αίμα του, από τις σφαίρες των δημίων ξενόδουλων φασιστών του κεφαλαίου.
Με σκοτώνουν μανούλα σε λίγο, μα εσύ με ξέρεις πιο πολύ από όλους. Δεν φοβάμαι, προχωρώ και ξέρω πως πρέπει να ζήσω μα ξέρω και να πεθάνω όταν πρέπει. Με βήμα σταθερό και … κλειστό, γεμάτη υπερηφάνεια, και το στήθος φουσκωμένο από ικανοποίηση γιατί πεθαίνω καθαρή ελληνίδα. Για τα ιδανικά και την πραγματική ελευθερία του ελληνικού λαού.
Και εσύ μανούλα, πρέπει να είσαι υπερήφανη για ένα χαμό σαν τον δικό μου.
Αν ποτέ μάθεις, αυτό, που πιστεύω πως δεν θα μάθεις ποτέ. Δεν θέλω να κλάψεις μανούλα. Χρειάζεται ψυχραιμία, λογική.
Ο σκοπός του θανάτου μου είναι ιερός για όλους τους λαούς της γης.
Μανούλα, είναι χιλιάδες οι μανούλες που πόνεσαν ή θα πονέσουν όπως εσύ μανούλα μου.
Μανούλα μου, δεν πρέπει να κλάψεις για μένα αν μάθεις ποτέ τον χαμό μου. Αυτό θα είναι ντροπή και καταφρόνια για την χαμένη κόρη σου.
Θέλω να το έχεις καύχημα. Γιατί πεθαίνω σωστή ελληνίδα, με το κεφάλι ψηλά. Ξαναλέω, σωστή ελληνίδα.
Μανούλα μου, αυτές τις λίγες ώρες που μου μένουν, το περισσότερο μέρος το διαθέτω νοερά μαζί σας, θέλω να σας δω όλους, όλον τον κόσμο. Μα πιο πολύ εσένα μανούλα. Να σε γεμίσω φιλιά, να σου πω το στερνό έχε γεια.
Τα φιλιά μου σε όλους, δικούς μας, ξένους, όλον τον κόσμο.
Μανούλα σε αφήνω για πάντα.
Λαμπρινή Ηλ. Ραντά
Δυστυχώς ή ευτυχώς, η σύγχρονη ελληνική ιστορία έχει να επιδείξει χιλιάδες γράμματα όπως της Λαμπρινής και αντιστοίχως χιλιάδες μαρτυρικούς θανάτους λαϊκών αγωνιστών. Στην κατοχή, αυτοί οι γίγαντες δολοφονούνταν από γερμανικές, ιταλικές, βουλγάρικες σφαίρες. Στον εμφύλιο, οι σφαίρες άλλαξαν εθνικότητα, αυτή τη φορά ήταν εγγλέζικες και αμερικάνικες. Οι θύτες όμως παρέμειναν οι ίδιοι, όπως και τα θύματα παρέμεναν τα ίδια. Από την μία αυτοί που κατείχαν τα μέσα παραγωγής και τον πλούτο, και έκαναν πραγματικά τα πάντα για να διατηρήσουν την εξουσία τους. Από την άλλη, ήταν αυτοί που αγωνίζονταν για ανεξαρτησία, ελευθερία, πραγματική δημοκρατία, για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, για μια κοινωνία οπού τον πλούτο θα τον καρπώνονται αυτοί που τον παράγουν.
Η Λαμπρινή, και η κάθε Λαμπρινή, θα μπορούσε να γλιτώσει τον θάνατο με μια απλή υπογραφή, με μια δήλωση μετανοίας. Προτίμησε όμως έναν όρθιο θάνατο από μια σκυφτή ζωή.
Το δουλάκι από την Ικαρία, επέδειξε μυθικών διαστάσεων γενναιότητα και αυταπάρνηση. Η μικροκαμωμένη Λαμπρινή από το Φραντάτο περιφρόνησε τον θάνατο όπως και τους δολοφόνους της.
Παραφράζοντας τον Βάρναλη θα μπορούσαμε να πούμε πως η Λαμπρινή και οι χιλιάδες αγωνιστές που φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν, δεν κατεβαίνουν από τα νέφη, γιατί δεν τους έστειλε κανείς. Είναι τέκνα της ανάγκης και ώριμα τέκνα της Οργής.
Στα πλαίσια της έρευνας που πραγματοποιώ, επισκέπτομαι και μελετώ αρχεία σύγχρονης ιστορίας. Βρέθηκα, λοιπόν, στο «Επιμορφωτικό Κέντρο Χαρίλαος Φλωράκης». Οι συλλογές του συγκεκριμένου ιδρύματος, φιλοξενούν το γράμμα της τελευταίας γυναίκας που εκτελέστηκε από στρατοδικείο της χώρας μας, τον Σεπτέμβριο του 1946. Η γυναίκα αυτή ονομάζεται Λαμπρινή Ραντά Καπλάνη, και κατάγεται από την Ικαρία. Το γράμμα που θα διαβάσετε, γράφτηκε λίγες ώρες πριν την εκτέλεσή της.
Δεν κατάφερα να βρω πολλά στοιχεία γι’ αυτή τη γυναίκα. Γεννήθηκε το 1913 στο Φραντάτο, μεγάλωσε σε πολύ φτωχή οικογένεια και στα 16 της ξενιτεύτηκε και έγινε υπηρέτρια στην Αθήνα, δουλάκι όπως έλεγαν τότε. Από πολύ νωρίς πήρε μέρος σε εργατικούς αγώνες, οργανώθηκε στο ΚΚΕ, δεν ήθελε τα δεκαεξάχρονα κορίτσια να πηγαίνουν δουλικά στα αφεντικά του Κολωνακίου. Στα 19 της, την εξόρισαν στη Σίφνο. Εκεί παντρεύτηκε τον συνεξόριστο της, Κώστα Καπλάνη. Στην κατοχή, δραπετεύει για την Αθήνα και συνδέεται με την παράνομη εθνικοαπελευθερωτική δουλειά. Το 1942, καταζητούμενη πια, κατορθώνει να μπει στο γερμανικό στρατόπεδο Λάρισας με πλαστή ταυτότητα προκειμένου να επισκεφτεί τον θανατοποινίτη άντρα της. Ένας Έλληνα χαφιές την αναγνώρισε. Την στιγμή της σύλληψης, η Λαμπρινή αρπάζει ένα πιστόλι από το τραπέζι του διοικητή αλλά δεν καταφέρνει να διαφύγει. Καταδικάστηκε σε θάνατο, πέρασε φρικτά βασανιστήρια, 4 μέρες ήταν μισοπεθαμένη στο κελί της, αφού συνήλθε, δραπετεύει και ξανατραυματίζεται κατά την απόδραση. Δεν χάνει χρόνο και ξανασυνδέεται με το ΕΑΜ. Τα Δεκεμβριανά την βρίσκουν πάλι παρούσα. Στον εμφύλιο εξορίζεται και φυλακίζεται στη Χίο. Βασανιστήρια πάλι, σμπαραλιασμένα οστά, αιμορραγία από μύτη, αυτιά, στόμα, μήτρα, έντερο. Εκ νέου καταδίκη σε θάνατο και εκτέλεση στο Γουδή.
Μεταφέρω το γράμμα αυτούσιο.
Απομόνωση, Φυλακές Αβέρωφ 14/09/1946
Γλυκιά μου μανούλα τι κάνεις; Πόσο λαχταρώ να σε δω πάντα, μα αυτές τις ώρες πολύ, πάρα πολύ. Να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σου ζητήσω συγνώμη για τον ασήκωτο πόνο που θα σου δώσω πάλι στην ψυχή.
Μανούλα μου, πολύ λίγες ώρες μου μένουν ακόμα, τρέχω νοερά κοντά σου, να σε σφίξω στην αγκαλιά μου, να σε φιλήσω γλυκιά μου γιατί δεν θα ξαναϊδωθούμε ποτέ πια.
Αυτό που θα ακούσεις είναι φοβερό, όμως, σε λίγο θα γίνει. Η καρδιά μου, που γεμάτη αγάπη και ζέστη, όπως πάντα, για σένα, για όλους, και το χέρι που γράφει, σε λίγο δεν θα κινείται πια. Το κορμί μου θα πέσει στη γη, πλημμυρισμένο στο αίμα του, από τις σφαίρες των δημίων ξενόδουλων φασιστών του κεφαλαίου.
Με σκοτώνουν μανούλα σε λίγο, μα εσύ με ξέρεις πιο πολύ από όλους. Δεν φοβάμαι, προχωρώ και ξέρω πως πρέπει να ζήσω μα ξέρω και να πεθάνω όταν πρέπει. Με βήμα σταθερό και … κλειστό, γεμάτη υπερηφάνεια, και το στήθος φουσκωμένο από ικανοποίηση γιατί πεθαίνω καθαρή ελληνίδα. Για τα ιδανικά και την πραγματική ελευθερία του ελληνικού λαού.
Και εσύ μανούλα, πρέπει να είσαι υπερήφανη για ένα χαμό σαν τον δικό μου.
Αν ποτέ μάθεις, αυτό, που πιστεύω πως δεν θα μάθεις ποτέ. Δεν θέλω να κλάψεις μανούλα. Χρειάζεται ψυχραιμία, λογική.
Ο σκοπός του θανάτου μου είναι ιερός για όλους τους λαούς της γης.
Μανούλα, είναι χιλιάδες οι μανούλες που πόνεσαν ή θα πονέσουν όπως εσύ μανούλα μου.
Μανούλα μου, δεν πρέπει να κλάψεις για μένα αν μάθεις ποτέ τον χαμό μου. Αυτό θα είναι ντροπή και καταφρόνια για την χαμένη κόρη σου.
Θέλω να το έχεις καύχημα. Γιατί πεθαίνω σωστή ελληνίδα, με το κεφάλι ψηλά. Ξαναλέω, σωστή ελληνίδα.
Μανούλα μου, αυτές τις λίγες ώρες που μου μένουν, το περισσότερο μέρος το διαθέτω νοερά μαζί σας, θέλω να σας δω όλους, όλον τον κόσμο. Μα πιο πολύ εσένα μανούλα. Να σε γεμίσω φιλιά, να σου πω το στερνό έχε γεια.
Τα φιλιά μου σε όλους, δικούς μας, ξένους, όλον τον κόσμο.
Μανούλα σε αφήνω για πάντα.
Λαμπρινή Ηλ. Ραντά
Δυστυχώς ή ευτυχώς, η σύγχρονη ελληνική ιστορία έχει να επιδείξει χιλιάδες γράμματα όπως της Λαμπρινής και αντιστοίχως χιλιάδες μαρτυρικούς θανάτους λαϊκών αγωνιστών. Στην κατοχή, αυτοί οι γίγαντες δολοφονούνταν από γερμανικές, ιταλικές, βουλγάρικες σφαίρες. Στον εμφύλιο, οι σφαίρες άλλαξαν εθνικότητα, αυτή τη φορά ήταν εγγλέζικες και αμερικάνικες. Οι θύτες όμως παρέμειναν οι ίδιοι, όπως και τα θύματα παρέμεναν τα ίδια. Από την μία αυτοί που κατείχαν τα μέσα παραγωγής και τον πλούτο, και έκαναν πραγματικά τα πάντα για να διατηρήσουν την εξουσία τους. Από την άλλη, ήταν αυτοί που αγωνίζονταν για ανεξαρτησία, ελευθερία, πραγματική δημοκρατία, για έναν κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, για μια κοινωνία οπού τον πλούτο θα τον καρπώνονται αυτοί που τον παράγουν.
Η Λαμπρινή, και η κάθε Λαμπρινή, θα μπορούσε να γλιτώσει τον θάνατο με μια απλή υπογραφή, με μια δήλωση μετανοίας. Προτίμησε όμως έναν όρθιο θάνατο από μια σκυφτή ζωή.
Το δουλάκι από την Ικαρία, επέδειξε μυθικών διαστάσεων γενναιότητα και αυταπάρνηση. Η μικροκαμωμένη Λαμπρινή από το Φραντάτο περιφρόνησε τον θάνατο όπως και τους δολοφόνους της.
Παραφράζοντας τον Βάρναλη θα μπορούσαμε να πούμε πως η Λαμπρινή και οι χιλιάδες αγωνιστές που φυλακίστηκαν, εξορίστηκαν, βασανίστηκαν και δολοφονήθηκαν, δεν κατεβαίνουν από τα νέφη, γιατί δεν τους έστειλε κανείς. Είναι τέκνα της ανάγκης και ώριμα τέκνα της Οργής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου