Η «αυτοχρηματοδότηση» του Πολιτισμού: Μια έξυπνη επένδυση!
Γενική
κατεύθυνση της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι τα κράτη - μέλη να
εκμεταλλευτούν τη συγκυρία της καπιταλιστικής κρίσης, για να θέσουν
οριστικά τέλος στην κρατική χρηματοδότηση των δημόσιων φορέων του
πολιτισμού και της μικρής καλλιτεχνικής παραγωγής. Η κρατική και
κοινοτική χρηματοδότηση κατευθύνεται σε μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις
που αναλαμβάνουν να επενδύσουν στον τομέα του πολιτισμού, φορώντας τη
μάσκα του σωτήρα του.
Ετσι, για παράδειγμα, ο κινηματογράφος και γενικότερα ο οπτικοακουστικός τομέας, ως στρατηγικής σημασίας κλάδος στον τομέα του πολιτισμού, με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση κεφαλαίων, την πιο κρίσιμη σημασία τόσο στην κούρσα του ανταγωνισμού για τις αγορές όσο και στην εξυπηρέτηση των γενικότερων ιδεολογικοπολιτικών συμφερόντων του κεφαλαίου χρηματοδοτείται με το 56% του προγράμματος Δημιουργική Ευρώπη, ενώ τα κράτη - μέλη της ΕΕ μπορούν να χρηματοδοτούν μέχρι και το 50% μιας παραγωγής (60% σε περίπτωση συμμετοχής περισσοτέρων χωρών) με το υπόλοιπο ποσοστό να καλύπτεται είτε με επενδύσεις από άλλους κλάδους, είτε με τραπεζικά δάνεια και εγγύηση της ΕΕ. Εξαιτίας της επείγουσας ανάγκης να ενισχυθούν τα μονοπώλια του οπτικοακουστικού τομέα, η ΕΕ επιχειρεί μάλιστα να «κλείσει» κατεπειγόντως και πριν τις ευρωεκλογές ένα μέτωπο που παραμένει ανοιχτό εδώ και πολλά χρόνια, εξαιτίας της οξύτατης ενδοκαπιταλιστικής διαμάχης. Πρόκειται για το ζήτημα των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας στο διαδίκτυο και τη διαπάλη ανάμεσα στα μεγαθήρια του οπτικοακουστικού τομέα, τα οποία ζητούν να εφαρμοστούν πνευματικά δικαιώματα σε όλα τα οπτικοακουστικά έργα που διαδίδονται από το διαδίκτυο και τις εταιρείες παρόχους διαδικτυακών υπηρεσιών όπως η Google, η Yahoo, το Youtube κ.λπ. που επιδιώκουν να είναι ελεύθερα και δωρεάν, αφού τα κέρδη τους προέρχονται από τις διαφημίσεις. Ανεξάρτητα από το ποια μεριά θα υπερισχύσει και τι συμβιβασμοί θα γίνουν μεταξύ τους, το βέβαιο είναι ότι από αυτήν την υπόθεση χαμένοι θα βγουν οι καλλιτέχνες - δημιουργοί - αφού τη μερίδα του λέοντος από τα πνευματικά δικαιώματα θα την πάρουν οι επιχειρήσεις - παραγωγοί και όχι οι πραγματικοί δημιουργοί - ασφαλώς και οι χρήστες του διαδικτύου, αφού θα μπει τέλος στην όποια ελεύθερη πρόσβασή τους στην καλλιτεχνική παραγωγή και δημιουργία.
Ο άλλος τομέας όπου προβλέπεται κρατική χρηματοδότηση είναι η πολιτιστική κληρονομιά (έως και 80%) ως τομέας με μικρή κερδοφορία, αλλά με γενικότερη σημασία για το συνολικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον, ενόψει μάλιστα των διαδικασιών ψηφιοποίησης αρχείων και συλλογών, που την περίοδο αυτή βρίσκεται σε εξέλιξη και πραγματοποιείται από μονοπωλιακές επιχειρήσεις.
Προτεραιότητες
Βασική
προτεραιότητα στους σχεδιασμούς της ΕΕ για τον πολιτισμό είναι το σύνολο
των πολιτιστικών φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών, να λειτουργήσουν
ιδιωτικοοικονομικά - επιχειρηματικά. Στο πλαίσιο αυτό, προωθείται η ιδέα
της «αυτοχρηματοδότησης» των δημόσιων πολιτιστικών οργανισμών.Στο συνέδριο της Ελληνικής Προεδρίας «Χρηματοδοτώντας τη δημιουργικότητα» εκτιμήθηκε η αποτυχία της μορφής της «χορηγίας» - η οποία αποδόθηκε στην απουσία ισχυρών φορολογικών κινήτρων προς τους επίδοξους «χορηγούς» - και προβλήθηκαν μια σειρά «θετικά» μοντέλα αυτοχρηματοδότησης, όπως το συμμετοχικό, με πρόσθετη οικονομική συνδρομή του κοινού, οι επενδύσεις μέρους των εσόδων από τα εισιτήρια των κρατικών οργανισμών στο χρηματιστήριο και, τέλος, το μοντέλο των συμπράξεων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, που προκρίνεται και όλα δείχνουν ότι θα κυριαρχήσει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συμφωνία - μαμούθ με το Ιδρυμα Νιάρχος, το οποίο έχει αναλάβει την ψηφιοποίηση όλων των δημόσιων και δημοτικών βιβλιοθηκών, μια δραστηριότητα που προβάλλεται σαν «ευεργεσία». Στην πραγματικότητα, όμως το μονοπωλιακό αυτό ίδρυμα, που πίσω του βρίσκονται τεράστια κεφαλαιοκρατικά συμφέροντα (συνεργάζεται με μονοπωλιακούς κολοσσούς όπως η Google, το ίδρυμα Μπιλ Γκέιτς κ.λπ.) θα έχει τη δυνατότητα να ελέγχει, να διαχειρίζεται και να προβάλλει επιλεκτικά τον τεράστιο όγκο του δημόσιου πνευματικού πλούτου που περικλείεται στις βιβλιοθήκες. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από την παρέμβαση που το ίδρυμα αυτό επιχειρεί στη συνείδηση της νεολαίας, μέσα από δραστηριότητες «εκπαίδευσής» της στη νέα τεχνολογία και τον πολιτισμό στα εργαστήρια Πολυμέσων που έχει ιδρύσει σε δημοτικές βιβλιοθήκες.
Στο περίγραμμα αυτό, η πορεία κατάργησης, συγχώνευσης και απαξίωσης σημαντικών για τη λαϊκή πολιτιστική ανάπτυξη δημόσιων οργανισμών (όπως μουσικά σύνολα και χορωδίες, το ΕΚΕΒΙ, το θεατρικό μουσείο, τα ΔΗΠΕΘΕ, δεκάδες μουσεία, βιβλιοθήκες και άλλοι πολλοί ορισμένοι από τους οποίους είναι πολύτιμοι και μοναδικοί) θα συνεχιστεί. Ο πρώτος ρόλος στη διαφύλαξη και ανάπτυξη του πολιτιστικού και καλλιτεχνικού μας πλούτου ανατίθεται στα ιδρύματα των μονοπωλιακών ομίλων και τις διάφορες ΜΚΟ (όπως για παράδειγμα το ΔΙΑΖΩΜΑ, η CulturePolis κ.ά. για την πολιτιστική κληρονομιά) που εισχωρούν στους δημόσιους οργανισμούς για να εκμεταλλευτούν τα πιο κερδοφόρα τμήματά τους.
Σημαντική πλευρά της δράσης των ιδιωτικών επιχειρήσεων στον πολιτισμό είναι το να βοηθήσουν στην καταπολέμηση δύο παραγόντων που εμποδίζουν την εντατικότερη εμπορευματοποίηση του πολιτισμού και συγκεκριμένα: α) Των κοινωνικών «αγκυλώσεων» που θέλουν τον πολιτισμό αποκομμένο από την επιχειρηματικότητα και β) της άγνοιας των δημόσιων οργανισμών και των εργαζομένων στον πολιτισμό πάνω στους κανόνες της επιχειρηματικότητας. Ετσι, ένα μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς τους κατευθύνεται στην «εκπαίδευση» των δημόσιων πολιτιστικών φορέων, του καλλιτεχνικού - δημιουργικού δυναμικού, ακόμη και των πολιτιστικών συλλόγων με σεμινάρια, αλλά κυρίως στην πράξη - μέσα από διάφορες μορφές συμπράξεων και συνεργασίας - στις έννοιες του τζίρου, των αγορών, των τάρκετ γκρουπ, των μπίζνες πλαν κ.λπ., με λίγα λόγια στις μεθόδους και τις πρακτικές της επιχειρηματικής εκμετάλλευσης του πολιτισμού. Χαρακτηριστικά τα προγράμματα της ΜΚΟ του Ιδρύματος Σ. Νιάρχος για το ζωντάνεμα των δημοτικών βιβλιοθηκών περιλαμβάνουν διάφορα ψυχαγωγικά δρώμενα, όπως ελκυστική ανάγνωση βιβλίων, περιπάτους, εκδρομές κ.λπ. στα οποία υποχρεώνονται να συμμετάσχουν οι εργαζόμενοι της βιβλιοθήκης.
Στη βάση όσων προαναφέρθηκαν, το ζητούμενο από τους ανθρώπους της Τέχνης είναι «η καινοτομία και η δημιουργικότητα που μετατρέπονται σε προϊόντα και υπηρεσίες προς πώληση», με άλλα λόγια οι επικερδείς εφαρμογές των ιδεών τους. Η καινοτομία, δηλαδή, και η δημιουργικότητα αφορούν τόσο την ίδια την καλλιτεχνική δημιουργία, όσο και την επιχειρηματική επιδεξιότητα, την ικανότητα των καλλιτεχνών - δημιουργών και των άλλων απασχολούμενων στον τομέα του πολιτισμού «να δρουν επιχειρηματικά», να αξιοποιούν ικανότητες που αφθονούν σ' αυτό το χώρο, όπως η εφευρετικότητα, η φαντασία, η έμπνευση, οι γνώσεις ειδικότερα στην ψηφιακή τεχνολογία, για να αναζητούν φτηνότερες μεθόδους παραγωγής, νέους διαύλους διανομής, τρόπους διαφήμισης, διεύρυνσης του κοινού και «αυτοχρηματοδότησης», δηλαδή νέες μορφές μείωσης του κόστους, διόγκωσης των κερδών και αύξησης της πελατείας για την πολιτιστική βιομηχανία.
Εντατικότερη εμπορευματοποίηση
Ολη
αυτή η βαθύτερη και εντατικότερη εμπορευματοποίηση της τέχνης και του
πολιτισμού δεν ακυρώνει μόνον την καλλιτεχνική υπόσταση των καλλιτεχνών -
δημιουργών, αλλά και καταπατά ολοσχερώς ακόμη και τα στοιχειώδη
εργασιακά δικαιώματα για τη μεγάλη μάζα τους. Κύριο χαρακτηριστικό των
εργασιακών σχέσεων στην αυτοχρηματοδοτούμενη πολιτιστική βιομηχανία
είναι η ολοσχερής επικράτηση της εργασιακής ανασφάλειας και
μισοανεργίας, αφού οι προσλήψεις γίνονται στη βάση ατομικών εργοληπτικών
συμφωνιών, συμβάσεις έργου, δελτίο παροχής υπηρεσιών και άλλες μορφές
εργασιακής εξαθλίωσης. Αντιπροσωπευτικό είναι το παράδειγμα των μουσικών
συνόλων, ακόμη και των συμφωνικών ορχηστρών που παρότι η ποιότητά τους
καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη σταθερότητα της σύνθεσής τους, οι
μόνιμες θέσεις εργασίας αντικαθίστανται σταδιακά από θέσεις προσωρινής
απασχόλησης. Πολύ συχνή είναι βέβαια και η ανασφάλιστη και αδήλωτη
εργασία με χαμηλότατη αμοιβή, η ανάγκη αναζήτησης δεύτερης δουλειάς
χωρίς δημιουργικό περιεχόμενο, η υποχρέωση για διαρκή κινητικότητα, η
ανάληψη από τους ίδιους τους εργαζόμενους των εξόδων εκπαίδευσης και
επιμόρφωσής τους, των επιδομάτων αδείας κ.λπ.Ακόμη χειρότερη μορφή εκμετάλλευσης είναι αυτή των εργαζομένων στην αποκαλούμενη «δημιουργική βιομηχανία», αφού στο νέο αυτό εργασιακό μοντέλο ο εργαζόμενος όχι μόνο δεν πληρώνεται για την εργασία του, αλλά πληρώνει κι από πάνω. Οι καλλιτέχνες- δημιουργοί συστήνουν διάφορα εταιρικά σχήματα (μικρές θεατρικές ομάδες, μουσικά γκρουπ, ακόμη και ΚοινΣΕπ όπως οι μουσικοί των δήμων μετά την κατάργηση των Δημοτικών Ωδείων), σηκώνοντας όλο το οικονομικό βάρος και το ρίσκο της παραγωγής τους, ενώ στη συνέχεια πληρώνουν ενοίκιο και ποσοστά στους ιδιοκτήτες αιθουσών για να την προβάλουν. Ολα αυτά με την ελπίδα ότι ίσως κάποτε, κάποιο από τα μονοπώλια της πολιτιστικής βιομηχανίας θα μυριστεί κέρδη και θα αγοράσει την παραγωγή τους. Πρόκειται δηλαδή για μια εναγώνια προσπάθεια να πουλήσουν την εργατική τους δύναμη. Στο πλαίσιο αυτό, αναζητούν τρόπους να μπαλώσουν και να μοιραστούν τη φτώχεια τους, δημιουργώντας κοινές υποδομές (π.χ. κοινή αποθήκη σκηνικών, βεστιάριο κ.λπ.). Το χειρότερο είναι ότι μέσα σ' αυτόν τον καθημερινό εφιάλτη της επιβίωσης θα πρέπει να καταφέρνουν να είναι καινοτόμοι και δημιουργικοί! Μια σωστή κόλαση, δηλαδή, που δεν αφορά μόνο την περίοδο της κρίσης, αλλά θα συνεχιστεί και μετά την ανάκαμψη σύμφωνα με τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές για τον πολιτισμό. Ενα δίκτυο, μάλιστα, από παπαγαλάκια αστικών κομμάτων και του ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργούν συστηματικά στους νέους καλλιτέχνες την ιδέα της μικρής «επιχειρηματικότητας» και του εταιρισμού ως μοναδικής ρεαλιστικής εργασιακής διεξόδου. Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένοι μελετητές χαρακτηρίζουν τους εργαζόμενους στη «δημιουργική βιομηχανία» ως «καλλιτεχνικό πρεκαριάτο», από τη γαλλική λέξη precarite που σημαίνει αβεβαιότητα.
Οπως είναι φυσικό, στο έδαφος αυτό επαναπροσδιορίζεται και ο ρόλος του κράτους σε ρυθμιστή και συντονιστή του όλου σχεδιασμού σε όφελος των μονοπωλίων. Πιο συγκεκριμένα, το κράτος αναλαμβάνει να χαράζει τη γενική πολιτική, να δημιουργεί βάσεις δεδομένων, να παρακολουθεί και να αξιολογεί, παρεμβαίνοντας στις δυσλειτουργίες ακόμη και με αιφνιδιαστικές καταργήσεις δημόσιων φορέων όπως ήδη έχει διαπιστωθεί, να παρέχει δομές και εργαλεία για την καπιταλιστική ανάπτυξη του τομέα (όπως τα προγράμματα της ΕΕ) και να εκπαιδεύει στο χειρισμό τους. Ετσι, ενώ μέχρι σήμερα το κράτος χρηματοδοτούσε - έστω και πενιχρά - τους πολιτιστικούς του μηχανισμούς του για να αναπαράγουν τον κυρίαρχο αστικό πολιτισμό, από 'δώ και στο εξής τους υποχρεώνει να επιτελέσουν το σκοπό τους χωρίς κρατική οικονομική στήριξη, οδηγώντας τους απευθείας στην «αγκαλιά» του κεφαλαίου.
Οι συνέπειες αυτού του σχεδίου ασφυκτικότερου ελέγχου του πολιτισμού από τα μονοπώλια θα είναι η απαξίωση ακόμη και καταστροφή σημαντικών αλλά μη κερδοφόρων πεδίων του, η ενίσχυση της χειραγώγησης στην τέχνη και τους καλλιτέχνες, η παρεμβολή νέων εμποδίων για την πρόσβαση των λαϊκών στρωμάτων στον αληθινό πολιτισμό και την τέχνη που αφυπνίζει, η διαιώνιση και διόγκωση της εργασιακής εξαθλίωσης για τη μεγάλη πλειονότητα των καλλιτεχνών - δημιουργών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου