Κυβέρνηση της Αριστεράς – Οι μονομερείς ενέργειες
Ένα
από τα πιο ενδιαφέροντα αναγνώσματα των καιρών μας, βάσει και της σύνθεσης του
νέου υπουργικού συμβουλίου, είναι ένα συλλογικό βιβλίο που είχε κυκλοφορήσει
προ διετίας από τις εκδόσεις Τόπος, με τίτλο «Κυβέρνηση της Αριστεράς, δρόμος
για το μέλλον ή παρένθεση;». Σε εκείνη την έκδοση συναντάμε κι ένα άρθρο του γιάννη
δραγασάκη με τίτλο «από τα μνημόνια στην ανασυγκρότηση και το ριζικό
μετασχηματισμό της ελληνικής κοινωνίας», από το οποίο προέρχονται και τα αποσπάσματα
που θα διαβάσετε στη συνέχεια. Δεν πρόκειται για προσπάθεια απομόνωσης των λεγόμενων
(ή των γραπτών εν προκειμένω) ενός στελέχους της κυβερνώσας αριστεράς, προκειμένου
να βγει γέλιο ή λαβράκι (κάτι που θα ήταν το μόνο εύκολο). Αλλά για τις θέσεις του
αντιπροέδρου της κυβέρνησης και αν δεν κάνω λάθος και ιθύνοντα νου των
συνεδριακών προγραμματικών επεξεργασιών του σύριζα, γύρω από ένα κρίσιμο ζήτημα:
τη διαπραγμάτευση και τις μονομερείς ενέργειες στη στρατηγική του σύριζα.
Θα
ξεπεράσουμε λοιπόν με μια απλή αναφορά κάποια σημεία, όπως το παρακάτω, όπου
αναλύει το σοσιαλισμό και τον αντικαπιταλισμό του 21ου αιώνα, με την
ειρηνική συνύπαρξη ιδιωτικού και δημόσιου…
Ιδιαίτερα μετά τον
εκφυλισμό της σοσιαλδημοκρατίας και την κυριαρχία του νεοφιλελευθερισμού, έγινε
ακόμα πιο ορατή η ανάγκη για ένα νέο αντικαπιταλισμό, ο οποίος δε θα
περιορίζεται στο δίλημμα των κριτηρίων της ανάπτυξης, στα πεδία του κοινωνικού
ελέγχου, της αποεμπορευματοποίησης, της υπεράσπισης των δημόσιων αγαθών, του
επαναπροσδιορισμού της έννοιας και του περιεχομένου του «δημόσιου χώρου» σε αυτονομία
από το κράτος και τις αγορές, στους κοινωνικούς και τους οικολογικούς όρους
συνύπαρξης του «ιδιωτικού» με το «δημόσιο», της ανάπτυξης νέων συνεργατικών και
αλληλέγγυων μορφών κοινωνικής οικονομίας, και γενικότερα μιας νέας πολιτικής
οικονομίας των κοινωνικών αναγκών, στη θέση μιας οικονομίας που κινείται με
σκοπό και κίνητρο τη μεγιστοποίηση του κέρδους. Η Αριστερά καλείται να
επαν-οριοθετηθεί, σ’ έναν άξονα κοινωνικό-κεντρικό, και όχι κρατικο-κεντρικό ή
ιδιωτικό-κεντρικό.
Ενώ
λίγο πιο κάτω μας εξηγεί τη σχέση κράτους-αγορών (έτσι γενικά κι αόριστα) και
κοινωνίας
Πρωταγωνιστής στο νέο μοντέλο
ανάπτυξης δεν είναι ούτε το κράτος από μόνο του, ούτε οι αγορές, αλλά η ίδια η
κοινωνία. Στη νέα σύμπραξη κράτους-αγορών-κοινωνίας, η τελευταία θέτει τους
κανόνες με βάση τις ανάγκες, τις δυνατότητες και τις δημοκρατικές επιλογές της,
και στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέας, τις τράπεζες, τις αγορές.
Και
αναλύει ποιον θα έχει σύμμαχο σε αυτή την προσπάθεια.
Στην κατάσταση που
βρίσκεται η κοινωνία δεν αρκούν κάποια μέτρα πολιτικής ούτε αρκούν οι
αποδιαρθρωμένες δημόσιες υπηρεσίες. Θα πρέπει να οργανωθεί μια κοινωνική
πανστρατιά, με την ενεργοποίηση της ίδιας της κοινωνίας, συνδικάτων, κινημάτων,
δομών αλληλεγγύης, Εκκλησίας, μη
κυβερνητικών οργανώσεων, με κρίσιμο το ρόλο της Τοπικής και Περιφερειακής
Αυτοδιοίκησης, με στόχο την υπεράσπιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, την
καταπολέμηση της φτώχειας αλλά και του ρατσισμού, της ξενοφοβίας, του φασισμού
σε όλες τις μορφές και εκδηλώσεις του.
Δε
μας εξηγεί βέβαια, αφενός τι γίνεται με την προστυχιά του σοσιαλφασισμού και
αφετέρου αν θεωρεί σκόπιμο να καταπολεμήσει πχ και τη θρησκοληψία με τη βοήθεια
της εκκλησίας –γιατί όχι;
Θα
ξεπεράσουμε επίσης θέσεις σαν και αυτήν παρακάτω, όπου δίνει μια διαυγή ανάλυση
για την κρίση του νεοφιλελευθερισμού την οποία ζούμε.
Χωρίς να παραγνωρίζονται οι
ενδογενείς αιτίες της, η κρίση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού κατανοήθηκε
ως έκφραση της ευρύτερης δομικής κρίσης του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού και
του ευρωσυστήματος.
Αυτή η αφετηριακή θέση
επέτρεψε στο ΣΥΡΙΖΑ να απορρίψει αποφασιστικά, και από την πρώτη στιγμή, την
κυρίαρχη αφήγηση, που παρουσίαζε στο εσωτερικό και το εξωτερικό την κρίση με
όρους μιας «εθνικής ιδιαιτερότητας».
Τούτων
δοθέντων, το ότι πιο κάτω κάνει λόγο και για κρίση υπερσυσσώρευσης, είναι μάλλον
τυχαίο και μου θυμίζει ένα σημείο σε κάποια πολεμική του λένιν, που λέει για
τον πολιτικό του αντίπαλο πως πότε-πότε κάνει κατά τύχη και κάποια σωστή εκτίμηση,
όπως καμιά φορά τα τυφλοκούταβα βρίσκουν τυχαία, σκοντάφτοντας, το σωστό δρόμο.
Μια
αίσθηση που ενισχύεται πχ όταν διαβάζεις μια σωστή επισήμανση (ότι δηλ το μνημόνιο
δεν αποτελεί εργαλείο ξενικής κατοχής) τυλιγμένη με διάφορα αστικά ιδεολογήματα
(πχ περί ελίτ γενικά κι όχι της αστικής τάξης, νεοφιλελεύθερου υποδείγματος,
κτλ.
Τα μνημόνια δεν αποτελούν
εργαλεία ξενικής κατοχής, όπως ορισμένοι υποστηρίζουν. Είναι το πρόγραμμα
εγχώριων κυρίαρχων δυνάμεων, εγχώριων ελίτ. Περιλαμβάνουν αιτήματα που οι ίδιες
έθεταν από καιρό, πριν από την κρίση, με στόχο τη βαθύτερη προσαρμογή της
ελληνικής κοινωνίας στο νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα.
Και
φτάνουμε στο ψητό, που αναφέραμε και στην αρχή του κειμένου, το οποίο και παραθέτω
χωρίς κάποια άλλη εισαγωγική επισήμανση ή σχόλιο.
ΙΧ. Οι μονομερείς ενέργειες
και οι διαπραγματεύσεις στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ
Το δίπολο «διαπραγμάτευση ή
μονομερείς ενέργειες» αναδεικνύεται ορισμένες φορές με έναν τρόπο διλημματικό
και διχαστικό. Οι καθεστωτικές δυνάμεις κατηγορούν το ΣΥΡΙΖΑ ότι το πρόγραμμα
αντικειμενικά οδηγεί σε μονομερείς ενέργειες –που θεωρούνται παντού και πάντα
επικίνδυνες- ενώ δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αλλά εσχάτως και
το ΚΚΕ, κατηγορούν τον ΣΥΡΙΖΑ για το αντίθετο. ότι δεν έχει ως πολιτική του τη,
σε κάθε περίπτωση, μονομερή ακύρωση του χρέους και των δανειακών συμβάσεων.
Είναι, όμως, αμοιβαία
αποκλειόμενες η διαπραγμάτευση και οι μονομερείς αποφάσεις;
Ας δούμε τις βασικές
επιλογές.
Η πρώτη είναι η επιλογή της
συναίνεσης, στη βάση της θέλησης των δανειστών και της τρόικας, που πάντα έχουν
την πρωτοβουλία των κινήσεων και τον τελικό λόγο. (…) Η επιλογή της συναίνεσης,
με δεδομένη την ασυμμετρία δύναμης που υπάρχει σήμερα διεθνώς και στην Ευρώπη,
οδηγεί στην υποταγή. Και αυτό ακριβώς έχει συμβεί στην χώρα μας με όλες τις ως
τώρα κυβερνήσεις.
Η δεύτερη επιλογή
απορρίπτει κάθε διαπραγμάτευση, συμβιβασμό ή όρο. Είναι μια λογική «ή όλα ή
τίποτε». Ορισμένοι που αρέσκονται στους χαρακτηρισμούς θεωρούν αυτή την επιλογή
«αριστερή», ενώ τη διαπραγμάτευση τη θεωρούν «δεξιά» πολιτική. Άλλοι, πάλι,
θεωρούν τη διαπραγμάτευση «υπεύθυνη», ενώ αποκλείουν κάθε μονομερή ενέργεια ως
«ανεύθυνη».
Αυτοί οι χαρακτηρισμοί δε
λένε πολλά πράγματα. Η ίδια ενέργεια, υπό διαφορετικές συνθήκες, μπορεί να
οδηγεί σε ένα «αριστερό» ή «δεξιό» αποτέλεσμα, δηλαδή σε προαγωγή ή
καταβαράθρωση των λαϊκών συμφερόντων. Διότι τα πάντα εξαρτώνται από τους
συσχετισμούς, από το σκοπό και το σχέδιο που υπηρετούν οι επιμέρους τακτικές.
Αν και οι συνθήκες δεν
είναι συγκρίσιμες, αξίζει να επισημάνω μια συναφή εμπειρία από την επαναστατική
Ρωσία. Αρχικά, ο Λένιν αρνήθηκε το εξωτερικό χρέος της Ρωσίας και κάθε συζήτηση
με τους δανειστές. Ίσως ανέμενε επέκταση της επανάστασης και σε άλλες χώρες της
Ευρώπης ή ήλπιζε να βρει δανεισμό από άλλες χώρες. Όταν τίποτε από αυτά δεν
έγινε και η κυβέρνηση άρχισε να χάνει τη νομιμοποίησή της σε τμήματα των εργατών, ο Λένιν έκανε στροφή. Ανακοίνωσε
μια νέα οικονομική πολιτική και κάλεσε τους δανειστές σε διαπραγματεύσεις με
μοναδική προϋπόθεση τον έλεγχο και το σωστό υπολογισμό του χρέους. Ποια ήταν ακριβώς
η «αριστερή στιγμή» του Λένιν και ποια η «δεξιά»; Η μονομερής άρνηση του χρέους
το 1917 ή η έκκληση στους δανειστές για διαπραγματεύσεις το 1921; Το «αριστερό»
ή το «δεξιό» κρίνονται όχι στο πεδίο της συγκεκριμένης τακτικής ή του επιμέρους
χειρισμού, αλλά του συνολικού σχεδίου και της στρατηγικής που η δοσμένη τακτική
υπηρετεί. Εκείνοι, λοιπόν, που και στην χώρα μας ανάγουν τις μονομερείς
ενέργειες σε φετίχ ή ενοχοποιούν τις ρήξεις ανεξαρτήτως συνθηκών, ανάγουν την
τακτική σε στρατηγική διότι δεν έχουν στρατηγική.
Η τρίτη επιλογή δεν αποκλείει
ούτε τη διαπραγμάτευση ούτε τη μονομερή ενέργεια ως στοιχεία μιας στρατηγικής
που εκτυλίσσεται ανάλογα με την εξέλιξη των συσχετισμών. Πρόκειται για μια
διεκδικητική στρατηγική. Με την έννοια ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς
διαμορφώνει ένα διεκδικητικό πλαίσιο το οποίο καταρχήν επιδιώκει να γίνει
αποδεκτό με διαπραγματεύσεις. Διατηρεί, όμως, το δικαίωμα να προβεί και σε
μονομερείς ενέργειες και σε ρήξεις με τη στήριξη και τη σύμφωνη γνώμη του λαού
αν βρεθεί αντιμέτωπη με εκβιασμούς ή παράλογες απαιτήσεις.
Σε μια συνέντευξή μου στην
εφημερίδα Βήμα, στο ενδιάμεσο των δύο εκλογικών αναμετρήσεων, είχα διατυπώσει
αυτή τη συνθετική στρατηγική με τον εξής τρόπο: «Αναγνωρίζουμε ότι έχουμε μια
δομική αλληλεξάρτηση στην ΕΕ και γι’ αυτό δε μιλάμε για μονομερείς ενέργειες
αλλά για επαναδιαπραγμάτευση των πάντων, εκτός και αν υποχρεωθούμε σε
μονομερείς ενέργειες».
Ο προσεκτικός αναγνώστης
του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ δε θα δυσκολευτεί να διακρίνει τη σαφήνεια του
προσανατολισμού και την ευελιξία των χειρισμών που το εν λόγω πρόγραμμα, όπως
και η παραπάνω δήλωσή μου, θέλει να εξασφαλίζει σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς.
Τα
παραπάνω είναι όντως αρκετά σαφή, για όποιον θέλει να καταλάβει. Εκτός και αν θέλει
να μπερδεύει το δραγασάκη και το σύριζα με τις… αριστερές στιγμές των μπολσεβίκων
και τρέφει φρούδες ελπίδες για την έναρξη ριζικών κοινωνικών σχηματισμών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου