1 Νοε 2015

Η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων, η πτώση των τιμών τους και η διεθνής οικονομική επιβράδυνση

Η υπερπαραγωγή εμπορευμάτων, η πτώση των τιμών τους και η διεθνής οικονομική επιβράδυνση



Σύμφωνα με άρθρο του Shuaihua Wallace Cheng στο «Ρόιτερς» που αναδημοσίευσε η «Καθημερινή» στις 27/9/2015, «η Κίνα ξεφεύγει από τις μεγάλες κρίσεις επί δύο δεκαετίες. Ισως, όμως, τελειώνουν οι καλές εποχές. Μία από τις κυριότερες αιτίες είναι η πλεονάζουσα παραγωγική δυνατότητα, που δεν είναι κάτι καινούργιο, αλλά σε τομείς όπως το σιδηρομετάλλευμα, ο χάλυβας, το γυαλί, το τσιμέντο, το αλουμίνιο, τα φωτοβολταϊκά και ο εξοπλισμός παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας υπερέβη προσφάτως το 30%. Αυτό, όμως, είναι το όριο το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε πτωχεύσεις εταιρειών που έχουν δανειστεί και στη συνέχεια είδαν τα κέρδη τους να μειώνονται ραγδαία. Σύμφωνα με την Ενωση Σιδήρου και Χάλυβα της Κίνας, το πλεόνασμα προσφοράς έχει συμπιέσει τόσο πολύ τις τιμές του χάλυβα ώστε τα κέρδη από την παραγωγή ενός τόνου δεν φτάνουν για την αγορά ενός παγωτού. Η παραγωγή έφτασε σε τέτοια επίπεδα εξαιτίας ενός θηριώδους ανταγωνισμού μεταξύ τοπικών αρχών. Προκειμένου να επιτύχουν υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, οι τοπικές αρχές προσφέρουν στις επιχειρήσεις επιδοτήσεις, φοροαπαλλαγές και δωρεάν χρήση κρατικής γης. Επιπλέον διευκολύνουν τις επιχειρήσεις να διασφαλίσουν φθηνά δάνεια από κρατικές τράπεζες, μειώνοντας τεχνηέντως το κόστος της παραγωγής.
Η πλεονασματική παραγωγή αποτελεί ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια της κινεζικής οικονομίας καθώς έχει οδηγήσει τις επιχειρήσεις να δανείζονται για να αποπληρώνουν άλλα δάνεια. Το 2014, τα κινεζικά χαλυβουργεία άντλησαν δάνεια ύψους 489 δισ. δολαρίων».
Πλούσιο απόθεμα και χαμηλή ανάπτυξη
Είναι γεγονός ότι η οικονομία της Κίνας βρίσκεται σε επιβράδυνση, αν και με τους μεγαλύτερους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ στον κόσμο, λίγο κάτω από το 7%. Ο τομέας που συμβάλλει περισσότερο στην επιβράδυνση της οικονομίας είναι αυτός των κατασκευών και της αγοράς στέγης, με αποτέλεσμα να μειώνεται σημαντικά η ζήτηση σε όλους τους εξαρτημένους από αυτόν κλάδους, από τις επιπλώσεις, μέχρι τις βιομηχανίες τσιμέντου και χάλυβα. Ο κλάδος της στέγης αντιπροσωπεύει το 25% του κινεζικού ΑΕΠ (μαζί, βεβαίως, με όλες τις βιομηχανίες που σχετίζονται με τη στέγη). Αυτό δείχνει και την αλληλεπίδραση των κλάδων. Η υπερπαραγωγή (παραγωγή εμπορευμάτων που δεν μπορούν να πουληθούν γιατί οι ανάγκες είναι λιγότερες και έχουν καλυφθεί) στους κλάδους που αναφέρει το ρεπορτάζ έχει σχέση με την κρίση στον κλάδο των κατασκευών και της στέγης. Με εξαίρεση τα φωτοβολταϊκά και τον εξοπλισμό στην Ενέργεια, η υπερπαραγωγή των οποίων οφείλεται επίσης στις λιγότερες ανάγκες για κατανάλωση Ενέργειας, αφού υπάρχει συνολική επιβράδυνση στην οικονομία της Κίνας, άρα και μειωμένη ζήτηση, σε συνδυασμό με τη μείωση εξαγωγών επειδή η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία βρίσκεται σε ανάπτυξη μεν αλλά επιβράδυνση (π.χ. η Ιαπωνία δεν απέχει πολύ από την ύφεση, οι ΗΠΑ έχουν πρόβλημα με τις εξαγωγές τους λόγω ισχυρού δολαρίου και μείωση παραγωγής υδρογονανθράκων, η Ευρωζώνη έχει δείγματα ανάκαμψης χωρίς δυναμική), αλλά κυρίως στις λεγόμενες αναδυόμενες οικονομίες. Για παράδειγμα, το ΔΝΤ στην έκθεσή του για την Παγκόσμια Οικονομική Προοπτική, υποβάθμισε τις εκτιμήσεις του για την ανάπτυξη το 2015 στο 3,1%, από 3,3% που προέβλεπε τον Ιούλη και 3,8% τον Απρίλη, και στο 3,6% για το 2016 από 3,8%, ως συνέπεια της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
«Είναι εξαιρετικά δύσκολο να προβλεφθεί η πορεία των τιμών των εμπορευμάτων, αλλά οι αναλυτές των αγορών μοιράζονται την πεποίθηση πως θα παραμείνουν σε χαμηλά επίπεδα, λόγω των πλούσιων αποθεμάτων και της χαμηλής προοπτικής για την παγκόσμια ανάπτυξη» («Καθημερινή», 29/9/2015).
Το ΔΝΤ εδώ λέει καθαρά ότι υπάρχει υπερπαραγωγή (πλούσια αποθέματα) εμπορευμάτων αλλά και χαμηλή ανάπτυξη. Σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και η υπερπαραγωγή στην Κίνα στους κλάδους που αναφέρει το ρεπορτάζ του «Ρόιτερς».
Το παράδειγμα της «Glencore»
Αυτό επίσης φαίνεται και από την περίπτωση της «Glencore», ενός μονοπωλίου στο διεθνές εμπόριο με έδρα την Ελβετία, που αγοράζει και πουλά το 3% της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου, αγοράζει και πουλά ένα μεγάλο μέρος πρώτων υλών, από το αλουμίνιο, το χαλκό και τον άνθρακα, έως τη ζάχαρη, το σιτάρι και το κριθάρι.
Σύμφωνα με ρεπορτάζ της «Καθημερινής» στις 30/9/2015, η «Glencore» κινδυνεύει να γίνει μια Lehman Brothers (η αμερικανική τράπεζα που κατέρρευσε το 2008 λόγω οικονομικής κρίσης) στον παγκόσμιο κλάδο πρώτων υλών. Το βάζει ως ερώτημα το αμερικανικό δίκτυο CNBC, «καθώς ο ελβετικός κολοσσός διανύει μια εξαιρετικά δυσμενή περίοδο εξαιτίας της μεγάλης πτώσης των τιμών των εμπορευμάτων. Αφενός, η τιμή της μετοχής ανέκαμψε χθες από τις απώλειες των προηγούμενων ημερών ύστερα από διαβεβαίωση της ανώτατης διοίκησης της Glencore πως παραμένει "λειτουργικά και χρηματοοικονομικά εύρωστη". Αφετέρου, η μετοχή του κολοσσού μετάλλων, ορυκτών, Ενέργειας και αγροτικών προϊόντων εξακολουθεί να κυμαίνεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, με πτώση 77% από τις αρχές του έτους στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου.
Αναλυτές της Citigroup συνέστησαν στην Glencore να εξετάσει ακόμη και την αποχώρησή της από το χρηματιστήριο, λόγω των πρόσθετων προβλημάτων που αναμένεται να αντιμετωπίσει από το ενδεχόμενο να παραμείνουν οι τιμές των εμπορευμάτων σε χαμηλά επίπεδα. Τα χρέη του κολοσσού κυμαίνονται στα 30 δισ. δολάρια.
Η επενδυτική εταιρεία Investec Plc προειδοποίησε πως δεν θα απομείνει παρά μια πολύ χαμηλή αξία για τους μετόχους εάν επιμείνουν οι χαμηλές τιμές στα εμπορεύματα. Οι τιμές των εμπορευμάτων έχουν υποχωρήσει δραματικά λόγω της επιβράδυνσης της κινεζικής οικονομίας, η οποία απορροφά μεγάλο μέρος της παγκόσμιας παραγωγής στις πρώτες ύλες».
Η χαλυβουργία στη Βρετανία
Φαίνεται όμως ότι ο κλάδος του χάλυβα περνά κρίση και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη. Για παράδειγμα, σε ρεπορτάζ της «Καθημερινής» στις 25/9/2015, για τον κλάδο της χαλυβουργίας στη Βρετανία, αναφέρεται: «Ο ανταγωνισμός από τις φθηνές εισαγωγές, και ειδικότερα τις εισαγωγές από την Κίνα, έχει οδηγήσει τον κλάδο των χαλυβουργείων σε δεινή θέση. Ετσι κινδυνεύουν να κλείσουν τα βρετανικά χαλυβουργεία, που ως κλάδος απασχολεί συνολικά 30.000 εργαζόμενους και συχνά σε περιοχές με ανεργία πολύ υψηλότερη από τον μέσο όρο της Βρετανίας.
Την περασμένη εβδομάδα έκρουσε τον κώδωνα του κινδύνου η αναστολή λειτουργίας του δεύτερου σε μέγεθος χαλυβουργείου της χώρας, του SSI, θυγατρικής της Sahaviriya Steel Industries της Ταϊλάνδης. Αυτό σημαίνει ότι κινδυνεύουν χιλιάδες θέσεις εργασίας. Το 2011 το εν λόγω χαλυβουργείο εξαγόρασε τη μονάδα Redcar στη Βορειοανατολική Αγγλία. Απασχολεί άμεσα 2.000 άτομα σε μια οικονομικά υποβαθμισμένη περιοχή και η τοπική κοινωνία εκφράζει φόβους πως η κατάρρευσή του θα οδηγήσει στην απώλεια πολλών άλλων θέσεων εργασίας που σχετίζονται έμμεσα με την παραγωγή χάλυβα. Εχει, άλλωστε, προηγηθεί τον Ιούλιο η προειδοποίηση του μεγαλύτερου χαλυβουργείου της χώρας, του Tata Steel, πως ενδέχεται να προχωρήσει σε μείωση προσωπικού κατά 700 άτομα εξαιτίας πάντα των φθηνών εισαγωγών και του υψηλού κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας. Η εν λόγω βιομηχανία έχει ήδη προχωρήσει σε χιλιάδες απολύσεις από το 2007, οπότε εξαγόρασε τη βρετανο-ολλανδική εταιρεία χαλυβουργείων Corus.
Ο φορέας που εκπροσωπεί τα χαλυβουργεία της Βρετανίας, η UK Steel, ζητάει από τη βρετανική κυβέρνηση να μειώσει τους λεγόμενους "πράσινους" φόρους, εκείνους που καταβάλλονται για την εκπομπή καυσαερίων, αλλά προπαντός να απαγορεύσει τις φθηνές εισαγωγές χάλυβα ώστε να επιτρέψει στον κλάδο "να ανταγωνιστεί επί ίσοις όροις με άλλες χώρες που παράγουν χάλυβα". Από την πλευρά του, το βρετανικό υπουργείο Επιχειρηματικής Καινοτομίας (BIS) υποστηρίζει ότι έχει κάνει "ό,τι ήταν δυνατόν", καθώς έχει ήδη προσφέρει στον κλάδο κεφάλαια άνω των 63,71 εκατ. ευρώ ως αποζημίωση για το κόστος των εκπομπών καυσαερίων. Μιλώντας σε βρετανικά ΜΜΕ, ο εκπρόσωπος της BIS τόνισε πως "η τιμή του χάλυβα περιορίστηκε σχεδόν στο μισό το περασμένο έτος και η πλεονασματική παραγωγή σε παγκόσμιο επίπεδο παραμένει πρόβλημα.
Τα βρετανικά χαλυβουργεία υποστηρίζουν ότι εξακολουθούν να καταβάλλουν υψηλότερο τίμημα για την ηλεκτρική ενέργεια σε σύγκριση με τους ανταγωνιστές τους στην υπόλοιπη ΕΕ ενώ οι "πράσινοι" φόροι της Βρετανίας είναι από τους υψηλότερους στον κόσμο».
Οξυνση ανταγωνισμών και συνέπειες στους εργαζόμενους
Η παραπάνω εικόνα δείχνει αφενός την κρίση στον κλάδο, αφετέρου την επίδραση του οξύτατου εσωκλαδικού, δηλαδή στον κλάδο του χάλυβα, ανταγωνισμού διεθνώς. Για παράδειγμα, οι καπιταλιστές του κλάδου στη Βρετανία απαιτούν από την κυβέρνησή τους να πάρει μέτρα ενάντια στην εισαγωγή φτηνού χάλυβα. Ταυτόχρονα, ζητούν μέτρα μείωσης του κόστους παραγωγής για να γίνει το εμπόρευμα που παράγουν ανταγωνιστικό διεθνώς, ζητώντας πρώτ' απ' όλα μείωση της τιμής με την οποία αγοράζουν ηλεκτρική ενέργεια. Εδώ επίσης υπάρχει ο διακλαδικός ανταγωνισμός, ανάμεσα στον κλάδο του χάλυβα και στον τομέα ηλεκτρικής ενέργειας. Ζητούν, επίσης, μείωση του λεγόμενου «πράσινου φόρου» για την εκπομπή καυσαερίων παρότι αυτός ο φόρος είναι επιδοτούμενος από το κράτος, δηλαδή τα μονοπώλια του χάλυβα ενισχύονται με κρατικό χρήμα, αφού, σύμφωνα με το υπουργείο Επιχειρηματικής Καινοτομίας, έχουν επιδοτηθεί με κεφάλαια άνω των 63,71 εκατ. ευρώ.
Και στην περίπτωση της Κίνας και στην περίπτωση της Βρετανίας εμφανίζεται υπερπαραγωγή χάλυβα. Φαίνεται μάλιστα ότι υπάρχει πλεόνασμα παραγωγής διεθνώς. Αυτή η εικόνα δείχνει αδυναμία πώλησης, άρα κρίση στον κλάδο. Που οξύνει ακόμη περισσότερο τον ανταγωνισμό. Το πιο σημαντικό όμως αρνητικό συμπέρασμα για τους εργαζόμενους στον κλάδο είναι ότι η υπερπαραγωγή οδηγεί στη μείωση της παραγωγής ή και κλείσιμο εργοστασίων, επομένως σε απολύσεις, ανεργία, αλλά και σε μείωση τιμής πώλησης του χάλυβα, που ωθεί σε μείωση τιμής της εργατικής δύναμης, άρα μισθών των εργαζομένων στον κλάδο. Σημαίνει, επίσης, κρατική ενίσχυση των επιχειρηματικών ομίλων, όπως π.χ. στη Βρετανία με τον «πράσινο φόρο», ή την πιθανή επιδότηση αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας που την πληρώνει ο λαός.
Υπάρχει, επίσης, ένα τελευταίο παράδειγμα στις ΗΠΑ, που δείχνει το φαινόμενο της αρνητικής επίδρασης της κρίσης ενός κλάδου σε άλλον. Η «Caterpillar», η μεγαλύτερη τέτοια εταιρεία διεθνώς, προχωρά σε 10.000 απολύσεις έως το 2018, επειδή προβλέπει πως φέτος τα έσοδά της θα μειωθούν ενδεχομένως κατά 1 δισ. δολάρια, για τρίτη διαδοχικά χρονιά, ενώ για το 2016, τα έσοδα εκτιμάται πως θα μειωθούν κατά 5%. Είναι το αποτέλεσμα της κρίσης στον τομέα των κατασκευών και της δραστικής μείωσης επενδύσεων στον τομέα των σχιστολιθικών υδρογονανθράκων, λόγω του μεγάλου κόστους παραγωγής και της μεγάλης μείωσης της τιμής του πετρελαίου. Μέχρι το 2014, η «Caterpillar» απασχολούσε 114.233 εργαζόμενους.
Απ' όλα τα παραπάνω φαίνεται ότι η καπιταλιστική οικονομία διεθνώς δείχνει σημάδια υποχώρησης. Οι νέες προβλέψεις διεθνών διακρατικών καπιταλιστικών οργανισμών (ΔΝΤ, ΟΟΣΑ) αναθεωρούν προς τα κάτω προηγούμενες προβλέψεις τους και για το 2015 και για το 2016, ενώ δεν λείπουν σποραδικά και εκτιμήσεις που μιλούν για επιστροφή σε κρίση.

Λ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ