ΑΚΟΜΑ ΚΑΤΑΦΥΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΟΥΡΑΝΙΑ ΠΑΡΗΓΟΡΙΑ;
Κι επειδή οι ηγέτες κρατών κι εκκλησιών μ’ αφορμή τις γιορτές
παρακαλούν το θεό να δίνει ειρήνη κι ευλογία (Μπ. Ομπάμα) ή προτρέπουν τους πολίτες
να σκέφτονται τους ανθρώπους που θα περάσουν τα Χριστούγεννα σε προσφυγικούς
καταυλισμούς (Ντ. Κάμερον) ή εύχονται ο Θεός να δώσει ελπίδα σ’ όσους δεν έχουν δουλειά (πάπας Φραγκίσκος), κι
επειδή καταφεύγουμε για κάποιο απόθεμα αισιοδοξίας στις θρησκευτικές γιορτές
των ημερών κι επειδή η ψυχαναγκαστικά εορταστική ατμόσφαιρα των ημερών αν και μίζερη θέλει να παρασύρει σε λησμονιά των προβλημάτων, παρόλο που αυτό προϋποθέτει έλλειψη μνήμης, υποβάθμιση
κριτικής, μια εθελοτυφλία μπρός το παρόν που θα συνεχιστεί και στο αύριο κι
επειδή κάπως έτσι « “ο κόσμος των πραγμάτων” εκμηδενίζεται μέσα στον κόσμο του πνεύματος,
μέσα στο Χριστιανισμό» η υπενθύμιση των αιτίων που βοήθησαν στον θρίαμβο της χριστιανικής
θρησκείας από τον Φρ. Ενγκελς ίσως βοηθήσουν να καταλάβουμε τις αιτίες και της
δικής μας καταφυγής στην επουράνια παρηγοριά για τις άθλιες κοινωνικές συνθήκες
που βιώνουμε.
«Μια θρησκεία που υπόταξε τη Ρωμαϊκή κοσμοαυτοκρατορία και κυριάρχησε
1.800 χρόνια ως τώρα στο μεγαλύτερο τμήμα της πολιτισμένης ανθρωπότητας δε
μπορεί να κατανικηθεί με τη δήλωση ότι
είναι ένας παραλογισμός συμπλεγμένος με ψεύδη. Κανένας δε μπορεί ν΄
απαλλαγεί απ’ αυτήν πριν να επιτύχει να εξηγήσει την αρχή της και την εξέλιξή της
από τις ιστορικές συνθήκες που κάτω από αυτές αναπτύχθηκε και έφτασε
στην κυριαρχική της θέση. Αυτό ισχύει για το χριστιανισμό. Το πρόβλημα
λοιπόν που πρέπει να λυθεί είναι πώς έγινε οι λαϊκές μάζες στη Ρωμαϊκή
αυτοκρατορία να φτάνουν να προτιμήσουν αυτό τον παραλογισμό –που πρόσθετα τον
κήρυσσαν δούλοι και καταπιεσμένοι- απ’ όλες τις άλλες θρησκείες, ώστε ο
φιλόδοξος Κωνσταντίνος τελικά να δει στην αποδοχή αυτής της παράλογης θρησκείας
το καλύτερο μέσο ν’ ανυψωθεί στη θέση το
μονοκράτορα του ρωμαϊκού κόσμου (…)
Η Ρωμαϊκή κατάχτηση
διέλυσε σ’ όλες τις υποταγμένες χώρες, πρώτο, άμεσα, τις προηγούμενες πολιτικές
συνθήκες κι ύστερα, έμμεσα, και τις κοινωνικές συνθήκες της ζωής. Πρώτο,
υποκαθιστώντας την προηγούμενη οργάνωση κατά τάξεις (εχτός των δούλων) με την
απλή διάκριση ανάμεσα σε Ρωμαίους πολίτες και ξένους ή υποτελείς. Δεύτερο, και
βασικά, αποσπώντας φόρο υποτελείας στο όνομα του Ρωμαϊκού κράτους. Αν κάτω από την αυτοκρατορία
είχε τεθεί ένα όριο, όσο ήταν δυνατό, για το συμφέρον του κράτους στη δίψα των
διοικητών για πλουτισμό, η δίψα αυτή αντικαταστάθηκε από ακόμα πιο αποτελεσματική και καταπιεστική φορολογία
προς όφελος του κρατικού θησαυροφυλακίου, με τρομαχτικά καταστρεπτικό
αποτέλεσμα. Τρίτο, η ρωμαϊκή νομοθεσία εφαρμόστηκε τελικά παντού από τους Ρωμαίους
δικαστές ενώ το ντόπιο κοινωνικό σύστημα κηρυσσόταν άκυρο στο βαθμό που ήταν ασυμβίβαστο με τις διατάξεις του ρωμαϊκού
δικαίου. Οι τρεις αυτοί μοχλοί αναγκαστικά ανάπτυξαν μια τρομαχτικά ισοπεδωτική δύναμη, ιδιαίτερα
όταν εφαρμόζονταν κάμποσες εκατοντάδες χρόνια σε πληθυσμούς που τα πιο ζωηρά
τμήματά τους είτε εξοντώθηκαν ή πιάστηκαν δούλοι σε προηγούμενες μάχες, που συνόδευαν και συχνά ακολουθούσαν την κατάχτηση. (…) Ο
πληθυσμός χωριζόταν ολοένα και πιο σαφέστερα σε τρεις τάξεις, που συγκέντρωναν
τα πιο διαφορετικά στοιχεία και εθνικότητες: τους πλούσιους, μαζί και όχι
λίγους απελευθερωμένους δούλους, μεγάλους γαιοκτήμονες ή τοκογλύφους ή και τα
δυο ταυτόχρονα (…) τους ακτήμονες ελεύθερους ανθρώπους, που στη Ρώμη τους
έτρεφε και τους διασκέδαζε το κράτος (…)
Μπροστά στο κράτος, δηλ. τον αυτοκράτορα, οι δυο πρώτες τάξεις, είχαν τόσο λίγα
δικαιώματα όσα κι οι δούλοι μπροστά στους αφέντες τους (…) Το στήριγμα της κυβέρνησης
ήταν –υλικά, ο στρατός, που ήταν το πιο πολύ στρατός μισθοφόρων ξένων
στρατιωτών παρά ο παλιός ρωμαϊκός στρατός των χωρικών, και ηθικά η γενική
αντίληψη ότι δεν υπήρχε διέξοδος από την κατάσταση αυτή. ¨Ότι στην
πραγματικότητα δεν ήταν αυτός ή εκείνος ο Καίσαρ, αλλά η αυτοκρατορία, που στηριζόταν
στην στρατιωτική κυριαρχία, η αμετάβλητη αναγκαιότητα.(…)
Η γενική απουσία δικαιοσύνης και η απελπισία για τη δυνατότητα
μιας καλύτερης κατάστασης γέννησε μια αντίστοιχη γενική χαλάρωση και
αποθάρρυνση(…)
Με τις πολιτικές και
κοινωνικές ιδιομορφίες των διαφόρων λαών της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας καταδικάσθηκαν
επίσης σε καταστροφή και οι ξεχωριστές θρησκείες τους. Όλες οι θρησκείες της αρχαιότητας
ήταν αυτόματα φυλετικές και αργότερα εθνικές θρησκείες που αναφάνηκαν από τις κοινωνικές
και πολιτικές συνθήκες των αντίστοιχων λαών και συγχωνεύθηκαν μαζί τους. Εφόσον
αυτές στις βάσεις τους διαλύονταν και οι
παραδοσιακές μορφές της κοινωνίας, οι κληρονομικοί πολιτικοί θεσμοί τους και η
εθνική τους ανεξαρτησία θρυμματίζονταν, κατέρρεε φυσικά και η αντίστοιχη σ’
αυτά θρησκεία.(…) Από τη στιγμή που οι εθνικοί θεοί ήταν ανίκανοι να
προστατεύσουν το έθνος τους αντιμετώπιζαν την ίδια τους την καταστροφή. Αυτό
που έκαμε η εκλαϊκευμένη φιλοσοφική διαφώτιση –παρολίγο νάλεγα ο Βολταιρισμό-
στη Ρώμη και στην Ελλάδα, έκαμε στις επαρχίες η Ρωμαϊκή καταπίεση και η
αντικατάσταση ανθρώπων που ήσαν υπερήφανοι για την ελευθερία τους με
απελπισμένους υπηκόους και συμφεροντολόγους αλήτες.
Αυτή ήταν η υλική και
ηθική κατάσταση. Το παρόν ήταν αβάσταχτο, το μέλλον ακόμα πιο απειλητικό, αν
ήταν δυνατό. Δεν υπήρχε διέξοδος. Μόνο απελπισία ή η καταφυγή στην πιο κοινή αισθησιακή απόλαυση, για όσους
μπορούσαν, το λιγότερο, να την αντιμετωπίσουν, κι αυτοί ήταν μια ελάχιστη
μειοψηφία. Διαφορετικά, τίποτε παρά μόνο η υποταγή στο αναπόφευκτο.
Όμως σ’ όλες τις τάξεις
υπήρχαν αναγκαστικά πολλοί άνθρωποι που αφού παύσανε να ελπίζουν στην υλική
σωτηρία, ζητούσαν στη θέση της μια πνευματική σωτηρία, μια παρηγοριά στη συνείδησή
τους, για να σωθούν από την έσχατη απελπισία τους.(…) Δεν χρειάζεται να
σημειώσουμε ότι η πλειοψηφία εκείνων που εμπιστευόταν σε μια τέτοια παρηγοριά της
συνείδησή τους, αυτή τη φυγή από τον εξωτερικό κόσμο στον εσωτερικό βρισκόταν
αναγκαστικά ανάμεσα στους δούλους. Ο χριστιανισμός εμφανίστηκε στην ένταση της γενικής
οικονομικής, πολιτικής, διανοητικής και ηθικής παρακμής. Βρέθηκε σε αποφασιστική
αντίθεση με όλες τις προηγούμενες θρησκείες. Σ’ όλες τις προηγούμενες θρησκείες
το κύριο ήταν το τελετουργικό (…) Ο χριστιανισμός δεν γνώρισε τις διακεκριμένες
τελετές ούτε κι ακόμα τις θυσίες και λιτανείες του κλασικού κόσμου. ¨Όμως απορρίπτοντας όλες τις εθνικές θρησκείες και τις κοινές τελετές τους και
απευθυνόμενος σ’ όλους τους λαούς χωρίς
διάκριση, έγινε η πρώτη δυνατή παγκόσμια θρησκεία»
Φρ. Ενγκελς «Ο Μπρούνο
Μπάουερ και ο πρώτος χριστιανισμός», μτφ.
Γιάννη Βιστάκη, εκδ. Αναγνωστίδη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου