18 Φεβ 2014

Ξεφυλλίζοντας

 Ξεφυλλίζοντας


Ο δανεισμός βιβλίων μεταξύ συντρόφων είναι πονεμένη μάλλον ιστορία, όπου όλοι σχεδόν έχουμε υπάρξει κατά καιρούς θύτες ή θύματα. Προχτές κυριακή, η κε του μπλοκ πήρε τη ρίαλ νιουζ, που είχε προσφορά την εντολή της διδώς σωτηρίου –καμία σχέση με την «εντολή σαμαρά» που μας απασχολεί τελευταία- για να αναπληρώσει την απώλειά της από έναν τέτοιο δανεισμό. Και πέρα από το βιβλίο έγινε σοφότερη σε ορισμένα σημεία, ξεφυλλίζοντας το υπόλοιπο φύλλο.

Έμαθα πχ πως ο μπογιόπουλος έχει ξεκινήσει να αρθρογραφεί και στην εφημερίδα του χατζηνικολάου, με μια μικρή στήλη άποψης που στο τελευταίο φύλλο είχε ένα πολύ καλό σχόλιο περί πλεονάσματος. Το οποίο κι αντιγράφω, καθώς δεν έχει υποπέσει στην αντίληψή μου να έχει ανέβει διαδικτυακά κάπου αλλού.

Όντως υπάρχει πλεόνασμα. Ανέργων. Στο 1,5 εκατομμύριο οι εμφανώς άνεργοι. Κοντά στο 1 εκατομμύριο οι αφανώς άνεργοι, που ενώ εργάζονται παραμένουν απλήρωτοι για μήνες. Όντως υπάρχει πλεόνασμα. Φτώχιας. Στα 600.000 τα παιδιά που, σύμφωνα με τη Unicef, υποσιτίζονται. Τι ντροπή! Υπάρχει πλεόνασμα. Κοινωνικής αδικίας. Επί «σωτηρίας», οι φόροι σε μισθωτούς και μικροβιοπαλαιστές αυξήθηκαν κατά 7 και 9 φορές. Αλλά στις «εξωχώριες» εταιρείες μειώθηκαν. Κατά 16 φορές! Αυτά τα χρόνια –της «σωτηρίας»- η ψαλίδα της εισοδηματικής ανισότητας των πλουσιότερων με τους φτωχότερους Έλληνες διευρύνθηκε κατά 7,5 φορές! Όντως, υπάρχει πλεόνασμα. Υποκρισίας. Που γίνεται αβάσταχτα εξοργιστική όταν οι υπαίτιοι της λαϊκής δυστυχίας πανηγυρίζουν και, για να θαμπώσουν τα θύματα, επιλέγουν την παλιά γνωστή μέθοδο: Επιδεικνύουν αριθμούς που… ευημερούν. Όντως, υπάρχει πλεόνασμα. Μόνο που είναι βουτηγμένο στην απελπισία. Για να βγάλουν πλεόνασμα (3,9 δις ευρώ ήταν η τελευταία του μέτρηση) αφαίμαξαν πάνω από 63 δις ευρώ (!) από τον ελληνικό λαό. Αλήθεια, με τέτοιες «επιδόσεις», για να μειώσουν το χρέος των 320 δις ευρώ, πόσα… τρισεκατομμύρια σε μέτρα θα κληθεί να επωμιστεί ο λαός; Ναι, αλλά έχουμε πλεόνασμα. Θα χρησιμοποιηθεί, λένε, στις διαπραγματεύσεις με τους «εταίρους». Θυμηθείτε: Θα το χρησιμοποιήσουν για δύο λόγους: Πρώτον, για το ψηφοθηρικό λάδωμα της προεκλογικής τους μηχανής. Δεύτερον, και κυριότερο: Για να εμφανίσουν σαν «δικαιωμένη» την πολιτική της βαρβαρότητας και σαν «αδήριτη ανάγκη» τη συνέχισή της!

Σε άλλα θέματα της εφημερίδας, ο διευθυντής του πγ του καταλληλότερου αλέξη, νίκος παππάς, είπε πως ο κίνδυνος για το σύριζα δεν είναι να γίνει ένα καινούριο πασοκ, αλλά να γίνει ένα άλλο κουκουέ. Και για το μεν πρώτο δεν μπορώ να πω πως υφίσταται κίνδυνος για κάτι που έχει ήδη συντελεστεί κι αποτελεί κομμάτι της πολιτικής πραγματικότητας· ενώ για το δεύτερο μπορούμε να τον βεβαιώσουμε πως ο σύριζα δεν πρόκειται ποτέ να γίνει κκε, όχι στην κάλπη, αλλά κυρίως στο κίνημα και την πολιτική του.

Σε άλλο σημείο της συνέντευξης, ο παππάς ισχυρίζεται πως ο σύριζα θα υποστηρίξει στο δεύτερο γύρο κάθε κομμουνιστή υποψήφιο απέναντι σε χρυσαυγίτες και κυβερνητικούς εκπροσώπους. Αλλά ακόμα κι αν κάνουμε αφαίρεση από την πείρα που έχουμε και τις κάθε λογής ικαρίες, η ίδια η βάση του σύριζα δε φαίνεται να συμφωνεί μαζί του. Σε δημοσκόπηση για λογαριασμό της εφημερίδας, στο ίδιο φύλλο, σχετικά με την πρόθεση ψήφου στο δήμο αθηνών, υπάρχει ένα ειδικό ερώτημα που εξετάζει ποιον υποψήφιο θα σκεφτόταν γενικά να στηρίξει το σώμα, ανεξάρτητα από το τι θα ρίξει τελικά στην κάλπη. Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, μόλις ένας στους τέσσερις-πέντε (22,8%) ψηφοφόρους του σύριζα θα σκεφτόταν να στηρίξει το σοφιανό –σε αντίθεση με το 58,4% που απαντά αρνητικά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο- οριακά πάνω από τον καπερνάρο των ανελ και τον νυν δήμαρχο καμίνη ή άλλους υποψήφιος. Κι αυτό σε πλήρη αντίθεση με την εκλογική συμπεριφορά ενός μέρους των «σκληρών δογματικών κουκουέδων» που υπέκυψε στο εκβιαστικό δίλημμα του σύριζα να μη βγει η δεξιά, στα χνάρια των καλύτερων παραδόσεων του παπανδρεϊκού πασόκ και το απατηλά θέλγητρα μιας «εύκολης λύσης» αριστερής κυβέρνησης.

Αλλάζουμε έντυπο και θεματολογία. Στο πριν, την εφημερίδα της ανεξάρτητης αριστεράς, έχει ανοίξει προεκλογικός διάλογος για το… μέτωπο συμπόρευσης και βασικά για τη συνεργασία με τον αλαβάνο. Είναι κατά της εε ο αλέκος ή απλώς το παίζει; Το πιο εντυπωσιακό ωστόσο δεν είναι τόσο οι εκτιμήσεις του ρούση, του πατέλη και λοιπών δημοκρατικών δυνάμεων για το σύμμαχο αλαβάνο. Αλλά ότι αυτή η διαμάχη γίνεται μόλις λίγους μήνες μετά την πανελλαδική συνδιάσκεψη της ανταρσύα και την ερμηνεία της πολιτικής της απόφασης, που καθόρισε θεωρητικά το ζήτημα των τακτικών συμμαχιών. Συμβαίνουν όμως αυτά με τις συρραφές θέσεων και τα αμφίσημα κείμενα, που προσπαθούν να τα χωρέσουν όλα.

Στο τελευταίο φύλλο δημοσιεύεται ένα απαντητικό κείμενο τριών μελών της ανταρσύα (ανάμεσά τους αναγνωρίζω ένα ηγετικό στέλεχος της αραν από την οποία προέρχονται πιθανότατα κι οι άλλοι δύο) το οποίο ασκεί κριτική σε ένα πρόσφατο άρθρο των ελαφρού-αναγνωστάκη, που αξιοποιώντας τα αποθέματα της κνίτικης μόρφωσής τους, αναφέρθηκαν στις θέσεις των κλασικών περί ατομικής τρομοκρατίας και τη διαλυτική επίδραση της τελευταίας στο μαζικό κίνημα. Η απάντηση στο κείμενο των τριών είναι πως ο λένιν δεν απέρριπτε γενικά και από θέση αρχής τέτοιες μεθόδους, αλλά συγκεκριμένα παραδείγματα λανθασμένης χρήσης της, ότι το ολιγομελές αντάρτικο του φιντέλ δεν είχε άμεση σύνδεση με το μαζικό κίνημα, αλλά οδήγησε σε θρίαμβο την κουβανική επανάσταση κι ότι δεν πρέπει να απορρίπτουμε κανένα μέσο, χαρίζοντας στο κράτος το μονοπώλιο της βίας, για να μη γλιστρήσουμε στον οικονομισμό, στο λεγκαλισμό (την αστική νομιμοφροσύνη δηλ) και στον κυβερνητισμό, όπως οι κυρίαρχες εκδοχές της αριστεράς.

Δεν είναι στις προθέσεις μου να κάνω συνολική κριτική στο κείμενο, το οποίο θέτει ένα ενδιαφέρον γενικά θέμα προς συζήτηση –αρκεί να μην φετιχοποιούμε τη σύγκρουση, περιορίζοντας την έννοια στην τελική της εκδήλωση, την χρήση όπλων και επαναστατικής βίας και θεωρώντας την τελευταία αποκλειστικό κριτήριο επαναστατικής δράσης. Αφενός όμως κινείται μάλλον στα όρια της τραγικής ειρωνείας η κριτική περί κυβερνητισμού από τη σκοπιά ενός πουλατζικού πχ –που θεωρεί το κράτος σχέση, συσχετισμό δυνάμεων και συνεπώς την κυβέρνηση θέση που μπορεί να καταληφθεί για την καλύτερη προώθηση του αγώνα. Αφετέρου θεωρώ τουλάχιστον εντυπωσιακή την κακή αντίληψη του επίδικου της συγκυρίας, με την οργανωμένη προσπάθεια να χρεωθεί στο οπλοστάσιο της αριστεράς συλλήβδην η ατομική τρομοκρατία και να ταυτιστεί μαζί της κάθε διαφορετική φωνή και αντίδραση.

Εξίσου εκπληκτική είναι η εκτίμηση πως δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά πως τα συλληφθέντα μέλη τέτοιων ομάδων ήταν στημένοι πράκτορες –λες και η δράση τους κρίνεται με υποκειμενικά και όχι με αντικειμενικά κριτήρια. Ή ότι δεν έχει υπάρξει κάποια μεγάλη προβοκάτσια κατά του λαϊκού κινήματος που θα δικαιολογούσε την υπόνοια περί κρατικής προέλευσης τρομοκρατία. Αναρωτιέμαι ωστόσο πώς αλλιώς θα μπορούσε να χαρακτηριστεί πχ η υπόθεση της μαρφίν στη σταδίου, την ίδια μέρα που ψηφιζόταν το πρώτο μνημόνιο.

Κλείνουμε το σημερινό κύκλο με το τελευταίο τεύχος του περιοδικού μαρξιστική σκέψη –συριζικών και τροτσκιστικών αναφορών, αν κρίνει κανείς από τα περιεχόμενά του και τα μέλη της συντακτικής επιτροπής- που φιλοξενεί διπλό αφιέρωμα στον καβάφη και την ιστορία του κουκουέ –χοντρικά την ίδια περίοδο που εξετάζει και ο πρώτος τόμος του δοκιμίου.

Πώς συνδέονται αυτά τα δύο; Σύμφωνα με το εισαγωγικό σημείωμα της σύνταξης… «ο Καβάφης εξέφρασε και συνόψισε με την ποίησή του αυτό που παραμένει αξιοπρεπές στον παλιό κόσμο, τον αστικό κόσμο που πεθαίνει» ενώ αντιθέτως «στην ιστορία του ΚΚΕ, με αντιφάσεις, θετικά διαλείμματα και στιγμές, και με πολλές αμφισημίες μετά την αποκήρυξη του Άρη το 1945, αλλά οριστικά, αμετάκλητα και διαρκώς εντεινόμενα αφότου επικράτησε η ηγεσία της Παπαρήγα το 1991, κυριάρχησε σε επίπεδο ηγεσίας αυτό που είναι αναξιοπρεπές μέσα στο νέο κόσμο, το σοσιαλιστικό κόσμο που πασχίζει να γεννηθεί». Ενώ στη συνέχεια γίνεται λόγος και για το «ανώμαλο, ζαχαριαδικό καθεστώς» και άλλα συναφή ζητήματα στα οποία θα επανέλθει το περιοδικό με μελλοντικά αφιερώματα.

Δε θα υπήρχε λόγος να ασχοληθούμε περισσότερο με το συγκεκριμένο αφιέρωμα, αν δεν υπήρχε το «άλλοθι πολυφωνίας» που του δίνουν τα κείμενα των συντελεστών του εργατικού αγώνα και του συλλόγου «γιάννης κορδάτος» -αν και δεν είμαι πολύ σίγουρος αν ταυτίζονται πλέον αυτά τα δύο: μια μελέτη του καλτσώνη για τη μαρξιστική συζήτηση στην ελλάδα σχετικά με το κράτος και την επανάσταση στη δεκαετία του 30’, μια μελέτη του πετρόπουλου για το γληνό και ένα κείμενο του λιόση –που έχει συνεργαστεί και στο παρελθόν με το ίδιο περιοδικό- για την τακτική και στρατηγική του κκε τη δεκαετία του 30 και τις εξελίξεις στην κομιντέρν.

Εκεί ο λιόσης αναφέρει μεταξύ άλλων σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
Η ΚΔ από το 3ο συνέδριό της, στο οποίο χαράχτηκε η τακτική του Ενιαίου Μετώπου (εφεξής ΕΜ), μέχρι και το 7ο, δεν παρουσίασε μια σταθερή ιδεολογικοπολιτική πορεία. Θεωρούμε πως το 4ο συνέδριο ήταν ένα συνέδριο σταθμός για την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος, όχι όμως το 5ο (1924) και 6ο (1928). Δεν υποστηρίζουμε ότι οι αποφάσεις αυτών των συνεδρίων ήταν για το σκουπιδοτενεκέ της ιστορίας, αλλά ότι υπήρξαν λάθη και αντιφάσεις που δε βοηθούσαν στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος. Υιοθετήθηκε το σχήμα του σοσιαλφασισμού (ταύτιζε το φασισμό με τη σοσιαλδημοκρατία), η Εργατική Κυβέρνηση (εφεξής ΕΚ) ταυτίστηκε με τη δικτατορία του προλεταριάτου, το ΕΜ περιορίστηκε ως τακτική που θα εφαρμοζόταν «από τα κάτω» (υποτιμούνταν ή εξαφανιζόταν το «από τα πάνω») και υπήρξαν κάποιες χρονικές φάσεις που εγκαταλείφθηκε η θέση του ενός συνδικάτου και προτιμήθηκε η γραμμή των «Κόκκινων Συνδικάτων» (συνδικάτα που συμμετείχαν μόνον οι κομμουνιστές και ο «κύκλος» τους).

Μπορεί να συμφωνεί ή να διαφωνεί κανείς με τα συμπεράσματα του λιόση, σίγουρα όμως δε θα βοηθούσε τη συζήτηση ένας αντίλογος που θα βασιζόταν σε υστερικές κραυγές για «προδοσία, εγκατάλειψη αρχών, ιστορική συρραφή και επιλεκτική αποδοχή παλιότερων επεξεργασιών, κτλ». Κι αυτό δεν το λέω για να προλάβω κριτικές εναντίον του λιόση, αλλά ως γενικό κριτήριο που πρέπει να τίθεται σε κάθε κριτική αποτίμηση της ιστορικής διαδρομής της κομιντέρν και να μην υπάρχουν δυο μέτρα και σταθμά.

Σημειώνω επίσης πως ο λιόσης αποφεύγει λόγω χώρου να αναφερθεί κριτικά στη θεώρηση του ελληνικού τροτσκισμού –παραπέμποντας για μια αναλυτική κριτική στο βιβλίο του για την εξάρτηση. Λέει όμως πως οι θέσεις του δε βρήκαν ιδιαίτερη ανταπόκριση και αυτό, χωρίς να αποτελεί τεκμήριο για την ορθότητά τους, «πρέπει ωστόσο να προβληματίσει σοβαρά το γεγονός πως δε συγκίνησαν κανέναν, παρά πολύ μικρές μειοψηφίες».


Κι έχει απόλυτο δίκιο. Το μόνο που δεν μπορώ να καταλάβω είναι γιατί εδώ η μειοψηφία οφείλει τουλάχιστον να προβληματιστεί για τις θέσεις της, ενώ για το συνέδριο του κουκουέ τα κριτήρια αλλάζουν και η μειοψηφία έχει το δίκιο με το μέρος της, χωρίς να αναλογιστεί γιατί δεν κέρδισε την πλειοψηφία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ