Γράφει ο Αλέκος Πούλος //
Στην χώρα μας, χώρα βαθιά εξαρτημένη, η ψυχαγωγία σημαδεύτηκε απ” αρχής, απ” τις ιδεολογικές συντεταγμένες της άρχουσας τάξης. Η βίαιη οικονομική και πολιτική εξάρτηση επέβαλε τους όρους της και στην ψυχαγωγία των λαϊκών μαζών.
Ας θυμηθούμε πως την εποχή που είχαμε και ανάπτυξη της Εμπορικής μας ναυτιλίας, η ανάγκη του αστού να επιδείξει μια κοινωνική θέση που άξαφνα είχε καταλάβει, οδήγησε την φτωχιά λαϊκή ταβέρνα της γειτονιάς, στα μπουζουκομάγαζα – πολιτιστικά κέντρα τα ονόμασε υπουργός Ε. Ν. -, στα σκυλάδικα της παραλιακής. Κι ακόμη πως η κυρίαρχη τάξη, έβαλε την σφραγίδα της και στην άλλη μαζική τέχνη και πιο κατάλληλη για ψυχαγωγία, τον κινηματογράφο. Οι εμπορικές ταινίες εξέπεμπαν ευθύς εξαρχής τις αξίες της Αμερικάνικης εξάρτησης, τις αξίες του Αμερικανικού τρόπου ζωής, τόσο στο δράμα, όσο και στην κωμωδία. Προσπάθησαν να περάσουν σε πλατυτέρα στρώματα ιδέες και αντιλήψεις, όχι απλά της αστικής τάξης, της οποίας ο πολιτισμός απέχει απ” τις ανάγκες του λαού, αλλά περισσότερο των υπερατλαντικών εταίρων μας. Είναι η εποχή που ο φτωχός εργαζόμενος μαθαίνει για το πόσο απαραίτητο είναι να έχει μπαρ με ουίσκι στο σπίτι του, εγκαταλείποντας τα νυχτέρια με κρασάκι, διηγήσεις, αδελφώματα, γλέντια. Γνωρίζεται με τα Bar (με ξένη μουσική και ουίσκι), όταν αυτός ακόμα διασκέδαζε με ρετσίνα στην ταβέρνα. Γίνεται η πιο συνειδητή προσπάθεια να «κομπλεξαριστεί» για τις αξίες του, να θεωρηθούν ξεπερασμένες, συντηρητικές. Θέλουν να τον πείσουν ότι η κοινωνική αναγνώριση, ούτε λίγο ούτε πολύ, συμβαδίζει με την αποδοχή αυτών των συνηθειών.
Είναι η εποχή που ο Καββαδίας γράφει το έργο του. Γράφει για τα Bar, για τα λιμάνια, τα λιμανίσια κορίτσια, τους Ναυτικούς, μα ποτέ Ναυτεργάτες, για τα χασίσια, για τα πολυεθνικά πληρώματα, για τα ειδυλλιακά τοπία, για μια ζωή ολότελα ξένη απ’ αυτή που ζούσαν οι Έλληνες Ναυτεργάτες τότε, οι τελείως αποκομμένοι απ” οποιαδήποτε διασκέδαση κι ίχνος πολιτισμού. Γράφει το έργο του, όχι στο στόκολο, στη γέφυρα, αλλά ρεμβάζοντας ποιητικά σε μια «σεζ λονγκ». Είναι η πιο τραγική δεκαετία στη ζωή των καραβιών ίσως μετά την σημερινή απόλυτη απαξίωση του Έλληνα Ναυτεργάτη. Τα καλύτερα παλικάρια των τότε συναδέλφων, δεν γνώρισαν ποτέ νιότη, γιατί είχαν ν” αντιπαλέψουν δύσκολες και τραγικές συνθήκες. Δεν ήταν όπως παρουσιάστηκαν στο έργο του ή τουλάχιστον δεν ήταν η πλειοψηφία του έτσι.
Κι όμως από κείνη την εποχή έρχονται ως το σήμερα, αρκετοί συνάδελφοι Ναυτεργάτες Λογοτέχνες, Εικαστικοί, Μουσικοί, που αντιστέκονται στην απαξίωση του Ναυτεργάτη ως κοινωνικό ον.
Σήμερα σε καθεστώς πολύπλευρης πολιτικής και οικονομικής όξυνσης της κρίσης του καπιταλισμού, η ψυχαγωγία, η επαφή με τον πολιτισμό, με τις λαϊκές μας παραδόσεις, αποχτά αυξημένο ειδικό βάρος και στον χώρο της ιδεολογίας. Η υποταγή της σύγχρονης ζωής στα προγράμματα αξιοποίησης του κεφαλαίου, οι ταξικές διακρίσεις, η ανεπάρκεια της παρεχόμενης εκπαίδευσης, το οξυμένο φαινόμενο της ανεργίας, η ένταση της προσπάθειας χειραγώγησης της κοινής γνώμης και των προϊόντων του πολιτισμού, της διασκέδασης απ” τα μονοπωλιακά συγκροτήματα του χώρου, η αποξένωση των ανθρώπινων σχέσεων, εντείνουν την δυσφορία των εργαζομένων στον ριζοσπαστισμό της και βρίσκουν τέλεια έκφραση στη ζωή των Ναυτεργατών μες τα καράβια.
Η παρέμβασή της σήμερα, παίρνει πιο ολοκληρωμένο, πιο σαφή χαρακτήρα, αποβλέπει κύρια στην ανάλωση της συνείδησής μας, θέλοντας να την μετατρέψει σ” άκαπνο μπαρούτι. Οι αρκετοί Έλληνες Ναυτεργάτες Λογοτέχνες, αψηφώντας αυτή την προσπάθεια της άρχουσας τάξης, έχουν να επιδείξουν έργα όλων των ειδών του γραπτού λόγου, γραμμένα όχι μόνο σ” αντίξοες συνθήκες καιρικές της εργασίας, αλλά και κοινωνικού περίγυρου. Είναι μόνοι αυτοί το μολύβι τους και η καρδιά τους.
Οι συνεχείς μειώσεις των συνθέσεων των πλοίων από Έλληνες Ναυτεργάτες, η αντικατάσταση τους μ” αλλοδαπούς συναδέλφους, χωρίς κανένα συγκροτημένο δικαίωμα, σαν πλήρωμα σε γαλέρες, ο αφανισμός απ’ τις συνθέσεις ολόκληρων ειδικοτήτων, η εντατικοποίηση της εργασίας στα καράβια, έλυσε ανώδυνα κι ανέξοδα το πρόβλημα της ψυχαγωγίας των Ναυτεργατών στα καράβια, υπέρ των εφοπλιστών και της τάξης τους.
Άλλωστε με τα Διεθνή πληρώματα, τα εργαζόμενα ως σύγχρονοι σκλάβοι, σε τι γλώσσα να τους διαθέσεις, ν” απαιτήσεις να έχει βιβλιοθήκη, δισκοθήκη, κινηματογραφικά έργα για τις ελεύθερες ώρες τους, όταν σ’ ένα καπνιστήριο συγκεντρώνονται 4-5 διαφορετικές γλώσσες ή κοιμούνται δυο-δύο ακόμη στις καμπίνες και κάτω από την ίσαλο;
Όμως η ψυχαγωγία των Ναυτεργατών μακριά πολύ και απομονωμένοι καθώς είναι απ” την πολιτιστική δραστηριότητα της στεριάς, δεν είναι ένα απλό φαινόμενο, είτε σαν πνευματική καλλιέργεια, είτε σαν χαλάρωση και διασκέδαση. Και κανένας φορέας, εκτός κάτι πολύ μικρές προσπάθειες από Σωματεία, έκαναν προσπάθειες κάτι να μπει στα καπνιστήρια ως διασκέδαση, που να είναι προσαρμοσμένη επιστημονικά στις ιδιαίτερες ανάγκες των Ναυτεργατών. Κι οι ίδιοι αυτοί που τις ανάγκες μας τις μετρούν ως κέρδος, σαν γραφικότητα αντιμετωπίζουν την διασκέδασή μας στο λιμάνι με τα λιμανίσια κορίτσια, σε μία διασκέδαση που πιθανόν να μη την είχαμε ανάγκη, αν φρόντιζαν ισορροπημένοι άνθρωποι να ήμασταν με τα καράβια.
Σπάνια σήμερα η βιβλιοθήκη των δεκαετιών του 70′-80′. Σπάνια η ποιότητα σε κάποιο βιβλίο, σε κάποιο DVD κινηματογραφικού έργου. Και σπάνιο είναι το έργο κάποιου συναδέλφου σε κάποιο καπνιστήριο καραβιού. Κι αν βρεις κάτι είναι από συναδέλφους που τα έχουν φέρει μαζί τους, για δικές τους ανάγκες.
Κι οι φορείς που υποτίθεται ότι ανέλαβαν, αν ανέλαβαν ποτέ στα σοβαρά την πνευματική καλλιέργεια του εργαζομένου, μακριά από κει που μπορεί να συμβάλλει, ν’ αποχτήσει τέτοια καλλιέργεια, ήταν στην βάση «ότι στα καράβια πάμε για το μεροκάματο, δεν πάμε για διασκέδαση και κουλτούρα». Λέμε για τα καράβια με Ελληνική σημαία. Για τα πλοία με ξένη σημαία, Ελλήνων πλοιοκτητών, δεν γίνεται κανένας λόγος ύπαρξης, γιατί εκεί υπάρχει ασύδοτη κατάσταση σκλαβιάς κι όχι εργαζόμενοι με δικαιώματα. Κι έχουμε ένα συνδικαλιστικό κίνημα σε κατεύθυνση «κοινωνικού διαλόγου» για το πόσα θα χαθούν ακόμη απ” την ανθρώπινη ζωή πάνω στα πλοία.
Οτιδήποτε όμως υπάρχει στα καπνιστήρια, σε σχέση με την διασκέδαση μας, τον πολιτισμό, λειτουργούν σαν μηχανισμός παραπλάνησης και χειραγώγησης των Ναυτεργατών, όπως φανερώνει η απουσία ή το περιεχόμενο του πολιτιστικού υποπροϊόντος των σκουπιδιών που έχουν εφοδιάσει τα πλοία.
Στόχος τους συνειδητός, είναι η αξιοποίηση του ελεύθερου χρόνου των Ναυτεργατών για την παραπλάνηση, την πνευματική και αισθητική υποβάθμισή μας μέσα κι έξω απ’ τα καράβια. Και παρ’ όλη την αύξηση των πολιτιστικών δυνατοτήτων, χρησιμοποιούνται σε βάρος των Ναυτεργατών, παίρνουν απάνθρωπο χαρακτήρα και δεν προάγουν την ανθρώπινη προσωπικότητα, αλλά την περιορίζουν.
Ταινίες τρόμου, άγριων δολοφονιών, διαφθοράς, σ” ανθρώπους που διασχίζουν τις πηγές έμπνευσης, τόσων μεγάλων έργων του ανθρώπινου πολιτισμού. Βιβλία τσέπης με το ίδιο περιεχόμενο ή μ” απλοϊκές αισθηματικές ερωτικές ιστορίες, τραγούδια μ” υποβιβασμένο τον λόγο, τραγούδια που δεν συντροφεύουν ούτε δευτερόλεπτο τις ώρες της δουλειάς μας.
Στόχος τους είναι η υποβάθμιση του πολιτιστικού-πνευματικού επιπέδου των Ναυτεργατών, η δημιουργία μιας παθητικής μάζας απέναντι στις κοινωνικές-εργασιακές εξελίξεις, ο αποπροσανατολισμός, η υποταγή στη μοίρα που μας επιτάσσει το κοινωνικό σύστημα που ζούμε.
Σ” εποχές που υπήρχαν Έλληνες Ναυτεργάτες με συγκροτημένα δικαιώματα στα καράβια, γιορτάζονταν οι μεγάλες γιορτές του λαού μας, που από μόνες τους και με τον ιδιαίτερο τρόπο που γιορτάζονταν ήταν από μόνες τους ένα πολιτιστικό γεγονός. Η ώρα του καφέ των δέκα, η βραδινή συγκέντρωση στο καπνιστήριο, τότε που όλοι μαζί γινόμασταν μία παρέα και ανοίγαμε τις καρδιές μας σε συναπαντήματα χαλάρωσης και διασκέδασης, ήταν ένα πολιτιστικό ιδιαίτερο γεγονός. Οι βιβλιοθήκες με τα λιγοστά βιβλία που υπήρχαν ήταν μια παρηγοριά ανάσας, αν κι υστερούσαν στην παραγωγή της κριτικής σκέψης.
Όσοι συνάδελφοι έγραψαν μες τα καράβια κι είναι πολλοί αυτοί που το κατόρθωσαν σε σχέση με τον αριθμό των ελλήνων Ναυτεργατών που έζησαν και τελείωσαν την παραγωγική του ηλικία στα καράβια, το έκαναν από δικό τους μεράκι, δικές τους ανάγκες, χωρίς βοήθεια από κανέναν κι από πουθενά, κι όπως είπε ένας συνάδελφος «όσα δεν μ” έμαθαν τα σχολεία, τα έμαθα μόνος μου, διαβάζοντας τόμους βιβλία που έφερνα μαζί μου απ” την στεριά».
Υπάρχουν κι ελπίζουμε να συνεχίσουν να υπάρχουν και να δημιουργούν έργα ποιότητας λογοτεχνίας και γενικότερα του γραπτού λόγου, μα και έργα των άλλων «καλών τεχνών», όπως ζωγράφοι, γλύπτες, μουσικοί, αν και αρκετούς απ” αυτούς τους Συναδέλφους, ο αφελληνισμός της Εμπορικής Ναυτιλίας, τους ξέβρασε στην στεριά, κυρίως Ασυρματιστές, κατώτερα πληρώματα, Θαλαμηπόλους.
Ποιος γνωρίζει τι είναι να δημιουργείς κάτω από την πίεση του μεροκάματου, του απρόοπτου γεγονότος, του κακού καιρού, της ψυχολογικής κατάστασης που δημιουργεί η μοναξιά στο πέλαγος; Κι όμως να που σήμερα, μπορούμε να παρουσιάζουμε πέρα απ” τον Καββαδία, τον Αντωνίου, μια πληθώρα Ναυτεργατών, που έσπασαν το φράγμα που η φύση της δουλειάς τους ύψωνε κι έφτασαν ως λογοτεχνικά αναστήματα αναγνωρίσιμα στις μέρες μας.
Παρ όλες τις προσπάθειες των αντιδραστικών κύκλων. Τις χαιρέκακες κραυγές της κατεστημένης διανόησης και των οπαδών της υψηλής κουλτούρας, οι Ναυτεργάτες ακολουθώντας μια δική τους υπόγεια διαδρομή, μέσα από εμπόδια κι αδυναμίες, κατάφεραν να φτάσουν ως σήμερα και να μας παραδώσουν έργα υψηλής αισθητικής, γεμάτα αρμύρα, μοναξιά και δύσκολα μεροκάματα.
Οι Έλληνες Ναυτεργάτες, οι εργάτες γενικότερα, διεκδικούμε όχι απλά την ανάπαυση και την ψυχαγωγία, αλλά την ζωή μ” όλα της τα όνειρα. Και δεν περιμένουμε να πάρουμε την εξουσία για να χαρούμε την ζωή. Φροντίζαμε παλιότερα, πριν τις 11 μειώσεις συνθέσεων των πλοίων και την αντικατάστασή μας, έτσι ώστε μες τον περιορισμένο ελεύθερο χρόνο μας, ανάμεσα στις ανάπαυλες της τρικυμίας, να δημιουργούμε, να χαιρόμαστε σαν παιδιά στο παιχνίδι του την ψυχαγωγία μας, την διασκέδασή μας, την επαφή μας με έργα πολιτισμού, όσο δύσκολο κι αν ήταν αυτό, και φροντίζαμε ο ελεύθερος χρόνος μας ν” αποκτά το ειδικό βάρος στη διαμόρφωση της συνείδησης του εργάτη.
Βεβαίως είχαμε και την λιμανίσια έξοδο και την λιμανίσια διασκέδαση. Ζούσαμε και συν δημιουργούσαμε «το κάθε λιμάνι και καημός». Και πολλά έργα συναδέλφων είναι επηρεασμένα απ τις εξόδους μας στα λιμάνια της Γης. Αυτή όμως η διασκέδαση ήταν μια λειτουργία καθαρά εκτονωτική, έπειτα από ταξίδια πολλών ημερών. Καμία σχέση δεν είχε με τις ανάγκες μας, αλλά παρήγαγε μια παθητική διασκέδαση, σ” ευάλωτους της λιμανίσιας νύχτας ανθρώπους. Όμως αυτές οι νύχτες, καταγράφτηκαν σε λογοτεχνικά βιβλία, έγιναν πίνακες ζωγραφικής, έγιναν τραγούδια, έγιναν κομμάτι της ζωής μας. Σήμερα με τις ταχύτητες των καραβιών, τον εκσυγχρονισμό των μέσων φορτοεκφόρτωσης στα λιμάνια, την εντατικοποίηση της δουλειάς, έχουν διαγράψει τελείως και αυτές τις νύχτες, απ” την ζωή μας στα πέλαγα, που όμως μας κρατούσαν σε μια ισορροπία συμπεριφοράς ,μες τα καράβια, μας πρόσφεραν μια αισιοδοξία, μια προσμονή, έκαναν τα ταξίδια μας λιγότερο δύσκολα και μονότονα. Κανείς ποτέ, είτε με λόγια, είτε γράφοντας, δεν υποτίμησε, δεν υποβίβασε αυτές τις νύχτες, παρ” όλο που δεν του ύψωσαν το πολιτιστικό, μορφωτικό του ανάστημα. Απλά σαν προέκταση του μεροκάματου το αντιμετώπιζαν, ως ανάπαυλα του κλεισίματος στην λαμαρίνα.
Υπήρχαν όμως και τα λιμάνια των Σοσιαλιστικών χωρών, που εκεί υπήρχαν τα seamen’s club και νιώθαμε, βλέπαμε την τεράστια διαφορά της πολιτιστικής προσφοράς, της αντιμετώπισης των εργαζομένων του ενός συστήματος, απ’ τα πολιτιστικά ιδεώδη του Ιμπεριαλισμού. Όπου ήρθαμε σ” επαφή στον πελαγίσιο βίο μας, με τα επιτεύγματα του πολιτισμού σε ξένη χώρα, ήρθαμε σ” αυτές τις χώρες που οικοδομούσαν τον Σοσιαλισμό. Θέατρο, όπερες, ποδοσφαιρικούς αγώνες, συναυλίες, εκδρομές, γλέντι, αντάμωμα με πληρώματα ξένων πλοίων, δωρεάν βιβλία για την αυτομόρφωσή μας, εκεί σ” αυτά τα seamen’s club τα βρήκαμε, έξω και μακριά απ” την εκμετάλλευση της ανάγκης μας για διασκέδαση στη στεριά.
Οι Έλληνες Ναυτεργάτες που ασχολήθηκαν με τον γραπτό λόγο σ” όλα του τα είδη, άνθρωποι ξεκομμένοι απολύτως ήταν απ” ότι είχε να προσφέρει η Λογοτεχνία στην Ελλάδα και παγκόσμια. Άνθρωποι ξεκομμένοι απ” την ίδια την κοινωνία, που είχε ν” αντιπαλέψει προκαταλήψεις, εκμετάλλευση, καταπίεση και να ζωντανέψει ελπίδες για ένα καλύτερο μέλλον. Τώρα αν κατάφεραν να βγουν νικητές απ’ αυτόν τον αγώνα, ας αφήσουμε αυτούς να έχουν τον τελευταίο λόγο, γιατί ο σπόρος που έριξαν στις συνειδήσεις των λιγοστών σήμερα συναδέλφων τους, κάποτε θα δώσει καινούργιους καρπούς.
Σίγουρα όμως δεν μπορεί να έχει κανείς την αυταπάτη ότι το ζήτημα της ψυχαγωγίας του πολιτισμού στα πλοία μπορεί να λυθεί ξέχωρα απ” την κοινωνική αλλαγή που χρειάζεται η πατρίδα μας. Ούτε χρειάζεται να το προσπερνάμε θεωρώντας το κάτι ασήμαντο, πολύ περισσότερο δε σήμερα, που έχει αυξημένο ρόλο στη ζωή μας. Δεν χρειάζεται να μπορούμε να διαλέγουμε πολιτισμό, αλλά να γινόμαστε και οι ίδιοι, όσο μπορούμε μες τα καράβια και έξω απ” αυτά ενεργητικοί διαμορφωτές ενός πολιτισμού, δεμένου με την καθημερινή μας ζωή και τις ανάγκες μας. Να δημιουργούμε εκείνη την ψυχαγωγία που θ” ανοίγει νέους ορίζοντες στην ζωή και στη δράση μας.
Αν εξαιρέσουμε τον Καββαδία, όλοι οι υπόλοιποι Έλληνες Ναυτεργάτες που ασχολήθηκαν με τον γραπτό λόγο, είναι άγνωστοι οι περισσότεροι στο μεγάλο αναγνωστικό κοινό, άγνωστοι απ” την επίσημη Λογοτεχνία που δημιουργούν κάποια συμφέροντα και δεν φταίει γι’ αυτό η ποιότητα του έργου τους, αλλά είναι απόρροια του χρόνου που είναι χαμένος μες τους ωκεανούς, η έλλειψη μέσων επικοινωνίας, η αδιαφορία του κράτους να δείξει στον λαό αυτή την προσπάθεια. Όμως αυτοί έρχονται μ” υπομονή και θάρρος και παρουσιάζουν με τα έργα τους κι ερέθισμα την ίδια τους τη ζωή, την πραγματικότητα της ζωής, φορτωμένοι την αισθητική της ιδιαιτερότητα.
Οι Έλληνες Ναυτεργάτες Λογοτέχνες, αυτό προσπάθησαν, ας μου επιτραπεί να ερμηνεύσω την προσπάθεια τους κι αυτό προσπαθούν, σ” αντίξοες συνθήκες, ακόμη και σήμερα.

Ατεχνως