Ανατροπή και πέναλτι
Η
πρώτη δική μου επαφή με το επίμαχο δίλημμα της ανάρτησης ήταν σε μια μπροσούρα
με μοβ εξώφυλλο της ΣΕ (που ταιριάζει κι ως αρκτικόλεξο της Σοβιετικής Ένωσης,
αλλά είναι της Σύγχρονης Εποχής, από μια σειρά που δυστυχώς δε συνεχίστηκε μετά
από τη δεκαετία του 90’), συλλογικό έργο ερευνητών από την πρώην ΛΔΓ, με
επικεφαλής τον αειθαλή και εμβληματικό ιστορικό Κουρτ Γκοσβάιλερ, που κοντεύει
τα εκατό. Ένας εξ αυτών λοιπόν (δυστυχώς δεν έχω πρόχειρο το βιβλιαράκι, για να
βρω το όνομά του), εξέταζε στο άρθρο του το ερώτημα «κατάρρευση ή ανατροπή»,
για να απαντήσει θετικά και στα δύο σκέλη, και το ένα και το άλλο, πιθανότατα
με την έννοια πως το πρώτο δε θα υπήρχε χωρίς το δεύτερο κι ανάποδα.
Προσέξτε
όμως σε πόσο διαφορετικά συμπεράσματα καταλήγουν οι δύο αντίστροφες αναγνώσεις.
Είναι άλλο να πεις πως υπάρχει μια σοβαρή κρίση-αρρώστια, που κατατρώει
εσωτερικά τον οργανισμό, καταστρέφει το ανοσοποιητικό του σύστημα και τον
καθιστά εξαιρετικά ευάλωτο σε εξωτερικές απειλές. Κι άλλη υπόθεση να μιλάμε για
έναν οργανισμό που αδυνατεί να αντιμετωπίσεις κάποιες κρίσεις και να
αντεπεξέλθει στις δυσκολίες, γιατί καλείται να λειτουργήσει σε ένα διεθνές
περιβάλλον, με αντίξοες συνθήκες και αρνητικό συσχετισμό.
Και
βασικά είναι άλλο να μιλάμε για φυσικό θάνατο και τελείως διαφορετικό για δολοφονία
και να αναζητούμε τον ένοχο. Είναι άλλο να λέμε πως ένα σπίτι κατέρρευσε γιατί
ήταν χτισμένο σε σαθρά θεμέλια (που χρειάζονται επαναθεμελίωση) κι άλλο να του
έχουν βάλει δυναμίτη, για να το γκρεμίσουν, ή να συζητάμε πόσο ισχυρή και
αποτελεσματική είναι η αντισεισμική του θωράκιση. Και με αθλητικούς όρους, για
να πιάσουμε το νήμα του τίτλου της ανάρτησης, είναι άλλο να πέφτει κανείς μόνος
του και να κάνει θέατρο (όπως ο Γκόρμπι που το έπαιζε κομμουνιστής) ή να
καταρρέει ξαφνικά στο χόρτο, σαν το μακαρίτη το Φόε, και διαφορετικό να σε
ανατρέπουν με τάκλιν και να σε ρίχνουν κάτω, ενώ ο προδότης τα έχει πιάσει και
δένει τα κορδόνια του στη σέντρα.
Από
το άρθρο του ΛΔ-Γερμανού είχα συγκρατήσει τη σημείωση πως ο καλύτερος και πιο
ενδεδειγμένος όρος-κλειδί είναι η αντεπανάσταση, που περιγράφει πιστά αυτό που
έγινε με «το τέλος της ιστορίας». Ενώ παράλληλα δείχνει πόσο φτωχό είναι το
σχήμα «εξωτερικά – εσωτερικά αίτια», για να μας δώσει πειστικές και
ικανοποιητικές ερμηνείες.
Η
ανατροπή δεν αναφέρεται σε θεωρίες συνωμοσίας και πράκτορες των Αμερικάνων. Και
δεν είναι γεωγραφική, αλλά ταξικά προσδιορισμένη έννοια. Η καπιταλιστική
παλινόρθωση μπορεί να είχε πολλούς πρωτεργάτες εντός των τειχών (της ΕΣΣΔ κι
άλλων σοσιαλιστικών χωρών) και μάλιστα μέσα στις γραμμές των ΚΚ, αλλά η κόκκινη
προβιά που φορούσαν δεν αλλάζει τη βασική διαχωριστική γραμμή μεταξύ των
δυνάμεων της παλινόρθωσης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης· αντιθέτως
επιβεβαιώνει το συμπέρασμα πως η ταξική πάλη συνεχίζεται και μετά την
επικράτηση της επανάστασης στον αδύναμο κρίκο της αλυσίδας, όχι μόνο σε διεθνές
επίπεδο, αλλά και στο εσωτερικό της νέας, σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Υπάρχει
μια δεύτερη εξίσου σημαντική πτυχή, που σπανίως την αντιλαμβάνονται οι «αριστεροί
θιασώτες» της εκδοχής της κατάρρευσης: ότι συντάσσονται κι ευθυγραμμίζονται
χωρίς να το καταλαβαίνουν, με την αστική λογική ότι ο μαρξισμός εφαρμόστηκε κι
απέτυχε στον υπαρκτό σοσιαλισμό (μια δυσάρεστη ιστορική παρένθεση που έκλεισε
τελεσίδικα). Και απ’ την άλλη δεν υπάρχει τίποτα πιο αντιμαρξιστικό κι
αντιδιαλεκτικό από την εμμονή τους να αποδείξουν πως οι κοινωνίες αυτές δεν
είχαν τίποτα κοινό με το όραμα του Μαρξ για το σοσιαλισμό (απλή συνωνυμία) κι
από την αδυναμία τους να κατανοήσουν τις δυσκολίες του τοκετού της νέας κοινωνίας
και της εμφάνισης ενός νέου, μη εκμεταλλευτικού συστήματος στο ιστορικό
προσκήνιο. Όταν πχ ακόμα και η οριστική επικράτηση του κεφαλαιοκρατίας έναντι της
φεουδαρχίας (μια μετάβαση που αφορά δύο εκμεταλλευτικά συστήματα και δεν
απαιτούσε τη συνειδητή επαναστατική δράση της αστικής τάξης, που είχε ως βασικό
όχημα την οικονομική της κυριαρχία), απείχε πέντε με έξι αιώνες από την
εμφάνιση των πρώτων αστικών κοινωνιών στα εμπορικά κέντρα της Ιταλίας.
Υπάρχει
μια κατηγορία επιχειρημάτων που στηρίζουν τη θεωρία και τον αντίστοιχο όρο της κατάρρευσης
στην απουσία κάποιας οργανωμένης αντίστασης ενάντια στην παλινόρθωση ή στα όσα
(δεν) άφησε πίσω του ο υπαρκτός –που θα μας απασχολήσουν αναλυτικά σε κάποιο
επόμενο κείμενο. Εδώ θα περιοριστώ να αποδείξω το αυτονόητο: πως σε καμία
περίπτωση δεν μπορεί να υποτιμήσει κανείς τα υπαρκτά προβλήματα του υπαρκτού
και τις λαθεμένες συνταγές, που τα επέτειναν αντί να τα επιλύσουν· αλλά είναι
ανόητο και κάπως φαιδρό να υποστηρίζει πως το σοβιετικό σύστημα κατέρρευσε υπό
το βάρος των αντιφάσεων και των αδιεξόδων του, γιατί εξάντλησε τη δυναμική του
και δεν είχε τίποτα άλλο να προσφέρει. Κι όλα αυτά για μια χώρα που ξεκίνησε
από μια ημιφεουδαρχική κατάσταση, και με το βάρος των καταστροφών από
πολύχρονες, αιματηρές πολεμικές συγκρούσεις, για να φτάσει στο σημείο να
θεωρείται η δεύτερη υπερδύναμη παγκοσμίων, και να προσφέρει στους λαούς της κατακτήσεις
και δικαιώματα που ζηλεύουμε ακόμα και σήμερα, στις προηγμένες χώρες του δυτικού
καπιταλισμού, του 21ου αιώνα.
Όσο
για την αμφισβήτηση της ασφυκτικής εξωτερικής πίεσης στο σοσιαλιστικό
συνασπισμό, αρκεί να τη διαλύσει μια απλή ανάγνωση του βιβλίου του Πίτερ
Σβάιτσερ «Η Νίκη», και η περιγραφή της στρατηγικής του πρεσβύτερου Μπους, που
εδραζόταν χοντρικά σε τέσσερις άξονες: την αμέριστη οικονομική (και όχι μόνο)
στήριξη της Αλληλεγγύης στην Πολωνία, την εσκεμμένη μείωση της τιμής του
πετρελαίου για να πιεστούν οι Σοβιετικοί (με τον ίδιο τρόπο που πιέζεται σήμερα
η Βενεζουέλα), το «διπλωματικό σαμποτάρισμα» της συνεργασίας των Σοβιετικών με
κράτη-μέλη της ΕΟΚ για την αξιοποίηση των αποθεμάτων φυσικού αερίου στη
σοβιετική επικράτεια, και η κούρσα των εξοπλισμών, με τον «Πόλεμο των Άστρων»,
για να εξαντληθεί οικονομικά η ΕΣΣΔ, που ήταν υποχρεωμένη να ακολουθεί τις κινήσεις
του αντιπάλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου