Δύο κείμενα για το Μουντιάλ
Το παγκόσμιο
κύπελλο ήταν και θα είναι –όχι ελληνικό, αλλά- μουντιάλ κι όχι world cup ή όπως αλλιώς σκεφτεί να το μετονομάσει
η (πούτα) φίφα, με την ίδια έννοια που το ελληνικό πρωτάθλημα θα είναι πάντα η
άλφα εθνική (κατηγορία), για να βγαίνει και το σύνθημα «εκεί-εκεί…» με τις ομάδες
που πηγαίνουν για υποβιβασμό, και δε θα καθιερωθεί ποτέ στη συνείδηση του μέσου
φιλάθλου ως σούπερ-λιγκ.
Το μουντιάλ
είναι επίσης η ευκαιρία να θυμίσουμε στους εαυτούς μας πως παραμένουμε παιδιά, ένας
απενοχοποιημένος παλιμπαιδισμός, όπου φωνάζουμε, χαιρόμαστε, χοροπηδάμε, κλαίμε
καμιά φορά χωρίς σοβαρό λόγο, αφηγούμαστε δημιουργικά σπορ ιστορίες με αρκούδες
και χιλιάδες υπερβολές, χωρίς να μεγαλώνει η μύτη μας. Και να φανταστείς πως
τώρα υπάρχει ο αδιάψευστος μάρτυρας του βίντεο, σε αντίθεση με παλιές,
(παρα)μυθικές εποχές, οπότε κάθε ιστορία πρέπει να κρατήσει και ένα άλλοθι
αληθοφάνειας, χωρίς να απομακρύνεται πολύ από τα γεγονότα ή να εφευρίσκει δικά της.
Μπορεί κάλλιστα όμως να επιλέξει εκείνα τα γεγονότα που θα τη βοηθήσουν να
χτίσει το μύθο της. Η τεχνολογία προσδίδει φοβερή ισχύ στο ψέμα ή τις μισές
αλήθειες (που είναι περίπου το ίδιο) και αυτό μπορεί να το καταλάβει κανείς από
πρώτο χέρι, με το ρόλο του διαδικτύου στην πολιτική.
Η ιστορία
των μουντιάλ είναι το ξετύλιγμα του νήματος των αναμνήσεών μας. Από τον χορό
του ροζέ μιλά, το κλάμα του ντιέγκο στον τελικό του 90’ και τέσσερα χρόνια
μετά, όταν πιάστηκε ντοπέ, τις καράφλες του μπαρτέζ και του ζιντάν (αν και
κανείς δε φτάνει αυτή του βούλγαρου λέτσκοφ) και το keep walking του μπάτζιο, μέχρι την κουτουλιά στο
ματεράτσι και την αφιέρωση του blaugrana
ινιέστα στο μακαρίτη χάρτκε της μισητής γειτόνισσας εσπανιόλ. Και από το
ναυάγιο του 94’ με το 4-4-2 του αλκέτα (τέσσερα από αργεντινή και βουλγαρία,
δύο από νικηρία), στο πρώτο γκολ και την πρώτη νίκη με τη νιγηρία στη νότια
αφρική το 10’.
Το μουντιάλ
είναι η ανάγκη μας να χαμογελάσουμε, να κάνουμε καζούρα, και λίγο χαβαλέ, όχι
γιατί μας τον επιβάλλουν, αλλά γιατί τον χρειαζόμαστε, χωρίς οπαδικά γυαλιά και
στεγανά που τον κάνουν «άγουστο» και επικίνδυνο. Η ανάγκη να ξεφύγουμε λίγο από
τη μίζερη πραγματικότητα, χωρίς να ξεχνάμε στιγμή όσα χρειάζονται για να την
αλλάξουμε.
Κι ίσως
φανεί τραγικό, αλλά το μουντιάλ κι όλες οι μεγάλες αθλητικές στιγμές είναι ίσως
για πολύ κόσμο ό,τι πιο κοντινό θα βιώσει ποτέ σε μια κάποια αίσθηση διεθνισμού
και συλλογικότητας, με τους λαούς του κόσμου να έχουν στραμμένα τα μάτια τους στη
στρογγυλή θεά και τα καπρίτσια της.
Είναι
επίσης η ευκαιρία να βρουν δικαίωση (ή να διαψευστούν παταγωδώς) κάποιες
ποδοσφαιρικές εμμονές ή αντιπάθειές μας: η απέχθεια για την αβάσταχτη
ελαφρότητα του βραζιλιάνικου φολκλόρ και τα ψυχρά πάντσερ του.. μερκελισμού· οι
παράλληλοι βίοι του μέσι με το μαραντόνα· η λατρεία για τους αργεντινούς και τους
μποέμ ολλανδούς, που ούτε τώρα θα το πάρουν· και οι μπλαουγκράνα ανταύγειες της
ισπανίας.
Το μουντιάλ
σε τελική ανάλυση είναι κάτι σαν λαϊκή προσομοίωση της τέχνης, με τους βιρτουόζους
της μπάλας, τους ποιητές της κερκίδας, τις ντρίμπλες που χορεύουν τις άμυνες και
αφήνουν άγαλμα τον τερματοφύλακα, τους θεατρίνους στο χόρτο, τους σκηνοθέτες
του πάγκου κι όλα όσα σμιλεύουν την ψυχή του φιλάθλου και κάνουν το ποδόσφαιρο
να θεωρείται το μπαλέτο της εργατικής τάξης.
Το μουντιάλ
όμως δεν είναι μόνο η λάμψη των αστέρων, της μπάλας και των χορηγών, αλλά κυρίως
η αθέατη πλευρά του. Είναι πρωτίστως η άλλη βραζιλία, που υποφέρει κι
εξεγείρεται, οι παραγκουπόλεις με τις φαβέλες δίπλα στους ουρανοξύστες, η
συσσωρευμένη δυστυχία και φτώχεια, που είναι μονίμως στη σέντρα και τρώει
αλλεπάλληλα γκολ στην καθημερινή ζωή, οι εργάτες που θυσιάστηκαν για να στεριώσουν
τα καινούρια γήπεδα, σα σύγχρονα γεφύρια της άρτας, και να είναι έτοιμα στην
ώρα τους, οι συνάδελφοί τους στο μετρό που απεργούν, κτλ.
Ακόμα
και με καθαρά ποδοσφαιρικούς όρους να το δει κανείς, το μουντιάλ είναι η
υπερκόπωση των καταπονημένων ποδοσφαιριστών, που είναι σα στυμμένες
λεμονόκουπες και δεν μπορούν να παίξουν στο μάξιμουμ της απόδοσής τους, ο
θρίαμβος της σκοπιμότητας, τα άνοστα ματς-σούπες μες στο κατακαλόκαιρο, κτλ.
Φέτος
στην ευρώπη, πολλοί σύλλογοι έμοιαζαν με ακριβά αμάξια πολυτελείας που είχαν
ξεμείνει από βενζίνη στην τελική ευθεία και πήγαιναν με κεκτημένη ταχύτητα.
Στην ισπανία οι διεκδικητές του τίτλου δεν πέτυχαν ούτε νίκη τις τελευταίες
αγωνιστικές. Στην αγγλία πάλεψαν για τον τίτλο ως το τέλος μία ομάδα που έμεινε
νωρίς εκτός ευρώπης και μια άλλη που δεν είχε εξ αρχής ευρωπαϊκές υποχρεώσεις.
Στον τελικό του τσου λου η φιναλίστ ατλέτικο κατέρρευσε σταδιακά μετά από μία
ώρα παιχνιδιού κι έμεινε από λάστιχο στην παράταση. Ο πορτογάλος ρονάλντο
μοιάζει σκιά του καλού του εαυτού εδώ και δύο μήνες, ενώ ο μέσι που μοίραζε
κάποτε σακούλες για εμετό στους αντιπάλους του, τώρα υποφέρει ο ίδιος από
εμετούς και ναυτίες. Ο κόσμος λαχταρά να δει καλό θέαμα κι ωραία παιχνίδια,
αλλά οι οιωνοί δεν είναι καθόλου ενθαρρυντικοί για αυτά που θα δούμε τον
επόμενο μήνα.
Ούτε η
παράδοση εξάλλου, αν ξετυλίξουμε όλο το μίτο των αναμνήσεων.
Το 90’ η γερμανία σπρώχτηκε προς τον τίτλο, γιατί έπρεπε να σφραγίσει με μια αθλητική
επιτυχία την ενοποίησή της (διάβαζε καλύτερα προσάρτηση της λδγ). Το 94’ η φίφα
όρισε τον τελικό κι άλλα παιχνίδια ντάλα μεσημέρι μες στο κατακαλόκαιρο, για να
πέσει σε βολική τηλεοπτική ώρα (prime time) για τις μεγάλες αγορές της ευρώπης. Το
98’ ο ρονάλντο είχε επιληπτικό επεισόδιο πριν από τον τελικό με τη γαλλία, αλλά
έπαιξε κανονικά, για να μη μείνουν μπουκάλα οι χορηγοί, χωρίς τη λάμψη του
φαινομένου, που ήταν σβηστός εκείνη τη μέρα στο γήπεδο.
Το καλοκαίρι
του 02’ θυμάμαι αποχαιρετήσαμε στη σχολή τις συμφοιτήτριές μας, γιατί δε θα μας
έβλεπαν τις επόμενες μέρες και καταλήξαμε να τις νοσταλγούμε με όσα είδαμε
(κλοτσοσκούφι και κοράκια) στο χειρότερο μουντιάλ όλων των εποχών. Το 06’, το
μουντιάλ συνέπεσε με τις καταλήψεις του μαϊούνη και θυμάμαι σε ένα απογευματινό
ματς τον διπλανό να μου λέει: ευτυχώς που ήρθες, να πούμε καμιά κουβέντα, γιατί
θα με είχε πάρει ο ύπνος. Το 10’ η πιο χαρακτηριστική ανάμνηση ήταν ο.. γλυκός
ήχος της βουβουζέλας, γιατί κανένα από τα αστέρια της εποχής (μέσι, ρονάλντο,
ρούνεϊ, κακά) δεν πέτυχε έστω ένα γκολ, για να οδηγήσει την ομάδα του στα
ημιτελικά τουλάχιστον.
Εν κατακλείδι.
Αν το μουντιάλ και το ποδόσφαιρο γενικότερα είναι μια θρησκεία χωρίς απίστους, όπως
μας λένε στο βιβλίο τους ο μπογιό κι ο μηλάκας, γίνεται όντως το όπιο του λαού,
δηλ η καρδιά ενός άκαρδου κόσμου και το παυσίπονο του κοσμάκη που θέλει να
περάσει καλά και να ξεχάσει για λίγο τα προβλήματα και την πραγματικότητα. Κι
αν θέλουμε να μην καταλήξει κι αυτό μια κοιλάδα ατελείωτων δακρύων και
χασμουρητών (και μια αθλητική εκδοχή της σίλικον βάλεϊ για τα μεγάλα συμφέροντα),
οφείλουμε να καταπιαστούμε με αυτήν ακριβώς την πραγματικότητα, όχι απλά για να
την ερμηνεύσουμε με διάφορους τρόπους, αλλά για να την αλλάξουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου