Η Τέχνη ως εργαλείο ανάλυσης, κατανόησης και παρέμβασης στην πραγματικότητα
Σήμερα
ο «Ρ» δημοσιεύει την ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ
του ΚΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού της ΚΕ, στο πρώτο
σεμινάριο που διοργάνωσαν η ΤΟ Καλλιτεχνών της ΚΟΑ του ΚΚΕ και η
Επιτροπή Φεστιβάλ ΚΝΕ - «ΟΔΗΓΗΤΗ», στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας -
πρόσκλησης για δημιουργία πρωτότυπου καλλιτεχνικού έργου.
Μπροστά
στα ερωτηματικά που γεννιούνται και τα ιδεολογήματα που
προπαγανδίζονται για τον κοινωνικό ρόλο της Τέχνης και το σύγχρονο ρόλο
των καλλιτεχνών, η ΤΟ Καλλιτεχνών της ΚΟΑ του ΚΚΕ και η Επιτροπή
Φεστιβάλ ΚΝΕ - «ΟΔΗΓΗΤΗ» διοργάνωσαν και πραγματοποίησαν, με μεγάλη
επιτυχία την προηγούμενη βδομάδα, το πρώτο από μια σειρά σεμιναρίων, με
κεντρική ομιλήτρια το μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνη του Τμήματος
Πολιτισμού της ΚΕ, Ελένη Μηλιαρονικολάκη.
Τα σεμινάρια εντάσσονται στο πλαίσιο της πρωτοβουλίας - πρόσκλησης για δημιουργία πρωτότυπου καλλιτεχνικού έργου. Θυμίζουμε ότι όσοι ενδιαφέρονται είτε για να καταθέσουν ήδη έτοιμο έργο είτε με πρόθεση να δημιουργήσουν μπορούν να επικοινωνούν με τις Οργανώσεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ (στη διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου texniapofasi39@gmail.com.) είτε να στέλνουν τα έργα τους ηλεκτρονικά στην ίδια διεύθυνση. Στόχος της πρωτοβουλίας είναι να παρακινηθούν οι νέοι καλλιτέχνες να δημιουργήσουν έργο ή να αξιοποιήσουν έργο από τα συρτάρια τους, ώστε να γίνει χρήσιμο εργαλείο σ' αυτούς που το έχουν ανάγκη, δηλαδή να τεθεί στην υπηρεσία του λαού. Το επόμενο σεμινάριο έχει προγραμματιστεί για το Σάββατο 22 Μάρτη.
Παρακάτω παραθέτουμε ολόκληρη την ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη.
Η απάντηση δεν είναι εύκολη, γιατί η τέχνη είναι ένας σύνθετος, πολύμορφος και ξεχωριστά πλούσιος τρόπος ανθρώπινης έκφρασης, έτσι, που μιλώντας κανείς γι' αυτήν, να διατρέχει πάντα τον κίνδυνο να στενέψει το περιεχόμενο και το χαρακτήρα της, να πέσει σε απλουστεύσεις, να την αποχυμώσει. Αν, για παράδειγμα, θεωρήσουμε ότι ο σκοπός της τέχνης είναι να διαπαιδαγωγεί, τότε σε τι διαφέρει από την παιδαγωγική; Αν πάλι αντιμετωπίσουμε την τέχνη ως διασκέδαση, τότε γιατί οι μεξικάνικες, τούρκικες και άλλες εξωτικές τηλεοπτικές ανοησίες να μη συμπεριληφθούν στο πεδίο της; Θα προσπαθήσουμε, λοιπόν, να δώσουμε μια απάντηση στο ερώτημα αυτό, όσο το δυνατόν πιο αντικειμενική και ολοκληρωμένη, αποφεύγοντας τις ηθικόλογες διδαχές ή την επίκληση των συναισθημάτων.
Τέχνη: Η προσπάθεια του ανθρώπου να κατακτήσει τον κόσμο
Τι
είναι, λοιπόν, τέχνη και ποιος ο ρόλος της; Αν, προκειμένου να
γλυτώσουμε από τη φλυαρία και σύγχυση που καλλιεργεί γύρω από το θέμα η
αστική αισθητική, ανοίξουμε ένα μαρξιστικό εγχειρίδιο θα διαβάσουμε ότι η
τέχνη είναι μια μορφή κοινωνικής συνείδησης, μια ιδιαίτερη μορφή
υποκειμενικής αντανάκλασης της πραγματικότητας από τον καλλιτέχνη και
τον άνθρωπο γενικότερα. Αν, όμως, ψάξουμε βαθύτερα θα ανακαλύψουμε ότι
πριν απ' αυτό και πριν από κάθε τι άλλο (από το να είναι δηλαδή
παιχνίδι, διασκέδαση, γλώσσα συναισθημάτων κ.λπ. κ.λπ.) η τέχνη είναι
μια μορφή εργασίας. Ενας ξεχωριστός δηλαδή τρόπος με τον οποίο ο
άνθρωπος προσπαθεί να αφομοιώσει την πραγματικότητα, φυσική και κοινωνική, για να μπορέσει να την ελέγξει, να κυριαρχήσει σ' αυτήν,
δίπλα στους άλλους δύο τρόπους εργασίας, την πρακτική - τεχνική και την
επιστημονική. Οπως δηλαδή η πρακτική - τεχνική ή τεχνολογική εργασία
για την παραγωγή υλικών αγαθών είναι ένας αγώνας του ανθρώπου να δαμάσει τη φύση και να την υποτάξει στις ανάγκες του,
όπως η επιστημονική εργασία είναι η προσπάθεια του ανθρώπου να
ανακαλύψει τις κρυφές, εσωτερικές νομοτέλειες που διέπουν τη φύση και
την κοινωνία έτσι και η τέχνη είναι η προσπάθεια να κατακτήσει ο άνθρωπος τον κόσμο με έναν άλλο τρόπο, τον αισθητικό, με το συνδυασμό δηλαδή αισθήσεων, γνώσεων, συναισθημάτων και πρακτικής εργασίας.Και τονίζουμε αυτό το πριν από οτιδήποτε άλλο, γιατί η εργασία διαμόρφωσε τον άνθρωπο, μέσα από την εργασία το μπροστινό πόδι του πιθήκου μετεξελίχθηκε στην πορεία κάποιων αιώνων σε χέρι του Ραφαήλ, όπως γράφει ο Ενγκελς στο εξαιρετικό έργο του "Ο ρόλος της εργασίας για την εξανθρώπιση του πιθήκου", η συνειδητή εργασία είναι το ειδοποιό χαρακτηριστικό του ανθρώπου, αυτό που τον κάνει να ξεχωρίζει από τα άλλα είδη του ζωικού βασιλείου. Και αφού η εργασία μας διαμόρφωσε ως είδος και εξακολουθεί να μας διαμορφώνει, μαζί διαμορφώνει και την κοινωνική μας συνείδηση. Εργαζόμενος δηλαδή ο άνθρωπος, προσπαθώντας να επιδράσει με τα εργαλεία και τα μέσα παραγωγής πάνω στη φύση και στο περιβάλλον, διεισδύει όλο και βαθύτερα στην ουσία, στις ιδιότητες των πραγμάτων, ανακαλύπτει τις σχέσεις και τους νόμους που διέπουν τα πράγματα και τα φαινόμενα, αποκτά ολοένα και βαθύτερη συνείδηση της πραγματικότητας.
Η καταγωγή της Τέχνης και η σύνδεσή της με την εργασία
Η
σύνδεση άλλωστε της τέχνης με την εργασία αποκαλύπτεται από την
καταγωγή της. Για χιλιάδες χρόνια η τέχνη ήταν συγχωνευμένη με την
εργασία. Οι πρώτες μορφές της στην αυγή της ανθρωπότητας, όπως οι
ξέφρενοι χοροί πριν το κυνήγι των φυλών, οι χαραγμένες εικόνες ζώων
στους τοίχους των σπηλαίων, τα ζωόμορφα ή ανθρωπόμορφα αγαλματίδια, αποτελούσαν πλευρά της εργασίας, μια προϋπόθεση της μάχης των προγόνων μας για επιβίωση,
έναν τρόπο για να γνωρίσουν και να δαμάσουν το περιβάλλον τους, να
αισθανθούν δυνατοί απέναντι στη φύση που ορθωνόταν μπροστά τους άγνωστη
και απειλητική, δημιουργώντας όμοια μ' αυτήν. Με άλλα λόγια, η τέχνη δε
γεννήθηκε σαν πνευματική πολυτέλεια από δυνάμεις που περίσσευαν. Πρόβαλε
σαν πραγματική ανάγκη, που την επιβάλανε οι ίδιες οι προϋποθέσεις της
εργασιακής δραστηριότητας: Την ανάγκη να οργανώσει ο άνθρωπος ένα άλλο είδος σχέσεων του με την πραγματικότητα,
τις αισθητικές, που, όπως είπαμε, δεν είναι απλά αισθητηριακές αλλά
μαζί διανοητικές, συναισθηματικές, πρακτικές. Στη συνέχεια, βέβαια,
διαχωρίστηκε και αναπτύχτηκε σε ανεξάρτητο τομέα καλλιτεχνικής εργασίας.Από τη στιγμή που κατανοούμε την τέχνη σα μια ειδική μορφή ανάπτυξης της εργασίας, δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε ότι ο σκοπός της είναι ίδιος με αυτόν της ανθρώπινης εργασίας. Η τέχνη δηλαδή, όπως και κάθε μορφή εργασίας, είναι η συνειδητή, σκόπιμη δραστηριότητα του ανθρώπου για να ιδιοποιηθεί, να οικειοποιηθεί, να "εξανθρωπίσει" τη φύση, την κοινωνία και τον εαυτό του, να φέρει τον κόσμο στα ανθρώπινα μέτρα. Αυτή η οικειοποίηση της πραγματικότητας δεν είναι μάλιστα παθητική, ούτε για τον καλλιτέχνη, ούτε και για το κοινό του, αλλά λειτουργεί δυναμικά, επιδρώντας στη συνείδησή τους προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Εχει δηλαδή την ιδιότητα να αλλάζει τον άνθρωπο και μέσα από αυτόν τον κόσμο.
Είναι αυτό που εννοεί ο Μπρεχτ όταν γράφει ότι το δικό μας θέατρο δεν αρκείται στην αναγνώριση της πραγματικότητας αλλά πρέπει να διεγείρει και να οργανώνει τις διαθέσεις για την αλλαγή της και πριν απ' αυτόν ο Μαρξ στο Λουδοβίκο Φόυερμπαχ, που έλεγε ότι "οι φιλόσοφοι δεν αρκεί να ερμηνεύουν την πραγματικότητα αλλά και να την αλλάζουν". Κι αυτό γιατί η εργασία, επομένως και η τέχνη ως μορφή της, δεν αποσκοπεί απλά στη γνώση της πραγματικότητας αλλά επιδιώκει τη μεταμόρφωσή της σύμφωνα με τους ανθρώπινους σκοπούς και ανάγκες.
Οταν καλλιεργεί στον άνθρωπο τη βαθύτερη συνείδηση της ανθρωπιάς του
Με
άλλα λόγια, ο αληθινός σκοπός της τέχνης δεν είναι να μας εφησυχάζει
απέναντι στη ζωή. Να αφήνουμε στη γκαρνταρόμπα μαζί με το σακάκι κάθε
έγνοιά μας και να λέμε τώρα κλείνουμε τα κουμπιά, διαβάζουμε ένα βιβλίο
για να ξεχαστούμε. Η τέχνη δεν είναι ένα είδος ναρκωτικού, μια
ψυχολογική υποστήριξη για να καταπίνουμε αγόγγυστα τα φαρμάκια της
βάναυσης καθημερινότητάς μας, όπως ορίζουν στις μέρες μας την αποστολή
της τα διάφορα κέντρα της κυρίαρχης πολιτιστικής πολιτικής. "Δε δίνω λέξες παρηγόρια...",
έγραφε ο Βάρναλης. Ούτε θεραπαινίδα της "εθνικής ομοψυχίας", δηλαδή της
ακινησίας και της ταξικής συνεργασίας βέβαια είναι, όπως δεν είναι και
χάιδεμα της αυθόρμητης συνείδησης του τύπου "ένας κύκλος είναι η ζωή και
μάταιο είναι να αγωνίζεσαι αφού πάντα τελικά έρχεσαι από κάτω", όπως
συνηθίζουν πολλοί να λένε, για παράδειγμα στην πολύκροτη παράσταση του
Μπάντμιντον για τον Θεοδωράκη, που ευτυχώς τη σώζει η μουσική, ή του
τύπου "για όλα φταιν οι ξένοι και οι ξενόδουλοι ιδιοτελείς πολιτικοί",
καταπώς συνειδητά ή ασυνείδητα τη μεταχειρίζονται τελευταία αρκετές
καλλιτεχνικές παραγωγές διεκδικώντας τίτλους προοδευτικότητας.Η πραγματική λειτουργία της τέχνης δεν είναι να τρέχει πίσω από το κοινό της αλλά να το καθοδηγεί. Να μας δίνει την αληθινή εικόνα της πραγματικότητας, αυτή που βρίσκεται κάτω από την επιφανειακή και άρα απατηλή εικόνα που συλλαμβάνουν οι αισθήσεις μας, την κίνηση μέσα στην ακινησία. Προπαντός, να μας αποκαλύπτει πως η κίνηση αυτή δεν πραγματοποιείται πέρα και έξω από εμάς αλλά η κατεύθυνσή της εξαρτάται κατά πολύ από τη δική μας στάση και δράση. Με λίγα λόγια, αληθινή, μεγάλη, πρωτοπόρα τέχνη είναι αυτή που καλλιεργεί στον άνθρωπο τη βαθύτερη συνείδηση της ανθρωπιάς του, της δύναμής του να υποτάξει τη φύση και την κοινωνία στις ανάγκες του, η τέχνη που δημιουργεί τον άνθρωπο - δημιουργό.
Λογικά, βέβαια, θα αναρωτηθεί κανείς: Κινητοποίηση για αλλαγή της πραγματικότητας αλλά προς ποια κατεύθυνση; Μα οπωσδήποτε προς την κατεύθυνση της "ελευθερίας", της απαλλαγής του ανθρώπου από τους φυσικούς, κοινωνικούς και πνευματικούς καταναγκασμούς. Και αυτή η κατεύθυνση ούτε τυχαία είναι, ούτε υποκειμενική. Γιατί ο άνθρωπος με ένα μόνο τρόπο γίνεται ικανός να ιδιοποιηθεί την πραγματικότητα: Οταν επενεργεί σ' αυτήν σύμφωνα με την εσωτερική της δομή. Οπως ο γιατρός δεν μπορεί να αδιαφορεί για τη δομή του ανθρώπινου οργανισμού για να θεραπεύσει κι ο ναυπηγός δεν μπορεί να παραβλέπει τους νόμους της υδροδυναμικής για να σχεδιάσει το πλοίο, έτσι και ο καλλιτέχνης δεν μπορεί να αψηφά την αντικειμενική πραγματικότητα, που η κίνησή της ακολουθεί νομοτέλειες έξω και, συχνά αντίθετες, με την ιδεολογία του, δεν μπορεί να αγνοεί τη διαλεκτική της ζωής με τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις αλλά την ανοδική τελικά της κίνηση, που αντικειμενικά και, ανεξάρτητα από προσωρινά πισωγυρίσματα, τείνει προς ανώτερες μορφές οργάνωσής της, στο πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό - κομμουνισμό. Με λίγα λόγια "μονάχα η πραγματικότητα μπορεί να μας μάθει πώς την πραγματικότητα να αλλάξουμε", όπως έγραφε ο Μπρεχτ.
Μπαλζάκ, Τολστόι κι άλλες αντιφάσεις
Ετσι
εξηγείται και μια αντίφαση που παρουσιάζεται στην τέχνη, όπου τα
καλλιτεχνικά έργα ξεπερνούν ορισμένες φορές τις συντηρητικές απόψεις των
δημιουργών τους, γιατί άθελά τους μέσα στην ένταση της προσπάθειας να
συλλάβουν ρεαλιστικά την πραγματικότητα, την αληθινή κίνηση της ζωής
φτάνουν να συναντώνται με πλευρές της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας.
Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις του Μπαλζάκ και του Τολστόι, που
καταφέρνουν να υπερνικήσουν τη συντηρητική ιδεολογία τους και τα
πολιτικοκοινωνικά στερεότυπά τους. Γράφει ο Ενγκελς, για παράδειγμα,
για τον Μπαλζάκ πως "ποτέ η σάτιρά του δεν είναι τόσο κοφτερή και τόσο
πικρή η ειρωνεία του, όπως όταν περιγράφει τους άντρες και τις γυναίκες
που συμπαθεί περισσότερο, δηλαδή τους ευγενείς. Και οι μόνοι άνθρωποι
για τους οποίους μιλάει πάντα με ανυπόκριτο θαυμασμό είναι ακριβώς οι
πολιτικοί του αντίπαλοι, οι δημοκράτες ήρωες...". Αντίστοιχα
παραδείγματα έντιμης στάσης απέναντι στην πραγματικότητα υπάρχουν και
στην ελληνική τέχνη, όπως αυτό του φυσιολάτρη Ελύτη, του υμνητή της
αιγιοπελαγίτικης ομορφιάς τη στιγμή που τα νησιά ήταν τόποι εξορίας.
Αυτός είναι ο ίδιος που έγραψε το Αξιον Εστί και τον Ηλιο τον Πρώτο, "τα παιδιά ξεχύνονται στους δρόμους, οι φωνές τους δεν είναι πια κουρέλια, έντιμο αίμα..."
Ο Σεμερτζίδης πριν γίνει κομμουνιστής στο έργο του απεικόνιζε το χορό
του Ζαλόγγου με όλες τις μητέρες χορεύοντας να πέφτουν με τα μωρά τους
στο γκρεμό και μια μητέρα στην άκρη να μην μπορεί να το κάνει και να
κρατά το παιδί στην αγκαλιά της. Ο Σεμερτζίδης ήθελε να υπηρετήσει την
αλήθεια για τη ζωή, έδειχνε πόσο πιο σημαντικός είναι αυτός ο ηρωισμός,
πόσο βασανιστικός και ποιες αντιφάσεις πρέπει να ξεπεράσεις. Γι αυτό το
λόγο το έργο του αποκλείστηκε από διαγωνισμό που συμμετείχε, επειδή ο
ρεαλισμός και η διαλεκτική του ενοχλούσε τα εξειδικευμένα και στατικά
πρότυπα για τον ηρωισμό της αστικής αισθητικής.Πάνω σ' αυτό είναι χαρακτηριστική η γνωστή δήλωση του Μπρεχτ: "Οταν διάβασα Μαρξ, κατάλαβα τα έργα μου".
Η διαφορά της Τέχνης με άλλες μορφές εργασίας
Θα
μου πείτε, αν προσδιορίσουμε την κοινωνική λειτουργία της τέχνης ως
καθοδήγηση του ανθρώπου για να οικειοποιηθεί τη φυσική και κοινωνική
πραγματικότητα, τότε ποια η διαφορά της από τις άλλες μορφές
εργασίας; Ποια η διαφορά της από την επιστήμη, για παράδειγμα, που και
αυτή έχει τον ίδιο σκοπό, να απαλλάξει τον άνθρωπο από το μόχθο;
Είναι αλήθεια πως επιστήμη και τέχνη, ως μορφές εργασίας, έχουν ένα
κοινό γνώρισμα, που τις ξεχωρίζει από τη θρησκεία, και αυτό είναι ότι
και οι δύο αυτές μορφές μπορούν να οδηγήσουν από διαφορετικό δρόμο στην
αλήθεια για την πραγματικότητα. Εχουν όμως και δύο μεγάλες διαφορές.Η πρώτη είναι ότι η επιστήμη επιδιώκει τη γνώση της αντικειμενικής πραγματικότητας, ανεξάρτητα από την ανθρώπινη υποκειμενικότητα, τις εξάρσεις, τα συναισθήματα, τις επιθυμίες, άσχετα βέβαια από το αν το καταφέρνει. Ειδικά στις κοινωνικές επιστήμες η ταξικότητα είναι κάτι παραπάνω από προφανής. Αντίθετα στην τέχνη υπάρχει και υποκειμενισμός, αφού σε αυτή συμμετέχει ολόκληρος ο ανθρώπινος ψυχισμός. όχι μονάχα η νόηση αλλά και το συναίσθημα και η βούληση.
Η δεύτερη διαφορά είναι ότι η επιστήμη είναι υποχρεωμένη να απομονώνει το αντικείμενό της για να το μελετήσει σε μεγαλύτερο βάθος. Ακόμη και οι επιστήμες που μελετούν τον άνθρωπο είναι αναγκασμένες να τον διασπούν σε χωριστές πλευρές του (ιστορία, ψυχολογία, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία κ.λπ.). Αντίθετα, η τέχνη αγκαλιάζει το αντικείμενό της, τον κοινωνικό άνθρωπο, σφαιρικά και ζωντανά, με όλο τον πλούτο των ανθρώπινων ιδιοτήτων και των σχέσεών του.
Αυτές οι δυο διαφορές καθιστούν την τέχνη σε μια πολύ πιο πλούσια μορφή διείσδυσης στην πραγματικότητα, με μία προϋπόθεση. Την προϋπόθεση ότι ο δημιουργός μελετά, κατέχει και αξιοποιεί την επιστημονική γνώση που έχει συσσωρεύσει η ανθρωπότητα στον καιρό του μέχρι και τα τελευταία της επιτεύγματα και εργάζεται πάνω σε αυτή. Τότε πραγματικά μπορεί να φτάσει σε σπουδαία αποτελέσματα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ορισμένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, που οι συγγραφείς τους δεν ακούμπησαν μόνο στο ταλέντο τους, στην έμπνευσή τους αλλά και σε σκληρή εργασία με τη βοήθεια της γνώσης του καιρού τους, κατάφεραν να δώσουν πολύ πιο ολοκληρωμένη εικόνα της εποχής τους απ' ό,τι ολόκληροι τόμοι ιστορικής και οικονομικής ανάλυσης.
Οι καλλιτέχνες να γίνουν κήρυκες της ιστορικά χρήσιμης αλήθειας
Βέβαια "πάντα με πράξεις γράφεται το ποίημα των καιρών",
έλεγε ο Γ. Ρίτσος. Δηλαδή τα μεγάλα κατορθώματα στην ιστορία της
ανθρωπότητας τα δημιουργεί η υλική πρακτική, η πραγματική δράση των
ανθρώπων μέσα από την πάλη των τάξεων. Αλλά για να γίνει αυτός ο
πρακτικός μετασχηματισμός του κόσμου, χρειάζεται προετοιμασία των
υποκειμενικών προϋποθέσεων. Σ' αυτήν την προετοιμασία των υποκειμενικών
προϋποθέσεων απελευθέρωσης του ανθρώπου ένα μεγάλο μέρος ευθύνης
αναλογεί και στους καλλιτέχνες δημιουργούς.Τον καπιταλιστή η δύναμη που τον κινεί είναι η δίψα του για το κέρδος. Τον εργάτη, το λαϊκό άνθρωπο η δύναμη που μπορεί να τον κινήσει είναι η ανάγκη του να απαλλαχθεί από την εκμετάλλευση, η δίψα του για δίκιο και ευτυχία. Και για να αποκτήσει αυτήν τη δύναμη χρειάζεται να συνειδητοποιήσει τόσο τις πραγματικές αιτίες για τα δεινά του, όσο και τις δυνατότητές του να τις ανατρέψει, χρειάζεται και γνώση αλλά και συναίσθημα και βούληση, χρειάζεται πάθος. Στο ερώτημα, λοιπόν, ποιος είναι ο σύγχρονος ρόλος των καλλιτεχνών δημιουργών, η απάντηση είναι να γίνουν καλλιτεχνικοί κήρυκες της ιστορικά χρήσιμης αλήθειας, της αλήθειας που βοηθά τους «κάτω», τους ανθρώπους του λαού να καταλάβουν πώς πρέπει να συμπεριφερθούν για να εξανθρωπίσουν τη ζωή, να αποτελέσουν ένα είδος συνδιοργανωτών της δράσης των καταπιεσμένων.
Η στράτευσή τους σ' αυτόν το σκοπό είναι άλλωστε βασική προϋπόθεση για την καταξίωση του έργου τους, αντίθετα με τους ισχυρισμούς των κάθε λογής στρατευμένων στην ψευτιά και τη διαιώνιση της εκμετάλλευσης θεωρητικών και φιλολογικών εκπροσώπων της αστικής τάξης, που κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να μην αποκτήσει η εργατική τάξη τους δικούς της. Η τέχνη δεν έχει δικό της κόσμο ξέχωρο από τη ζωή. Θα τη δέρνει η φτώχεια αν απομακρυνθεί από τα πιο επείγοντα ενδιαφέροντα του λαού, ειδικά στις σημερινές περιστάσεις που οι εργαζόμενοι, οι χιλιάδες άνεργοι και τα άλλα θύματα της αιματηρής πάλης, που κάνουν οι εκμεταλλευτές τους εναντίον τους, έχουν ακόμη πιο έντονη την ανάγκη να βγουν από τη μόνωση και την ατομικότητά τους, την ανάγκη για μια αποτελεσματική και σωστά προσανατολισμένη οργάνωση του κοινού τους αισθήματος απέναντι στη βαρβαρότητα.
Η Τέχνη δεν μπορεί να είναι «καθαρή»
Στο
κάτω-κάτω ελεύθερη είναι μονάχα η τέχνη που εκπληρώνει την πραγματική
κοινωνική της λειτουργία ως πνευματικό όπλο των μαζών, η τέχνη που
διεκδικεί να μετατραπεί σε υλική δύναμη. "Αλλιώς θα μείνουν τα τραγούδια μας πάνω στις σκάλες των αιώνων ταριχευμένα, ωραία, ανώφελα πουλιά", όπως γράφει ο Ρίτσος.Γι' αυτό και πολλές από τις σύγχρονες καλλιτεχνικές παραγωγές διαλέγουν θέματα κοινωνικά. Ας πάρουμε για παράδειγμα μια ταινία που την είδε πολύς κόσμος "Ο Θεός αγαπάει το χαβιάρι". Τι μας λέει αυτή η ταινία; Οτι αυτό που έχει ανάγκη η κοινωνία σήμερα με την κρίση είναι οι τίμιοι πατριώτες και τολμηροί Ελληνες επιχειρηματίες να σταθούν στο πλευρό του λαού, όπως έκανε και ο μεγάλος ευεργέτης Ιωάννης Βαρβάκης. Η παράσταση του ΚΘΒΕ "Το μεγάλο μας τσίρκο", που γράφηκε την περίοδο της χούντας και μην μπορώντας να πει τα πράγματα με το ταξικό όνομά τους, μιλούσε για τον πατριωτικό αγώνα του λαού ενάντια στις ξένες δυνάμεις. Το ΚΘΒΕ όχι μόνο δεν απελευθέρωσε το περιεχόμενό του αλλά του έδωσε και μια πιο συγκαταβατική μορφή, καταργώντας τα όποια ριζοσπαστικά στοιχεία της τότε σκηνοθεσίας, π.χ. πανό και πλακάτ πάνω στη σκηνή και ενώ το έργο έκλεινε με το "λαέ μη σφίγγεις άλλο το ζωνάρι", τώρα τελειώνει με το "Ορέστη από το Βόλο, Μαρία απ' τη Σπάρτη κ.λπ.". Και αυτή είναι στρατευμένη τέχνη.
Στρατευμένη στο να μας δείχνει πώς να δράσουμε για να μην αλλάξει ο κόσμος. Είναι και παλιά τέχνη. Γιατί η σημερινή αστική τάξη δεν είναι επαναστατική, όπως ο Βαρβάκης, δε διεκδικεί πια να πάρει την εξουσία από τους φεουδάρχες σε συμμαχία με την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά στρώματα, την έχει και θέλει να τη διατηρήσει πάνω από τα πτώματά μας. Ο,τι καλό είχε να δώσει το έδωσε 2 περίπου αιώνες πριν. Είναι παλιά τέχνη, γιατί σήμερα το πρόβλημά μας δεν είναι η εθνική μας απελευθέρωση αλλά η κοινωνική - ταξική απελευθέρωση.
Με άλλα λόγια η τέχνη δεν μπορεί να είναι "καθαρή". Δεν υποστηρίζουμε βέβαια ότι όλοι οι δημιουργοί είναι συνειδητά στρατευμένοι με τη μια ή την άλλη από τις δύο πρωταγωνιστικές τάξεις του κοινωνικού μας συστήματος. Ενα μεγάλο μέρος τους δεν έχει από την αρχή κάποια πολιτική ή ιδεολογική πρόθεση. Ομως οι ιδέες, οι πεποιθήσεις, τα αισθήματά τους, οι συμπάθειες ή οι αντιπάθειές τους, η ταξική τους θέση και οι επιρροές που δέχονται αδιάκοπα από το γύρω κόσμο, εισάγουν ασυνείδητα την ιδιοτέλεια στο έργο τους. Ακόμη και οι δημιουργοί που δείχνουν να μην ασχολούνται καθόλου και ποτέ με κοινωνικά θέματα, εκφράζουν σε τελευταία ανάλυση κάποια σκοπιμότητα. Συμβάλλουν στην καλλιέργεια της κοινωνικά αδιάφορης στάσης.
Τέσσερα ζητήματα για τους νέους δημιουργούς
Για
εσάς βέβαια που συμμετέχετε σ' αυτήν την πρωτοβουλία μας όλα αυτά
σίγουρα είναι αυτονόητα. Γι' αυτό θα σταθώ ιδιαίτερα στα σημεία που
πρέπει να προσέξετε και που συνήθως πάσχουμε:Το πρώτο: Οσο ανούσια και φτωχή είναι η υποτιθέμενη μη στρατευμένη τέχνη, η τέχνη που εξαιρεί από το πεδίο των ενδιαφερόντων της τα βασικά στοιχεία που καθορίζουν την κοινωνική ζωή, όπως η οικονομία και η πολιτική, άλλο τόσο είναι και η τέχνη που βασίζεται σε έτοιμα προκατασκευασμένα σχήματα.
Θα έχετε παρατηρήσει ότι πολλοί μεγάλοι δημιουργοί δεν ξέρουν από πριν πώς θα καταλήξει το έργο τους. Το ίδιο δεν κάνει και η επιστημονική έρευνα άλλωστε; Ξέρει ο επιστήμονας ερευνητής από τα πριν τα αποτελέσματα; Μπορεί να έχει πυξίδα, μεθοδολογία. Οχι όμως και το αποτέλεσμα. Δε θυμάμαι ποιος ήταν που είχε πει, νομίζω ο Τολστόι, ότι "η ηρωίδα μου πήγε τελικά και παντρεύτηκε, ενώ εγώ είχα άλλους στόχους γι' αυτήν". Θέλω να πω, πως η τέχνη που δεν αντιμετωπίζεται από τον ίδιο το δημιουργό ως μορφή εργασίας, ως πράξη δημιουργική που αναζητά με τόλμη να δώσει κάτι παραπάνω απ' αυτά που ήδη ξέρουμε, δεν εκπληρώνει την αποστολή της. Τι εννοούμε όμως καινούριο. Οχι, δεν εννοούμε να βρει μια νέα συναρπαστική μορφή για να πει τα τετριμμένα, να υποστηρίξει την παλιά τάξη πραγμάτων. Αυτό το κάνει η αστική τέχνη. Εννοούμε να υποστηρίξει το νέο στην πάλη του με το παλιό, σε συνθήκες που διαρκώς μεταβάλλονται, σε συνθήκες όπου υπάρχουν αντιφάσεις, αντιθέσεις, κίνηση. Για παράδειγμα, δεν μπορείς σήμερα να μιλάς για την προσπάθεια χειραγώγησης από την πλευρά της αστικής τάξης, αν δε δεις τι διαφορές υπάρχουν στις μορφές που γίνεται αυτή η χειραγώγηση σε σχέση με το παρελθόν, αν δε σταθείς στα νέα ιδεολογήματα και αν δεν προσπαθήσεις να τα απαντήσεις. Το καινούριο είναι να ανακαλύψει και να εκφράσει όχι μόνο τις πλευρές της ζωής που έχουν ήδη ειπωθεί και αναδειχθεί αλλά και αυτές που ακόμη μας είναι άγνωστες, δεν έχουν ακόμη εντοπιστεί και δεν είναι γραμμένες σε μπροσούρες και θέσεις. Διαφορετικά δεν κάνει κάποιος τέχνη αλλά σκέτη πολιτικολογία. Οχι μόνο δεν πείθει, δε διεγείρει, δε συγκινεί αλλά θα φέρει και τα εντελώς αντίθετα αποτελέσματα από αυτά που επιδιώκει. Θα δημιουργήσει αποστροφή προς τις ιδέες που υποστηρίζει.
Το δεύτερο: Στον αγώνα του αυτό θα πρέπει να προκαλεί τη συμμετοχή του κοινού του. Σε αντίθεση με την εμπορική, αγοραία πρακτική, που τσακίζεται να μας γλυτώσει από τον κόπο να σκεφτόμαστε, ο πραγματικός δημιουργός πρέπει να μη δίνει έτοιμη, μασημένη τροφή και στο πιάτο τις λύσεις. Ενα έργο μπορεί να οδηγήσει σε βαθιά αισθητική απόλαυση όταν υποχρεώνει τον αποδέκτη του να εργαστεί, να σκεφτεί, να θέσει σε κρίση τις μέχρι τώρα επιλογές του, να δει πλευρές που δεν είχε μέχρι τότε συνειδητοποιήσει και όχι απλά να συγκινηθεί. Αυτού του είδους οι συγκινήσεις είναι πρόσκαιρες. Οι πιο βαθιές και αξέχαστες συγκινήσεις βασίζονται στην ενότητα του συναισθήματος με τη νόηση. Ο Ενγκελς, αναφερόμενος στη λογοτεχνία, συχνά τόνιζε ότι όσο πιο κρυμμένες μένουν οι απόψεις του δημιουργού, όσο δηλαδή δεν τις υπογραμμίζει αλλά τις αφήνει να αποκαλύπτονται και να ανακαλύπτονται μέσα από την πλοκή, τόσο το καλύτερο για το έργο τέχνης. "Η στράτευση, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να αντλείται μέσα απ' την ίδια την κατάσταση κι από τη δράση, χωρίς να αναφέρεται συγκεκριμένα...", έγραφε. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αντιμετώπισης της τέχνης ως μορφής εργασίας είναι το έργο του Μπρεχτ. Θα προσέξατε ότι ο Μπρεχτ συνήθως δε δίνει απάντηση στα προβλήματα που θέτει: Ψάξε αγαπητό κοινό, ανακάλυψε, βρες τη λύση κ.λπ. είναι μια επίκληση που υπάρχει έντονα στο θέατρό του, ακόμη και όταν δεν εκφράζεται, ακριβώς γιατί θέλει να βάλει το κοινό σε κατάσταση συνδημιουργίας, τόσο μέσα στην παράσταση όσο και έξω απ' αυτήν, στην πραγματική ζωή.
Το τρίτο: Μια σημαντική πλευρά της δημιουργικής εργασίας που χρειάζεται να προσεχτεί και να διαφυλαχτεί είναι η ενότητα ανάμεσα στη μορφή και το περιεχόμενο. Αν ο δημιουργός δώσει την έμφασή του στη μορφή, σύμφωνα μάλιστα και με τις επιταγές της αστικής αισθητικής, τότε το έργο του θα ξεπέσει στο φορμαλισμό, μπορεί προσωρινά να προκαλέσει κάποια αισθήματα αλλά τελικά θα είναι στείρο και νεκρό. Συγκρίνετε τα έργα του Βάρναλη, άψογα τεχνικά, πριν γίνει κομμουνιστής, τα διονυσιακά με τα μετέπειτα. Αν πάλι δε φροντίσει τη μορφή και σταθεί μόνο στο περιεχόμενο, τότε δεν είναι τέχνη, γιατί αναμφίβολα το ειδοποιό χαρακτηριστικό της τέχνης, σε σχέση με τις άλλες μορφές εργασίας, είναι να προκαλεί αισθητική απόλαυση. Μορφή και περιεχόμενο είναι διαλεκτικό ζεύγος. Το περιεχόμενο είναι το δυναμικό στοιχείο αυτού του ζεύγους, το πρωταρχικό. Ομως το περιεχόμενο πρέπει να διεισδύει στη μορφή, όπως και το αντίθετο: Η μορφή διεισδύει στο περιεχόμενο. Η μορφή μπορεί εντελώς να καταστρέψει ένα καλό περιεχόμενο αν δεν είναι κατάλληλη. Οταν το περιεχόμενο βρει την καλύτερη έκφρασή του βρίσκει τη μορφή του. Η μορφή, όπως πολύ σωστά μου έγραψε ένας σύντροφος που ζει στην επαρχία και δεν μπορεί να είναι σήμερα εδώ, δεν είναι ένα ρούχο που το φοράς πάνω στο περιεχόμενο.
Το τέταρτο: Χρειάζεται να κατέχει κανείς καλά τα μέσα του για να μπορεί να εκφράζει νέα πράγματα με τρόπο αισθητικό. Αυτό εξυπακούεται. Γιατί όταν ψάχνεις νέα πράγματα, χρειάζεται και νέα μορφή και χωρίς να παίζεις στα δάκτυλα τα μέσα σου, χωρίς να μελετήσεις πώς από τεχνική πλευρά έλυσαν αντίστοιχα προβλήματα οι προγενέστεροί σου δεν μπορείς να φτάσεις σε υψηλό καλλιτεχνικά αποτέλεσμα.
Ο μόνος δρόμος που σέβεται ο χρόνος
Οι
σημερινοί καλλιτέχνες - δημιουργοί διαθέτουν ένα σπουδαίο εργαλείο για
να ανταποκριθούν στο σύγχρονο κοινωνικό ρόλο τους, το σοσιαλιστικό
ρεαλισμό, που αν θέλουμε να τον ορίσουμε σύντομα είναι η τέχνη που
εκφράζει την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού - κομμουνισμού. Ενα
καλλιτεχνικό ρεύμα ή καλύτερα μια μέθοδος που - παρότι στη σύντομη ως
σήμερα διαδρομή της ταλαιπωρήθηκε από λάθη και παρεκκλίσεις και δεν
έδωσε ακόμη τους πιο ώριμους καρπούς της - υπερέχει απ' όλα τα
καλλιτεχνικά ρεύματα. Οχι μόνο για τον απειρόμορφο και πολύτροπο
χαρακτήρα της αλλά και γιατί διαπνέεται από την κομμουνιστική
κοσμοθεωρία, που είναι η μόνη επιστημονική και ικανή να απαλλάξει το
δημιουργό από υποκειμενισμούς και προκαταλήψεις στη θεώρησή του για τον
κόσμο. Το σπουδαιότερο είναι ότι οι δημιουργοί που εμφορούνται από την
επιστημονική θεωρία του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού κινδυνεύουν
πολύ λιγότερο να προδώσουν τη δημιουργική λειτουργία της τέχνης. Και
αυτό γιατί η κοσμοθεωρία αυτή δεν είναι δόγμα αλλά μέθοδος ανάλυσης,
κατανόησης και παρέμβασης στην πραγματικότητα.Δώσαμε εδώ κάποιες γενικές κατευθύνσεις. Η ουσία είναι ότι υπάρχουν δύο δρόμοι μπροστά σας, όπως και στον κάθε άνθρωπο. Ο ένας είναι να αφήσετε τα πράγματα όπως τα βρήκατε κι ο άλλος να τα αλλάξετε. Ο δεύτερος είναι δρόμος δύσβατος με πολλά αγκάθια. Αλλά μην ξεχνάτε, αυτόν το δρόμο και μόνο αυτόν σέβεται ο χρόνος. Οι πιο μεγάλες, οι πρωτοπόρες μορφές στο χώρο της τέχνης της εποχής μας, όχι τυχαία, ανήκαν στο στρατόπεδο της ιδεολογικής, πολιτικής και κοινωνικής πρωτοπορίας, στο στρατόπεδο του κομμουνισμού».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου