ΔΕΗθώμεν
Κωδικοποιημένες σημειώσεις για το μεγάλο φαγοπότι της
μικρής δεη
Η περίπτωση του ξεπουλήματος της μικρής δεη προσφέρεται
για την κατάρριψη διαφόρων αστικών μύθων νεοφιλελεύθερης και σοσιαλδημοκρατικής
κοπής.
Κανείς θιασώτης του νεοφιλελευθερισμού (νεοφιλελές) δεν
μπορεί να υποδείξει κάποια περίπτωση ιδιωτικοποίησης (έστω σαν εξαίρεση που
επιβεβαιώνει τον κανόνα) που να έφερε ως αποτέλεσμα πιο χαμηλές τιμές για τον
καταναλωτή με το λεγόμενο υγιή ανταγωνισμό (παρεμπιπτόντως, θα είχε ενδιαφέρον
ένας ακριβής ορισμός της έννοιας, σε αντιπαράθεση πχ με τον ασθενή ή τον
αρρωστηένο ανταγωνισμό).
Ούτε μπορεί κανείς φυσικά να εξηγήσει πειστικά με ποιον
τρόπο ωφελεί το δημόσιο η εκχώρηση κερδοφόρων επιχειρήσεων και μάλιστα των πιο
επικερδών λειτουργιών τους· ή –εφόσον πιστέψουμε ότι έχουμε να κάνουμε με
ελλειμματικούς, προβληματικούς οργανισμούς- για ποιο λόγο προσελκύουν το
επενδυτικό ενδιαφέρον των μεγάλων μονοπωλίων, που δε δρουν προφανώς ως
φιλόπτωχα ταμεία, αλλά με αποκλειστικό σκοπό το μέγιστο κέρδος.
Κάθε τίμιος απατεώνας που σέβεται τον εαυτό του, πρέπει
βέβαια να μας πείσει πως τα πράγματα είναι διαφορετικά και πως, στην
πραγματικότητα, όλα γίνονται για το καλό μας. Η πιο κραυγαλέα περίπτωση που
μπορώ να ανακαλέσω στη μνήμη μου είναι μια παλιά διαφήμιση του οτε, που αύξανε
μεν τα τιμολόγια, αλλά πρόβαλλε την αλλαγή του τρόπου χρέωσης ανά λεπτό κι όχι
ανά τρίλεπτο, όπως γινόταν πριν.
Όταν παίρνω ένα κιλό πατάτες, γιατί να πληρώνω τρία κιλά
πατάτες;
Το πόσο θα έφτανε η τιμή του κιλού βέβαια, μας ήταν αδιάφορο
κι έτσι συνεχίζαμε όλοι χαρούμενοι κι ευτυχισμένοι συνδρομητές, μολονότι λίγα
χρόνια πριν, μπορούσες να βάλεις ένα τάλιρο στον τηλεφωνικό θάλαμο και να μιλάς
με τις ώρες, πρακτικά για όσο ήθελες.
Εν τω μεταξύ η ράβδος της ανεξάρτητης δικαιοσύνης πίπτει
εκεί που δε φτάνει ο δημοσιογραφικός λόγος και τα αντανακλαστικά του
καλλιεργούμενου κοινωνικού αυτοματισμού, κρίνοντας «παράνομη και καταχρηστική»
τη συντριπτική πλειοψηφία των απεργιακών κινητοποιήσεων και γενικά κάθε
αγωνιστική εργατική κινητοποίηση. Το σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη»,
που τόσο ερεθίζει τις ασώματες κεφαλές στα δελτία ειδήσεων, είναι πιο επίκαιρο
από ποτέ.
Ο ανεκδιήγητος ταμίλος, που μεγάλωσε με λάμπες πετρελαίου
και το ρομαντικό φως των κεριών, δίνει μια πολύ καλή αφορμή να προβληματιστούμε
πάνω στο τι είναι κοινωνικό αγαθό και πώς το ορίζουμε. Έχουμε συνηθίσει να
αποκαλούμε κοινωνικά κάποια αγαθά (όπως το νερό και το ρεύμα) που καλύπτουν
κάποιες πρώτες, βασικές ανάγκες και πρέπει να είναι προσιτά σε όλους,
ανεξάρτητα από το εισόδημα και την κοινωνική τους θέση. Ποιο αγαθό όμως, απ’
όσα παράγει ο άνθρωπος με την εργασία του, για να καλύψει τις ανάγκες του,
θεωρούμε πώς δεν χρειάζεται να δίνεται ισότιμα σε όλους, αλλά να το έχουν μόνο
όσοι προνομιούχοι μπορούν να το ακριβοπληρώσουν για να το απολαύσουν; Ακόμα και
τα είδη πολυτελείας σχετίζονται με βασικές ανάγκες του ανθρώπου (διακοπές,
ψυχαγωγία, μεταφορές, μόρφωση, κτλ). Και δεν υπάρχει καμία τέτοια ανάγκη που να
συνιστά πολυτέλεια, απλά και μόνο επειδή δεν αφορά άμεσα το κομμάτι της
επιβίωσης.
Ούτως ή άλλως όμως, για ποιο κοινωνικό αγαθό μπορούμε να
μιλάμε σήμερα στο ήδη υπάρχον πλαίσιο, όταν οι λαϊκές οικογένειες καλούνται να
(ακριβο)πληρώσουν το ρεύμα και το νερό που καταναλώνουν και χιλιάδες νοικοκυριά
αφήνουν ανεξόφλητους τους λογαριασμούς τους, λόγω αντικειμενικής αδυναμίας να
τους πληρώσουν;
Ο τεμαχισμός και το ξεπούλημα ενός μόνο τμήματος του
οργανισμού, δεν έχει να κάνει με κάποιο είδος φιλολαϊκής ανησυχίας της
κυβέρνησης, αλλά συνιστά μία ακόμα απόδειξη πω οι καπιταλιστές δεν
ενδιαφέρονται ακριβώς για το σύνολο των λειτουργιών κάθε επιχείρησης, αλλά
προτιμούν και επιδιώκουν τη σύμπραξη με το δημόσιο, που αναλαμβάνει τα πιο
κοστοβόρα κομμάτια που δεν αποφέρουν άμεσα κέρδος (πχ δημιουργία και συντήρηση
δικτύου), αφήνοντας για τους ιδιώτες τα δελεαστικά φιλέτα με το μεγαλύτερο
ποσοστό κέρδους.
Η σύμπραξη δημόσιου κι ιδιωτικού τομέα μέσω των σδιτ και
ποικίλων άλλων τρόπων, δεν είναι παρά μια επιβεβαίωση της σύμφυσης
κράτους-μονοπωλίων στο σύγχρονο κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό (κμκ) που μπορεί
να πάρει διάφορες μορφές. Ο χαρακτήρας της όμως δεν επηρεάζεται άμεσα απ’ την
ποικιλία αυτών των μορφών συνεργασίας, από το εκάστοτε καθεστώς ιδιοκτησίας του
κάθε οργανισμού (εάν δηλ ανήκει στο κράτος ή σε ιδιώτη, στο δήμο ή στους
μετόχους δημότες του, που εξαγόρασαν συλλογικά τις μετοχές του). Και δεν
αλλάζει στο παραμικρό από το παλιότερο κεϊνσιανό πλαίσιο λειτουργίας του ή τη
σημερινή νεοφιλελεύθερη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού, που έχει ως βασικό
γνώρισμα τις εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις. Η «δημόσια δεη» ως είχε, έδινε (και
θα εξακολουθήσει να το κάνει) φτηνό ρεύμα στους βιομήχανους, λειτουργούσε
πρωτίστως με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, έκοβε την παροχή σε άπορους
καταναλωτές, που δε μπορούσαν να εξοφλήσουν τους λογαριασμούς τους, κτλ.
Η υπεράσπιση του σημερινού στάτους κβο στη δεη λοιπόν δεν
υπερασπίζεται ουσιαστικά το δημόσιο χαρακτήρα της, δεν αποτελεί καν συνεπή μάχη
οπισθοφυλακών από τη σκοπιά του κεϊνσιανού παρελθόντος και των κεκτημένων του
-εφόσον έχει μεσολαβήσει από το 90’ μια σειρά νόμων που ξήλωνε σταδιακά το
πουλόβερ, προωθώντας την ιδιωτικοποίηση του οργανισμού. Και καταλήγει να
αποτελεί την άλλη όψη του νομίσματος του κρατικομονοπωλιακού πλαισίου, με μια
κινηματική νότα συμμετοχικής, δημοψηφισματικής αμεσοδημοκρατίας. Το σύστημα δεν
χαράζει μία μονοσήμαντη στρατηγική πορεία, αλλά φροντίζει και για τις κίβδηλες
εναλλακτικές που ενσωματώνουν τις αγωνιστικές διαθέσεις-διεργασίες προσφέροντας
στον κόσμο ψεύτικη πολιτική διέξοδο με κοινοβουλευτικούς όρους και μια
κυβερνητική λύση από τα πάνω.
Παράλληλα αναδεικνύονται πολλά κομβικά ζητήματα που
καλείται να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά η πρωτοπορία των ταξικών δυνάμεων
ανεβάζοντας το επόμενο διάστημα την ποιότητα της δουλειάς της.
Η αναντιστοιχία των ανεβασμένων μορφών πάλης που
επιλέγονται, περισσότερο ως καρπός απόγνωσης στο παρά πέντε παρά ως ώριμη και
συνειδητή επιλογή, με το επίπεδο συνειδητοποίησης ενός κλάδου. Η δημιουργία ή
περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση αγωνιστικών συνειδήσεων κατά τη διάρκεια των
εργατικών κινητοποιήσεων και τα όρια που βάζουν στο περιεχόμενό τους οι
δυνάμεις του οπορτουνισμού. Η απαιτούμενη πολυμορφία, χωρίς φετιχοποίηση
συγκεκριμένων μορφών πάλης, που πολλές φορές γίνεται το άλλοθι της υποχώρησης
μετά από την αναδίπλωση-απογοήτευση ενός κλάδου και δεν εμφανίζεται ποτέ στην
πράξη. Το σπάσιμο της συντεχνιακής λογικής και του αδιέξοδου περιεχομένου, που
κάνει την εμφάνισή του στις κινητοποιήσεις πολλών κλάδων περισσότερο ως έκφραση
της ήττας και του κυρίαρχου πλαισίου, παρά ως αμφισβήτησή του κι απεγκλωβισμός
από τους όρους του. Το ενδεχόμενο-δυνατότητα να μπουν μπροστά ως δόρυ αιχμής
κάποιοι κλάδοι που μπορούν να τραβήξουν μέχρι τέλους, για να συσπειρωθούν σε
αγωνιστική κατεύθυνση κι οι υπόλοιποι.
Και μια σειρά άλλα, που εδώ τα απαριθμώ και τα αναφέρω
ονομαστικά, απαιτούν ωστόσο ειδική εξέταση σε ξεχωριστό κείμενο κι ίσως να το
δούμε αναλυτικά σε κάποια από τις επόμενες αναρτήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου