ΝΟΜΙΚΕΣ ΗΘΙΚΟΛΟΓΙΕΣ
Η άσκηση δίωξης από τον εισαγγελέα πρωτοδικών Ρεθύμνου στον καθηγητή Χ. Ρίχτερ
γιατί αναφορές στο βιβλίο του «Η
κατάληψη της νήσου Κρήτης» συνιστούν «άρνηση εγκλημάτων του ναζισμού σε βάρος
του Κρητικού λαού με εξυβριστικό περιεχόμενο», πυροδότησε συζητήσεις για την
ελευθερία έκφρασης, την αντικειμενικότητα του επιστημονικού λόγου και άλλα
συναφή που εμπίπτουν στον ορθό πολιτικό λόγο και σκέψη βεβαίως.
Η κινητοποίηση αστυνομικών, γερανού, περιπολικών για τη
σύλληψη στη Θεσσαλονίκη καστανά χωρίς
άδεια έδωσε ευκαιρία στους χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να επιδείξουν
όλη την ευαισθησία τους και τον αντιεξουσιασμό τους.
Η κατάθεση στη βουλή του νομοσχεδίου για επέκταση του
συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια και η συμφωνία μ’ αυτό τείνει να πάρει χαρακτήρα πιστοποιητικού
προοδευτικότητας για κόμματα και άτομα.
Και είναι αυτά μερικά
από τα γεγονότα της τελευταίας εβδομάδας
που επιβεβαιώνουν προσανατολισμούς δεκαετιών της εξουσίας και των πολιτών.
Σκόρπια και μεμονωμένα μοιάζουν αντιφατικά μεταξύ τους. Έτσι λοιπόν η δίωξη κατά του καθηγητή Ρίχτερ γίνεται με
βάση άρθρο ενός αντιρατσιστικού νόμου, η σύλληψη ενός πλανόδιου καστανά γίνεται γιατί αγνόησε
το νόμο για έκδοση άδειας μικροπωλητή, το σύμφωνο συμβίωσης επεκτείνεται και
στα ομόφυλα ζευγάρια στα πλαίσια της ισότητας των πολιτών και
του σεβασμού της διαφορετικότητας και ανταποκρίνεται
σε αιτήματα ανθρώπων που διαφοροποιούνται ως προς τον σεξουαλικό προσανατολισμό
τους. Την ίδια στιγμή «φιλτράρονται» οι πρόσφυγες που γίνονται δεκτοί στις
χώρες της ΕΕ, όταν καταφέρουν να περάσουν τους φράχτες που κάθε χώρα υψώνει στα
σύνορά της και δεν μεταφέρονται με επέμβαση αστυνομικής δύναμης σε γήπεδα και
στρατόπεδα, παραβλέπει η πολιτεία τη φοροδιαφυγή που γίνεται από την άρχουσα
τάξη, ψηφίζονται στη Βουλή επειγόντως προαπαιτούμενα που οδηγούν σε έτι περαιτέρω
εξαθλίωση λαϊκές μάζες που τους αναγνωρίζεται νομική ισότητα αλλά όχι και
κοινωνική. Και σ’ όλες τις περιπτώσεις επίκληση στο σεβασμό σε νόμους και κανόνες, που
προκαλεί σύγχυση γιατί η εφαρμογή τους στη μια περίπτωση κατοχυρώνει δικαιώματα
ενώ στην άλλη καταστρέφει ζωές.
Στην υπόθεση Ρίχτερ, σκέφτεται
κανείς ότι η δίωξη του τελικά θα καταφέρει αυτό που υποτίθεται ήθελε να αποφευχθεί
μ’
αυτήν την ενέργεια, δηλ. την ιδεολογική νομιμοποίηση της συμπεριφοράς
των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής. Κι αυτό γιατί με την ποινικοποίηση διαφορετικών ερμηνευτικών προσεγγίσεων του ιστορικού
παρελθόντος μετατίθεται η διαμάχη στο πεδίο της ελευθερίας της έκφρασης, όπου
φυσικά η δικαίωση του γερμανού καθηγητή είναι αυτονόητη, παραμένοντας σε
δεύτερο επίπεδο το αντικείμενο της πραγματικής διαμάχης. Κι εξάλλου η εφαρμογή
του αρ. 2 του αντιρατσιστικού νόμου, (που αφορά στην ποινικοποίηση ξενόφοβων
και ρατσιστικών συμπεριφορών που εκδηλώνονται είτε με την επιδοκιμασία είτε με
την κακόβουλη άρνηση και τον ευτελισμό της σημασίας του Ολοκαυτώματος αλλά και
τον Γενοκτονιών που έχουν αναγνωριστεί με αποφάσεις διεθνών δικαστηρίων ή της
Βουλής των Ελλήνων,) για να αντιμετωπιστούν απόψεις που απαξιώνουν την λαϊκή
αντίσταση, ιδεολογικά νομιμοποιούν το συγκεκριμένο νόμο και κάνουν ευχερέστερη
κι εγκυρότερη κάθε μελλοντική του χρήση –σε καιρούς άκραν επικίνδυνους.
Το ανησυχητικό λοιπόν σ’
αυτήν την ιστορία είναι η ενεργοποίηση ενός νόμου, που θεσπίστηκε μάλιστα «για την καταπολέμηση
ορισμένων μορφών και εκδηλώσεων ρατσισμού και ξενοφοβίας» και μπορεί να
χρησιμοποιηθεί κατά το δοκούν για τη χειραγώγηση των απόψεων ή και απαγόρευση,
για να αναδειχθεί η διαφωνία για την ερμηνεία του παρελθόντος που επιχειρείται στο
βιβλίο βάσει, όπως φαίνεται, συγκεκριμένων πολιτικών στόχων του παρόντος. Η λογική του
συμψηφισμού των γερμανικών φρικαλεοτήτων της εποχής του β παγκοσμίου πολέμου με
τις αγριότητες που διαπράχτηκαν και από την πλευρά της λαϊκής αντίστασης
εντάσσεται στην προσπάθεια απαξίωσης της τελευταίας και αθώωσης των γερμανών
ναζιστών. Χρεώνοντας την εφαρμογή αντιποίνων από τους γερμανούς κατακτητές στις παραβιάσεις των
κανόνων του διεθνούς δικαίου, που βέβαια κάθε φορά θεμελιώνεται και πάνω στα
συμφέροντα των εμπολέμων, από τους αντάρτες,
η τελική παραδοχή είναι ότι και οι δυο
πλευρές παρέβησαν το δίκαιο του πολέμου κι ο εξισωτισμός τους στη διάπραξη εγκλημάτων
ταυτίζει θύτες και θύματα. Η αντίσταση ηθικά απαξιώνεται.
Δεν είναι κάτι καινούργιο η απαξίωση της αντίστασης τα
τελευταία χρόνια. Οι συγγραφείς του βιβλίου «εμφύλια πάθη» Ν. Μαραντζίδης και
Σ. Καλύβας, σε συνέντευξή τους χαρακτηρίζουν μηδαμινό το ρόλο της αντίστασης στην εξέλιξη του Β
παγκοσμίου πολέμου που συνέβαλε στην διατήρηση
του ηθικού του πληθυσμού, αλλά προβληματίζει το κόστος σε υλικές καταστροφές και απώλειες ανθρώπινων
ζωών, ενώ μεγαλύτερη σημασία για να συγκαταλέγεται η Ελλάδα στο στρατόπεδο των
νικητών έπαιξε η στάση του Ι. Μεταξά και του βασιλιά Γεωργίου. Ο λαϊκός παράγοντας
λοιπόν εμφανίζεται αδύναμος να
υποστηρίξει τα συμφέροντά του στο περιθώριο της ιστορίας και κάθε αγώνας του καταδικασμένος
σε αποτυχία ή σε μια απατηλή και πρόσκαιρη επιτυχία.
Και κάπως έτσι
παραμορφώνεται η συνείδησή μας και μέσα σ’ όλα αυτά τα γεγονότα και άλλα τόσα, και η πραγματικότητα συνολικά, ή τουλάχιστον η
σύνδεση και συνάφεια των γεγονότων μεταξύ τους,
μας διαφεύγει. Δίνονται ερμηνείες για μικρής εμβέλειας πρακτικές, για
τοπικά συμβάντα, για οικογενειακά και κοινοτικά περιβάλλοντα που βέβαια δεν
διεκδικούν αναφορές σ’ ένα συνολικό σύστημα ερμηνείας του κόσμου που θέλει και
να τον αλλάξει. Είναι όμως το καπιταλιστικό σύστημα όπου η κυρίαρχη τάξη με κινητήρια δύναμή το κέρδος από την εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης μπορεί για
να πετύχει τους ταξικούς σκοπούς της να φαίνεται σε κάποιες πρακτικές της ανεκτική ή «προοδευτική»,
όταν δεν απειλούνται θεμελιακές αρχές του, την ίδια στιγμή που δεν διστάζει για
τα ταξικά της συμφέροντα να ευτελίσει την ανθρώπινη ζωή, και όχι μόνο στον
πόλεμο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου