31 Αυγ 2013

ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1949-1958

ΟΙ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΚΟΜΜΑΤΙΚΕΣ ΟΡΓΑΝΩΣΕΙΣ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1949-1958 


«Σε όλες τις χώρες όπου οι κομμουνιστές, 
εξαιτίας της κατάστασης πολιορκίας ή των έκτακτων νόμων, 
δεν έχουν τη δυνατότητα να κάνουν όλη τους τη δουλιά νόμιμα, 
είναι απόλυτα αναγκαίο να συνδυάζουν τη νόμιμη και την παράνομη δουλιά. 
Η ταξική πάλη σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής 
μπαίνει στη φάση του εμφυλίου πολέμου. 
Στις συνθήκες αυτές οι κομμουνιστές δεν μπορούν 
να έχουν εμπιστοσύνη στην αστική νομιμότητα. 
Είναι υποχρεωμένοι να δημιουργούν παντού παράλληλο παράνομο μηχανισμό , 
που στην αποφασιστική στιγμή θα μπορούσε να βοηθήσει το κόμμα 
να εκπληρώσει το χρέος του απέναντι στην επανάσταση».

 3ος όρος εισδοχής στην Κομμουνιστική Διεθνή1



Η απαίτηση για την ύπαρξη παράνομων κομματικών οργανώσεων ως έναν από τους 21 όρους για την προσχώρηση ενός κόμματος στην Κομμουνιστική Διεθνή είναι ενδεικτική του χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος, ως καθοδηγητή της ταξικής πάλης για ν’ αλλάξει ο χαρακτήρας της εξουσίας. Γι’ αυτό η ύπαρξη παράνομων κομματικών οργανώσεων αποτέλεσε χαρακτηριστικό των κομμουνιστικών κομμάτων από την ίδρυσή τους σε περιόδους βαθιάς παρανομίας.

Αλλωστε ένα μέρος της δράσης ενός κομμουνιστικού κόμματος δε  θεωρείται ουσιαστικά νόμιμη από την αστική εξουσία, ακόμα και αν το κόμμα είναι τυπικά νόμιμο (όπως σήμερα το ΚΚΕ). Ενα ΚΚ οφείλει να μη συμφιλιώνεται με την αστική νομιμότητα με την έννοια της συναίνεσης ως προς την ύπαρξη και την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, γιατί σε διαφορετική περίπτωση θα είναι νόμιμο, αλλά όχι και κομμουνιστικό. Ακόμα και σε περιόδους «νομιμότητας» ενός ΚΚ, η αστική εξουσία ανέχεται την ύπαρξη και τη δράση του, αλλά όχι και την εφαρμογή των αντιλήψεών του. Ολη η ιστορία του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος από το 1848 και έπειτα φανερώνει ότι σε καμία χώρα και σε καμία περίπτωση η αστική τάξη δεν αποδέχτηκε την εφαρμογή του προγράμματος του κομμουνιστικού κόμματος ειρηνικά και μέσω των αστικών πολιτικών θεσμών, αλλά ότι -αντίθετα- έδωσε λυσσαλέο αγώνα ζωής ή θανάτου, προκειμένου να διατηρήσει την εξουσία της, την εκμεταλλευτική σχέση.

Ακόμα όμως και σε εκείνες τις περιόδους που το ζήτημα της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου δεν έχει μπει στην «ημερήσια διάταξη», η δράση των πολυπλόκαμων μηχανισμών της αστικής εξουσίας δε σταματά να στρέφεται ενάντια στη δράση του κομμουνιστικού κόμματος, επιχειρώντας να προλάβει μια νέα επαναστατική άνοδο του κινήματος. Για να ανασύρει κανείς αποδεικτικά στοιχεία για την ορθότητα της παραπάνω θέσης δε χρειάζεται να ψάξει απλά στην απώτερη ιστορία του ΚΚΕ, στην οποία με ευκολία θα διακρίνει το ιδιώνυμο του Βενιζέλου (1931), αλλά μπορεί να εστιάσει και στο πρόσφατο παρελθόν και στο παρόν. Από τις διώξεις αγροτών και μαθητών για τη συμμετοχή τους σε μπλόκα και καταλήψεις μέχρι τις δίκες στελεχών του ΠΑΜΕ για την κατάληψη δημόσιων κτιρίων. Από τους ασφαλίτες που παραβρίσκονταν σε συνελεύσεις συνδικάτων και σε πορείες του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ μέχρι και τη διενέργεια προβοκατσιών σε συνεργασία με το παρακράτος.

Πέρα από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους και τους μηχανισμούς βίας που διαθέτουν οι ίδιοι οι καπιταλιστές (ιδιωτική αστυνομία, μπράβους κλπ.), εξίσου σημαντική είναι η ιδεολογική χειραγώγηση που ασκούν οι μηχανισμοί αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας και κατά συνέπεια της εξουσίας του κεφαλαίου, επικεντρώνοντας στο δίλημμα «αστική νομιμότητα ή παρανομία». Η ιδεολογική τρομοκρατία χρησιμοποιεί εκβιαστικά τη «νομιμότητα» του κομμουνιστικού κόμματος, προκειμένου να το λοξοδρομήσει από τις πολιτικές του στοχεύσεις, να το κάνει να ακυρώσει στην πράξη την επιδίωξη της ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας και να τρομοκρατήσει τις μάζες που το προσεγγίζουν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν οι κατά καιρούς «εκτιμήσεις» αστών πολιτικών και δημοσιολόγων ότι το ΚΚΕ κινείται στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας, όπως και οι «εκκλήσεις» τους για το σεβασμό της. Αλλοτε πάλι επιλέγουν τη θέση ότι εφόσον το ΚΚΕ δεν αποδέχεται την αστική νομιμότητα, δεν μπορεί να εκφράζεται και ελεύθερα μέσα στην αστική δημοκρατία. Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι αυτό της «Καθημερινής» της 25ης Μάη 2011, στην οποία αρθρογράφος της υποστήριξε ότι «…το ΚΚΕ, με τη στάση που τηρεί, επιβεβαιώνει το πόσο εσφαλμένη ήταν η άνευ όρων νομιμοποίηση του το 1974»2.

Δεν πρόκειται φυσικά για ένα καινούριο φαινόμενο. Η αστική τάξη χρησιμοποίησε αρκετές φορές το πλαστό δίλημμα «αστική νομιμότητα ή παρανομία» και από την καλή και από την ανάποδη. Ακόμα κι έπειτα από το ξέσπασμα του ταξικού ένοπλου αγώνα 1946-1949 (31 Μάρτη 1946), το αστικό κράτος αξιοποίησε τη διατήρηση της «νομιμότητας» του ΚΚΕ για ένα μεγάλο (σε σχέση με την κρισιμότητα της περιόδου για την αστική εξουσία) διάστημα, προκειμένου να ενισχύσει στο εσωτερικό του πιέσεις και αυταπάτες αναφορικά με τη δυνατότητα ειρηνικής επίλυσης της σύγκρουσής του με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό και την αστική τάξη. Παρομοίως, έπειτα από τη λήξη του αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, το αστικό κράτος από τη μια πλευρά φυλάκιζε, εξόριζε, βασάνιζε και εκτελούσε σειρά αγωνιστών και από την άλλη ενθάρρυνε τη δημιουργία ενός «νομιμόφρονου αριστερού κόμματος», του οποίου η δράση και οι πολιτικοί στόχοι να κινούνται εντός των τειχών του καπιταλισμού.

Επομένως, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ακόμα και η τυπική νομιμότητα του κομμουνιστικού κόμματος δε διαφοροποιεί την ουσία της στάσης της αστικής εξουσίας απέναντί του και πολύ περισσότερο δε θα πρέπει να θολώνει την αντίληψή του για το χαρακτήρα της αστικής εξουσίας. Είτε με το μαστίγιο είτε με το καρότο είτε ακόμα και με το συνδυασμό των δύο, σκοπός της αστικής εξουσίας είναι η συντριβή του κομμουνιστικού κόμματος «νόμιμου» ή «παράνομου». Οι παράγοντες που οδηγούν στην επιλογή της μιας ή της άλλης οδού -της «νομιμότητας» ή της «παρανομίας»- από την πλευρά της αστικής τάξης είναι κάθε φορά πολλοί και με διαφορετικό βάρος, όπως ο συσχετισμός δύναμης, οι δεσμοί του κομμουνιστικού κόμματος κυρίως με την εργατική τάξη και με τα καταπιεσμένα λαϊκά στρώματα, οι διεθνείς συνθήκες, η σταθερότητα της αστικής εξουσίας κ.ο.κ.


Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΤΗΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ 
ΣΕ ΠΕΡΙΟΔΟΥΣ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

 Ειδικότερα σε περιόδους ήττας και βαθιάς παρανομίας του ΚΚ, σαν και αυτή που ακολούθησε τη λήξη του αγώνα του ΔΣΕ, η συγκρότηση παράνομων κομματικών οργανώσεων αποτελεί το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα για την ύπαρξή του, την οργανωμένη ανασυγκρότηση των δυνάμεών του. Σε αυτές τις περιόδους η παραίτηση ενός κομμουνιστικού κόμματος από το καθήκον της διατήρησης και επέκτασης των παράνομων κομματικών του οργανώσεων μπορεί να οδηγήσει σε συντριβή του κομμουνιστικού κινήματος. Αν η παρανομία του ΚΚ αφεθεί να γίνει τροχοπέδη για τη λειτουργία του και την έκφραση των ταξικά αυτοτελών συμφερόντων της εργατικής τάξης, τότε και θα απολέσει το χαρακτήρα του ως πρωτοπορία της εργατικής τάξης και θα συμβάλει στην ισχυροποίηση της αστικής εξουσίας, η οποία, μη έχοντας πια κανένα εμπόδιο στη δράση της, θα ενισχύσει την τρομοκρατία ή θα αναπτύξει ένα πλέγμα τρομοκρατίας και ενσωμάτωσης.

Είναι άλλο θέμα ότι το ΚΚ πρέπει ακόμα και σε καθεστώς γενικευμένης «παρανομίας» να αξιοποιεί κάθε χαραμάδα «νόμιμης» δράσης και άλλο ότι μπορεί να παραιτηθεί από το καθήκον της διατήρησης της οργανωτικής του αυτοτέλειας. Με άλλα λόγια η «παρανομία» δεν πρέπει να το αποκόψει από τους δεσμούς του με τις εργατικές και λαϊκές μάζες, αλλά και η ανάγκη για επαφή με τις μάζες δεν πρέπει να οδηγήσει σε έκπτωση αρχών, γιατί είτε στη μια είτε στην άλλη περίπτωση θα έχει επιτευχθεί ο ουσιαστικός σκοπός του αστικού κράτους.

Τη σημασία τόσο της εδραίωσης και ανάπτυξης παράνομων κομματικών οργανώσεων, όσο και της ανάγκης συνδυασμού της νόμιμης και παράνομης δράσης φαίνεται ότι κατανοούσε η απόφαση της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Οκτώβρης του 1949) που αποφάσισε το πέρασμα από την ένοπλη πάλη στη μαζική πολιτική δουλειά:

«Το Κόμμα, στηριζόμενο σ’ ένα γερό παράνομο κομματικό μηχανισμό, πρέπει να χρησιμοποιεί όλες τις τωρινές νόμιμες δυνατότητες και να δημιουργήσει κάθε είδους καινούριες τέτοιες δυνατότητες για τη συγκέντρωση των μαζών, για την οργάνωσή τους, για την καθοδήγηση των καθημερινών οικονομικών και πολιτικών τους αγώνων, για τη δημιουργία γερών βάσεων μέσα στο στρατό. Οσο δύσκολες συνθήκες και να θελήσει να δημιουργήσει ο φασισμός για τη δράση του Κόμματος οι κομμουνιστές, εκφράζοντας παντού και πάντα τις ανάγκες, τα συμφέροντα και τους πόθους των λαϊκών μαζών θα κατανικήσουνε κάθε είδους εμπόδιο, θα κρατήσουν και θα αναπτύξουν τους δεσμούς τους με τον εργαζόμενο Λαό»3.

Το ΚΚΕ λοιπόν, από την πρώτη στιγμή έπειτα από την ήττα του ΔΣΕ, προσανατολίστηκε στην οικοδόμηση παράνομων κομματικών οργανώσεων. Οι παράνομες κομματικές οργανώσεις αποτέλεσαν τον πυρήνα οργάνωσης και αντίστασης του λαού στις δύσκολες ώρες που ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός και η ελληνική αστική τάξη προσπαθούσαν να μετατρέψουν τη νίκη τους στα πεδία των μαχών σε συντριβή και εξόντωση του εργατικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος με όλα τα μέσα. Οι κομμουνιστές που παρέμειναν στην Ελλάδα, μαζί με νέα μέλη του Κόμματος που αψήφησαν τις διώξεις του μετεμφυλιακού αστικού κράτους, πρωτοστάτησαν στον τιτάνιο αγώνα της διατήρησης της πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης σε καθεστώς ήττας του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας. Η δράση τους όχι μόνο συντέλεσε αποφασιστικά στην ανόρθωση του λαϊκού φρονήματος και στην αναδιοργάνωση του ηττημένου εργατικού κινήματος, αλλά αποτέλεσε και την καλύτερη απάντηση στην κυρίαρχη αστική ιδεολογία της εποχής που προσπαθούσε να επιβάλει την αντίληψη ότι ο αγώνας του ΔΣΕ ήταν απλά το αποτέλεσμα της δράσης ξένων πρακτόρων.

Βέβαια η δράση αυτή απαιτούσε αυστηρή συνωμοτική δουλειά και ακόμα κομμουνιστές αποφασισμένους να φτάσουν ακόμα και στο θάνατο, προκειμένου να διατηρήσουν τους δεσμούς του Κόμματος με την εργατική τάξη και τους υπόλοιπους καταπιεσμένους. Επισημαινόταν χαρακτηριστικά στην απόφαση της 7ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Μάης του 1950): «Αποστολή της παράνομης κομματικής οργάνωσης σήμερα είναι να εξασφαλίζει κάτω και απ’ τις πιο δύσκολες συνθήκες, γερή σύνδεση του Κόμματος με την εργατική τάξη και τ’ άλλα λαϊκά στρώματα. Να διαφωτίζει και να κινητοποιεί τις μάζες πάνω στη γραμμή του Κόμματος για να την κάνει πράξη. Πρέπει να εξασφαλίζουμε αφοσιωμένους ως το θάνατο αγωνιστές, προπάντων στους βασικούς κρίκους της κομματικής διάρθρωσης, με γνώση και πείρα παράνομης δουλειάς, Να εξασφαλίσουμε γερό παράνομο μηχανισμό. Μπολσεβίκικη επαγρύπνηση και αυστηρή τήρηση των συνωμοτικών κανόνων»4.


ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΘΕΝ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΜΕΤΑΞΥ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ 
ΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ ΚΑΙ ΗΓΕΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

 Η ηρωική δράση των μελών και των οπαδών του ΚΚΕ για την ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων δεν μπορεί να αμφισβητηθεί πια. Διάφοροι αστοί και οπορτουνιστές καλοθελητές επιμένουν σε μια προσπάθεια διαχωρισμού των ηρωικών αγώνων που έδωσαν οι παράνομες κομματικές οργανώσεις από την ηγεσία του ΚΚΕ. Υποστηρίζουν ότι οι παράνομοι κομμουνιστές έδιναν αγώνα ζωής ή θανάτου στην Ελλάδα, τη στιγμή που η ηγεσία του Κόμματος παρέμενε στο εξωτερικό.

Φυσικά ούτε σε αυτό το σκέλος οι εισηγητές παρόμοιων απόψεων μπορούν να διεκδικήσουν τα σκήπτρα της πρωτοτυπίας. Είναι γνωστή η κριτική που δέχτηκε το κόμμα των μπολσεβίκων για τη μεταφορά του κομματικού κέντρου στο εξωτερικό, όπως και προσωπικά ο Λένιν για το γεγονός ότι παρέμενε εκτός Ρωσίας μέχρι και την αστικοδημοκρατική επανάσταση του Φλεβάρη του 1917.

Ωστόσο η διασφάλιση του κομματικού κέντρου σε αυτές τις περιπτώσεις καθίσταται απαραίτητη προϋπόθεση, προκειμένου να οργανωθεί καλύτερα η δουλειά των παράνομων κομματικών οργανώσεων. Ο κεντρικός μηχανισμός του Κόμματος που βρισκόταν στα σοσιαλιστικά κράτη ήταν κυρίως προσανατολισμένος στο καθήκον ενίσχυσης των παράνομων κομματικών οργανώσεων. Από το 1950 ο ραδιοφωνικός σταθμός, του ΚΚΕ «Ελεύθερη Ελλάδα», που εξέπεμπε από τις σοσιαλιστικές χώρες, καθιέρωσε την εκπομπή το «Φροντιστήριο του Αγωνιστή»5, με αποκλειστικό καθήκον την ενίσχυση της λειτουργίας και την ανάπτυξη των παράνομων κομματικών οργανώσεων σε όλους τους χώρους δράσης της εργατικής τάξης.

Ομως η σημαντικότερη συνεισφορά του κεντρικού μηχανισμού του Κόμματος αφορούσε την προετοιμασία και αποστολή κομματικών στελεχών στην Ελλάδα με σκοπό να ενισχύσουν τις παράνομες κομματικές οργανώσεις. Οπως σημειωνόταν από την 7η Ολομέλεια του 1950: «Το βασικό πρόβλημα στην αναδιοργάνωση των κομματικών οργανώσεων είναι η ολόπλευρη προετοιμασία των στελεχών που θ’ αναλάβουν αυτό το έργο. Για την καλύτερη αναδιοργάνωση του Κόμματος η Ολομέλεια αποφασίζει να δημιουργήσει τμήμα στελεχών και σχολών του ΚΚΕ»6.

Από την προετοιμασία αυτή πέρασαν πολλά από τα παλιότερα και νεότερα στελέχη του Κόμματος, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι η παραμονή τους στα σοσιαλιστικά κράτη δεν αφορούσε απλά τη διάσωσή τους, αλλά και την ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων στην Ελλάδα. Δεκάδες αγωνιστές, ατσαλωμένοι στους αγώνες που πρωτοστάτησε το ΚΚΕ τα προηγούμενα χρόνια, στάλθηκαν στην Ελλάδα για να διατηρήσουν ζωντανούς τους δεσμούς του Κόμματος με την εργατική τάξη και τις φτωχές λαϊκές μάζες, προσφέροντας υποδείγματα αυτοθυσίας και αφοσίωσης στην ταξική πάλη. Μόνο έτσι κατόρθωσε το Κόμμα να ανταποκριθεί στα συνεχή χτυπήματα της Ασφάλειας και των υπόλοιπων κατασταλτικών μηχανισμών και να οργανώσει εκ νέου την πάλη της εργατικής τάξης και του λαού στις καινούριες συνθήκες.

Στην Ελλάδα εκείνα τα χρόνια ήρθαν παράνομα τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου Δημήτρης Βλαντάς, Γιώργης Βοντίσιος (Γούσιας), Κώστας Κολιγιάννης, Γιώργης Ερυθριάδης (Πετρής) και πολλά τακτικά και αναπληρωματικά μέλη της ΚΕ, ανάμεσά τους η Αύρα Παρτσαλίδου, ο Χαρίλαος Φλωράκης, η Ρούλα Κουκούλου, ο Βασίλης Ζάχος, ο Μιλτιάδης Πορφυρογένης, ο Μήτσος Δάλας κ.ά.

Φυσικά το αντίτιμο γι’ αυτή τη δράση ήταν ιδιαίτερα βαρύ. Εκατοντάδες από τα πρωτοπόρα στελέχη του ΚΚΕ συνελήφθησαν και εξορίστηκαν ή φυλακίστηκαν. Ξεχωριστό παράδειγμα αποτέλεσε ο Νίκος Μπελογιάννης, μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ που απεστάλη στην Ελλάδα για την ανασυγκρότηση των διαβρωμένων από την ασφάλεια παράνομων κομματικών οργανώσεων. Ο Νίκος Μπελογιάννης, έπειτα από τη σύλληψή του, με την αταλάντευτη στάση που κράτησε απέναντι στις διώξεις του αστικού κράτους έγινε σύμβολο αντίστασης και συνέδραμε καθοριστικά στην αφύπνιση των φτωχών λαϊκών μαζών. Η εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, προκαλώντας διεθνή και εγχώριο ξεσηκωμό, αποτέλεσε την αρχή για την παύση των εκτελέσεων αγωνιστών στη χώρα μας και έφερε νέες λαϊκές μάζες σε επαφή με το ΚΚΕ. Ο Νίκος Μπελογιάννης ακόμα και με το θάνατό του προσέφερε στην ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα.

Απέναντι στο Νίκο Μπελογιάννη και στους χιλιάδες γνωστούς και άγνωστους κομμουνιστές που έδωσαν μέχρι και τη ζωή τους για τη διατήρηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων αποτελεί ύβρη η οποιαδήποτε απόπειρα διαχωρισμού των μελών των παράνομων κομματικών οργανώσεων από την ηγεσία του Κόμματος.

Αντίθετα με τις διακηρύξεις των ποικιλώνυμων οπορτουνιστών και αστών «τιμητών» της ιστορίας του ΚΚΕ, υπήρχε ζωντανή διαλεκτική σύνδεση ανάμεσα στις παράνομες κομματικές οργανώσεις του Κόμματος και την Κεντρική του Επιτροπή, όχι μόνο στο οργανωτικό σκέλος, αλλά και αναφορικά με τη διαμόρφωση της πολιτικής του γραμμής. Δεν είναι αλήθεια ότι οι παράνομες κομματικές οργανώσεις αποτελούσαν απλά τους μεταφορείς της πολιτικής γραμμής. Είναι ενδεικτική η κατεύθυνση που δινόταν στην απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (Οκτώβρης του 1950): «Το ΚΚΕ, χωρίς να αγνοεί τις συνθήκες βαθειάς παρανομίας, που επικρατούν στην Ελλάδα, πρέπει ν’ αναπτύξει και να στερεώσει ακόμα πιο πολύ μέσα στο Κόμμα το καθεστώς της εσωκομματικής δημοκρατίας, πάνω στη βάση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Η υγιής, η ζωοφόρα φωνή της βάσης θα πρέπει να φτάνει ως την καθοδήγηση, ως την κορυφή. Πρέπει η βάση του Κόμματος να πειστεί απ’ τα ίδια τα πράγματα ότι ζωτική ανάγκη για το Κόμμα είναι να λέει ανοιχτά και θαρραλέα τη γνώμη της για τα ζητήματα της πολιτικής και για τα πρόσωπα του ΚΚΕ, ανεξάρτητα από τη θέση που έχουν»7.

Εξάλλου, η άποψη που θεωρεί ότι η ύπαρξη των παράνομων κομματικών οργανώσεων αναγκαστικά μείωνε τη δυνατότητα της συζήτησης στο εσωτερικό τους και της δραστηριότητας του Κόμματος στις μάζες φαίνεται να «αγνοεί» ότι ορισμένα από τα πιο σημαντικά ντοκουμέντα των ΚΚ σε όλο τον κόσμο συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν μέσα σε καθεστώς παράνομης ή μισοπαράνομης δράσης.8 Επίσης παρακάμπτει το γεγονός ότι στο μεγαλύτερο μέρος της μέχρι τότε ιστορίας του το ΚΚΕ κατόρθωνε να διατηρεί την οργανωτική ενότητα και συνέχεια μέσα από τη δράση παράνομων κομματικών οργανώσεων, από τη δικτατορία του Πάγκαλου μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά και τα χρόνια της Κατοχής. Παρά τις αντικειμενικά μεγάλες δυσκολίες που αντιμετώπιζε η δράση του Κόμματος μέσα από τις παράνομες οργανώσεις, επιδίωκε να ανοίγεται πλατιά στις εργατικές και λαϊκές μάζες. Είναι ενδεικτική η εκτίμηση του αντικομμουνιστή Ναπολέοντα Ζέρβα σχετικά με την παράνομη δραστηριότητα του Κόμματος στα χρόνια της Κατοχής: «Και οι επαναστάσεις δε γίνονται με την ακινησία. Συνομωτισμός δε θα πη να μένεις κουκουλωμένος μέσα στα παπλώματά σου. Ν’ αποφεύγης τον κίνδυνο. Ν’ αδρανής. Αν οι κουκουέδες επέτυχαν όσα επέτυχαν στα χρόνια της κατοχής, είναι επειδή σαν παλαβοί έφερναν γύρα όλη την Ελλάδα»9.

Το αντιφατικό είναι ότι όσοι ισχυρίζονται ότι δεν υπήρχε δημοκρατική λειτουργία στις παράνομες κομματικές οργανώσεις, είναι λίγο ως πολύ οι ίδιοι που διαμαρτύρονται και για τη χρησιμοποίηση των «ασυρμάτων» από το ΚΚΕ που εξασφάλιζαν τη σύνδεση των παράνομων κομματικών οργανώσεων με την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΕ. Η χρησιμοποίηση των ασυρμάτων στις τότε συνθήκες τηλεπικοινωνιακά ήταν αναγκαία για την τακτική επαφή ανάμεσα στην έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ και τον παράνομο κομματικό μηχανισμό. Ο ταξικός αντίπαλος γνώριζε πολύ καλά ότι το Κόμμα χρησιμοποιούσε τους ασυρμάτους ως όργανο διατήρησης της οργανωτικής του ενότητας για την πάλη στην Ελλάδα και όχι ως μέσο κατασκόπευσης ενός κράτους υπέρ άλλου κράτους. Οι κατηγορίες κατασκοπείας που εξαπόλυσε κατά των κομματικών στελεχών ήταν πρόσχημα για την καταστολή της παράνομα οργανωμένης από το ΚΚΕ ταξικής πάλης  στην Ελλάδα. Και βέβαια η ταξική πάλη από τη φύση της δε χωρά στην «ηθική» της αστικής τάξης και της εξουσίας της.


ΤΑ ΠΡΩΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ
ΤΩΝ ΠΑΡΑΝΟΜΩΝ ΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΣΕΩΝ

 Οι συνθήκες που επικρατούσαν έπειτα από το τέλος του αγώνα του ΔΣΕ ήταν ακόμα πιο δύσκολες, μιας και σταδιακά η αστική εξουσία άρχισε να σταθεροποιείται και παράλληλα ενέτεινε τις επιθέσεις της απέναντι στο ΚΚΕ. Τα αλλεπάλληλα χτυπήματα στις παράνομες κομματικές οργανώσεις, αν και σε καμιά περίπτωση δεν είχαν κατορθώσει να εκμηδενίσουν τη δραστηριότητα του Κόμματος στο εσωτερικό της χώρας, δημιουργούσαν αρκετές δυσκολίες στην ταχύτητα της ανασυγκρότησης. Με αυτή την έννοια, ενώ η δράση των παράνομων κομματικών οργανώσεων είχε συμβάλει σε καθοριστικό βαθμό στην άνοδο του εργατικού και του λαϊκού κινήματος στη χώρα, η συνεισφορά αυτή δεν αποκρυσταλλωνόταν σε αντίστοιχο βαθμό και στην αύξηση των μελών τους. Γι’ αυτό και η 2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Οκτώβρης του 1951) επέμενε στην προσήλωση που έπρεπε να δείχνουν τα κομματικά μέλη όχι μόνο στην περιφρούρηση, αλλά και στην ανάπτυξη των παράνομων κομματικών οργανώσεων: «Κεντρικό πολιτικό καθήκον του ΚΚΕ, του κάθε μέλους και στελέχους μας είναι να πολλαπλασιάσουμε τη δουλειά και τις προσπάθειές μας για να ξεπεραστεί η σοβαρή και επικίνδυνη οργανωτική καθυστέρησή μας σχετικά με την πολιτική επιρροή μας και το μαζικό λαϊκό κίνημα στη χώρα μας»10.

Στην απόφαση ουσιαστικά επισημαινόταν η αναντιστοιχία ανάμεσα στις εκφράσεις του λαϊκού κινήματος και την αύξηση του αριθμού των μελών του ΚΚΕ. Για αυτό το λόγο και στην 3η Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Νοέμβρης του 1952) επισημαινόταν η οργανωτική αδυναμία ως το υπ’ αριθμόν 1 ζήτημα της δραστηριότητας του Κόμματος11, ενώ διαπιστωνόταν ότι δεν είχε καλυφτεί ο στόχος που τέθηκε έπειτα από την εκτέλεση του Μπελογιάννη για στρατολόγηση 5.000 νέων κομματικών μελών12.

Μια σχετική ανάκαμψη αυτής της προσπάθειας φαίνεται ότι συντελέστηκε στο διάστημα που ακολούθησε τη σύγκλιση της 3ης Ευρείας Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ. Είναι φανερό ότι η παύση των εκτελέσεων, η σχετική χαλάρωση του κλίματος τρομοκρατίας και η αφύπνιση του λαϊκού παράγοντα έκαναν περισσότερο εύκολη τη δραστηριότητα του Κόμματος και τη στρατολογία νέων μελών στις γραμμές του. Οι σκληρές προσπάθειες που είχαν καταβληθεί από τον παράνομο κομματικό μηχανισμό τα τρία προηγούμενα χρόνια σε συνδυασμό με την αποφυλάκιση ορισμένων πρωτοπόρων λαϊκών αγωνιστών είχαν αρχίσει να αποδίδουν καρπούς, αν και όχι στον αναγκαίο βαθμό. Η απόφαση της 4ης Πλατιάς Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Δεκέμβρης 1953) αναφέρει σχετικά: «Κάνοντας τις παραπάνω διαπιστώσεις η ΚΕ του ΚΚΕ προειδοποιεί ολόκληρο το Κόμμα, το κάθε στέλεχος, το κάθε μέλος μας, τον κάθε λαϊκό αγωνιστή και συμπαθούντα ότι θα ’ταν ασυγχώρητο αν επαναπαυόμασταν στις επιτυχίες και την πρόοδο που παρουσιάζουμε στον τομέα της ανασύνταξης των κομματικών δυνάμεων, της ανασυγκρότησης του κομματικού μηχανισμού και της ανανέωσης και της αναδιοργάνωσης των οργανώσεών μας. Δεν έχουμε πραγματοποιήσει παρά ορισμένα μόνο βήματα που, όσο σοβαρά και αν είναι, δεν είναι παρά μόνο η αρχή. Χρειάζεται να κάνουμε δέκα και εκατό φορές περισσότερα. Θα κατοχυρώσουμε τις πρώτες επιτυχίες που έχουμε και θα προχωράμε σταθερά και πιο αποφασιστικά μπροστά, αν πολλαπλασιάσουμε τις προσπάθειές μας χωρίς χαλάρωση και εφησύχαση. Αν ξεριζώνουμε αμείλικτα κάθε και την παραμικρή οπορτουνιστική εκδήλωση υποτίμησης ή παραμέλησης στον τομέα της αυστηρής οργανωτικής αποκέντρωσης, της κομματικής συνωμοτικότητας και επαγρύπνησης»13.

Από τις εκτιμήσεις της 5ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (Δεκέμβρης του 1955) γίνεται φανερό ότι το Κόμμα το επόμενο διάστημα είχε κατορθώσει να παγιώσει την παρουσία και δράση του σε χώρους εργασίας, συνοικίες και αγροτικές περιοχές. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση έβαζε πλέον πιο σύνθετα καθήκοντα, όπως αυτό που αφορούσε την παραγωγή και διανομή του παράνομου κομματικού τύπου και υλικού: «Η 5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ διαπιστώνει ότι μέσα στη γοργή άνοδο που παρουσιάζει το λαϊκό κίνημα τον τελευταίο χρόνο και τη σχετική ανάπτυξη της κομματικής οργανωτικής και μαζικής δουλειάς πολύ μεγάλη καθυστέρηση παρουσιάζει η έκδοση έντυπου κομματικού υλικού, η έντυπη προπαγάνδα και η διαφώτισή μας»14.

Η πορεία της ανασυγκρότησης των παράνομων κομματικών οργανώσεων είχε συνοδευτεί από μια πολύπλευρη ανάπτυξη του εργατικού και του λαϊκού κινήματος. Το Κόμμα είχε κατορθώσει να αποκαταστήσει την παρουσία του στους εργατικούς αγώνες και να παρεμβαίνει στο συνδικαλιστικό κίνημα. Επίσης είχε πρωτοστατήσει στο κίνημα για τον πυρηνικό αφοπλισμό και την ειρήνη. Το σημαντικότερο είναι ότι είχε συνδυάσει τη νόμιμη με την παράνομη δραστηριότητά του, με αποτέλεσμα να ναυαγήσουν οι μεθοδεύσεις της αστικής τάξης που αποσκοπούσαν στο να το καταστήσουν κομμάτι του πολιτικού περιθωρίου. Η ανασυγκρότηση του παράνομου κομματικού μηχανισμού και η δράση των παράνομων κομματικών οργανώσεων στο εσωτερικό της χώρας είχαν προσφέρει τα θεμέλια για μια νέα άνοδο του λαϊκού κινήματος και συντέλεσαν αποφασιστικά στην αντίσταση απέναντι στη φυσική και ιδεολογική τρομοκρατία του αστικού κράτους. Βαθμιαία στη δράση του Κόμματος έρχονταν να προστεθούν μέλη του που απολύονταν από τις φυλακές ή τις εξορίες και να την ενισχύσουν.

Τα βήματα στην οργανωτική συγκρότηση και την πολιτική δράση του ΚΚΕ στην Ελλάδα ήταν ιδιαίτερα σημαντικά, ανεξάρτητα από το αν ανταποκρίνονταν πλήρως στις αυξημένες ανάγκες του εργατικού λαϊκού κινήματος. Το συμπέρασμα αυτό φωτίζεται καλύτερα αν προσπαθήσουμε να δούμε τη δράση του ΚΚΕ σε σύγκριση με άλλα κομμουνιστικά κόμματα και το πόσο γρήγορα μπόρεσαν να προσαρμοστούν στις συνθήκες της παράνομης δράσης. Είναι ενδεικτικό ότι στην Ισπανία οι πρώτες μεγάλες απεργίες διεξήχθησαν 12 ολόκληρα χρόνια έπειτα από τη νίκη των φρανκικών στρατευμάτων και την εγκαθίδρυση στρατοκρατικής δικτατορίας.15 Και αυτό παρά το γεγονός ότι ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος δεν αποτελούσε πόλεμο τάξης εναντίον τάξης, αφού η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου στηριζόταν και από κομμάτια της αστικής τάξης, με συνέπεια το ΚΚ Ισπανίας και η δράση του στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, εκμεταλλευόμενη και τις ενδοαστικές αντιθέσεις, να απολαμβάνει την αναγνώριση ευρύτερων μαζών του ισπανικού λαού.

Βέβαια, αδυναμία της περιόδου αποτέλεσε η μη μεταφορά του καθοδηγητικού κέντρου στην Ελλάδα, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα την καλύτερη και γρηγορότερη ανταπόκριση στις εξελίξεις, την ευκρινέστερη εικόνα της Κεντρικής Επιτροπής για την οργανωτική και ιδεολογικοπολιτική κατάσταση των παράνομων κομματικών οργανώσεων και την εμψύχωση των κομματικών μελών στην Ελλάδα. Ακόμα όμως και σε αυτή την περίπτωση, η πείρα του κομμουνιστικού κινήματος καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα αποδεικνύει ότι επανεγκατάσταση του καθοδηγητικού κέντρου σε συνθήκες παρανομίας δεν αποτέλεσε ποτέ μια εύκολη υπόθεση. Χαρακτηριστικά, το Ιταλικό ΚΚ, έπειτα από την απαγόρευση του Κόμματος από το φασιστικό καθεστώς του Μουσολίνι, ξόδεψε πάνω από 15 χρόνια προκειμένου να κατορθώσει να επαναφέρει το παράνομο καθοδηγητικό κέντρο στο εσωτερικό της χώρας.16


Η 6η ΠΛΑΤΙΑ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΗΣ 
ΣΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ

 Η δεξιά οπορτουνιστική στροφή που σημειώθηκε στην 6η Πλατιά Ολομέλεια (Μάρτης του 1956) και στην οποία αποτυπώθηκε η καθοριστική επίδραση της οπορτουνιστικής στροφής του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, καθόρισε και τη διευθέτηση του οργανωτικού ζητήματος. Αν και θεωρητικά η Ολομέλεια δεν ασχολήθηκε άμεσα με το οργανωτικό ζήτημα του ΚΚΕ, στην πράξη μέσω της αλλαγής του πολιτικού προσανατολισμού του Κόμματος «κυοφορούσε» τις αντιλήψεις που θα οδηγούσαν εν τέλει στη διάλυση των κομματικών οργανώσεων. Η 6η πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ μιλώντας για «ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς» δεν εκτίμησε αντικειμενικά ούτε τα πραγματικά προβλήματα της εσωκομματικής λειτουργίας ούτε τις μεγάλες προσπάθειες που είχαν καταβληθεί για την ανασυγκρότηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων.

Η ευθυγράμμιση του ΚΚΕ με τις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ, που εκτιμούσε τη δυνατότητα ειρηνικής κοινοβουλευτικής κατάκτησης της εξουσίας από την εργατική τάξη, είχαν συνέπειες και στην αντιμετώπιση του οργανωτικού ζητήματος. Ετσι κι αλλιώς το οργανωτικό ζήτημα για τα ΚΚ δε συνιστά ένα τεχνικό πρόβλημα, αλλά αποτελεί τη διαλεκτική προέκταση των πολιτικών τους επεξεργασιών. Υπό αυτή την έννοια, η αποδοχή της θέσης περί κοινοβουλευτικής κατάκτησης της εξουσίας δημιουργούσε την ανάγκη προσαρμογής και του κομματικού μηχανισμού στη νέα πολιτική κατεύθυνση.

Το λενινιστικό κόμμα νέου τύπου, προορισμένο να οργανώσει τη λαϊκή πάλη και να πρωτοστατήσει στη σοσιαλιστική επανάσταση και στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, ήταν αναμενόμενο ότι αργά ή γρήγορα θα συναντούσε τις επιθέσεις του οπορτουνισμού. Η δεξιά οπορτουνιστική στροφή επέβαλε την αναγκαιότητα ενός κόμματος προσανατολισμένου στην κατάκτηση της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας και ως εκ τούτου ανοιχτού σε συνεργασίες και συγχωνεύσεις με μικροαστικούς πολιτικούς σχηματισμούς. Η άρνηση της επαναστατικής κατάκτησης της εργατικής εξουσίας οδηγούσε μοιραία στην αντίληψη της διαχείρισης του αστικού πολιτικού συστήματος και στην αποδοχή των αστικών πολιτικών θεσμών και αυτή με τη σειρά της κατέληγε στην άρνηση της αναγκαιότητας αυτοτελούς πολιτικής έκφρασης των ταξικών συμφερόντων της εργατικής τάξης.

Εν απουσία κομματικής απόφασης για το οργανωτικό ζήτημα και άρα συμφωνίας των κομματικών μελών για τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, το θέμα τέθηκε για πρώτη φορά το 1956 στην Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ που αποφάσισε τη μετατροπή της σε ενιαίο κόμμα. Με αυτή την απόφαση -που δε λήφθηκε σε κομματικό σώμα, αλλά με την παρουσία των συνεργαζόμενων- τα μέλη του ΚΚΕ οδηγήθηκαν στην ένταξη και σε ένα δεύτερο κόμμα χωρίς μαρξιστικά-λενινιστικά χαρακτηριστικά συγκρότησης, οργάνωσης, δράσης και ιδεολογικοπολιτικών επεξεργασιών. Ωστόσο, την κύρια ευθύνη γι’ αυτή την εξέλιξη δεν την έφεραν οι πολιτικοί σύμμαχοι του Κόμματος, αλλά η ίδια η ηγεσία του. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι την εισήγηση για το Καταστατικό της ΕΔΑ πραγματοποίησε ο Μανώλης Γλέζος, τότε μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, όπως και από το ότι το πρόγραμμα της ΕΔΑ ταυτιζόταν με το λεγόμενο μίνιμουμ πρόγραμμα του ΚΚΕ.17 Εξάλλου η ΕΔΑ δεν ήταν αποτέλεσμα της 6ης Πλατιάς Ολομέλειας, αλλά προϋπήρχε με τη μορφή της πολιτικής συνεργασίας στην κατεύθυνση της συνεργασίας των εθνικών πατριωτικών δημοκρατικών δυνάμεων, στις οποίες κατατάσσονταν και αστικές πολιτικές δυνάμεις.

Το ζήτημα της αντίφασης της συμμετοχής των μελών του Κόμματος σε δύο κόμματα λύθηκε σε βάρος του ΚΚΕ και υπέρ της ΕΔΑ με την απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ. Ως αποτέλεσμα, οι παράνομες κομματικές οργανώσεις διαλύθηκαν στην πλειοψηφία τους και οι κομμουνιστές διαχύθηκαν στην προετοιμασμένη από το 1956 ενιαία οργανωτική δομή της ΕΔΑ. Με αυτό τον τρόπο ξοδεύτηκαν άσκοπα οι καρποί των θυσιών για την ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων του ΚΚΕ. Παρά το γεγονός ότι οι κομμουνιστές είχαν πρωτοστατήσει και συνέχιζαν να πρωτοστατούν σε όλα τα πεδία της ταξικής πάλης, ήταν αδύνατο να απευθυνθεί άμεσα στους χιλιάδες οπαδούς του, να στρατολογήσει και να διαπαιδαγωγήσει καινούριους κομμουνιστές. Τα αποτελέσματα είναι λίγο ως πολύ γνωστά. Η διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων όχι μόνο απομάκρυνε την προοπτική νομιμοποίησης του Κόμματος, αλλά αποστέρησε και το λαϊκό και εργατικό κίνημα από την πείρα και τις ιδεολογικές - πολιτικές επεξεργασίες του ΚΚΕ. Το αποτέλεσμα ήταν η δικτατορία των συνταγματαρχών να βρει απροετοίμαστο το Κόμμα να δουλέψει στις νέες συνθήκες, στις οποίες πλέον ακόμα και η ΕΔΑ ήταν παράνομη.

Η διάλυση των κομματικών οργανώσεων δικαιολογήθηκε από τους οπορτουνιστές από τότε μέχρι και σήμερα, με πολλούς τρόπους. Ενας από τους βασικότερους εστιάζει στους κινδύνους που θα σήμαινε η διατήρηση των παράνομων κομματικών οργανώσεων για τα μέλη του Κόμματος. Αφού επισημάνουμε ότι ο οπορτουνισμός έτσι και αλλιώς συνιστά την ωρίμανση των υποχωρήσεων μπροστά στις δυσκολίες της ταξικής πάλης σε συνολική στάση και διάθεση προσαρμογής στην αστική πολιτική, οφείλουμε να πούμε ότι ο παραπάνω ισχυρισμός δε φαίνεται να επαληθεύεται από τα ιστορικά γεγονότα. Αν οι παράνομες κομματικές οργανώσεις άντεξαν στο όργιο της μετεμφυλιακής τρομοκρατίας, των διώξεων και των εκτελέσεων, ήταν πολύ πιο εύκολο να διατηρηθούν και να αναπτυχθούν στα 1958, όταν ενισχύονταν όλο και περισσότερο από αποφυλακισμένους αγωνιστές και δρούσαν σε ένα πολύ ευνοϊκότερο κλίμα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εκλογές του 1958 ήταν από τις περισσότερο ήρεμες έπειτα από τον τερματισμό του αγώνα του ΔΣΕ, ενώ σε αυτές η ΕΔΑ αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση, συγκεντρώνοντας περίπου το ¼ των ψήφων του εκλογικού σώματος.

Εξίσου λαθεμένη είναι η κριτική που μιλάει για παράνομες οργανώσεις διαβρωμένες από την Ασφάλεια και γι’ αυτό ανίκανες να διαδραματίσουν τον πρωτοπόρο ρόλο τους. Καταρχήν είναι εμφανές πλέον σε αυτή την περίοδο ότι είχε προχωρήσει η ανασυγκρότηση των κομματικών οργανώσεων. Επιπλέον, ο κίνδυνος της Ασφάλειας και της διάβρωσης ήταν ακόμα μεγαλύτερος στις οργανώσεις της ΕΔΑ που λειτουργούσαν χωρίς ιδιαίτερα μέτρα συνωμοτικότητας. Η παραπάνω αντίληψη αποτελούσε ένα «λογικό άλμα». Αντί να συνδεθεί το υπαρκτό γεγονός της διάβρωσης ορισμένων παράνομων κομματικών οργανώσεων με την αναγκαιότητα οικοδόμησης καινούριων και υγιών, συνδέθηκε με τη γενική άρνηση της αναγκαιότητας τους.

Ενα ακόμα από τα επιχειρήματα των οπορτουνιστών προκρίνει την άποψη ότι το ΚΚΕ θα μπορούσε αντί να διατηρεί τις παράνομες κομματικές οργανώσεις και να πιέζει για τη νομιμοποίησή του, να προσπαθήσει να μετασχηματίσει την ΕΔΑ σε μαρξιστικό-λενινιστικό Κόμμα, κάτι βεβαίως που ήταν αδύνατο αφού σ’ αυτή συμμετείχαν σοσιαλδημοκρατικές και άλλες δυνάμεις. Στην πραγματικότητα επρόκειτο για το αντίθετο, δηλαδή όχι για την κομμουνιστικοποίηση της ΕΔΑ αλλά για την σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΚΚΕ. Αυτό θα σηματοδοτούσε την προσαρμογή του ΚΚΕ στο αστικό πολιτικό σύστημα ως αντίτιμο της νομιμότητας. Εξάλλου οι αστοί δεν είχαν απαγορεύσει το «όνομα», αλλά τη «χάρη»! Το αποδεικνύουν και οι δικαστικές αποφάσεις που έβγαλαν στην παρανομία σειρά συνδικάτων, συλλόγων και φορέων, στην ίδρυση των οποίων είχαν πρωτοστατήσει οι κομμουνιστές.


ΕΠΙΛΟΓΟΣ

 Ετσι και αλλιώς η ιστορία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα αποδεικνύει αν μη τι άλλο ότι η απώλεια των επαναστατικών χαρακτηριστικών ενός ΚΚ συνοδεύεται πάντα από οργανωτικό φιλελευθερισμό και στη συνέχεια από την κατάργηση της αυτοτέλειας του ίδιου του ΚΚ. Η αλυσίδα των εκπτώσεων, που ξεκινούσε από την αποδοχή του αστικού κοινοβουλευτισμού ως μέσο περάσματος στο σοσιαλισμό και τη συνακόλουθη συνεργασία με τις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις και κατέληγε στην αμφισβήτηση του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης και της αναγκαιότητας ύπαρξης αυτοτελούς ΚΚ κάτω από όλες τις συνθήκες και με το οποιοδήποτε αντίτιμο, σφυρηλατήθηκε με συνέπεια από τους οπορτουνιστές, ακόμα και σε χώρες που το κομμουνιστικό κίνημα δεν ήρθε αντιμέτωπο με το φάσμα των διώξεων που συνάντησε στην Ελλάδα.

Το γεγονός ότι στην περίπτωση του ΚΚΕ η αλυσίδα αυτή έσπασε, ήταν αποτέλεσμα σκληρής διαπάλης, σύγκρουσης με τον ταξικό εχθρό και τον οπορτουνισμό, στην οποία επέδρασαν και μια σειρά άλλων παραγόντων που η ανάλυσή τους ξεφεύγει από τους σκοπούς αυτού του κειμένου.

Σήμερα, αποτιμώντας τη δύσκολη περίοδο που ακολούθησε τον τερματισμό του αγώνα του ΔΣΕ και το νέο προσανατολισμό του ΚΚΕ στη μαζική πολιτική δράση, έχουμε χρέος τιμής να αναγνωρίσουμε τις θυσίες και την προσφορά όλων όσων πρόσφεραν ακόμα και τη ζωή τους για τη διατήρηση του ΚΚ, της πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, κάτω από τις δυσκολότερες συνθήκες. Οσοι δεν υπέστειλαν τη σημαία της εργατικής τάξης μπροστά στις διώξεις και τις εκτελέσεις παραμένουν φωτεινό παράδειγμα για την ανάγκη ύπαρξης και αυτοτέλειας του ΚΚ σε όλες τις συνθήκες. Η ιστορία τους δικαίωσε!



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* O Κώστας Σκολαρίκος είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Β. Ι. Λένιν: «Θέσεις για το ΙΙ συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», «Απαντα», τ. 44, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1988, σελ. 206.

2. Σταύρου Κασιμάτη: «Η συναίνεση και τα κακά του Μπίσμαρκ», εφημερίδα «Καθημερινή», 25 Μάη 2011.

3. «6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Απόφαση: Η νέα κατάσταση και τα καθήκοντά μας», «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος,  εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1995, σελ. 16.

4. «7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Απόφαση στο 2ο θέμα: Η κατάσταση στην Ελλάδα και τα καθήκοντα του Κόμματος», «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος,  εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1995, σελ. 37-38.

5. «ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Απόφαση: Για τη ραδιοφωνική εκπομπή “Φροντιστήριο του Αγωνιστή” (23 Ιούλη 1952)», «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος,  εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1995, σελ. 276.

6. «7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Απόφαση στο 2ο θέμα: Η κατάσταση στην Ελλάδα και τα καθήκοντα του Κόμματος», «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος,  εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1995, σελ. 38.

7. «3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, Ντοκουμέντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2010, σελ. 538.

8. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το VI Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ (μετέπειτα Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσίας Μπολσεβίκοι), το οποίο διεξήχθηκε σε συνθήκες παρανομίας και διώξεων ενάντια στους μπολσεβίκους και τον Λένιν προσωπικά (Ιούλης 1917). Το Συνέδριο είχε ιδιαίτερη σημασία γιατί θεώρησε ότι η επανάσταση στη Ρωσία θα είναι σοσιαλιστική και καθόρισε την τακτική των μπολσεβίκων. Βλ. ΚΕ του ΚΚΣΕ (μπ.), Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπολσεβίκων) της Σοβιετικής Ενωσης, εκδ. «Του Λαού», χ.χ., σελ. 207-210.

10. «2η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Απόφαση στο πρώτο θέμα: Η κατάσταση στην Ελλάδα, το λαϊκό κίνημα και τα καθήκοντα των κομμουνιστών και των πρωτοπόρων αγωνιστών», «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος,  εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1995, σελ. 201.

11. Γιώργης Βοντίτσιος (Γούσιας), Εισήγηση πάνω στο 2ο θέμα της 3ης Ευρείας Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ το Νοέμβρη του 1952, «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος,  εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1995, σελ. 564.

12. Ο.π., σελ. 594.

13. Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ προς νέους αγώνες και επιτυχίες για το καλό του λαού και του τόπου», «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος,  εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1995, σελ. 394.

14. «5η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Απόφαση για το «Ριζοσπάστη» και την έντυπη προπαγάνδα και διαφώτιση στην Ελλάδα, «Το ΚΚΕ - Επίσημα Κείμενα», τ. 7ος,  εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1995, σελ. 443.

15. Leonhard Wolfgang: «Eurocommunism: Challenge for East and West», Holt, Reinhart and Winston Editions, New York 1979, p. 214.

16. Eric Hobsbawm: «Οι επαναστάτες», εκδ. «Θεμέλιο», Αθήνα 2008, σελ. 52-54.

17. Μανώλη Γλέζου: «Η δημοκρατική λειτουργία της ΕΔΑ και η καταστατική της κατοχύρωση - Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ: Εισηγήσεις- αποφάσεις- ομιλίες», εκδ. «Νέα Ζωή», 1956, σελ. 217-234.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ