Ποτέ την Κυριακή
Πώς θα ‘θελα να έχω ένα και δύο και τρία και πέντε μαγαζιά
Να τα ανοίγω όλα και να τα κάνω μασούρια, ένα σκασμό λεφτά
Κι εναλλακτικός στίχος από ταξική σκοπιά
Να τα κοινωνικοποιήσω και να τα κατέχει κτήμα της η εργατιά
Τη δε ημέρα εβδόμη, ο κύριος ξεκουράστηκε κι ο άνθρωπος τη βάφτισε κυριακή και την αφιέρωσε στη λατρεία του. Αν και στη βόρεια ευρώπη κάποιοι λαοί την είπανε σοφά μέρα του ήλιου (sunday, sontag, κτλ). Και να πεις ότι βλέπουν συχνά λιακάδες εκεί…
Ο θεός του χρήματος όμως διψά για απόλυτη υπεραξία (με την αύξηση της εργάσιμης εβδομάδας) και προστάζει να ανοίγουν τα μαγαζιά κυριακάτικα για να μην κλείνουν ποτέ. Κι οι επί γης εκπρόσωποί του, που θέλουν να τα έχουν καλά με όλα τα θεία, βρήκαν τη λύση και πήγαν μία ώρα πίσω το άνοιγμα των καταστημάτων (και μερικούς αιώνες πίσω τα εργατικά δικαιώματα). Αλλιώς θα έπρεπε η εκκλησία να συμφωνήσει αμήχανα με τα άθεα αριστερά κόμματα, που δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, αλλά υπερασπίζονται την κυριακάτικη αργία. Πώς τα φέρνει καμιά φορά η ρημάδα η ζωή και ο πανάγαθος για να δοκιμάσει την πίστη μας.
Κατεβαίνοντας λοιπόν στην απεργιακή περιφρούρηση στο κέντρο των χανιών, ήμουν προετοιμασμένος να αντιμετωπίσω αγανακτισμένους καταναλωτές και το τοπικό είδος της αποκαλούμενης χανιόλας καταναλώτριας, συνοδευόμενο από ισάριθμους χανιόληδες. Το οποίο ευδοκιμεί σε πολλά μέρη με διάφορες ποικιλίες κι είναι υπεράνω φύλου και γεωγραφικών συντεταγμένων.
Στέλλα φύγε θα έρθει το ΠΑΜΕ
Προσωπικά μου θύμισαν τους τσιμισκάνθρωπους, που όταν κάνουμε αλυσίδα στην είσοδο των εμπορικών, νιώθεις το βλέμμα τους να σε διαπερνά σα λέιζερ και να πέφτει πάνω στη βιτρίνα με τα προϊόντα, γιατί το πάθος για κατανάλωση είναι δυνατότερο από κάθε περιφρούρηση. Κι εσύ είσαι μόνο ένα αμελητέο εμπόδιο προς την σικασιά (εκ του σικ), την κομψότητα και την καταναλωτική ευτυχία. Που εσύ την αγνοείς ως εφήμερη, γιατί τα παραπέμπεις όλα μίζερα στη δευτέρα παρουσία.
Μαζί με αυτούς θυμάσαι κι όλους τους κλασικούς τύπους, πελάτες και υπαλλήλους, που συναντάς σε αυτές τις περιφρουρήσεις έξω από πολυκαταστήματα και σούπερ μάρκετ. Τους εργαζόμενους που έχουν οδηγίες να περιμένουν και πάνε απέναντι να πιουν καφέ μέχρι να φύγουμε, για να ανοίξουν το κατάστημα. Το φοβισμένο υπάλληλο που σου λέει μυστικά με τα μάτια, μη φεύγετε, σας χρειαζόμαστε. Αυτούς που έρχονται να σε τρατάρουν κάτι, να αντέξεις και να μη φύγεις, για να σου δώσουν κουράγιο και να πάρουν κι αυτοί από σένα. Αυτοί που σε πλησιάζουν με προσποιητό ενδιαφέρον για να (σε) ψαρέψουν πότε (επιτέλους) θα φύγουμε. Το συνάδελφο που παίρνει τρεις κι εξήντα, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά τον έχουν βαφτίσει υπεύθυνο του υποκαταστήματος κι αυτός, χωρίς να επωφελείται στο παραμικρό από αυτόν τον τίτλο, νιώθει αρχηγός, εποπ ταξίαρχος που λέγαμε και στο στρατό, που πρέπει να αναφέρει στους από πάνω, για να εκπληρώσει την αποστολή του.
Οι τσαμπουκαλήδες πελάτες, που πάνε γυρεύοντας για φασαρία κι είναι αποφασισμένοι να (την) ψωνίσουν, πάση θυσία. Κι αυτοί ψάχνουν μυστικές εισόδους για να ξεγλιστρήσουν να μπουν και σε βλέπουν σαν αντίπαλο σε ηλεκτρονικό παιχνίδι, που πρέπει να ξεγελάσουν για να περάσουν πίστα και να πάμε στο επόμενο επίπεδο αλλοτρίωσης. Συχώρα τους σύντροφε, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι, γιατί δεν έχουν αποκτήσει ακόμα ταξική συνείδηση.
Αντ’ αυτών όμως τα πράγματα ήταν απρόσμενα ήσυχα στις δικές μας φρουρές. Στο κέντρο της πόλης άνοιξαν μόνο τα public κι ένα άλλο μαγαζί με παπούτσια. Στο λιμάνι ανοίγουν πάντα γιατί είναι τουριστικά, ενώ άνοιξαν μερικά και έξω από την πόλη, όπως το τζάμπο (αλίμονο). Ήρθαν μαζί μας ενισχυτικά και κάποιες εργαζόμενες από τα sprider, δείχνοντας πως δεν πήγε χαμένη η δουλειά που έγινε όταν έκλεισε η επιχείρηση, έμεινε η μαγιά και χτίστηκαν κάποιοι δεσμοί.
Το πρωί στο εργατικό κέντρο, που ήταν η αφετηρία μας, ήταν και δυο μέλη της ανταρσύα, που δεν ήρθαν μαζί μας· και ελπίζω να έγιναν μετά να μαζεύτηκαν περισσότεροι, γιατί αλλιώς δεν έκλειναν ούτε περίπτερο –που λέει ο λόγος. Αλλά το κυριακάτικο ξύπνημα είναι αρκετά δύσκολο μετά από σαββατιάτικη έξοδο, ειδικά στα χανιά με την τσικουδιά να κελαηδάει στα ποτήρια και την υγρασία που κάνει το πάπλωμα βαρύ κι ασήκωτο. Η κυριακή εξάλλου δεν είναι ιερή μόνο για το ποίμνιο και τους εμποροϋπάλληλους αλλά και για τους άγρυπνους περιφρουρητές, που διεκδικούν το δικαίωμα του πολεμιστή στην ξεκούραση.
Όσο ήμασταν εκεί πετύχαμε (ή μάλλον μας πέτυχαν) κάτι ερασιτέχνες αθλητές που έτρεχαν σε ένα αγώνα δρόμου κι από μακριά έμοιαζαν αρχικά με στίφη ευτυχισμένων καταναλωτών, που περίμεναν πώς και πώς την κυριακάτικη αργία για τα ψώνια τους και κι έτρεχαν να προφτάσουν όλες τις προσφορές. Αλλά από κοντά αντέδρασαν θετικά στα συνθήματα που φωνάζαμε καθώς περνούσαν από μπροστά μας και μερικοί από αυτούς μας χειροκρότησαν κιόλας.
Παράλληλα έδωσαν έναν σπουδαίο συμβολισμό ότι η ταξική πάλη δεν είναι ένα μικρό ξέσπασμα τύπου σπριντ (κι ας έχουμε μαζί μας τις κοπέλες απ’ τα σπρίντερ) αλλά ένας μαραθώνιος. Για την ακρίβεια ένας αγώνας ανώμαλου κι ανηφορικού ως επί το πλείστον δρόμου διαρκείας, με ζιγκ-ζαγκ και πισωγυρίσματα. Κι είναι τραγική ειρωνεία να βλέπεις τους μικροαστικά ανυπόμονους που βρίσκουν εξαιρετικά επίπονο και βαρετό το μαραθώνιο αγώνα να προσπαθούν να καπηλευτούν τους μαραθωνομάχους και να σε κατηγορούν ότι επιλέγεις τους χαμηλής έντασης αγώνες, τη στιγμή που αυτός περιμένει να λυθούν όλα στην κούρσα της μιας ανάσας. Κι αν την κρατήσουμε όλοι μαζί μπορούμε να ασκήσουμε μαζικό λαϊκό εκβιασμό κυβέρνηση για να ικανοποιήσει τα αιτήματά μας –ου μην και το μεταβατικό μας πρόγραμμα.
Όλα αυτά εξηγούν εν μέρει πόσο αντιφατικά είναι τα πράγματα και στις συνειδήσεις του κόσμου. Μία εργαζόμενη στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς πχ έλεγε στους πελάτες της να μην έρθει κανείς να ψωνίσει την κυριακή, για να μην ανοίξει το κατάστημα, αλλά δεν περνούσε καν από το μυαλό της να απεργήσει η ίδια, για να φτάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα. Άλλοι συνάδελφοί της ζητούσαν να δουλέψουν αυτοί την κυριακή, γιατί θα αμείβονταν καλύτερα. Ενώ κάποιοι διευθυντές τα έβαζαν κάτω πως δεν τους συμφέρει τελικά με τα λειτουργικά έξοδα και δεν ήθελαν να ανοίξουν την επιχείρηση
Έτσι αντιφατική είναι όμως η άτιμη ταξική κοινωνία. Που άλλους τους ανεβάζει κι άλλους τους ρίχνει να δουλεύουν τις κυριακές για ξένα χέρια..
Επίμετρο
Ο τίτλος της ανάρτησης, η αρχή κι η φωτό με τη λεζάντα στη μέση είναι εμπνευσμένα από το αυτοκολλητάκι του τοπικού συλλόγου, που αποφάσισε να παραμείνουν κλειστά τα μαγαζιά –χωρίς να κάνει κάτι βέβαια για να εξασφαλίσει την υλοποίηση της απόφασης. Κι αυτό που έμεινε αναπάντητο στο πηγαδάκι που ανοίξαμε τελικά είναι αν τελικά η μελίνα έκανε αντίσταση από το εξωτερικό κι από απόσταση ασφαλείας, όπως λέει ο θερσίτης ή αν απλώς μέχρι εκεί μπορούσε να φτάσει δεδομένης και της οικογενειακής της καταγωγής.
Όσο κι αν ψάξω
Δε βρίσκω άλλο κόμμα
Να το στηρίζω ακόμα
Όσο το κουκουέ…
Υστερόγραφο σχετικό με προηγούμενη ανάρτηση, την προσπάθεια να δέσει η θεωρία των δύο άκρων και το κλασικό νομικό ερώτημα «ποιος ωφελείται;» από τη δολοφονία των δύο χρυσαυγιτών που κηδεύτηκαν σήμερα. Δεν είναι φανερό όμως; Αναρωτιέται ο λαϊκός στρώμας. Αφού από την παρασκευή έπαψαν όλοι να ασχολούνται με το θέμα μπογιόπουλου, σχόλασε ο γάμος και πήγαν για πουρνάρια. Συνεπώς…; Χωριό που φαίνεται, σφε αναγνώστη, κολαούζο δε θέλει… Κι απορώ πώς δεν το έπιασαν ακόμα στον αέρα οι έγκριτοι δημοσιολόγοι να μας το πλασάρουν ως πόρισμα.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα
Πώς θα ‘θελα να έχω ένα και δύο και τρία και πέντε μαγαζιά
Να τα ανοίγω όλα και να τα κάνω μασούρια, ένα σκασμό λεφτά
Κι εναλλακτικός στίχος από ταξική σκοπιά
Να τα κοινωνικοποιήσω και να τα κατέχει κτήμα της η εργατιά
Τη δε ημέρα εβδόμη, ο κύριος ξεκουράστηκε κι ο άνθρωπος τη βάφτισε κυριακή και την αφιέρωσε στη λατρεία του. Αν και στη βόρεια ευρώπη κάποιοι λαοί την είπανε σοφά μέρα του ήλιου (sunday, sontag, κτλ). Και να πεις ότι βλέπουν συχνά λιακάδες εκεί…
Ο θεός του χρήματος όμως διψά για απόλυτη υπεραξία (με την αύξηση της εργάσιμης εβδομάδας) και προστάζει να ανοίγουν τα μαγαζιά κυριακάτικα για να μην κλείνουν ποτέ. Κι οι επί γης εκπρόσωποί του, που θέλουν να τα έχουν καλά με όλα τα θεία, βρήκαν τη λύση και πήγαν μία ώρα πίσω το άνοιγμα των καταστημάτων (και μερικούς αιώνες πίσω τα εργατικά δικαιώματα). Αλλιώς θα έπρεπε η εκκλησία να συμφωνήσει αμήχανα με τα άθεα αριστερά κόμματα, που δεν έχουν ούτε ιερό ούτε όσιο, αλλά υπερασπίζονται την κυριακάτικη αργία. Πώς τα φέρνει καμιά φορά η ρημάδα η ζωή και ο πανάγαθος για να δοκιμάσει την πίστη μας.
Κατεβαίνοντας λοιπόν στην απεργιακή περιφρούρηση στο κέντρο των χανιών, ήμουν προετοιμασμένος να αντιμετωπίσω αγανακτισμένους καταναλωτές και το τοπικό είδος της αποκαλούμενης χανιόλας καταναλώτριας, συνοδευόμενο από ισάριθμους χανιόληδες. Το οποίο ευδοκιμεί σε πολλά μέρη με διάφορες ποικιλίες κι είναι υπεράνω φύλου και γεωγραφικών συντεταγμένων.
Στέλλα φύγε θα έρθει το ΠΑΜΕ
Προσωπικά μου θύμισαν τους τσιμισκάνθρωπους, που όταν κάνουμε αλυσίδα στην είσοδο των εμπορικών, νιώθεις το βλέμμα τους να σε διαπερνά σα λέιζερ και να πέφτει πάνω στη βιτρίνα με τα προϊόντα, γιατί το πάθος για κατανάλωση είναι δυνατότερο από κάθε περιφρούρηση. Κι εσύ είσαι μόνο ένα αμελητέο εμπόδιο προς την σικασιά (εκ του σικ), την κομψότητα και την καταναλωτική ευτυχία. Που εσύ την αγνοείς ως εφήμερη, γιατί τα παραπέμπεις όλα μίζερα στη δευτέρα παρουσία.
Μαζί με αυτούς θυμάσαι κι όλους τους κλασικούς τύπους, πελάτες και υπαλλήλους, που συναντάς σε αυτές τις περιφρουρήσεις έξω από πολυκαταστήματα και σούπερ μάρκετ. Τους εργαζόμενους που έχουν οδηγίες να περιμένουν και πάνε απέναντι να πιουν καφέ μέχρι να φύγουμε, για να ανοίξουν το κατάστημα. Το φοβισμένο υπάλληλο που σου λέει μυστικά με τα μάτια, μη φεύγετε, σας χρειαζόμαστε. Αυτούς που έρχονται να σε τρατάρουν κάτι, να αντέξεις και να μη φύγεις, για να σου δώσουν κουράγιο και να πάρουν κι αυτοί από σένα. Αυτοί που σε πλησιάζουν με προσποιητό ενδιαφέρον για να (σε) ψαρέψουν πότε (επιτέλους) θα φύγουμε. Το συνάδελφο που παίρνει τρεις κι εξήντα, όπως όλοι οι άλλοι, αλλά τον έχουν βαφτίσει υπεύθυνο του υποκαταστήματος κι αυτός, χωρίς να επωφελείται στο παραμικρό από αυτόν τον τίτλο, νιώθει αρχηγός, εποπ ταξίαρχος που λέγαμε και στο στρατό, που πρέπει να αναφέρει στους από πάνω, για να εκπληρώσει την αποστολή του.
Οι τσαμπουκαλήδες πελάτες, που πάνε γυρεύοντας για φασαρία κι είναι αποφασισμένοι να (την) ψωνίσουν, πάση θυσία. Κι αυτοί ψάχνουν μυστικές εισόδους για να ξεγλιστρήσουν να μπουν και σε βλέπουν σαν αντίπαλο σε ηλεκτρονικό παιχνίδι, που πρέπει να ξεγελάσουν για να περάσουν πίστα και να πάμε στο επόμενο επίπεδο αλλοτρίωσης. Συχώρα τους σύντροφε, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι, γιατί δεν έχουν αποκτήσει ακόμα ταξική συνείδηση.
Αντ’ αυτών όμως τα πράγματα ήταν απρόσμενα ήσυχα στις δικές μας φρουρές. Στο κέντρο της πόλης άνοιξαν μόνο τα public κι ένα άλλο μαγαζί με παπούτσια. Στο λιμάνι ανοίγουν πάντα γιατί είναι τουριστικά, ενώ άνοιξαν μερικά και έξω από την πόλη, όπως το τζάμπο (αλίμονο). Ήρθαν μαζί μας ενισχυτικά και κάποιες εργαζόμενες από τα sprider, δείχνοντας πως δεν πήγε χαμένη η δουλειά που έγινε όταν έκλεισε η επιχείρηση, έμεινε η μαγιά και χτίστηκαν κάποιοι δεσμοί.
Το πρωί στο εργατικό κέντρο, που ήταν η αφετηρία μας, ήταν και δυο μέλη της ανταρσύα, που δεν ήρθαν μαζί μας· και ελπίζω να έγιναν μετά να μαζεύτηκαν περισσότεροι, γιατί αλλιώς δεν έκλειναν ούτε περίπτερο –που λέει ο λόγος. Αλλά το κυριακάτικο ξύπνημα είναι αρκετά δύσκολο μετά από σαββατιάτικη έξοδο, ειδικά στα χανιά με την τσικουδιά να κελαηδάει στα ποτήρια και την υγρασία που κάνει το πάπλωμα βαρύ κι ασήκωτο. Η κυριακή εξάλλου δεν είναι ιερή μόνο για το ποίμνιο και τους εμποροϋπάλληλους αλλά και για τους άγρυπνους περιφρουρητές, που διεκδικούν το δικαίωμα του πολεμιστή στην ξεκούραση.
Όσο ήμασταν εκεί πετύχαμε (ή μάλλον μας πέτυχαν) κάτι ερασιτέχνες αθλητές που έτρεχαν σε ένα αγώνα δρόμου κι από μακριά έμοιαζαν αρχικά με στίφη ευτυχισμένων καταναλωτών, που περίμεναν πώς και πώς την κυριακάτικη αργία για τα ψώνια τους και κι έτρεχαν να προφτάσουν όλες τις προσφορές. Αλλά από κοντά αντέδρασαν θετικά στα συνθήματα που φωνάζαμε καθώς περνούσαν από μπροστά μας και μερικοί από αυτούς μας χειροκρότησαν κιόλας.
Παράλληλα έδωσαν έναν σπουδαίο συμβολισμό ότι η ταξική πάλη δεν είναι ένα μικρό ξέσπασμα τύπου σπριντ (κι ας έχουμε μαζί μας τις κοπέλες απ’ τα σπρίντερ) αλλά ένας μαραθώνιος. Για την ακρίβεια ένας αγώνας ανώμαλου κι ανηφορικού ως επί το πλείστον δρόμου διαρκείας, με ζιγκ-ζαγκ και πισωγυρίσματα. Κι είναι τραγική ειρωνεία να βλέπεις τους μικροαστικά ανυπόμονους που βρίσκουν εξαιρετικά επίπονο και βαρετό το μαραθώνιο αγώνα να προσπαθούν να καπηλευτούν τους μαραθωνομάχους και να σε κατηγορούν ότι επιλέγεις τους χαμηλής έντασης αγώνες, τη στιγμή που αυτός περιμένει να λυθούν όλα στην κούρσα της μιας ανάσας. Κι αν την κρατήσουμε όλοι μαζί μπορούμε να ασκήσουμε μαζικό λαϊκό εκβιασμό κυβέρνηση για να ικανοποιήσει τα αιτήματά μας –ου μην και το μεταβατικό μας πρόγραμμα.
Όλα αυτά εξηγούν εν μέρει πόσο αντιφατικά είναι τα πράγματα και στις συνειδήσεις του κόσμου. Μία εργαζόμενη στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς πχ έλεγε στους πελάτες της να μην έρθει κανείς να ψωνίσει την κυριακή, για να μην ανοίξει το κατάστημα, αλλά δεν περνούσε καν από το μυαλό της να απεργήσει η ίδια, για να φτάσουμε στο ίδιο αποτέλεσμα. Άλλοι συνάδελφοί της ζητούσαν να δουλέψουν αυτοί την κυριακή, γιατί θα αμείβονταν καλύτερα. Ενώ κάποιοι διευθυντές τα έβαζαν κάτω πως δεν τους συμφέρει τελικά με τα λειτουργικά έξοδα και δεν ήθελαν να ανοίξουν την επιχείρηση
Έτσι αντιφατική είναι όμως η άτιμη ταξική κοινωνία. Που άλλους τους ανεβάζει κι άλλους τους ρίχνει να δουλεύουν τις κυριακές για ξένα χέρια..
Επίμετρο
Ο τίτλος της ανάρτησης, η αρχή κι η φωτό με τη λεζάντα στη μέση είναι εμπνευσμένα από το αυτοκολλητάκι του τοπικού συλλόγου, που αποφάσισε να παραμείνουν κλειστά τα μαγαζιά –χωρίς να κάνει κάτι βέβαια για να εξασφαλίσει την υλοποίηση της απόφασης. Κι αυτό που έμεινε αναπάντητο στο πηγαδάκι που ανοίξαμε τελικά είναι αν τελικά η μελίνα έκανε αντίσταση από το εξωτερικό κι από απόσταση ασφαλείας, όπως λέει ο θερσίτης ή αν απλώς μέχρι εκεί μπορούσε να φτάσει δεδομένης και της οικογενειακής της καταγωγής.
Όσο κι αν ψάξω
Δε βρίσκω άλλο κόμμα
Να το στηρίζω ακόμα
Όσο το κουκουέ…
Υστερόγραφο σχετικό με προηγούμενη ανάρτηση, την προσπάθεια να δέσει η θεωρία των δύο άκρων και το κλασικό νομικό ερώτημα «ποιος ωφελείται;» από τη δολοφονία των δύο χρυσαυγιτών που κηδεύτηκαν σήμερα. Δεν είναι φανερό όμως; Αναρωτιέται ο λαϊκός στρώμας. Αφού από την παρασκευή έπαψαν όλοι να ασχολούνται με το θέμα μπογιόπουλου, σχόλασε ο γάμος και πήγαν για πουρνάρια. Συνεπώς…; Χωριό που φαίνεται, σφε αναγνώστη, κολαούζο δε θέλει… Κι απορώ πώς δεν το έπιασαν ακόμα στον αέρα οι έγκριτοι δημοσιολόγοι να μας το πλασάρουν ως πόρισμα.
Προβοκάτσια από Μπρεζνιεφικό απολίθωμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου