Η ΑΛΛΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΟΥ «ΧΡΗΜΑΤΙΣΤΗ»
Η ζούγκλα του καπιταλισμού
Από τη γιορτή στην αδυσώπητη πραγματικότητα
Το βιβλίο ξεκινάει με μια γιορτή, αλλά τα μαύρα σύννεφα δεν αργούν να μαζευτούν. Στη διάρκεια της γιορτής αναπτύσσεται μια αγωνιώδης συζήτηση ανάμεσα σε μέλη μιας οικογένειας και μερικούς από τους στενότερους φίλους τους. Μαθαίνει ο αναγνώστης τις συνθήκες που τους έκαναν να φύγουν από τη Λιθουανία και με ποιο τρόπο τους εκμεταλλεύονταν και στην πατρίδα τους. Η συντροφιά των εξαθλιωμένων τράβηξε για το Σικάγο, αφού ένας φίλος τους είχε πλουτίσει στην περιοχή των σφαγείων αυτής της πόλης. Δεν ήξεραν τίποτα άλλο. Όσο προχωρεί το τρένο στο οποίο επιβιβάστηκαν προς Σικάγο, η χαρά τους αρχίζει να κόβεται βλέποντας από το παράθυρο του βαγονιού: «Μια ολόκληρη ώρα πριν φτάσει η συντροφιά στην πόλη, είχαν προσέξει ανησυχητικές αλλαγές στην ατμόσφαιρα. Γινόταν όλο και πιο σκοτεινή, ενώ πάνω στη γη το χορτάρι φαινόταν όλο και λιγότερο πράσινο. Κάθε λεπτό, καθώς το τρένο συνέχιζε να τρέχει, τα χρώματα των πραγμάτων γίνονταν πιο μουντά. Τα χωράφια ήταν τώρα ξερά και κίτρινα, το τοπίο αποκρουστικά γυμνό. Και, μαζί με τον καπνό που πύκνωνε, άρχισαν να προσέχουν ένα άλλο χαρακτηριστικό: μια παράξενη, ερεθιστική μυρωδιά. Δεν ήταν σίγουροι πως την έβρισκαν δυσάρεστη αυτή τη μυρωδιά. Μερικοί θα μπορούσαν να την πουν αηδιαστική, αλλά το γούστο τους στις μυρωδιές δεν είχε αναπτυχθεί κι ήταν απλά σίγουροι πως την έβρισκαν περίεργη. Τώρα, καθισμένοι στο βαγόνι, καταλάβαιναν πως τραβούσαν κατά την εστία της, πως είχαν κάνει όλο το ταξίδι από τη Λιθουανία για να φτάσουν σ’ αυτήν. Δεν ήταν πια κάτι το μακρινό και αμυδρό, που το ‘νιωθες σε ριπές. Μπορούσες, όχι μόνο να το μυρίσεις, αλλά και να το γευτείς στην κυριολεξία, μπορούσες σχεδόν να το πάρεις στα χέρια σου και να το εξετάσεις με την ησυχία σου. Οι γνώμες τους μοιράστηκαν. Ήταν μια μυρωδιά στοιχειακή, ωμή κι ακατέργαστη, ήταν πλούσια, κάπως ταγκή, αισθησιακή και δυνατή. Μερικοί τη ρουφούσαν σαν να ήταν πιοτό, άλλοι έβαζαν τα μαντήλια τους στο πρόσωπό τους. Οι νέοι μετανάστες τη δοκίμαζαν ακόμη, χαμένοι μέσα στη σαστιμάρα τους, όταν ξαφνικά το τρένο σταμάτησε, η πόρτα του βαγονιού άνοιξε μ’ ένα τράνταγμα και μια φωνή φώναξε: «Σφαγεία!»» (σελ. 37).
Διδάγματα πικρά
Με μεγάλο κόπο οι μετανάστες κατορθώνουν να αγοράσουν ένα σπίτι και παρακολουθεί ο αναγνώστης την εκπλήρωση ενός ονείρου, την απόλαυση της τακτοποίησης ενός δικού τους σπιτιού, αλλά τι σπίτι! Αρχίζουν και μαθαίνουν το ιστορικό του σπιτιού που κι άλλες οικογένειες είχαν προσπαθήσει να το αγοράσουν. Μια γριά Λιθουανή από μια διπλανή οικογένεια τους τα είπε όλα και μαθαίνουμε για το σπίτι αυτό της φρίκης. Δεν ήταν καθόλου καινούργιο και η οικογένεια το είχε πληρώσει τρεις φορές πάνω από το κόστος κατασκευής. Είχαν περάσει και τους είχαν πετάξει έξω Γερμανοί, Πολωνοί, Σλοβάκοι, Ιρλανδοί κλπ. Εφόσον τους τα είπε αυτά η γριά, τους πιάνει ο τρόμος. Δεν ξέρουν αν πρέπει να τα πιστέψουν όλα αυτά ή μήπως η γριά έλεγε υπερβολές. Το σπίτι ήταν «άτυχο», αρρώστιες, ανωμαλίες στις γεννήσεις, φυματίωση: «Σε τούτο το σπίτι, η αρχή είχε γίνει με τους Ιρλανδούς. Ύστερα, μια βοημική οικογένεια έχασε ένα παιδί της, πράγμα που δεν είναι καθόλου σίγουρο, γιατί κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι συμβαίνει με τα παιδιά που δουλεύουν στα σφαγεία. Εκείνο τον καιρό, δεν υπήρχε περιοριστικός νόμος για την ηλικία των παιδιών κι οι κονσερβάδες τα έβαζαν στη δουλειά όλα, εκτός από τα μωρά. Η οικογένεια φάνηκε να απορεί μ’ αυτό κι η γιαγιά Μαγιάουζκιενε χρειάστηκε να δώσει πάλι την εξήγηση: ήταν παράνομο να δουλεύουν παιδιά πριν κλείσουν τα δεκάξι. Τι νόημα έχει αυτό; ρώτησαν. Σκέφτονταν ν’ αφήσουν το μικρό Στανίσλοβας να δουλέψει. Εντάξει, δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχούν, είπε η γιαγιά Μαγιάουζκιενε, ο νόμος δεν άλλαζε τίποτα, απλώς ανάγκαζε τον κόσμο να λέει ψέματα για την ηλικία των παιδιών του» (σελ. 89).
Έτσι με απλότητα διατυπωμένα ο συγγραφέας περνάει τα μηνύματα βάζοντάς τα στο στόμα μιας γριάς πολύπαθης μετανάστριας και δείχνοντας πως η ανάγκη κάνει τους ανθρώπους να δεχθούν τα απαράδεκτα. Οι νεοφερμένοι δεν είχαν ακούσει ακόμα ούτε για φυματίωση, ούτε για τόκους. Νόμιζαν ότι θα πλήρωναν κάθε μήνα 12 δολάρια για το σπίτι. Η γριά τους είπε για τον τόκο: «Την κοίταξαν αποσβολωμένοι. «Τόκο;» φώναξαν.
«Τόκο στα λεφτά που χρωστάτε ακόμα», τους απάντησε εκείνη.
«Μα δεν έχουμε υποχρέωση να πληρώνουμε τόκο!» φώναξαν τρεις ή τέσσερις μαζί. «Έχουμε να πληρώνουμε μόνο δώδεκα δολάρια τον μήνα».
Η γριά γέλασε. «Είσαστε κι εσείς σαν όλους τους άλλους», είπε. «Σας ξεγελάνε και σας τρώνε ζωντανούς. Ποτέ δεν πουλάνε σπίτια χωρίς τόκο. Πάρτε το συμβόλαιό σας να δείτε» (σελ. 90).
Δεν ήξεραν ακόμα αγγλικά και η γριά τους ενημέρωσε τι λέει το συμβόλαιο για να ακούσουν με φρίκη ότι αντί για 12 δολάρια έπρεπε να πληρώσουν κάθε μήνα 17!
Κατρακύλα χωρίς τέλος…
Αυτά ήταν μόνο η αρχή μιας πορείας εξόντωσης. Το βιβλίο δίνει μια κλιμάκωση προς το χειρότερο. Η απόγνωση φέρνει το ξεγλίστρημα και το ένα ξεγλίστρημα το άλλο. Οργή, παράβαση, φυλακή, πορνεία για τις γυναίκες. Ο Γιούργκις, ένα από τα κεντρικά πρόσωπα, μόλις βγει από τη φυλακή και βρει ξένη οικογένεια στο σπίτι του καταλαβαίνει πια όλη την αλήθεια. Σκεφτόταν το μόχθο του, τον αγώνα για την επιβίωση: «Μπορούσε να δει τον εαυτό του μέσα σ’ όλη τη μακριά πορεία των γεγονότων σαν θύμα αχόρταγων όρνεων που του είχαν ξεσκίσει τα σωθικά και τον είχαν καταβροχθίσει, διαβόλων που τον είχαν βασανίσει, περιγελώντας τον στο μεταξύ, κοροϊδεύοντάς τον κατάμουτρα» (σελ. 221).
…αλλά και ένα νέο όραμα
Η ζωντανή, παραστατική ροή της αφήγησης φέρνει μπροστά στα μάτια μας τις σπαραχτικές εικόνες. Ο συγγραφέας δεν μας αφήνει, όμως, με την περιγραφή των γεγονότων χωρίς διέξοδο. Υπάρχει μια πορεία συνειδητοποίησης. Ο απελπισμένος και τσακισμένος Γιούργκις θα βρεθεί εντελώς περαστικά και τυχαία σε μια ομιλία σοσιαλιστών. Η ομιλία είναι από τα καλύτερα κομμάτια ρητορικής στην παγκόσμια λογοτεχνία και ο Γιούργκις ακούει για πρώτη φορά για το όραμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας και μέσα του αρχίζει να πάλλεται η ελπίδα. Μαζί με τους άλλους σηκώνεται, φωνάζει, τραγουδάει, ξαναβρίσκει την χαμένη του ψυχή. Στο τέλος γίνονται εκλογές στο Σικάγο κι ένας ρήτορας εργάτης προειδοποιεί για ένα ξεγέλασμα δήθεν δημοκρατικών, ψευτομεταρρυθμιστών, παλαιοκομματικών μετά τις εκλογές, όταν πια θα έχουν πάρει την εξουσία παροτρύνοντας για την πραγματική εργατική εξουσία να οργανωθούν κάτω από τη σημαία του κόμματος και «τότε θ’ αρχίσει η εξόρμηση που δε θ’ ανακοπεί ποτέ, η παλίρροια που δε θα γυρίσει ποτέ πίσω μέχρι να γίνει μια πλημμύρα που θα ‘ναι ασυγκράτητη, συντριπτική: η συνάθροιση των απαυδισμένων εργατών του Σικάγου κάτω απ’ τη σημαία μας! Και θα τους οργανώσουμε, θα τους ασκήσουμε, θα τους παρατάξουμε για τη νίκη! Θα τους συντρίψουμε τους αντιπάλους, θα τους σαρώσουμε στο πέρασμά μας…Και το Σικάγο θα ‘ναι δικό μας! Το Σικάγο θα ‘ναι δικό μας! ΤΟ ΣΙΚΑΓΟ ΘΑ ‘ΝΑΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ!» (σελ. 421/422).
Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //Την προηγούμενη βδομάδα είδαμε ζωή και έργο ενός χρηματιστή, τη μια πλευρά του αμερικανικού «ονείρου». Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το βιβλίο «Η ζούγκλα» του Άπτον Σίνκλερ (1878-1968) αποτελεί κατά κάποιο τρόπο μια διαλεκτική ενότητα με τον «Χρηματιστή» του Θίοντορ Ντράιζερ. Στο βιβλίο του Ντράιζερ που είδαμε την περασμένη βδομάδα, το φως πέφτει στον πλουτοκράτη, ενώ στο βιβλίο του Σίνκλερ στους ανθρώπους που δημιουργούν τον πλούτο χωρίς να τον απολαμβάνουν: τους εργάτες και δη τους «εισαγόμενους» εργάτες, τους μετανάστες, ρίχνοντας άπλετο φως στον εφιάλτη της εκμετάλλευσης. Εικόνες μιας κοινωνίας όπου το έγκλημα τιμωρία δεν έχει. Ο Άπτον Σίνκλερ είναι ένας από τους πολυγραφότερους και πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς. Από νωρίς είχε συνδεθεί με το σοσιαλιστικό κίνημα της χώρας του και σ’ όλο το έργο του καταγγέλλει κάθε μορφή κοινωνικής εκμετάλλευσης εστιάζοντας στην πάλη ανάμεσα στον κεφαλαιοκράτη και τον εργαζόμενο. «Η Ζούγκλα» εκδόθηκε το 1916 και κυκλοφόρησε το 1993 στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» σε μετάφραση του Κώστα Αλάτση. «Γράφτηκε», με τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα, «μέσα σ’ ένα σανιδένιο καλύβι, δυόμιση επί τρία, στην πλαγιά ενός λόφου στα βόρεια του Πρίνστον». Είχε ζήσει ο Σίνκλερ για εφτά βδομάδες με τους απόκληρους ξένους στα σφαγεία του Σικάγου. Το βιβλίο αφηγείται την ιστορία ενός χωρικού από τη Λιθουανία που μετανάστευσε στις ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα και δούλεψε στα σφαγεία του Σικάγου γνωρίζοντας ως μετανάστης τη διπλή εκμετάλλευση. Το βιβλίο αφιερώνεται «Στους εργάτες της Αμερικής».
Από τη γιορτή στην αδυσώπητη πραγματικότητα
Το βιβλίο ξεκινάει με μια γιορτή, αλλά τα μαύρα σύννεφα δεν αργούν να μαζευτούν. Στη διάρκεια της γιορτής αναπτύσσεται μια αγωνιώδης συζήτηση ανάμεσα σε μέλη μιας οικογένειας και μερικούς από τους στενότερους φίλους τους. Μαθαίνει ο αναγνώστης τις συνθήκες που τους έκαναν να φύγουν από τη Λιθουανία και με ποιο τρόπο τους εκμεταλλεύονταν και στην πατρίδα τους. Η συντροφιά των εξαθλιωμένων τράβηξε για το Σικάγο, αφού ένας φίλος τους είχε πλουτίσει στην περιοχή των σφαγείων αυτής της πόλης. Δεν ήξεραν τίποτα άλλο. Όσο προχωρεί το τρένο στο οποίο επιβιβάστηκαν προς Σικάγο, η χαρά τους αρχίζει να κόβεται βλέποντας από το παράθυρο του βαγονιού: «Μια ολόκληρη ώρα πριν φτάσει η συντροφιά στην πόλη, είχαν προσέξει ανησυχητικές αλλαγές στην ατμόσφαιρα. Γινόταν όλο και πιο σκοτεινή, ενώ πάνω στη γη το χορτάρι φαινόταν όλο και λιγότερο πράσινο. Κάθε λεπτό, καθώς το τρένο συνέχιζε να τρέχει, τα χρώματα των πραγμάτων γίνονταν πιο μουντά. Τα χωράφια ήταν τώρα ξερά και κίτρινα, το τοπίο αποκρουστικά γυμνό. Και, μαζί με τον καπνό που πύκνωνε, άρχισαν να προσέχουν ένα άλλο χαρακτηριστικό: μια παράξενη, ερεθιστική μυρωδιά. Δεν ήταν σίγουροι πως την έβρισκαν δυσάρεστη αυτή τη μυρωδιά. Μερικοί θα μπορούσαν να την πουν αηδιαστική, αλλά το γούστο τους στις μυρωδιές δεν είχε αναπτυχθεί κι ήταν απλά σίγουροι πως την έβρισκαν περίεργη. Τώρα, καθισμένοι στο βαγόνι, καταλάβαιναν πως τραβούσαν κατά την εστία της, πως είχαν κάνει όλο το ταξίδι από τη Λιθουανία για να φτάσουν σ’ αυτήν. Δεν ήταν πια κάτι το μακρινό και αμυδρό, που το ‘νιωθες σε ριπές. Μπορούσες, όχι μόνο να το μυρίσεις, αλλά και να το γευτείς στην κυριολεξία, μπορούσες σχεδόν να το πάρεις στα χέρια σου και να το εξετάσεις με την ησυχία σου. Οι γνώμες τους μοιράστηκαν. Ήταν μια μυρωδιά στοιχειακή, ωμή κι ακατέργαστη, ήταν πλούσια, κάπως ταγκή, αισθησιακή και δυνατή. Μερικοί τη ρουφούσαν σαν να ήταν πιοτό, άλλοι έβαζαν τα μαντήλια τους στο πρόσωπό τους. Οι νέοι μετανάστες τη δοκίμαζαν ακόμη, χαμένοι μέσα στη σαστιμάρα τους, όταν ξαφνικά το τρένο σταμάτησε, η πόρτα του βαγονιού άνοιξε μ’ ένα τράνταγμα και μια φωνή φώναξε: «Σφαγεία!»» (σελ. 37).
Διδάγματα πικρά
Με μεγάλο κόπο οι μετανάστες κατορθώνουν να αγοράσουν ένα σπίτι και παρακολουθεί ο αναγνώστης την εκπλήρωση ενός ονείρου, την απόλαυση της τακτοποίησης ενός δικού τους σπιτιού, αλλά τι σπίτι! Αρχίζουν και μαθαίνουν το ιστορικό του σπιτιού που κι άλλες οικογένειες είχαν προσπαθήσει να το αγοράσουν. Μια γριά Λιθουανή από μια διπλανή οικογένεια τους τα είπε όλα και μαθαίνουμε για το σπίτι αυτό της φρίκης. Δεν ήταν καθόλου καινούργιο και η οικογένεια το είχε πληρώσει τρεις φορές πάνω από το κόστος κατασκευής. Είχαν περάσει και τους είχαν πετάξει έξω Γερμανοί, Πολωνοί, Σλοβάκοι, Ιρλανδοί κλπ. Εφόσον τους τα είπε αυτά η γριά, τους πιάνει ο τρόμος. Δεν ξέρουν αν πρέπει να τα πιστέψουν όλα αυτά ή μήπως η γριά έλεγε υπερβολές. Το σπίτι ήταν «άτυχο», αρρώστιες, ανωμαλίες στις γεννήσεις, φυματίωση: «Σε τούτο το σπίτι, η αρχή είχε γίνει με τους Ιρλανδούς. Ύστερα, μια βοημική οικογένεια έχασε ένα παιδί της, πράγμα που δεν είναι καθόλου σίγουρο, γιατί κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι συμβαίνει με τα παιδιά που δουλεύουν στα σφαγεία. Εκείνο τον καιρό, δεν υπήρχε περιοριστικός νόμος για την ηλικία των παιδιών κι οι κονσερβάδες τα έβαζαν στη δουλειά όλα, εκτός από τα μωρά. Η οικογένεια φάνηκε να απορεί μ’ αυτό κι η γιαγιά Μαγιάουζκιενε χρειάστηκε να δώσει πάλι την εξήγηση: ήταν παράνομο να δουλεύουν παιδιά πριν κλείσουν τα δεκάξι. Τι νόημα έχει αυτό; ρώτησαν. Σκέφτονταν ν’ αφήσουν το μικρό Στανίσλοβας να δουλέψει. Εντάξει, δεν υπήρχε λόγος ν’ ανησυχούν, είπε η γιαγιά Μαγιάουζκιενε, ο νόμος δεν άλλαζε τίποτα, απλώς ανάγκαζε τον κόσμο να λέει ψέματα για την ηλικία των παιδιών του» (σελ. 89).
Έτσι με απλότητα διατυπωμένα ο συγγραφέας περνάει τα μηνύματα βάζοντάς τα στο στόμα μιας γριάς πολύπαθης μετανάστριας και δείχνοντας πως η ανάγκη κάνει τους ανθρώπους να δεχθούν τα απαράδεκτα. Οι νεοφερμένοι δεν είχαν ακούσει ακόμα ούτε για φυματίωση, ούτε για τόκους. Νόμιζαν ότι θα πλήρωναν κάθε μήνα 12 δολάρια για το σπίτι. Η γριά τους είπε για τον τόκο: «Την κοίταξαν αποσβολωμένοι. «Τόκο;» φώναξαν.
«Τόκο στα λεφτά που χρωστάτε ακόμα», τους απάντησε εκείνη.
«Μα δεν έχουμε υποχρέωση να πληρώνουμε τόκο!» φώναξαν τρεις ή τέσσερις μαζί. «Έχουμε να πληρώνουμε μόνο δώδεκα δολάρια τον μήνα».
Η γριά γέλασε. «Είσαστε κι εσείς σαν όλους τους άλλους», είπε. «Σας ξεγελάνε και σας τρώνε ζωντανούς. Ποτέ δεν πουλάνε σπίτια χωρίς τόκο. Πάρτε το συμβόλαιό σας να δείτε» (σελ. 90).
Δεν ήξεραν ακόμα αγγλικά και η γριά τους ενημέρωσε τι λέει το συμβόλαιο για να ακούσουν με φρίκη ότι αντί για 12 δολάρια έπρεπε να πληρώσουν κάθε μήνα 17!
Κατρακύλα χωρίς τέλος…
Αυτά ήταν μόνο η αρχή μιας πορείας εξόντωσης. Το βιβλίο δίνει μια κλιμάκωση προς το χειρότερο. Η απόγνωση φέρνει το ξεγλίστρημα και το ένα ξεγλίστρημα το άλλο. Οργή, παράβαση, φυλακή, πορνεία για τις γυναίκες. Ο Γιούργκις, ένα από τα κεντρικά πρόσωπα, μόλις βγει από τη φυλακή και βρει ξένη οικογένεια στο σπίτι του καταλαβαίνει πια όλη την αλήθεια. Σκεφτόταν το μόχθο του, τον αγώνα για την επιβίωση: «Μπορούσε να δει τον εαυτό του μέσα σ’ όλη τη μακριά πορεία των γεγονότων σαν θύμα αχόρταγων όρνεων που του είχαν ξεσκίσει τα σωθικά και τον είχαν καταβροχθίσει, διαβόλων που τον είχαν βασανίσει, περιγελώντας τον στο μεταξύ, κοροϊδεύοντάς τον κατάμουτρα» (σελ. 221).
…αλλά και ένα νέο όραμα
Η ζωντανή, παραστατική ροή της αφήγησης φέρνει μπροστά στα μάτια μας τις σπαραχτικές εικόνες. Ο συγγραφέας δεν μας αφήνει, όμως, με την περιγραφή των γεγονότων χωρίς διέξοδο. Υπάρχει μια πορεία συνειδητοποίησης. Ο απελπισμένος και τσακισμένος Γιούργκις θα βρεθεί εντελώς περαστικά και τυχαία σε μια ομιλία σοσιαλιστών. Η ομιλία είναι από τα καλύτερα κομμάτια ρητορικής στην παγκόσμια λογοτεχνία και ο Γιούργκις ακούει για πρώτη φορά για το όραμα μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας και μέσα του αρχίζει να πάλλεται η ελπίδα. Μαζί με τους άλλους σηκώνεται, φωνάζει, τραγουδάει, ξαναβρίσκει την χαμένη του ψυχή. Στο τέλος γίνονται εκλογές στο Σικάγο κι ένας ρήτορας εργάτης προειδοποιεί για ένα ξεγέλασμα δήθεν δημοκρατικών, ψευτομεταρρυθμιστών, παλαιοκομματικών μετά τις εκλογές, όταν πια θα έχουν πάρει την εξουσία παροτρύνοντας για την πραγματική εργατική εξουσία να οργανωθούν κάτω από τη σημαία του κόμματος και «τότε θ’ αρχίσει η εξόρμηση που δε θ’ ανακοπεί ποτέ, η παλίρροια που δε θα γυρίσει ποτέ πίσω μέχρι να γίνει μια πλημμύρα που θα ‘ναι ασυγκράτητη, συντριπτική: η συνάθροιση των απαυδισμένων εργατών του Σικάγου κάτω απ’ τη σημαία μας! Και θα τους οργανώσουμε, θα τους ασκήσουμε, θα τους παρατάξουμε για τη νίκη! Θα τους συντρίψουμε τους αντιπάλους, θα τους σαρώσουμε στο πέρασμά μας…Και το Σικάγο θα ‘ναι δικό μας! Το Σικάγο θα ‘ναι δικό μας! ΤΟ ΣΙΚΑΓΟ ΘΑ ‘ΝΑΙ ΔΙΚΟ ΜΑΣ!» (σελ. 421/422).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου