Τράπεζα της Ελλάδος - 1. Η ίδρυση
Πριν λίγες μέρες, με σχόλιό του στο σημείωμα του ιστολογίου για το σκάνδαλο "Ακρόπολις", κάποιος αναγνώστης ρώτησε αν υπάρχει και κάποιο κείμενο για την Τράπεζα της Ελλάδος. Με μια αναζήτηση στο Google, θα φανεί ότι εδώ έχουμε ασχοληθεί ουκ ολίγες φορές με την ΤτΕ, από την εποχή τού αλήστου μνήμης Γκαργκάνα μέχρι σήμερα, σχεδόν οποτεδήποτε μιλάγαμε για κάποιο σκάνδαλο. Τί να πρωτοθυμηθώ; Το διαβόητο Τ+3 του χρηματιστηρίου, που έγινε Τ+10 σε μια νύχτα; Τον Λαυρεντιάδη και την Proton; Τα πάρε-δώσε του Σάλλα με τον Προβόπουλο; Όρεξη να υπάρχει και από τέτοια, όσα θέλετε. Επειδή, όμως, όλα αυτά είναι αποσπασματικά, σήμερα λέω να βουτήξω στα βαθιά και να ξεκινήσω μια μικρή σειρά κειμένων για την ΤτΕ, με στοιχεία και λεπτομέρειες που δεν είναι ούτε ευρέως γνωστά ούτε εύκολο να βρεθούν κάπου συγκεντρωμένα. Το τί θα βγει, θα φανεί στο τέλος.
Από το 1897, στα οικονομικά τής χώρας κάνει κουμάντο ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, ο οποίος επιβλήθηκε ως απόρροια του "δυστυχώς, επτωχεύσαμεν" του 1893 και του "ατυχούς" ελληνοτουρκικού πολέμου εκείνης της χρονιάς. Ο έλεγχος αυτός ασκείται από μια Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (μια τρόικα της εποχής, σαν να λέμε), η οποία εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα από το 1897 μέχρι το 1978, ήτοι επί 81 συναπτά έτη και φροντίζει να πληρώνουμε τα χρέη μας. Για να το εξασφαλίσει αυτό, ο ΔΟΕ παρακρατεί τα έσοδα του κράτους από το μονοπώλιο διαφόρων ειδών (σπίρτα, αλάτι, τσιγαρόχαρτα, πετρέλαιο, σμύριδα και τράπουλες διακινούνταν αποκλειστικά από το κρατικό μονοπώλιο μέχρι την μεταπολίτευση), από το χαρτόσημο ως κινητό επίσημα (αυτό που κολλάγαμε κάποτε σαν γραμματόσημο στα διάφορα έγγραφα), από τον φόρο καπνού, από τα τέλη τού λιμανιού του Πειραιά κλπ.
Όταν το 1927 η Ελλάδα χρειάστηκε χρήματα (τί πρωτότυπο!), ο ΔΟΕ κανόνισε να βγούμε στις αγορές για ένα δάνειο γύρω στα εννέα εκατομμύρια στερλίνες, με την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών. Απαραίτητη προϋπόθεση (προαπαιτούμενο, σαν να λέμε) ήταν να υπογράψουμε το Πρωτόκολλο της Γενεύης (ένα μνημόνιο της εποχής), το οποίο κυρώθηκε από την ελληνική βουλή και έγινε νόμος του κράτους. Ήταν ο Ν.3423/1927, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α/298/7-12-1927.
Το δάνειο είχε την επίσημη ονομασία "Σταθεροποιητικό και Προσφυγικό Δάνειο", επειδή το πού θα πήγαιναν τα εννιά εκατομμύρια είχε ήδη αποφασιστεί. Το ένα τρίτο θα το έπαιρναν οι δανειστές. Άλλο ένα τρίτο θα πήγαινε στην ενίσχυση και αποκατάσταση των προσφύγων τής μικρασιατικής καταστροφής. Τα υπόλοιπα θα χρησιμοποιούνταν για την δημιουργία μιας τράπεζας (*), της Τράπεζας της Ελλάδος, η ίδρυση της οποίας ήταν υποχρεωτική από το πρωτόκολλο και προβλεπόταν σαφώς στο παράρτημά του. Η κύρωση της ίδρυσης έγινε από την βουλή, με τον Ν.3424/1927, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο ίδιο ΦΕΚ με τον προηγούμενο νόμο.
Tο δάνειο των εννιά εκατομμυρίων στερλινών ήταν ομολογιακό, είχε διάρκεια 40 χρόνια, επιτόκιο 6% (**) και εκδόθηκε στο 91% της ονομαστικής του αξίας. Ποιοί ήσαν οι επενδυτές που έσπευσαν; Σύμφωνα με την έκθεση του συμβουλίου ξένων ομολογιούχων του Λονδίνου, οι ομολογίες αναλήφθηκαν (α) από τους επενδυτικούς οίκους Hambro's Bank και Erlanger, μέσω των χρηματιστηρίων Λονδίνου, Στοκχόλμης και Μιλάνου κατά 4.070.960 στερλίνες, (β) από τον οίκο Speyer and Co και την νεοϋρκέζικη National City Co (κατοπινή Citibank), μέσω των χρηματιστηρίων Νέας Υόρκης και Ζυρίχης κατά 17.000.000 δολλάρια (Wall Street Journal της 31/1/1928) ή 3.400.000 στερλίνες (ισοτιμία 5 προς 1) και (γ) τα υπόλοιπα από διαφόρους επενδυτές.
Παρένθεση. Η Hambro's Bank της Δανίας είναι παλιά γνώριμη αυτού του τόπου, αφού δάνειζε την Ελλάδα από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, πριν καλά-καλά υπάρξει επίσημα ως Ελλάδα. Φαίνεται πως από τότε τό 'χαμε απωθημένο να γίνουμε "Δανία του Νότου". Κλείνει η παρένθεση.
Το στήσιμο της νέας τράπεζας ανατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Οι επενδυτές που αναφέραμε πρωτύτερα (όποιοι κι αν ήσαν αυτοί, τέλος πάντων), θα κατέθεταν τα κεφάλαιά τους σε ειδικό λογαριασμό του δημοσίου στην ΕτΕ. Η ΕτΕ θα κάλυπτε 100% το κεφάλαιο της ΤτΕ, βγάζοντας σε δημόσια εγγραφή (για την ακρίβεια, σε τρεις ισόποσες δόσεις) τις μετοχές. Μ' αυτόν τον τρόπο, η νέα τράπεζα θα έμπαινε στο χρηματιστήριο πριν καλά-καλά σταθεί στα πόδια της.
Έτσι κι έγινε. Στις 15 Μαΐου 1928, η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε να λειτουργεί και στις 12 Ιουνίου 1930 μπήκε στο χρηματιστήριο. Ποιοί ήσαν αυτοί που αγόρασαν τότε τις μετοχές της; Ούτε αυτούς τους μάθαμε ποτέ!
Θα κλείσουμε για σήμερα επισημαίνοντας μια κρίσιμη λεπτομέρεια, επειδή δεν ξέρω πόσοι μπήκατε στον κόπο να ακολουθήσετε τον διασύνδεσμο που σας έδωσα και να διαβάσετε τον Ν.3424/1927. Είπαμε πρωτύτερα ότι το ελληνικό κράτος δανείστηκε εννιά εκατομμύρια στερλίνες, με την υποχρέωση να διαθέσει τα τρία για την ίδρυση της ΤτΕ. Βάσει του Πρωτοκόλλου της Γενεύης (και του νόμου), το κράτος ήταν υποχρεωμένο να καταθέσει αυτό το ποσό στην ΤτΕ σε χρυσό! Δηλαδή: δανειστήκαμε ως κράτος χαρτονομίσματα (στερλίνες και δολλάρια) και δώσαμε στην τράπεζα χρυσάφι, σε μια εποχή που οι αγορές κατρακυλούσαν σε όλον τον κόσμο (μη ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην εποχή του "μεγάλου κραχ") και η αξία των αποθεματικών πολύτιμων μετάλλων (όπως ο χρυσός και ο άργυρος) ανέβαινε καθημερινά.
-----------------------------------------------
(*) Τότε παίρναμε δανεικά για να φτιάξουμε τράπεζες. Σήμερα παίρνουμε δανεικά για να τις βοηθήσουμε να μη πέσουν έξω. Μικρές οι διαφορές, πολύ περισσότερες οι ομοιότητες.
(**) Την ίδια εποχή πήραμε από τις ΗΠΑ άλλο δάνειο, ύψους 12.167.000 δολλαρίων (ισότιμο προς 2.433.400 στερλίνες), εικοσαετούς διάρκειας, με επιτόκιο μόλις 4%.
(***) Για όποιον ενδιαφέρεται, η εικονιζόμενη ομολογία πωλείται στο διαδίκτυο αντί 295 ευρώ. Η υψηλής ποιότητος εκτύπωση έγινε στην Μεγάλη Βρεττανία από τον διάσημο οίκο "Bradbury, Wilkinson and Company", ο οποίος τύπωνε και τα ελληνικά χαρτονομίσματα. Προφανώς, ο ΔΟΕ θεώρησε πως το Εθνικό Τυπογραφείο και το Εκδοτήριο της Εθνικής Τράπεζας δεν ήσαν ικανά να
Το ΦΕΚ Α/298/7-12-1927, με το οποίο ιδρύθηκε η Τράπεζα της Ελλάδος. |
Από το 1897, στα οικονομικά τής χώρας κάνει κουμάντο ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος, ο οποίος επιβλήθηκε ως απόρροια του "δυστυχώς, επτωχεύσαμεν" του 1893 και του "ατυχούς" ελληνοτουρκικού πολέμου εκείνης της χρονιάς. Ο έλεγχος αυτός ασκείται από μια Διεθνή Οικονομική Επιτροπή (μια τρόικα της εποχής, σαν να λέμε), η οποία εγκαθίσταται μόνιμα στην Αθήνα από το 1897 μέχρι το 1978, ήτοι επί 81 συναπτά έτη και φροντίζει να πληρώνουμε τα χρέη μας. Για να το εξασφαλίσει αυτό, ο ΔΟΕ παρακρατεί τα έσοδα του κράτους από το μονοπώλιο διαφόρων ειδών (σπίρτα, αλάτι, τσιγαρόχαρτα, πετρέλαιο, σμύριδα και τράπουλες διακινούνταν αποκλειστικά από το κρατικό μονοπώλιο μέχρι την μεταπολίτευση), από το χαρτόσημο ως κινητό επίσημα (αυτό που κολλάγαμε κάποτε σαν γραμματόσημο στα διάφορα έγγραφα), από τον φόρο καπνού, από τα τέλη τού λιμανιού του Πειραιά κλπ.
Όταν το 1927 η Ελλάδα χρειάστηκε χρήματα (τί πρωτότυπο!), ο ΔΟΕ κανόνισε να βγούμε στις αγορές για ένα δάνειο γύρω στα εννέα εκατομμύρια στερλίνες, με την εγγύηση της Κοινωνίας των Εθνών. Απαραίτητη προϋπόθεση (προαπαιτούμενο, σαν να λέμε) ήταν να υπογράψουμε το Πρωτόκολλο της Γενεύης (ένα μνημόνιο της εποχής), το οποίο κυρώθηκε από την ελληνική βουλή και έγινε νόμος του κράτους. Ήταν ο Ν.3423/1927, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α/298/7-12-1927.
Το δάνειο είχε την επίσημη ονομασία "Σταθεροποιητικό και Προσφυγικό Δάνειο", επειδή το πού θα πήγαιναν τα εννιά εκατομμύρια είχε ήδη αποφασιστεί. Το ένα τρίτο θα το έπαιρναν οι δανειστές. Άλλο ένα τρίτο θα πήγαινε στην ενίσχυση και αποκατάσταση των προσφύγων τής μικρασιατικής καταστροφής. Τα υπόλοιπα θα χρησιμοποιούνταν για την δημιουργία μιας τράπεζας (*), της Τράπεζας της Ελλάδος, η ίδρυση της οποίας ήταν υποχρεωτική από το πρωτόκολλο και προβλεπόταν σαφώς στο παράρτημά του. Η κύρωση της ίδρυσης έγινε από την βουλή, με τον Ν.3424/1927, ο οποίος δημοσιεύθηκε στο ίδιο ΦΕΚ με τον προηγούμενο νόμο.
Tο δάνειο των εννιά εκατομμυρίων στερλινών ήταν ομολογιακό, είχε διάρκεια 40 χρόνια, επιτόκιο 6% (**) και εκδόθηκε στο 91% της ονομαστικής του αξίας. Ποιοί ήσαν οι επενδυτές που έσπευσαν; Σύμφωνα με την έκθεση του συμβουλίου ξένων ομολογιούχων του Λονδίνου, οι ομολογίες αναλήφθηκαν (α) από τους επενδυτικούς οίκους Hambro's Bank και Erlanger, μέσω των χρηματιστηρίων Λονδίνου, Στοκχόλμης και Μιλάνου κατά 4.070.960 στερλίνες, (β) από τον οίκο Speyer and Co και την νεοϋρκέζικη National City Co (κατοπινή Citibank), μέσω των χρηματιστηρίων Νέας Υόρκης και Ζυρίχης κατά 17.000.000 δολλάρια (Wall Street Journal της 31/1/1928) ή 3.400.000 στερλίνες (ισοτιμία 5 προς 1) και (γ) τα υπόλοιπα από διαφόρους επενδυτές.
Παρένθεση. Η Hambro's Bank της Δανίας είναι παλιά γνώριμη αυτού του τόπου, αφού δάνειζε την Ελλάδα από τα πρώτα μετεπαναστατικά χρόνια, πριν καλά-καλά υπάρξει επίσημα ως Ελλάδα. Φαίνεται πως από τότε τό 'χαμε απωθημένο να γίνουμε "Δανία του Νότου". Κλείνει η παρένθεση.
Το στήσιμο της νέας τράπεζας ανατέθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Οι επενδυτές που αναφέραμε πρωτύτερα (όποιοι κι αν ήσαν αυτοί, τέλος πάντων), θα κατέθεταν τα κεφάλαιά τους σε ειδικό λογαριασμό του δημοσίου στην ΕτΕ. Η ΕτΕ θα κάλυπτε 100% το κεφάλαιο της ΤτΕ, βγάζοντας σε δημόσια εγγραφή (για την ακρίβεια, σε τρεις ισόποσες δόσεις) τις μετοχές. Μ' αυτόν τον τρόπο, η νέα τράπεζα θα έμπαινε στο χρηματιστήριο πριν καλά-καλά σταθεί στα πόδια της.
Έτσι κι έγινε. Στις 15 Μαΐου 1928, η Τράπεζα της Ελλάδος άρχισε να λειτουργεί και στις 12 Ιουνίου 1930 μπήκε στο χρηματιστήριο. Ποιοί ήσαν αυτοί που αγόρασαν τότε τις μετοχές της; Ούτε αυτούς τους μάθαμε ποτέ!
"Ηγγυημένον εις χρυσόν δάνειον σταθεροποιήσεως και προσφυγικόν" - Ομολογία χιλίων δολλαρίων (***) |
Θα κλείσουμε για σήμερα επισημαίνοντας μια κρίσιμη λεπτομέρεια, επειδή δεν ξέρω πόσοι μπήκατε στον κόπο να ακολουθήσετε τον διασύνδεσμο που σας έδωσα και να διαβάσετε τον Ν.3424/1927. Είπαμε πρωτύτερα ότι το ελληνικό κράτος δανείστηκε εννιά εκατομμύρια στερλίνες, με την υποχρέωση να διαθέσει τα τρία για την ίδρυση της ΤτΕ. Βάσει του Πρωτοκόλλου της Γενεύης (και του νόμου), το κράτος ήταν υποχρεωμένο να καταθέσει αυτό το ποσό στην ΤτΕ σε χρυσό! Δηλαδή: δανειστήκαμε ως κράτος χαρτονομίσματα (στερλίνες και δολλάρια) και δώσαμε στην τράπεζα χρυσάφι, σε μια εποχή που οι αγορές κατρακυλούσαν σε όλον τον κόσμο (μη ξεχνάμε ότι βρισκόμαστε στην εποχή του "μεγάλου κραχ") και η αξία των αποθεματικών πολύτιμων μετάλλων (όπως ο χρυσός και ο άργυρος) ανέβαινε καθημερινά.
-----------------------------------------------
(*) Τότε παίρναμε δανεικά για να φτιάξουμε τράπεζες. Σήμερα παίρνουμε δανεικά για να τις βοηθήσουμε να μη πέσουν έξω. Μικρές οι διαφορές, πολύ περισσότερες οι ομοιότητες.
(**) Την ίδια εποχή πήραμε από τις ΗΠΑ άλλο δάνειο, ύψους 12.167.000 δολλαρίων (ισότιμο προς 2.433.400 στερλίνες), εικοσαετούς διάρκειας, με επιτόκιο μόλις 4%.
(***) Για όποιον ενδιαφέρεται, η εικονιζόμενη ομολογία πωλείται στο διαδίκτυο αντί 295 ευρώ. Η υψηλής ποιότητος εκτύπωση έγινε στην Μεγάλη Βρεττανία από τον διάσημο οίκο "Bradbury, Wilkinson and Company", ο οποίος τύπωνε και τα ελληνικά χαρτονομίσματα. Προφανώς, ο ΔΟΕ θεώρησε πως το Εθνικό Τυπογραφείο και το Εκδοτήριο της Εθνικής Τράπεζας δεν ήσαν ικανά να
))))))))))))))))))κάνουν αυτή την δουλειά. Προσέξτε το τεράστιο υδατογράφημα))))
Τράπεζα της Ελλάδος - 2. Πριν την ίδρυση
Στο σημείο αυτό, πρέπει να κάνουμε μια στάση για να ξεκαθαρίσουμε τους λόγους για τους οποίους αποφασίστηκε η ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος. Φυσικά, μιας και δεν φτιάχνονται τράπεζες προς εξυπηρέτηση του απλού λαού, οι λόγοι αυτοί πρέπει να αναζητηθούν στις ανάγκες του εγχώριου και του διεθνούς κεφαλαίου αλλά και στις ανάμεσά τους κόντρες.
Επιστρέφουμε στο 1927. Η παρατημένη στην μοίρα της Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κυρίως λόγω των δυο εκατομμυρίων προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, για τους οποίους απαιτούνται μεγάλες δαπάνες προκειμένου να ενταχθούν κανονικά στην ελληνική καθημερινότητα. Η δραχμή υποτιμάται διαρκώς (το 1925 η στερλίνα ξεπέρασε τις 350 δραχμές, ενώ η λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου την βρήκε στις 25 δραχμές μόλις), με αποτέλεσμα το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών να επιδεινώνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Οι οικονομολόγοι πρότειναν διάφορους τρόπους για ενίσχυση του νομίσματος (ανατίμηση στα επίπεδα του 1918, κλείδωμα της τρέχουσας ισοτιμίας κλπ) αλλά, τελικά, επικράτησε η άποψη που διατύπωσαν οι καθηγητές Ανδρέας Ανδρεάδης και Ξονοφών Ζολώτας: πρώτα ισοσκελισμός του προϋπολογισμού και μετά νομισματική σταθεροποίηση σε τρέχοντα επίπεδα.
Τότε ήταν που ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των λονδρέζικων Times και του διοικητή τής Εθνικής Αλέξανδρου Διομήδη. Είπαμε χτες ότι, μέχρι την ίδρυση της ΤτΕ, το κράτος ασκούσε νομισματική πολιτική μέσω ΕτΕ. Οι Times, λοιπόν, κατηγόρησαν την Εθνική ότι μοίραζε άκριτα δάνεια και "έκοβε" χρήμα κατά το δοκούν, οδηγώντας την δραχμή στην απαξίωση. Ο Διομήδης απάντησε ότι η βοήθεια της τράπεζας προς τους έλληνες κεφαλαιούχους είχε ως γνώμονα το εθνικό συμφέρον και όχι την συμμόρφωση προς τους διεθνείς κανόνες νομισματικής διαχείρισης. Δηλαδή, ο Διομήδης απάντησε περίπου ότι "δεν μας νοιάζει η δραχμή, αρκεί να εξυπηρετηθούν οι βιομήχανοι". Μόνο που ο Διομήδης είχε ξεχάσει κάτι βασικό: η Μεγάλη Βρεττανία ήταν ο κυριώτερος δανειστής της χώρας μας και τα δάνεια που μας είχε χορηγήσει δεν ήσαν εκφρασμένα σε λίρες αλλά σε δραχμές, πράγμα που σήμαινε πως, έτσι όπως έπεφτε η δραχμή, όταν θα ερχόταν η ώρα να πληρώσουμε, εκείνοι θα έπαιρναν τις λίρες τους σε... ρούβλια. Έτσι, η βρεττανική κυβέρνηση έβαλε ευθέως πλέον το ζήτημα της υποχρέωσης του ελληνικού δημοσίου να μετατρέψει τις οφειλές του σε λίρες.
Μετά από μια σειρά δανείων που είχε πάρει τα προηγούμενα χρόνια και κάτω από την ασφυκτική πίεση του προσφυγικού προβλήματος, η Ελλάδα έχει και πάλι ανάγκη από χρήματα. Τον Ιούλιο, ο υπουργός οικονομικών Γεώργιος Καφαντάρης βρίσκεται στην Γενεύη, ψάχνοντας για λεφτά. Στις 14 του μηνός, ο απογοητευμένος Καφαντάρης στέλνει από την Γενεύη μια επιστολή στην Κοινωνία των Εθνών, όπου αναφέρει ότι η αποκατάσταση των προσφύγων είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς επιπρόσθετο δανεισμό και παρακαλεί την ΚτΕ να μεσολαβήσει ώστε η χώρα να πάρει ένα γενναίο δάνειο ύψους εννέα εκατομμυρίων στερλινών. Η ΚτΕ υποσχέθηκε να βοηθήσει, σε συνεννόηση με τον ΔΟΕ. Προς τούτο, έστειλε στην Αθήνα μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι θα μελετούσαν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και θα συνιστούσαν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Αφού μέχρι τότε, το κράτος έκανε την δουλειά του μέσω της Εθνικής Τράπεζας, σ' αυτή την τράπεζα είχε εκχωρήσει το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χρήματος. Η επιτροπή τής ΚτΕ, σε συνεργασία με τον ΔΟΕ (στον οποίο είχαν βαρύνοντα λόγο οι βρεττανοί), απαίτησε την πλήρη ανεξαρτησία τής ΕτΕ από το κράτος και την άμεση διακοπή εκ μέρους της οποιασδήποτε εμπορικής τραπεζικής δραστηριότητας. Ήταν σαφές: μια τράπεζα που μπορεί να εκδίδει χρήμα, δεν μπορούσε παράλληλα να δίνει και δάνεια. Στην πρόταση αντέδρασε (για ευνόητους λόγους) ο τότε αντιπρόεδρος της ΕτΕ Εμμανουήλ Τσουδερός, ο οποίος πρότεινε να αφήσουν την Εθνική στην ησυχία της και να φτιάξουν άλλη τράπεζα, καθαρά εκδοτική. Η πρόταση Τσουδερού έγινε δεκτή με ευχαρίστηση από όλες τις πλευρές, διότι η μεν κυβέρνηση θα εξακολουθούσε να ελέγχει μια τράπεζα (ΕτΕ), οι δε ξένοι θα είχαν μια άλλη τράπεζα (ΤτΕ) που θα λειτουργούσε σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες
Στην τελική συμφωνία περί ίδρυσης της ΤτΕ αντέδρασε το Λαϊκό Κόμμα. Ο Παναγής Τσαλδάρης υποστήριζε ότι η δημιουργία κεντρικής τράπεζας και η εκχώρηση σ' αυτήν του προνομίου έκδοσης χρήματος θα έβλαπταν το εθνικό συμφέρον και θα στερούσαν την χώρα από την δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής. Θεωρητικά, ο Τσαλδάρης είχε δίκιο, αφού η ΕτΕ ελεγχόταν από το κράτος ενώ η ΤτΕ θα ήταν ανεξάρτητη και δεν θα υπάκουε σε κυβερνητικές εντολές. Στην πράξη, όμως, απεδείχθη ότι τα πράγματα δεν ήσαν τόσο άσχημα. Σε βάθος χρόνου, σπάνια η κεντρική τράπεζα θα έπαιρνε αποφάσεις αντίθετες προς την κυβερνητική βούληση κι ακόμη πιο σπάνια οι ελληνικές κυβερνήσεις θα εκδήλωναν βούληση αντίθετη προς τις επιθυμίες των μεγάλων οικονομικών κέντρων του εξωτερικού.
Ξέρω πως αυτά τα κείμενα είναι μάλλον κουραστικά και γι' αυτό θα σταματήσω εδώ για σήμερα. Όμως, θα προσθέσω δυο-τρία πραγματάκια σε όσα είπα ακροθιγώς χτες περί του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, ανταποκρινόμενος σε δυο σχετικά μηνύματα που πήρα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο.
Η επιβολή τού ΔΟΕ μοιάζει πολλαπλώς με την επιβολή των μνημονίων που ξέρουμε. Στις 26 Φεβρουαρίου 1898, δημοσιεύεται στο ΦΕΚ Α/28 ο Νόμος 2519 "Περί διεθνούς ελέγχου", σύμφωνα με τον οποίον "η είσπραξις και η διάθεσις προσόδων επαρκών εις την υπηρεσίαν του διά την πολεμικήν αποζημίωσιν δανείου (ενν. τον πόλεμο του 1897) και των άλλων εθνικών χρεών τίθενται υπό τον απόλυτον έλεγχον Διεθνούς Επιτροπής Αντιπροσώπων των μεσολαβησών Δυνάμεων, εδρευούσης εν Αθήναις". Η επιτροπή αυτή θα λειτουργούσε "μέχρις εντελούς αποσβέσεως των από του έτους 1881 εν τω εξωτερικώ συνομολογηθέντων εις χρυσόν δανείων, περιλαμβανομένων και των διά του παρόντος νόμου προβλεπομένων νέων δανείων".
Τελικά, η επιτροπή τού Ν.2519 εξελίχθηκε σε εταιρεία με την επωνυμία "Εταιρεία Διαχειρίσεως Υπεγγύων Προσόδων - ΕΔΥΠ" και, σχεδόν αμέσως, μετονομάστηκε σε "Εταιρεία Διαχειρίσεως Ειδών Μονοπωλίου Ελληνικού Δημοσίου - ΕΔΕΜΕΔ". Αν αυτό το "ΕΔΕΜΕΔ", σας θυμίζει "ΤΑΙΠΕΔ", δεν θα σας κατηγορήσει κανείς, αφού το ίδιο πράγμα κάνουν και τα δυο: πουλάνε την κρατική περιουσία και μαζεύουν τα λεφτά για να τα δώσουν στους ξένους δανειστές.
Η ΕΔΕΜΕΔ έμελλε να φτάσει σε ηλικία 87 ετών, αφού διαλύθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1985, αν και ο ΔΟΕ έφυγε από την χώρα το 1978. Με το Προεδρικό Διάταγμα 976/3-9-1981 (επί προεδρίας Κων. Καραμανλή) παρατάθηκε η λειτουργία της, "διά την προσαρμογήν των κρατικών μονοπωλίων προς τας διατάξεις της προσχωρήσεως της Ελλάδος εις την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα".
----------------------------------
Πηγές
- Patricia Clavin, "Securing the world economy - The reinvention of the League of Nations, 1920-1946", Oxford University Press, 2013
- Louis P. Cassimatis, "American influence in Greece, 1917-1929", Kent State University Press, 1988
- Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, "Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος, 1928-2008", Τράπεζα της
Επιστρέφουμε στο 1927. Η παρατημένη στην μοίρα της Ελλάδα αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, κυρίως λόγω των δυο εκατομμυρίων προσφύγων της μικρασιατικής καταστροφής, για τους οποίους απαιτούνται μεγάλες δαπάνες προκειμένου να ενταχθούν κανονικά στην ελληνική καθημερινότητα. Η δραχμή υποτιμάται διαρκώς (το 1925 η στερλίνα ξεπέρασε τις 350 δραχμές, ενώ η λήξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου την βρήκε στις 25 δραχμές μόλις), με αποτέλεσμα το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών να επιδεινώνεται με ραγδαίους ρυθμούς. Οι οικονομολόγοι πρότειναν διάφορους τρόπους για ενίσχυση του νομίσματος (ανατίμηση στα επίπεδα του 1918, κλείδωμα της τρέχουσας ισοτιμίας κλπ) αλλά, τελικά, επικράτησε η άποψη που διατύπωσαν οι καθηγητές Ανδρέας Ανδρεάδης και Ξονοφών Ζολώτας: πρώτα ισοσκελισμός του προϋπολογισμού και μετά νομισματική σταθεροποίηση σε τρέχοντα επίπεδα.
Τότε ήταν που ξέσπασε πόλεμος μεταξύ των λονδρέζικων Times και του διοικητή τής Εθνικής Αλέξανδρου Διομήδη. Είπαμε χτες ότι, μέχρι την ίδρυση της ΤτΕ, το κράτος ασκούσε νομισματική πολιτική μέσω ΕτΕ. Οι Times, λοιπόν, κατηγόρησαν την Εθνική ότι μοίραζε άκριτα δάνεια και "έκοβε" χρήμα κατά το δοκούν, οδηγώντας την δραχμή στην απαξίωση. Ο Διομήδης απάντησε ότι η βοήθεια της τράπεζας προς τους έλληνες κεφαλαιούχους είχε ως γνώμονα το εθνικό συμφέρον και όχι την συμμόρφωση προς τους διεθνείς κανόνες νομισματικής διαχείρισης. Δηλαδή, ο Διομήδης απάντησε περίπου ότι "δεν μας νοιάζει η δραχμή, αρκεί να εξυπηρετηθούν οι βιομήχανοι". Μόνο που ο Διομήδης είχε ξεχάσει κάτι βασικό: η Μεγάλη Βρεττανία ήταν ο κυριώτερος δανειστής της χώρας μας και τα δάνεια που μας είχε χορηγήσει δεν ήσαν εκφρασμένα σε λίρες αλλά σε δραχμές, πράγμα που σήμαινε πως, έτσι όπως έπεφτε η δραχμή, όταν θα ερχόταν η ώρα να πληρώσουμε, εκείνοι θα έπαιρναν τις λίρες τους σε... ρούβλια. Έτσι, η βρεττανική κυβέρνηση έβαλε ευθέως πλέον το ζήτημα της υποχρέωσης του ελληνικού δημοσίου να μετατρέψει τις οφειλές του σε λίρες.
Μετά από μια σειρά δανείων που είχε πάρει τα προηγούμενα χρόνια και κάτω από την ασφυκτική πίεση του προσφυγικού προβλήματος, η Ελλάδα έχει και πάλι ανάγκη από χρήματα. Τον Ιούλιο, ο υπουργός οικονομικών Γεώργιος Καφαντάρης βρίσκεται στην Γενεύη, ψάχνοντας για λεφτά. Στις 14 του μηνός, ο απογοητευμένος Καφαντάρης στέλνει από την Γενεύη μια επιστολή στην Κοινωνία των Εθνών, όπου αναφέρει ότι η αποκατάσταση των προσφύγων είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς επιπρόσθετο δανεισμό και παρακαλεί την ΚτΕ να μεσολαβήσει ώστε η χώρα να πάρει ένα γενναίο δάνειο ύψους εννέα εκατομμυρίων στερλινών. Η ΚτΕ υποσχέθηκε να βοηθήσει, σε συνεννόηση με τον ΔΟΕ. Προς τούτο, έστειλε στην Αθήνα μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων, οι οποίοι θα μελετούσαν τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και θα συνιστούσαν τις απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
Αφού μέχρι τότε, το κράτος έκανε την δουλειά του μέσω της Εθνικής Τράπεζας, σ' αυτή την τράπεζα είχε εκχωρήσει το αποκλειστικό προνόμιο έκδοσης χρήματος. Η επιτροπή τής ΚτΕ, σε συνεργασία με τον ΔΟΕ (στον οποίο είχαν βαρύνοντα λόγο οι βρεττανοί), απαίτησε την πλήρη ανεξαρτησία τής ΕτΕ από το κράτος και την άμεση διακοπή εκ μέρους της οποιασδήποτε εμπορικής τραπεζικής δραστηριότητας. Ήταν σαφές: μια τράπεζα που μπορεί να εκδίδει χρήμα, δεν μπορούσε παράλληλα να δίνει και δάνεια. Στην πρόταση αντέδρασε (για ευνόητους λόγους) ο τότε αντιπρόεδρος της ΕτΕ Εμμανουήλ Τσουδερός, ο οποίος πρότεινε να αφήσουν την Εθνική στην ησυχία της και να φτιάξουν άλλη τράπεζα, καθαρά εκδοτική. Η πρόταση Τσουδερού έγινε δεκτή με ευχαρίστηση από όλες τις πλευρές, διότι η μεν κυβέρνηση θα εξακολουθούσε να ελέγχει μια τράπεζα (ΕτΕ), οι δε ξένοι θα είχαν μια άλλη τράπεζα (ΤτΕ) που θα λειτουργούσε σύμφωνα με τους διεθνείς κανόνες
Στην τελική συμφωνία περί ίδρυσης της ΤτΕ αντέδρασε το Λαϊκό Κόμμα. Ο Παναγής Τσαλδάρης υποστήριζε ότι η δημιουργία κεντρικής τράπεζας και η εκχώρηση σ' αυτήν του προνομίου έκδοσης χρήματος θα έβλαπταν το εθνικό συμφέρον και θα στερούσαν την χώρα από την δυνατότητα άσκησης ανεξάρτητης οικονομικής πολιτικής. Θεωρητικά, ο Τσαλδάρης είχε δίκιο, αφού η ΕτΕ ελεγχόταν από το κράτος ενώ η ΤτΕ θα ήταν ανεξάρτητη και δεν θα υπάκουε σε κυβερνητικές εντολές. Στην πράξη, όμως, απεδείχθη ότι τα πράγματα δεν ήσαν τόσο άσχημα. Σε βάθος χρόνου, σπάνια η κεντρική τράπεζα θα έπαιρνε αποφάσεις αντίθετες προς την κυβερνητική βούληση κι ακόμη πιο σπάνια οι ελληνικές κυβερνήσεις θα εκδήλωναν βούληση αντίθετη προς τις επιθυμίες των μεγάλων οικονομικών κέντρων του εξωτερικού.
ΦΕΚ Α/28/26-2-1898: Ο Νόμος 2519/1898, με τον οποίο κυρώνεται η επιβολή Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου. |
Ξέρω πως αυτά τα κείμενα είναι μάλλον κουραστικά και γι' αυτό θα σταματήσω εδώ για σήμερα. Όμως, θα προσθέσω δυο-τρία πραγματάκια σε όσα είπα ακροθιγώς χτες περί του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου, ανταποκρινόμενος σε δυο σχετικά μηνύματα που πήρα στο ηλεκτρονικό μου ταχυδρομείο.
Η επιβολή τού ΔΟΕ μοιάζει πολλαπλώς με την επιβολή των μνημονίων που ξέρουμε. Στις 26 Φεβρουαρίου 1898, δημοσιεύεται στο ΦΕΚ Α/28 ο Νόμος 2519 "Περί διεθνούς ελέγχου", σύμφωνα με τον οποίον "η είσπραξις και η διάθεσις προσόδων επαρκών εις την υπηρεσίαν του διά την πολεμικήν αποζημίωσιν δανείου (ενν. τον πόλεμο του 1897) και των άλλων εθνικών χρεών τίθενται υπό τον απόλυτον έλεγχον Διεθνούς Επιτροπής Αντιπροσώπων των μεσολαβησών Δυνάμεων, εδρευούσης εν Αθήναις". Η επιτροπή αυτή θα λειτουργούσε "μέχρις εντελούς αποσβέσεως των από του έτους 1881 εν τω εξωτερικώ συνομολογηθέντων εις χρυσόν δανείων, περιλαμβανομένων και των διά του παρόντος νόμου προβλεπομένων νέων δανείων".
Τελικά, η επιτροπή τού Ν.2519 εξελίχθηκε σε εταιρεία με την επωνυμία "Εταιρεία Διαχειρίσεως Υπεγγύων Προσόδων - ΕΔΥΠ" και, σχεδόν αμέσως, μετονομάστηκε σε "Εταιρεία Διαχειρίσεως Ειδών Μονοπωλίου Ελληνικού Δημοσίου - ΕΔΕΜΕΔ". Αν αυτό το "ΕΔΕΜΕΔ", σας θυμίζει "ΤΑΙΠΕΔ", δεν θα σας κατηγορήσει κανείς, αφού το ίδιο πράγμα κάνουν και τα δυο: πουλάνε την κρατική περιουσία και μαζεύουν τα λεφτά για να τα δώσουν στους ξένους δανειστές.
Η ΕΔΕΜΕΔ έμελλε να φτάσει σε ηλικία 87 ετών, αφού διαλύθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1985, αν και ο ΔΟΕ έφυγε από την χώρα το 1978. Με το Προεδρικό Διάταγμα 976/3-9-1981 (επί προεδρίας Κων. Καραμανλή) παρατάθηκε η λειτουργία της, "διά την προσαρμογήν των κρατικών μονοπωλίων προς τας διατάξεις της προσχωρήσεως της Ελλάδος εις την Ευρωπαϊκήν Οικονομικήν Κοινότητα".
----------------------------------
Πηγές
- Patricia Clavin, "Securing the world economy - The reinvention of the League of Nations, 1920-1946", Oxford University Press, 2013
- Louis P. Cassimatis, "American influence in Greece, 1917-1929", Kent State University Press, 1988
- Μιχάλης Ψαλιδόπουλος, "Ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδος, 1928-2008", Τράπεζα της
Τράπεζα της Ελλάδος - 3. Υπεραξίες και παρατάσεις
Λέγαμε τις προάλλες ότι η Εθνική Τράπεζα χρησιμοποιήθηκε ως μοχλός για την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος. Κατά πρώτον, ανέλαβε ως ανάδοχος την διάθεση των μετοχών τής νέας τράπεζας, μια διάθεση που έγινε με δημόσια προσφορά σε τρεις ισόποσες δόσεις. Κατά δεύτερον, συγκέντρωνε σε ειδικό λογαριασμό τα χρήματα που προορίζονταν για συμμετοχή τού δημοσίου στο κεφάλαιο της ΤτΕ (μιλάμε για τα τρία εκατ. στερλίνες που προβλέπονταν στο Πρωτόκολλο της Γενεύης) και απέδιδε εκ μέρους του δημοσίου στην ΤτΕ τα αποθέματα χρυσού και αργύρου του ελληνικού κράτους, τις ομολογίες του σε χρυσό, τις καταθέσεις όλων των δημοσίων επιχειρήσεων και οργανισμών κλπ. Με δυο λόγια, ο πλούτος του κράτους, ο οποίος βρισκόταν ως τότε στην ΕτΕ, μεταφέρθηκε στην ΤτΕ.
Το πρόβλημα ήταν ότι η ΕτΕ δεν μεταβίβαζε μόνο κρατική περιουσία. Έπρεπε να μεταβιβάσει και το εκδοτικό προνόμιο, το οποίο απολάμβανε από ιδρύσεώς της, το 1841. Μετά από τόσα χρόνια, αυτό το προνόμιο εθεωρείτο ως άυλο περιουσιακό στοιχείο, εφ' όσον προσέδιδε κύρος και ισχύ στην ΕτΕ. Τώρα, όμως, η ΕτΕ υποχρεωνόταν να το παραχωρήσει στην ΤτΕ, άρα να ζημιωθεί.
Παράλληλα, η ΕτΕ ζημιωνόταν και από την παράδοση του χρυσού στην ΤτΕ. Εφ' όσον η δραχμή ήταν ενταγμένη στον κανόνα χρυσού (δηλαδή, η ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος μιας χώρας καλυπτόταν από ισόποσης αξίας χρυσό), η ΕτΕ, ως εκδότρια τράπεζα, φρόντιζε με κατάλληλες αγοραπωλησίες να διαθέτει πάντοτε επαρκή καλύμματα. Το θέμα ήταν πως, λόγω των αναταράξεων στις διεθνείς αγορές (ας θυμηθούμε και πάλι ότι βρισκόμαστε λίγο πριν το μεγάλο κραχ), η αξία των αποθεματικών πολύτιμων μετάλλων τραβούσε την ανηφόρα, οπότε τα αποθέματα της ΕτΕ σε χρυσό είχαν δημιουργήσει μια μεγάλη υπεραξία. Το σύνολο της υπεραξίας των καλυμμάτων και του εκδοτικού προνομίου υπολογίστηκε στο δυσθεώρητο ύψος του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών (ή 2,67 εκατ. στερλινών) περίπου.
Αυτή η υπεραξία έγινε αιτία πολέμου, αφού η Εθνική ζητούσε ανάλογη αποζημίωση. Ο διοικητής της Αλέξανδρος Διομήδης ισχυριζόταν ότι η υπεραξία δημιουργήθηκε χάρη στην συνετή πολιτική και τις ορθές αγοραπωλησίες τής τράπεζάς του, άρα η ΕτΕ νομιμοποιείτο να την κρατήσει. Μαζί του συμφωνούσε και το Λαϊκό Κόμμα. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου υποστήριζε ότι η υπεραξία δημιουργήθηκε από την διαχείριση της κρατικής περιουσίας, άρα πρέπει να ακολουθήσει την κρατική περιουσία στην Τράπεζα της Ελλάδος. Οι οικονομολόγοι της χώρας χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα, ώσπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε να επέμβει με τον δικό του τρόπο: με το έτσι θέλω, μοίρασε την υπεραξία στις δυο τράπεζες 50/50.
Στο σημείο αυτό, αξίζει τον κόπο να κάνουμε άλλη μια στάση, για να πούμε δυο λόγια και για την Εθνική Τράπεζα. Η ΕτΕ ιδρύθηκε το 1841, με νόμο του Όθωνα "Περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης" (ΦΕΚ 6/30-3-1841), σε μια προσπάθεια να τιθασσευτεί το τέρας το οποίο κατέτρωγε τα σπλάγχνα των ελλήνων και λεγόταν τοκογλυφία. Όπως λέει ο νόμος, "αι εργασίαι της τραπέζης θέλουν είσθαι αι εξής: 1) θέλει δανείζει επί υποθήκη και ενεχύρω, και 2) θέλει ενεργεί προεξοφλήσεις", ενώ συμπληρώνει ότι "πάσα άλλη επιχείρησις της τραπέζης, μη ενδιαλαμβανομένη εις το ανωτέρω άρθρον, απαγορεύεται". Στην συνέχεια, πάντως, ο νόμος ανοίγει και το -απαραίτητο στην ελληνική πραγματικότητα- παραθυράκι: "Δύναται, μολοντούτο, η τράπεζα, προϊόντος του χρόνου, να αναλάβη, τη συγκαταθέσει της Κυβερνήσεως και της γενικής συνελεύσεως, και νέας επιχειρήσεις". Στον ίδιο νόμο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της τράπεζας να εκδίδει χρήμα: "Προς τον σκοπόν τούτον η τράπεζα έχει το δικαίωμα να εκδώση τραπεζητικά γραμμάτια, πληρωτέα εις τον φέροντα...".
Σϋμφωνα με το Πρωτόκολλο της Γενεύης, η ΤτΕ θα λειτουργούσε μέχρι το 1970 (μη ξεχνάμε ότι το δάνειο είχε διάρκεια 40 χρόνια και θα έληγε το 1968) ενώ το εκδοτικό της προνόμιο θα έληγε το 1960 κατόπιν καταγγελίας. Όμως, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν προέβη σε καταγγελία και το προνόμιο ανανεώθηκε αυτοδικαίως. Το 1970, η δικτατορική κυβέρνηση ανανέωσε την άδεια λειτουργίας της ΤτΕ μέχρι το 2000 (ΝΔ 413/1970. ΦΕΚ Α/16/22-1-1970), αυξάνοντας μάλιστα το μετοχικό κεφάλαιό της κατά 42 εκατ. δραχμές. Το 1992, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρέτεινε εκ νέου την άδεια λειτουργίας της ΤτΕ μέχρι το 2020 (Ν.2010/1992, ΦΕΚ Α/20/14-2-1992). Τέλος, το 2012, η κυβέρνηση Σαμαρά αντικατέστησε το "2020" του παραπάνω νόμου με το "2050" (Ν.4099/2012, άρθρο 165, παρ. 7, ΦΕΚ Α/250/20-12-2012).
Ίσως ο προσεκτικός αναγνώστης να παρατήρησε ότι και οι τρεις παρατάσεις στην λειτουργία τής ΤτΕ δόθηκαν σε έντονες πολιτικά περιόδους: η πρώτη επί δικτατορίας, η δεύτερη επί κυβέρνησης με πλειοψηφία μόλις μιας έδρας και μετά από μια οικουμενική κυβέρνηση τραπεζίτη (Ζολώτας) ενώ η τρίτη επί δικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας, πάλι μετά από οικουμενική κυβέρνηση τραπεζίτη (Παπαδήμος). Αυτές οι συμπτώσεις έχουν επισημανθεί στο διαδίκτυο και έχουν γίνει αντικείμενο συνομωσιολογικών συζητήσεων, στις οποίες το ιστολόγιο αρνείται να συμμετέχει, κατά πάγια τακτική του. Εν τούτοις, θα άκουγε με ενδιαφέρον την απάντηση στην -μάλλον εύλογη- απορία σχετικά με τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν δυο κυβερνήσεις να νομοθετήσουν για παράταση της λειτουργίας της ΤτΕ οκτώ ολόκληρα χρόνια πριν την λήξη της.
Όπως είδαμε στα προηγούμενα, ο λόγος που επέβαλε την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος δεν ήταν άλλος από την άσκηση ορθολογικής νομισματικής πολιτικής, η οποία θα υπάκουε στους διεθνείς κανόνες νομισματικής λειτουργίας και θα ήταν απαλλαγμένη από πολιτικές -ή ακόμη και κομματικές- παρεμβάσεις. Στην πράξη, όμως, τα φαινόμενα εμπλοκής τόσο του κράτους στα πόδια της ΤτΕ όσο και της Τράπεζας στην κυβερνητική λειτουργία κάθε άλλο παρά σπανίζουν. Αποκορύφωμα ήταν ο διορισμός τού Γεράσιμου Αρσένη ως υπουργού εθνικής οικονομίας (5/7/1982-26/7/1985), ενώ ήταν ήδη διοικητής τής ΤτΕ (3/11/1981-20/2/1984), κάτι που του προσέδωσε τον τίτλο τού "Τσάρου της Οικονομίας".
Θα συνεχίσουμε
Το πρόβλημα ήταν ότι η ΕτΕ δεν μεταβίβαζε μόνο κρατική περιουσία. Έπρεπε να μεταβιβάσει και το εκδοτικό προνόμιο, το οποίο απολάμβανε από ιδρύσεώς της, το 1841. Μετά από τόσα χρόνια, αυτό το προνόμιο εθεωρείτο ως άυλο περιουσιακό στοιχείο, εφ' όσον προσέδιδε κύρος και ισχύ στην ΕτΕ. Τώρα, όμως, η ΕτΕ υποχρεωνόταν να το παραχωρήσει στην ΤτΕ, άρα να ζημιωθεί.
Πενηντάδραχμο του 1927. Εκδόθηκε από την Εθνική Τράπεζα αλλά, μετά την ίδρυση της ΤτΕ, κυκλοφόρησε με κόκκινη επισήμανση της Τράπεζας της Ελλάδος. |
Παράλληλα, η ΕτΕ ζημιωνόταν και από την παράδοση του χρυσού στην ΤτΕ. Εφ' όσον η δραχμή ήταν ενταγμένη στον κανόνα χρυσού (δηλαδή, η ποσότητα του κυκλοφορούντος χρήματος μιας χώρας καλυπτόταν από ισόποσης αξίας χρυσό), η ΕτΕ, ως εκδότρια τράπεζα, φρόντιζε με κατάλληλες αγοραπωλησίες να διαθέτει πάντοτε επαρκή καλύμματα. Το θέμα ήταν πως, λόγω των αναταράξεων στις διεθνείς αγορές (ας θυμηθούμε και πάλι ότι βρισκόμαστε λίγο πριν το μεγάλο κραχ), η αξία των αποθεματικών πολύτιμων μετάλλων τραβούσε την ανηφόρα, οπότε τα αποθέματα της ΕτΕ σε χρυσό είχαν δημιουργήσει μια μεγάλη υπεραξία. Το σύνολο της υπεραξίας των καλυμμάτων και του εκδοτικού προνομίου υπολογίστηκε στο δυσθεώρητο ύψος του ενός δισεκατομμυρίου δραχμών (ή 2,67 εκατ. στερλινών) περίπου.
Αυτή η υπεραξία έγινε αιτία πολέμου, αφού η Εθνική ζητούσε ανάλογη αποζημίωση. Ο διοικητής της Αλέξανδρος Διομήδης ισχυριζόταν ότι η υπεραξία δημιουργήθηκε χάρη στην συνετή πολιτική και τις ορθές αγοραπωλησίες τής τράπεζάς του, άρα η ΕτΕ νομιμοποιείτο να την κρατήσει. Μαζί του συμφωνούσε και το Λαϊκό Κόμμα. Αντίθετα, ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου υποστήριζε ότι η υπεραξία δημιουργήθηκε από την διαχείριση της κρατικής περιουσίας, άρα πρέπει να ακολουθήσει την κρατική περιουσία στην Τράπεζα της Ελλάδος. Οι οικονομολόγοι της χώρας χωρίστηκαν σε δυο στρατόπεδα, ώσπου ο Ελευθέριος Βενιζέλος αποφάσισε να επέμβει με τον δικό του τρόπο: με το έτσι θέλω, μοίρασε την υπεραξία στις δυο τράπεζες 50/50.
Στο σημείο αυτό, αξίζει τον κόπο να κάνουμε άλλη μια στάση, για να πούμε δυο λόγια και για την Εθνική Τράπεζα. Η ΕτΕ ιδρύθηκε το 1841, με νόμο του Όθωνα "Περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης" (ΦΕΚ 6/30-3-1841), σε μια προσπάθεια να τιθασσευτεί το τέρας το οποίο κατέτρωγε τα σπλάγχνα των ελλήνων και λεγόταν τοκογλυφία. Όπως λέει ο νόμος, "αι εργασίαι της τραπέζης θέλουν είσθαι αι εξής: 1) θέλει δανείζει επί υποθήκη και ενεχύρω, και 2) θέλει ενεργεί προεξοφλήσεις", ενώ συμπληρώνει ότι "πάσα άλλη επιχείρησις της τραπέζης, μη ενδιαλαμβανομένη εις το ανωτέρω άρθρον, απαγορεύεται". Στην συνέχεια, πάντως, ο νόμος ανοίγει και το -απαραίτητο στην ελληνική πραγματικότητα- παραθυράκι: "Δύναται, μολοντούτο, η τράπεζα, προϊόντος του χρόνου, να αναλάβη, τη συγκαταθέσει της Κυβερνήσεως και της γενικής συνελεύσεως, και νέας επιχειρήσεις". Στον ίδιο νόμο περιλαμβάνεται και το δικαίωμα της τράπεζας να εκδίδει χρήμα: "Προς τον σκοπόν τούτον η τράπεζα έχει το δικαίωμα να εκδώση τραπεζητικά γραμμάτια, πληρωτέα εις τον φέροντα...".
Σϋμφωνα με το Πρωτόκολλο της Γενεύης, η ΤτΕ θα λειτουργούσε μέχρι το 1970 (μη ξεχνάμε ότι το δάνειο είχε διάρκεια 40 χρόνια και θα έληγε το 1968) ενώ το εκδοτικό της προνόμιο θα έληγε το 1960 κατόπιν καταγγελίας. Όμως, η κυβέρνηση Καραμανλή δεν προέβη σε καταγγελία και το προνόμιο ανανεώθηκε αυτοδικαίως. Το 1970, η δικτατορική κυβέρνηση ανανέωσε την άδεια λειτουργίας της ΤτΕ μέχρι το 2000 (ΝΔ 413/1970. ΦΕΚ Α/16/22-1-1970), αυξάνοντας μάλιστα το μετοχικό κεφάλαιό της κατά 42 εκατ. δραχμές. Το 1992, η κυβέρνηση Μητσοτάκη παρέτεινε εκ νέου την άδεια λειτουργίας της ΤτΕ μέχρι το 2020 (Ν.2010/1992, ΦΕΚ Α/20/14-2-1992). Τέλος, το 2012, η κυβέρνηση Σαμαρά αντικατέστησε το "2020" του παραπάνω νόμου με το "2050" (Ν.4099/2012, άρθρο 165, παρ. 7, ΦΕΚ Α/250/20-12-2012).
ΦΕΚ 6/30-3-1841: "Περί συστάσεως Εθνικής Τραπέζης" |
Ίσως ο προσεκτικός αναγνώστης να παρατήρησε ότι και οι τρεις παρατάσεις στην λειτουργία τής ΤτΕ δόθηκαν σε έντονες πολιτικά περιόδους: η πρώτη επί δικτατορίας, η δεύτερη επί κυβέρνησης με πλειοψηφία μόλις μιας έδρας και μετά από μια οικουμενική κυβέρνηση τραπεζίτη (Ζολώτας) ενώ η τρίτη επί δικομματικής κυβέρνησης συνεργασίας, πάλι μετά από οικουμενική κυβέρνηση τραπεζίτη (Παπαδήμος). Αυτές οι συμπτώσεις έχουν επισημανθεί στο διαδίκτυο και έχουν γίνει αντικείμενο συνομωσιολογικών συζητήσεων, στις οποίες το ιστολόγιο αρνείται να συμμετέχει, κατά πάγια τακτική του. Εν τούτοις, θα άκουγε με ενδιαφέρον την απάντηση στην -μάλλον εύλογη- απορία σχετικά με τους λόγους οι οποίοι οδήγησαν δυο κυβερνήσεις να νομοθετήσουν για παράταση της λειτουργίας της ΤτΕ οκτώ ολόκληρα χρόνια πριν την λήξη της.
Όπως είδαμε στα προηγούμενα, ο λόγος που επέβαλε την ίδρυση της Τράπεζας της Ελλάδος δεν ήταν άλλος από την άσκηση ορθολογικής νομισματικής πολιτικής, η οποία θα υπάκουε στους διεθνείς κανόνες νομισματικής λειτουργίας και θα ήταν απαλλαγμένη από πολιτικές -ή ακόμη και κομματικές- παρεμβάσεις. Στην πράξη, όμως, τα φαινόμενα εμπλοκής τόσο του κράτους στα πόδια της ΤτΕ όσο και της Τράπεζας στην κυβερνητική λειτουργία κάθε άλλο παρά σπανίζουν. Αποκορύφωμα ήταν ο διορισμός τού Γεράσιμου Αρσένη ως υπουργού εθνικής οικονομίας (5/7/1982-26/7/1985), ενώ ήταν ήδη διοικητής τής ΤτΕ (3/11/1981-20/2/1984), κάτι που του προσέδωσε τον τίτλο τού "Τσάρου της Οικονομίας".
Θα συνεχίσουμε
Τράπεζα της Ελλάδος - 4. 1929-1932: Το σύστημα τρίζει
Την εποχή που στην γαστέρα τού κεφαλαίου συλλαμβανόταν η Τράπεζα της Ελλάδος, το τραπεζικό τοπίο τής χώρας ήταν ασαφές και μπερδεμένο. Κατ' αρχάς, δέσποζε η Εθνική, με τον δισυπόστατο ρόλο της ως εμπορική και ως κεντρική τράπεζα. Δίπλα της, υπήρχαν άλλες 37 τράπεζες, ανάμεσα στις οποίες ξεχώριζαν η Αθηνών, η Εμπορική, η Τράπεζα Ανατολής και η -αγγλικών συμφερόντων- Ιονική, που κυριαρχούσε στα Ιόνια νησιά. Επίσης, υπήρχαν τρεις κτηματικές τράπεζες, με την νεοσύστατη Εθνική Κτηματική (θυγατρική της Εθνικής) να ξεχωρίζει. Τέλος, υπήρχαν δυο μικρές αγροτικές τράπεζες, το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Μόνη της η Εθνική κατείχε το 45% των καταθέσεων της χώρας, οι άλλες τέσσερις μεγάλες τράπεζες που αναφέραμε κατείχαν μαζί το 40% και όλες οι υπόλοιπες σαράντα τράπεζες μοιράζονταν το 15%.
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, με το κράτος να αντιμετωπίζει οργανωτικά προβλήματα λόγω αντικειμενικών δυσκολιών (επέκταση με τους βαλκανικούς πολέμους και συρρίκνωση με την μικρασιατική κατάστροφή μέσα σε λιγώτερο από 20 χρόνια) και με την έλλειψη ενός στοιχειώδους τραπεζικού κώδικα, είναι λογικό να συμβούν δυο πράγματα. Πρώτον, ο εναγκαλισμός των τραπεζών με το κράτος, ο οποίος ήταν τόσο έντονος ώστε έβγαζε μάτια και επέσυρε δυσμενείς διεθνείς κριτικές (είδαμε ήδη την κριτική των λονδρέζικων Times στην Εθνική). Και, δεύτερον, η σαθρή δομή (κυρίως των μικρών τραπεζών), η οποία τις έκανε εξαιρετικά ευάλωτες στις σεισμικές δονήσεις τού μεγάλου κραχ του 1929. Πάνω σ' αυτό το τελευταίο θα πούμε δυο λόγια σήμερα.
Μετά την μικρασιατική καταστροφή, άρχισαν στην Ελλάδα να ξεπετάγονται καινούργιες τράπεζες σαν μανιτάρια. Μόνο μέσα στο 1926 ιδρύθηκαν επτά: Σερβοελληνική, Γεωργική Ελλάδος. Γεωργικής Πίστεως, Ένωσης, Λακωνίας, Αγγλοαμερικανική, Παύλου. Το πρελούδιο της καταστροφής ήταν η πτώχευση των δυο τελευταίων το 1929. Μια πτώχευση που δημιούργησε πανικό και οδήγησε σε αθρόα απόσυρση καταθέσεων. Η κυβέρνηση Βενιζέλου τα χρειάστηκε και ξεκινησε μια σειρά επαφών με τις μεγαλύτερες τράπεζες, η οποία κατέληξε στην ίδρυση μιας τραπεζικής ένωσης που είχε ως σκοπό την παροχή ρευστότητας στις μικρότερες. Παράλληλα, για να στηρίξει τις παραπαίουσες μικρές τράπεζες, η ένωση αγόραζε τις μετοχές τους που κατέρρεαν στο χρηματιστήριο.
Το πρελούδιο ολοκληρώθηκε και, για λίγο, επικράτησε μια ανακούφιση. Όμως, σύντομα τα όργανα άρχισαν να χτυπούν δυνατώτερα, καθώς πτώχευε η Τράπεζα Θεσσαλίας στον Βόλο. Η Θεσσαλίας είχε ιδρυθεί το 1921 από τον μεγαλοτσιφλικά Παπαγεωργίου και εξυπηρετούσε πολλές θεσσαλικές επιχειρήσεις, οπότε η πτώχευσή της είχε δραματικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την οικονομία της περιοχής. Με πρωτοβουλία της Εθνικής (η νεοσυσταθείσα ΤτΕ είναι ακόμη αδύναμη για τέτοια), συστήνεται ένα "συνδικάτο εγγύησης (syndicat de garantie)", το οποίο αναλαμβάνει την εκκαθάριση της τράπεζας Θεσσαλίας.
Μπαίνοντας το 1930, αρχίζουν τριγμοί στην -θεωρούμενη ως ισχυρή- Τράπεζα Βιομηχανίας. Σε βοήθειά της σπεύδουν ΕτΕ και ΤτΕ, προσφέροντάς της ρευστότητα αλλά και προωθώντας ένα σχέδιο συγχώνευσής της με την Τράπεζα Λακωνίας και την Τράπεζα Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως. Όμως, το σχέδιο αποτυγχάνει επειδή η Λακωνίας έχει κι αυτή προβλήματα ρευστότητας. Και τότε έρχεται η χαριστική βολή για την Βιομηχανίας, καθώς πτωχεύει ένας από τους μεγαλύτερους χρεώστες της, η "Εμπορική Βιομηχανική Εταιρεία" του πατρινού μεγαλοεπιχειρηματία Δημοσθένη Αλεξόπουλου (*). Η ΤτΕ έκανε τα αδύνατα δυνατά για να σώσει την τράπεζα, έτοιμη να διαθέσει ως και το 10% των κεφαλαίων της γι' αυτόν τον σκοπό (!), πλην εις μάτην. Η Βιομηχανίας οδηγήθηκε σε εκκαθάριση.
Κατά την διετία 1930-1931, όλες οι τράπεζες λειτουργούν με ζημιές και κρατιούνται με τα δόντια. Όμως, στις 31 Ιανουαρίου 1932, σκάει το επόμενο κανόνι και πάλι στον Βόλο. Αυτή την φορά ήταν η Τράπεζα Κοσμαδοπούλου, η οποία παρασέρνει και την -στενά συνδεδεμένη μαζί της- Τράπεζα Τρικάλων αλλά και την τράπεζα Χολέβα-Μαρκαρά στην Λάρισα. Λίγο αργότερα, οι Κοσμαδόπουλοι (**) θα συλληφθούν και θα οδηγηθούν σε δίκη για δόλια χρεωκοπία, πλαστογραφία, απάτη και υπεξαίρεση (λίγο πριν την πτώχευση, είχαν μεταβιβάσει όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία στις συζύγους τους). Με εγγύηση το ενεργητικό τής υπό εκκαθάριση τράπεζας, η ΤτΕ βάζει 20 εκατομμύρια και η ΕτΕ άλλα 5, για να ολοκληρωθεί η εκκαθάριση με τα λιγώτερα δυνατά προβλήματα.
Ολόκληρη η Θεσσαλία είναι πλέον σε αναβρασμό αλλά το βαρέλι δεν φαίνεται να έχει πάτο. Πριν βγει ο Μάιος, άλλη μια τράπεζα της περιοχής καταρρέει. Πρόκειται για την φιλόδοξη Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδος, μέτοχοι της οποίας ήσαν κυρίως εφοπλιστές. Η ΚτΕ ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος ότι αδυνατεί να επιστρέψει στους καταθέτες της τα χρήματά τους. Η ΤτΕ σπεύδει να βοηθήσει αλλά και πάλι δεν γίνεται τίποτε. Πριν βγει η χρονιά, η Κεντρική θα τεθεί κι αυτή υπό εκκαθάριση.
Τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω από την ελληνική οικονομία. Μέσα σε λιγότερο από τριάμισυ χρόνια έξι τράπεζες τέθηκαν υπό αναγκαστική εκκαθάριση (Αγγλοαμερικανική, Κοσμαδοπούλου, Σάμου, Μεσσηνίας, Κεντρική, Τρικάλων), άλλες δέκα υπό εκούσια εκκαθάριση (Αθηναϊκή, Πίστεως, Βιομηχανίας, Εμπόρων Ελλάδος, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Εθνικής Οικονομίας, Θεσσαλίας, Ιδιοκτησίας Πειραιώς, Μεσιτική, Πανελλήνιος) και αρκετά πιστωτικά ιδρύματα πτωχεύουν (Παύλου, Χολέβα-Μαρκαρά κλπ). Μαζί τους βουλιάζει ολόκληρη η αγορά: πτωχεύουν 1.937 επιχειρήσεις, εκ των οποίων οι 501 είναι βιομηχανίες. Ο Μάιος του 1932 μοιάζει με βαρύ χειμώνα...
----------------------------------------------------------------
(*) Ο Δημοσθένης Αλεξόπουλος (πατέρας του ακαδημαϊκού και πρύτανη Καίσαρα Αλεξόπουλου) είναι χαρακτηριστικό δείγμα κεφαλαιούχου της εποχής, με προφίλ "παίζω και κερδίζω": πολιτικός οπαδός τού -επίσης πατρινού- Δημ. Γούναρη, δημοτικός σύμβουλος Πατρέων, αντιπρόεδρος και κατόπιν πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Πατρών, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πατρών, πρόεδρος της Παναχαϊκής κλπ ενώ υπήρξε μέτοχος και μέλος ΔΣ πολλών εταιρειών (Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων, Ανώνυμος Μηχανουργική και Ξυλουργική Εταιρεία, Ανώνυμος Μετοχική Εταιρεία Ραπτομηχανών, Ελληνική Εμπορική Εταιρεία Εισαγωγών Εξαγωγών - 5Ε κλπ). Στην Πάτρα ήταν πασίγνωστος όχι τόσο λόγω των τριών ιστιοφόρων που διέθετε, όσο λόγω του ότι το 1919 βγήκε στους δρόμους με ένα Φορντ, το πρώτο αυτοκίνητο που κυκλοφόρησε ποτέ στην πόλη.
Μέσα στο παραπάνω πλαίσιο, με το κράτος να αντιμετωπίζει οργανωτικά προβλήματα λόγω αντικειμενικών δυσκολιών (επέκταση με τους βαλκανικούς πολέμους και συρρίκνωση με την μικρασιατική κατάστροφή μέσα σε λιγώτερο από 20 χρόνια) και με την έλλειψη ενός στοιχειώδους τραπεζικού κώδικα, είναι λογικό να συμβούν δυο πράγματα. Πρώτον, ο εναγκαλισμός των τραπεζών με το κράτος, ο οποίος ήταν τόσο έντονος ώστε έβγαζε μάτια και επέσυρε δυσμενείς διεθνείς κριτικές (είδαμε ήδη την κριτική των λονδρέζικων Times στην Εθνική). Και, δεύτερον, η σαθρή δομή (κυρίως των μικρών τραπεζών), η οποία τις έκανε εξαιρετικά ευάλωτες στις σεισμικές δονήσεις τού μεγάλου κραχ του 1929. Πάνω σ' αυτό το τελευταίο θα πούμε δυο λόγια σήμερα.
Φεβρουάριος 1932: Διαδήλωση καταθετών μπροστά στο κτήριο της Τράπεζας Κοσμαδοπούλου (Ένθετο: δημοσίευμα της εφημερίδας "Λαϊκή φωνή", 9/3/1933) |
Το πρελούδιο ολοκληρώθηκε και, για λίγο, επικράτησε μια ανακούφιση. Όμως, σύντομα τα όργανα άρχισαν να χτυπούν δυνατώτερα, καθώς πτώχευε η Τράπεζα Θεσσαλίας στον Βόλο. Η Θεσσαλίας είχε ιδρυθεί το 1921 από τον μεγαλοτσιφλικά Παπαγεωργίου και εξυπηρετούσε πολλές θεσσαλικές επιχειρήσεις, οπότε η πτώχευσή της είχε δραματικές επιπτώσεις σε ολόκληρη την οικονομία της περιοχής. Με πρωτοβουλία της Εθνικής (η νεοσυσταθείσα ΤτΕ είναι ακόμη αδύναμη για τέτοια), συστήνεται ένα "συνδικάτο εγγύησης (syndicat de garantie)", το οποίο αναλαμβάνει την εκκαθάριση της τράπεζας Θεσσαλίας.
Μπαίνοντας το 1930, αρχίζουν τριγμοί στην -θεωρούμενη ως ισχυρή- Τράπεζα Βιομηχανίας. Σε βοήθειά της σπεύδουν ΕτΕ και ΤτΕ, προσφέροντάς της ρευστότητα αλλά και προωθώντας ένα σχέδιο συγχώνευσής της με την Τράπεζα Λακωνίας και την Τράπεζα Ελληνικής Εμπορικής Πίστεως. Όμως, το σχέδιο αποτυγχάνει επειδή η Λακωνίας έχει κι αυτή προβλήματα ρευστότητας. Και τότε έρχεται η χαριστική βολή για την Βιομηχανίας, καθώς πτωχεύει ένας από τους μεγαλύτερους χρεώστες της, η "Εμπορική Βιομηχανική Εταιρεία" του πατρινού μεγαλοεπιχειρηματία Δημοσθένη Αλεξόπουλου (*). Η ΤτΕ έκανε τα αδύνατα δυνατά για να σώσει την τράπεζα, έτοιμη να διαθέσει ως και το 10% των κεφαλαίων της γι' αυτόν τον σκοπό (!), πλην εις μάτην. Η Βιομηχανίας οδηγήθηκε σε εκκαθάριση.
Κατά την διετία 1930-1931, όλες οι τράπεζες λειτουργούν με ζημιές και κρατιούνται με τα δόντια. Όμως, στις 31 Ιανουαρίου 1932, σκάει το επόμενο κανόνι και πάλι στον Βόλο. Αυτή την φορά ήταν η Τράπεζα Κοσμαδοπούλου, η οποία παρασέρνει και την -στενά συνδεδεμένη μαζί της- Τράπεζα Τρικάλων αλλά και την τράπεζα Χολέβα-Μαρκαρά στην Λάρισα. Λίγο αργότερα, οι Κοσμαδόπουλοι (**) θα συλληφθούν και θα οδηγηθούν σε δίκη για δόλια χρεωκοπία, πλαστογραφία, απάτη και υπεξαίρεση (λίγο πριν την πτώχευση, είχαν μεταβιβάσει όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία στις συζύγους τους). Με εγγύηση το ενεργητικό τής υπό εκκαθάριση τράπεζας, η ΤτΕ βάζει 20 εκατομμύρια και η ΕτΕ άλλα 5, για να ολοκληρωθεί η εκκαθάριση με τα λιγώτερα δυνατά προβλήματα.
Ολόκληρη η Θεσσαλία είναι πλέον σε αναβρασμό αλλά το βαρέλι δεν φαίνεται να έχει πάτο. Πριν βγει ο Μάιος, άλλη μια τράπεζα της περιοχής καταρρέει. Πρόκειται για την φιλόδοξη Κεντρική Τράπεζα της Ελλάδος, μέτοχοι της οποίας ήσαν κυρίως εφοπλιστές. Η ΚτΕ ενημερώνει την Τράπεζα της Ελλάδος ότι αδυνατεί να επιστρέψει στους καταθέτες της τα χρήματά τους. Η ΤτΕ σπεύδει να βοηθήσει αλλά και πάλι δεν γίνεται τίποτε. Πριν βγει η χρονιά, η Κεντρική θα τεθεί κι αυτή υπό εκκαθάριση.
Ο "Νέος Ριζοσπάστης" αναγγέλλει την πτώχευση της Κεντρικής Τράπεζας (25/5/1932) |
Τα σύννεφα πυκνώνουν πάνω από την ελληνική οικονομία. Μέσα σε λιγότερο από τριάμισυ χρόνια έξι τράπεζες τέθηκαν υπό αναγκαστική εκκαθάριση (Αγγλοαμερικανική, Κοσμαδοπούλου, Σάμου, Μεσσηνίας, Κεντρική, Τρικάλων), άλλες δέκα υπό εκούσια εκκαθάριση (Αθηναϊκή, Πίστεως, Βιομηχανίας, Εμπόρων Ελλάδος, Εμπορίου και Βιομηχανίας, Εθνικής Οικονομίας, Θεσσαλίας, Ιδιοκτησίας Πειραιώς, Μεσιτική, Πανελλήνιος) και αρκετά πιστωτικά ιδρύματα πτωχεύουν (Παύλου, Χολέβα-Μαρκαρά κλπ). Μαζί τους βουλιάζει ολόκληρη η αγορά: πτωχεύουν 1.937 επιχειρήσεις, εκ των οποίων οι 501 είναι βιομηχανίες. Ο Μάιος του 1932 μοιάζει με βαρύ χειμώνα...
----------------------------------------------------------------
(*) Ο Δημοσθένης Αλεξόπουλος (πατέρας του ακαδημαϊκού και πρύτανη Καίσαρα Αλεξόπουλου) είναι χαρακτηριστικό δείγμα κεφαλαιούχου της εποχής, με προφίλ "παίζω και κερδίζω": πολιτικός οπαδός τού -επίσης πατρινού- Δημ. Γούναρη, δημοτικός σύμβουλος Πατρέων, αντιπρόεδρος και κατόπιν πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Πατρών, πρόεδρος του Εμπορικού Συλλόγου Πατρών, πρόεδρος της Παναχαϊκής κλπ ενώ υπήρξε μέτοχος και μέλος ΔΣ πολλών εταιρειών (Ελληνική Εταιρεία Οίνων και Οινοπνευμάτων, Ανώνυμος Μηχανουργική και Ξυλουργική Εταιρεία, Ανώνυμος Μετοχική Εταιρεία Ραπτομηχανών, Ελληνική Εμπορική Εταιρεία Εισαγωγών Εξαγωγών - 5Ε κλπ). Στην Πάτρα ήταν πασίγνωστος όχι τόσο λόγω των τριών ιστιοφόρων που διέθετε, όσο λόγω του ότι το 1919 βγήκε στους δρόμους με ένα Φορντ, το πρώτο αυτοκίνητο που κυκλοφόρησε ποτέ στην πόλη.
(**) Την τράπεζα είχε ιδρύσει ο ζαγορίτης αργυραμοιβός Δημήτρης Κοσμαδόπουλος. Μετά τον θάνατό του, το 1921, την ανέλαβαν οι γυιοί του Ιωάννης και Γεώργιος, μετατρέποντάς την σε ανώνυμη εταιρεία. Το 1924, προκειμένου να εκμεταλλευτούν την υπερπαραγωγή εκείνης της περιόδου σε λεμόνια, οι Κοσμαδόπουλοι δημιουργούν εμφιαλωτήριο στην Αγριά τού Πηλίου (δίπλα στα ψυγεία που ήδη διαθέτουν) και βγάζουν στην αγορά την γνωστή λεμονάδα ΕΨΑ. Μετά την πτώχευση, η ΕΨΑ (Εταιρεία
Ψυγείων Αγριάς) πέρασε στην ιδιοκτησία τής Εθνικής ΤράπεζαςΕλλάδος,)))2014)))))
Τράπεζα της Ελλάδος - 5. Η πτώχευση του 1932
Μετά την συντριπτική του νίκη στις εκλογές τής 19/8/1928 (178 έδρες στις 250), ο Ελευθέριος Βενιζέλος κατάρτισε ένα εξαιρετικά αισιόδοξο και φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων για να λύσει το προσφυγικό και να βάλει την Ελλάδα σε ρυθμούς ανάπτυξης. Η δραχμή εντάχθηκε αμέσως στον κανόνα χρυσού, οι άγγλοι κεφαλαιούχοι άρχισαν να αυξάνουν αλματωδώς τις επενδύσεις τους στην χώρα και όλα έδειχναν να πηγαίνουν καλά. Μέχρι το 1931, ο τόπος θα κατέγραφε, για πρώτη φορά στην ιστορία του, τρεις συνεχόμενους πλεονασματικούς προϋπολογισμούς. Μόνο μελανό σημάδι ήταν η αύξηση του χρέους σχεδόν κατά 20% μέσα σε τρία χρόνια αλλά ποιος τα υπολόγιζε τότε αυτά...
Τα απόνερα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης τού 1929 άργησαν να φτάσουν στην Ελλάδα αλλά κάποια στιγμή έφτασαν. Με την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση πια, ήταν μοιραίο και οι εξαγωγές τής χώρας (καπνός κλπ) να μειωθούν και οι άδηλοι πόροι από τα εμβάσματα των ομογενών να λιγοστέψουν. Ο Βενιζέλος βρέθηκε να βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί: για να τονώσει τις εξαγωγές έπρεπε να υποτιμήσει την δραχμή αλλά κάτι τέτοιο θα αύξανε κατακόρυφα το χρέος, σε σημείο να μη μπορεί πια να εξυπηρετηθεί.
Τελικά, ο Βενιζέλος αποφάσισε να μη διαταράξει την σχέση τής δραχμής με την στερλίνα και επελέγη η λύση της διατήρησης των νομισματικών ισοτιμιών. Προκειμένου να στηρίξει την δραχμή, η Τράπεζα της Ελλάδος κλήθηκε να διαθέσει τα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα. Με την πολιτική αυτή διαφώνησαν σθεναρά οι επιφανέστεροι των οικονομολόγων της εποχής, όπως ο Δημήτριος Μάξιμος και ο Κυριάκος Βαρβαρέσσος (τότε ειδικός σύμβουλος της ΤτΕ και αργότερα διοικητής της αλλά και υπουργός οικονομικών). Κι επειδή, όταν επί οικονομικών θεμάτων διαφωνούν οι πολιτικοί με τους οικονομολόγους, είναι απολύτως φυσικό να έχουν δίκιο οι δεύτεροι, πολύ σύντομα το σύστημα βρήκε σε βράχο: τα -έτσι κι αλλιώς, ασθενικά- αποθέματα της ΤτΕ εξανεμίστηκαν δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Τον Σεπτέμβριο του 1931, το οικονομικό επιτελείο τής κυβέρνησης είχε την ιδέα να συνδέσει την δραχμή με το δολλάριο, προκειμένου να τονωθεί η σταθερότητά της. Δυστυχώς, η επιλογή αυτή δημιούργησε πανικό και σε λίγες μέρες φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό 3,6 εκατ. δολλάρια από τράπεζες και ιδιώτες, επιτείνοντας ραγδαία τα προβλήματα.
Ο Βενιζέλος πείσμωσε. Αύξησε τους εισαγωγικούς δασμούς και, την ώρα που άλλες τράπεζες έκλειναν, αυτός ίδρυε την Αγροτική Τράπεζα για να ενισχύσει την γεωργική παραγωγή. Επίσης, έδωσε εντολή στην τράπεζα της Ελλάδος να μειώσει όσο μπορούσε την κυκλοφορία τής δραχμής, προκειμένου να προφυλάξει το νόμισμα από πληθωριστικές και κερδοσκοπικές πιέσεις. Ταυτόχρονα, δρομολόγησε ένα πλάνο αύξησης του εξωτερικού δανεισμού, όχι για αναπτυξιακούς λόγους πλέον αλλά για να στηρίξει την δραχμή με συνάλλαγμα. Προς τούτο, τον Ιανουάριο του 1932 πήρε σβάρνα Ρώμη, Παρίσι και Λονδίνο, ψάχνοντας πενήντα εκατομμμύρια δολλάρια δανεικά για τέσσερα χρόνια.
Οι ξένοι δεν έδειξαν να πολυσυγκινούνται από όσα τους έλεγε ο Βενιζέλος αλλά δέχτηκαν να συζητήσουν το ελληνικό πρόβλημα στην συνεδρίαση της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών (σ.σ.: σήμερα θα μιλούσαμε για Γιούρογκρουπ) τον Μάρτιο. Μέχρι τότε, όμως, οι ελληνικές εξαγωγές πάγωσαν τελείως και η τράπεζα της Ελλάδος έδωσε στο κράτος το 1/3 των αποθεματικών της σε συνάλλαγμα, ώστε να εξυπηρετηθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας.
Ανοίγουμε παρένθεση. 83 χρόνια αργότερα, η Ελλάδα θα ξανάβγαινε παγανιά για δανεικά και οι ξένοι θα δέχονταν με τα χίλια ζόρια να συζητήσουν το ελληνικό πρόβλημα με μερικούς μήνες καθυστέρηση. Στο μεταξύ, οι δημόσιοι φορείς, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και σχεδόν όλοι οι φορείς που διέθεταν δημόσιο χρήμα θα καλούνταν να δώσουν τα αποθεματικά τους στο κράτος ώστε να εξυπηρετηθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας. Οι ομοιότητες ανάμεσα στο 1932 και το 2015 είναι όντως ανατριχιαστικές. Αφήνουμε την παρένθεση ανοιχτή και συνεχίζουμε.
Με τούτα και με κείνα, έφτασε ο Μάρτιος και συνεδρίασε η Δημοσιονομική Επιτροπή της ΚτΕ αλλά ο Βενιζέλος δεν κατάφερε να γίνει πειστικός. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι έλληνες δεν ήθελαν να κάνουν καμμιά θυσία αλλ' απλώς έψαχναν τρόπο να φορτώσουν τα πρόβλημά τους στους πιστωτές τους. Ο Βενιζέλος στράφηκε τότε απ' ευθείας στην Κοινωνία των Εθνών αλλά κι από κει δεν πήρε παρά μόνο ευχές και συμπάθεια.
Τα πάντα είχαν πια τελειώσει. Στις 27 Απριλίου 1932, η Ελλάδα αποχώρησε από τον κανόνα του χρυσού και η δραχμή άρχισε να καταρρέει. Μέχρι την 5η Μαΐου η στερλίνα θα έπιανε τις 539 δραχμές (από 375). Μη μπορώντας πλέον να κάνει αλλιώς, η κυβέρνηση κήρυξε στάση πληρωμών, επισημοποιώντας την πέμπτη πτώχευση της Ελλάδας μέσα σε μόλις έναν αιώνα ύπαρξής της. Το κύρος τού Βενιζέλου έσβησε και η χώρα παραδόθηκε σε ένα κύμα πανελλαδικών απεργιακών κινητοποιήσεων. Στις 21 Μαΐου ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, δηλώνοντας δημοσίως πως δεν θα επέστρεφε αν δεν ενισχυόταν η εκτελεστική εξουσία και δεν περιοριζόταν η ελευθεροτυπία. Έτσι, για άλλη μια φορά, ο "κορυφαίος έλληνας πολιτικός τού 20ου αιώνα" αποδείκνυε περίτρανα ότι δεν είχε και πολύ καλές σχέσεις με την δημοκρατία.
Συνέχεια της προηγούμενης παρένθεσης. Στις 6 Ιουνίου 2015 και ενώ περίμενε από τους ξένους να συζητήσουν το ελληνικό πρόβλημα, η κυβέρνηση δεν πλήρωσε την οφειλόμενη δόση στο ΔΝΤ, ζητώντας ομαδοποίηση των οφειλών και πληρωμή στις 30 Ιουνίου. Όμως, ούτε τότε πλήρωσε, ζητώντας και νέα παράταση. Παρά ταύτα, η χώρα δεν κηρύχθηκε επισήμως σε πτώχευση, μιας και κάτι τέτοιο θα έφερνε κατακλυσμιαίες επιπτώσεις σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Κλείνει η παρένθεση, κλείνει και το σημερινό
Τα απόνερα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης τού 1929 άργησαν να φτάσουν στην Ελλάδα αλλά κάποια στιγμή έφτασαν. Με την παγκόσμια οικονομία σε ύφεση πια, ήταν μοιραίο και οι εξαγωγές τής χώρας (καπνός κλπ) να μειωθούν και οι άδηλοι πόροι από τα εμβάσματα των ομογενών να λιγοστέψουν. Ο Βενιζέλος βρέθηκε να βαδίζει σε τεντωμένο σχοινί: για να τονώσει τις εξαγωγές έπρεπε να υποτιμήσει την δραχμή αλλά κάτι τέτοιο θα αύξανε κατακόρυφα το χρέος, σε σημείο να μη μπορεί πια να εξυπηρετηθεί.
Ζάππειο, 1929(;): Ο Ελευθέριος Βενιζέλος (με το δίκωχό του) δίπλα στον Γεώργιο Παπανδρέου. Πίσω τους ο Πότης Τσιμπίδαρος. Δίπλα στον Παπανδρέου, καθήμενος, ο Παναγής Τσαλδάρης |
Τελικά, ο Βενιζέλος αποφάσισε να μη διαταράξει την σχέση τής δραχμής με την στερλίνα και επελέγη η λύση της διατήρησης των νομισματικών ισοτιμιών. Προκειμένου να στηρίξει την δραχμή, η Τράπεζα της Ελλάδος κλήθηκε να διαθέσει τα αποθέματά της σε χρυσό και συνάλλαγμα. Με την πολιτική αυτή διαφώνησαν σθεναρά οι επιφανέστεροι των οικονομολόγων της εποχής, όπως ο Δημήτριος Μάξιμος και ο Κυριάκος Βαρβαρέσσος (τότε ειδικός σύμβουλος της ΤτΕ και αργότερα διοικητής της αλλά και υπουργός οικονομικών). Κι επειδή, όταν επί οικονομικών θεμάτων διαφωνούν οι πολιτικοί με τους οικονομολόγους, είναι απολύτως φυσικό να έχουν δίκιο οι δεύτεροι, πολύ σύντομα το σύστημα βρήκε σε βράχο: τα -έτσι κι αλλιώς, ασθενικά- αποθέματα της ΤτΕ εξανεμίστηκαν δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Τον Σεπτέμβριο του 1931, το οικονομικό επιτελείο τής κυβέρνησης είχε την ιδέα να συνδέσει την δραχμή με το δολλάριο, προκειμένου να τονωθεί η σταθερότητά της. Δυστυχώς, η επιλογή αυτή δημιούργησε πανικό και σε λίγες μέρες φυγαδεύτηκαν στο εξωτερικό 3,6 εκατ. δολλάρια από τράπεζες και ιδιώτες, επιτείνοντας ραγδαία τα προβλήματα.
Ο Βενιζέλος πείσμωσε. Αύξησε τους εισαγωγικούς δασμούς και, την ώρα που άλλες τράπεζες έκλειναν, αυτός ίδρυε την Αγροτική Τράπεζα για να ενισχύσει την γεωργική παραγωγή. Επίσης, έδωσε εντολή στην τράπεζα της Ελλάδος να μειώσει όσο μπορούσε την κυκλοφορία τής δραχμής, προκειμένου να προφυλάξει το νόμισμα από πληθωριστικές και κερδοσκοπικές πιέσεις. Ταυτόχρονα, δρομολόγησε ένα πλάνο αύξησης του εξωτερικού δανεισμού, όχι για αναπτυξιακούς λόγους πλέον αλλά για να στηρίξει την δραχμή με συνάλλαγμα. Προς τούτο, τον Ιανουάριο του 1932 πήρε σβάρνα Ρώμη, Παρίσι και Λονδίνο, ψάχνοντας πενήντα εκατομμμύρια δολλάρια δανεικά για τέσσερα χρόνια.
Οι ξένοι δεν έδειξαν να πολυσυγκινούνται από όσα τους έλεγε ο Βενιζέλος αλλά δέχτηκαν να συζητήσουν το ελληνικό πρόβλημα στην συνεδρίαση της Δημοσιονομικής Επιτροπής της Κοινωνίας των Εθνών (σ.σ.: σήμερα θα μιλούσαμε για Γιούρογκρουπ) τον Μάρτιο. Μέχρι τότε, όμως, οι ελληνικές εξαγωγές πάγωσαν τελείως και η τράπεζα της Ελλάδος έδωσε στο κράτος το 1/3 των αποθεματικών της σε συνάλλαγμα, ώστε να εξυπηρετηθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας.
Ανοίγουμε παρένθεση. 83 χρόνια αργότερα, η Ελλάδα θα ξανάβγαινε παγανιά για δανεικά και οι ξένοι θα δέχονταν με τα χίλια ζόρια να συζητήσουν το ελληνικό πρόβλημα με μερικούς μήνες καθυστέρηση. Στο μεταξύ, οι δημόσιοι φορείς, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και σχεδόν όλοι οι φορείς που διέθεταν δημόσιο χρήμα θα καλούνταν να δώσουν τα αποθεματικά τους στο κράτος ώστε να εξυπηρετηθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας. Οι ομοιότητες ανάμεσα στο 1932 και το 2015 είναι όντως ανατριχιαστικές. Αφήνουμε την παρένθεση ανοιχτή και συνεχίζουμε.
Με τούτα και με κείνα, έφτασε ο Μάρτιος και συνεδρίασε η Δημοσιονομική Επιτροπή της ΚτΕ αλλά ο Βενιζέλος δεν κατάφερε να γίνει πειστικός. Η Επιτροπή έκρινε ότι οι έλληνες δεν ήθελαν να κάνουν καμμιά θυσία αλλ' απλώς έψαχναν τρόπο να φορτώσουν τα πρόβλημά τους στους πιστωτές τους. Ο Βενιζέλος στράφηκε τότε απ' ευθείας στην Κοινωνία των Εθνών αλλά κι από κει δεν πήρε παρά μόνο ευχές και συμπάθεια.
20/3/1932, 45 μέρες πριν την πτώχευση, ο Βενιζέλος παραμυθιάζει τον λαό με διάγγελμά του: "Και αν ακόμη οι ξένοι δεν μας βοηθήσουν, ουδείς υπάρχει κίνδυνος καταστροφής" |
Τα πάντα είχαν πια τελειώσει. Στις 27 Απριλίου 1932, η Ελλάδα αποχώρησε από τον κανόνα του χρυσού και η δραχμή άρχισε να καταρρέει. Μέχρι την 5η Μαΐου η στερλίνα θα έπιανε τις 539 δραχμές (από 375). Μη μπορώντας πλέον να κάνει αλλιώς, η κυβέρνηση κήρυξε στάση πληρωμών, επισημοποιώντας την πέμπτη πτώχευση της Ελλάδας μέσα σε μόλις έναν αιώνα ύπαρξής της. Το κύρος τού Βενιζέλου έσβησε και η χώρα παραδόθηκε σε ένα κύμα πανελλαδικών απεργιακών κινητοποιήσεων. Στις 21 Μαΐου ο Βενιζέλος παραιτήθηκε, δηλώνοντας δημοσίως πως δεν θα επέστρεφε αν δεν ενισχυόταν η εκτελεστική εξουσία και δεν περιοριζόταν η ελευθεροτυπία. Έτσι, για άλλη μια φορά, ο "κορυφαίος έλληνας πολιτικός τού 20ου αιώνα" αποδείκνυε περίτρανα ότι δεν είχε και πολύ καλές σχέσεις με την δημοκρατία.
Συνέχεια της προηγούμενης παρένθεσης. Στις 6 Ιουνίου 2015 και ενώ περίμενε από τους ξένους να συζητήσουν το ελληνικό πρόβλημα, η κυβέρνηση δεν πλήρωσε την οφειλόμενη δόση στο ΔΝΤ, ζητώντας ομαδοποίηση των οφειλών και πληρωμή στις 30 Ιουνίου. Όμως, ούτε τότε πλήρωσε, ζητώντας και νέα παράταση. Παρά ταύτα, η χώρα δεν κηρύχθηκε επισήμως σε πτώχευση, μιας και κάτι τέτοιο θα έφερνε κατακλυσμιαίες επιπτώσεις σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Κλείνει η παρένθεση, κλείνει και το σημερινό
σημείωμα
Τράπεζα της Ελλάδος - 6. Αρωγός εντός και εκτός συνόρων
Στα χρόνια που μεσολάβησαν από την πτώχευση του 1932 μέχρι την κατοχή της χώρας από τις φασιστικές δυνάμεις το 1941, η Τράπεζα της Ελλάδος πιστοποίησε κατ' επανάληψη τον θεσμικό της ρόλο ως στυλοβάτη τού συστήματος. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου έσπευσε να βοηθήσει στην διάσωση είτε μεμονωμένων επιχειρήσεων είτε της ελληνικής οικονομίας γενικώτερα. Παραδείγματος χάριν:
(α) Μιλήσαμε ήδη για τα 20 εκατομμύρια που διέθεσε η ΤτΕ προκειμένου να εκκαθαριστεί ομαλά η τράπεζα Κοσμαδοπούλου. Η απόφαση γι' αυτή την βοήθεια λήφθηκε από το Γενικό Συμβούλιο κατά την συνεδρίαση της 17/6/1932, δηλαδή ενάμισυ μήνα μετά την πτώχευση της χώρας. Στην ίδια συνεδρίαση, το Γ.Σ. ενέκρινε και ένα υπέρογκο για την εποχή δάνειο 150 εκατομμυρίων προς την νεοσύστατη Αγροτική Τράπεζα, η οποία αντιμετώπιζε ήδη σοβαρά προβλήματα ρευστότητας.
(β) Με την οικονομική κατάσταση να χειροτερεύει διαρκώς, τα διαθέσιμα των τραπεζών όλο και λιγόστευαν. Χαρακτηριστικό είναι το ότι τον Σεπτέμβριο του 1935 οι καταθέσεις όλων των τραπεζών στην ΤτΕ έφτασαν τα 160 εκατομμύρια ενώ στην αρχή του χρόνου ξεπερνούσαν τα 1,76 δισ.! Τότε ήταν που η Εθνική Τράπεζα ζήτησε την κατεπείγουσα ενίσχυσή της με 275 εκατομμύρια. Το πρόβλημα της ΕτΕ ήταν τόσο μεγάλο ώστε το αίτημα έγινε αμέσως δεκτό από την Εκτελεστική Επιτροπή, ώστε να μη χαθεί χρόνος μέχρι να συγκληθεί το Γενικό Συμβούλιο.
(γ) Μόλις ο Χίτλερ μπήκε στον Πολωνία και άρχισε κι επίσημα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο κόσμος έσπευσε στις τράπεζες και άρχισε να αποσύρει τις καταθέσεις του. Οι τράπεζες τα χρειάστηκαν και αντέδρασαν σπασμωδικά με το να εφευρίσκουν διάφορες δικαιολογίες για να εμποδίσουν τους καταθέτες τους να προβαίνουν σε αναλήψεις. Η ΤτΕ επενέβη και ζήτησε από όλες τις τράπεζες να σταματήσουν αυτή την τακτική, υποσχόμενη ότι θα τις βοηθούσε καλύπτοντας οποιοδήποτε κενό ρευστότητας παρουσιαζόταν. Έτσι, περί τα τέλη Αυγούστου 1939, οι τράπεζες σήκωσαν όλα τους τα χρήματα από την ΤτΕ και άρχισαν να ικανοποιούν όλες τις απαιτήσεις των καταθετών τους. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, οι καταθέτες ηρέμησαν, πείστηκαν ότι τα χρήματά τους δεν κινδυνεύουν και οι καταθέσεις επέστρεψαν στις τράπεζες.
(δ) Παράλληλα, η ΤτΕ προσπάθησε να βοηθήσει με καθε τρόπο τις μεγάλες επιχειρήσεις που είχαν προβλήματα λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η βοήθεια αυτή δινόταν όχι απλώς με δανεισμό αλλά και με μείωση του επιτοκίου δανεισμού, με προεξοφλήσεις αξιογράφων επί ενεχύρω απαιτήσεων, με κούρεμα των σωρευμένων τόκων κλπ.
Όμως, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έδειχνε συμπαράσταση μόνο στο εγχώριο κεφάλαιο. Όταν στις 17 Μαΐου 1930 ιδρύθηκε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ), ζητήθηκε από την ΤτΕ να συμμετάσχει στο κεφάλαιό της. Η ΤΔΔ απευθυνόταν σε κεντρικές τράπεζες που ενδιαφέρονταν για τον διακανονισμό των χρεών του Α' ́Παγκοσμίου Πολέμου και των συναφών επανορθώσεων ή είχαν νόμισμα ικανοποιητικής αξίας βάσει των αρχών του κανόνα χρυσού ή κανόνα συναλλάγματος-χρυσού που ίσχυαν. Η ΤτΕ δέχτηκε την πρόσκληση, βλέποντάς την ως πρόκληση να αποκτήσει διεθνή αναγνώριση και επιρροή. Τα ταξίδια των στελεχών της τράπεζας ανά τον κόσμο άρχισαν και οι συμμετοχές τους σε διεθνή συνέδρια όλο και αυξάνονταν.
Με τα πρώτα δείγματα της κρίσης στην Ευρώπη, η ΤτΕ εμφανίστηκε έτοιμη να συνδράμει ξένες τράπεζες που αντιμετώπιζαν προβλήματα. Έτσι, στις 22 Ιουνίου 1931 αποφάσισε να συμμετάσχει στην στήριξη της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας, σε συνεργασία με την ΤΔΔ. Το ίδιο πρόθυμα δέχτηκε να συμμετάσχει και σε δεύτερο δάνειο προς την ίδια τράπεζα, θέλοντας να δείξει την επιθυμία της να βοηθήσει την ΤΔΔ στο έργο της.
Με την ίδια "διεθνή τραπεζική αλληλεγγύη", η ΤτΕ έσπευσε να βοηθήσει και την Εθνική Τράπεζα της Ουγγαρίας. Μάλιστα δε, τον Ιανουάριο του 1932 και ενώ ο Βενιζέλος γυρνούσε την Ευρώπη ψάχνοντας δανεικά, η ΤτΕ υπέκυψε στις πιέσεις της ΤΔΔ και ανανέωσε τα δάνειά της προς τις τράπεζες και της Αυστρίας και της Ουγγαρίας. Και σαν να μην έφταναν αυτά, τον Νοέμβριο του 1933 η ΤτΕ αποφάσισε να παγώσει για τρία χρόνια την εξόφληση των δανείων τής ουγγρικής τράπεζας (σε χρυσά δολλάρια παρακαλώ!) επειδή θεωρήθηκε πως η εξόφληση δεν ήταν εφικτή "λόγω της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως της Ουγγαρίας" (σάμπως η κατάσταση της Ελλάδας να ήταν καλύτερη).
Ας επιστρέψουμε, όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ως απόρροια της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης του 1929, όλες οι χώρες του κόσμου άρχισαν να επιβάλλουν περιορισμούς στις εισαγωγές τους (κυρίως αυξάνοντας υπέρογκα τους δασμούς), προκειμένου να μειώσουν την εκροή συναλλάγματος. Τότε άρχισε να ανθεί το "συμψηφιστικό ή αμοιβαίο εμπόριο", πιο γνωστό ως κλήρινγκ (clearing). Δηλαδή, έστελνε μια χώρα στην άλλη καλαμπόκι και, αντί για συνάλλαγμα, πληρωνόταν με βρώμη. Επειδή, όμως, πάντα υπήρχε μια διαφορά στον λογαριασμό (έστω και μικρή), έπρεπε στο τέλος κάθε συναλλαγής να γίνει εκκαθάριση. Για την τακτοποίηση των εκκαθαρίσεων από κλήρινγκ, η ευθύνη ανατέθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αλλά για το κλήρινγκ θα πούμε περισσότερα αύριο
(α) Μιλήσαμε ήδη για τα 20 εκατομμύρια που διέθεσε η ΤτΕ προκειμένου να εκκαθαριστεί ομαλά η τράπεζα Κοσμαδοπούλου. Η απόφαση γι' αυτή την βοήθεια λήφθηκε από το Γενικό Συμβούλιο κατά την συνεδρίαση της 17/6/1932, δηλαδή ενάμισυ μήνα μετά την πτώχευση της χώρας. Στην ίδια συνεδρίαση, το Γ.Σ. ενέκρινε και ένα υπέρογκο για την εποχή δάνειο 150 εκατομμυρίων προς την νεοσύστατη Αγροτική Τράπεζα, η οποία αντιμετώπιζε ήδη σοβαρά προβλήματα ρευστότητας.
(β) Με την οικονομική κατάσταση να χειροτερεύει διαρκώς, τα διαθέσιμα των τραπεζών όλο και λιγόστευαν. Χαρακτηριστικό είναι το ότι τον Σεπτέμβριο του 1935 οι καταθέσεις όλων των τραπεζών στην ΤτΕ έφτασαν τα 160 εκατομμύρια ενώ στην αρχή του χρόνου ξεπερνούσαν τα 1,76 δισ.! Τότε ήταν που η Εθνική Τράπεζα ζήτησε την κατεπείγουσα ενίσχυσή της με 275 εκατομμύρια. Το πρόβλημα της ΕτΕ ήταν τόσο μεγάλο ώστε το αίτημα έγινε αμέσως δεκτό από την Εκτελεστική Επιτροπή, ώστε να μη χαθεί χρόνος μέχρι να συγκληθεί το Γενικό Συμβούλιο.
(γ) Μόλις ο Χίτλερ μπήκε στον Πολωνία και άρχισε κι επίσημα ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο κόσμος έσπευσε στις τράπεζες και άρχισε να αποσύρει τις καταθέσεις του. Οι τράπεζες τα χρειάστηκαν και αντέδρασαν σπασμωδικά με το να εφευρίσκουν διάφορες δικαιολογίες για να εμποδίσουν τους καταθέτες τους να προβαίνουν σε αναλήψεις. Η ΤτΕ επενέβη και ζήτησε από όλες τις τράπεζες να σταματήσουν αυτή την τακτική, υποσχόμενη ότι θα τις βοηθούσε καλύπτοντας οποιοδήποτε κενό ρευστότητας παρουσιαζόταν. Έτσι, περί τα τέλη Αυγούστου 1939, οι τράπεζες σήκωσαν όλα τους τα χρήματα από την ΤτΕ και άρχισαν να ικανοποιούν όλες τις απαιτήσεις των καταθετών τους. Μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου, οι καταθέτες ηρέμησαν, πείστηκαν ότι τα χρήματά τους δεν κινδυνεύουν και οι καταθέσεις επέστρεψαν στις τράπεζες.
(δ) Παράλληλα, η ΤτΕ προσπάθησε να βοηθήσει με καθε τρόπο τις μεγάλες επιχειρήσεις που είχαν προβλήματα λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Η βοήθεια αυτή δινόταν όχι απλώς με δανεισμό αλλά και με μείωση του επιτοκίου δανεισμού, με προεξοφλήσεις αξιογράφων επί ενεχύρω απαιτήσεων, με κούρεμα των σωρευμένων τόκων κλπ.
Όμως, η Τράπεζα της Ελλάδος δεν έδειχνε συμπαράσταση μόνο στο εγχώριο κεφάλαιο. Όταν στις 17 Μαΐου 1930 ιδρύθηκε η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών (ΤΔΔ), ζητήθηκε από την ΤτΕ να συμμετάσχει στο κεφάλαιό της. Η ΤΔΔ απευθυνόταν σε κεντρικές τράπεζες που ενδιαφέρονταν για τον διακανονισμό των χρεών του Α' ́Παγκοσμίου Πολέμου και των συναφών επανορθώσεων ή είχαν νόμισμα ικανοποιητικής αξίας βάσει των αρχών του κανόνα χρυσού ή κανόνα συναλλάγματος-χρυσού που ίσχυαν. Η ΤτΕ δέχτηκε την πρόσκληση, βλέποντάς την ως πρόκληση να αποκτήσει διεθνή αναγνώριση και επιρροή. Τα ταξίδια των στελεχών της τράπεζας ανά τον κόσμο άρχισαν και οι συμμετοχές τους σε διεθνή συνέδρια όλο και αυξάνονταν.
Με τα πρώτα δείγματα της κρίσης στην Ευρώπη, η ΤτΕ εμφανίστηκε έτοιμη να συνδράμει ξένες τράπεζες που αντιμετώπιζαν προβλήματα. Έτσι, στις 22 Ιουνίου 1931 αποφάσισε να συμμετάσχει στην στήριξη της Εθνικής Τράπεζας της Αυστρίας, σε συνεργασία με την ΤΔΔ. Το ίδιο πρόθυμα δέχτηκε να συμμετάσχει και σε δεύτερο δάνειο προς την ίδια τράπεζα, θέλοντας να δείξει την επιθυμία της να βοηθήσει την ΤΔΔ στο έργο της.
Με την ίδια "διεθνή τραπεζική αλληλεγγύη", η ΤτΕ έσπευσε να βοηθήσει και την Εθνική Τράπεζα της Ουγγαρίας. Μάλιστα δε, τον Ιανουάριο του 1932 και ενώ ο Βενιζέλος γυρνούσε την Ευρώπη ψάχνοντας δανεικά, η ΤτΕ υπέκυψε στις πιέσεις της ΤΔΔ και ανανέωσε τα δάνειά της προς τις τράπεζες και της Αυστρίας και της Ουγγαρίας. Και σαν να μην έφταναν αυτά, τον Νοέμβριο του 1933 η ΤτΕ αποφάσισε να παγώσει για τρία χρόνια την εξόφληση των δανείων τής ουγγρικής τράπεζας (σε χρυσά δολλάρια παρακαλώ!) επειδή θεωρήθηκε πως η εξόφληση δεν ήταν εφικτή "λόγω της δυσχερούς οικονομικής καταστάσεως της Ουγγαρίας" (σάμπως η κατάσταση της Ελλάδας να ήταν καλύτερη).
Βασιλεία, Ελβετία: Η έδρα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών (Bank for International Settlements - BIS) |
Ας επιστρέψουμε, όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ως απόρροια της μεγάλης καπιταλιστικής κρίσης του 1929, όλες οι χώρες του κόσμου άρχισαν να επιβάλλουν περιορισμούς στις εισαγωγές τους (κυρίως αυξάνοντας υπέρογκα τους δασμούς), προκειμένου να μειώσουν την εκροή συναλλάγματος. Τότε άρχισε να ανθεί το "συμψηφιστικό ή αμοιβαίο εμπόριο", πιο γνωστό ως κλήρινγκ (clearing). Δηλαδή, έστελνε μια χώρα στην άλλη καλαμπόκι και, αντί για συνάλλαγμα, πληρωνόταν με βρώμη. Επειδή, όμως, πάντα υπήρχε μια διαφορά στον λογαριασμό (έστω και μικρή), έπρεπε στο τέλος κάθε συναλλαγής να γίνει εκκαθάριση. Για την τακτοποίηση των εκκαθαρίσεων από κλήρινγκ, η ευθύνη ανατέθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αλλά για το κλήρινγκ θα πούμε περισσότερα αύριο
Τράπεζα της Ελλάδος - 7. Το clearing της δεκαετίας του '30
Λέγαμε χτες ότι μετά την διεθνή κεφαλαιακή κρίση τού 1929 άνθισε το clearing (κλήρινγκ), δηλαδή το αμοιβαίο ή συμψηφιστικό εμπόριο και ότι η Τράπεζα της Ελλάδος ανέλαβε την υποχρέωση των σχετικών εκκαθαρίσεων. Αν και θα μπορούσαμε να πούμε πολλά πάνω σ' αυτό το θέμα, στα στενά και περιορισμένα πλαίσια ενός ιστολογικού σημειώματος θα επικεντρωθούμε στο ελληνογερμανικό κλήρινγκ.
Μπορεί σήμερα να ηχεί παράξενα στ' αφτιά μας αλλά εκείνη την εποχή το ελληνογερμανικό κλήρινγκ άφηνε σταθερά υπόλοιπο υπέρ της Ελλάδας. Με απλά λόγια, δηλαδή, κάναμε περισσότερες εξαγωγές στην Γερμανία από εισαγωγές. Το φαινόμενο έχει λογική εξήγηση: η Γερμανία βρίσκεται σε περίοδο ανασυγκρότησης από τις καταστροφές τού Α' Παγκοσμίου Πολέμου ενώ, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, έρριξε βάρος στην παραγωγή πολεμικού υλικού. Και για να το πούμε λαϊκά, ενώ εμείς είχαμε να στείλουμε στους γερμανούς καπνό, βαμβάκι, σταφίδα, κρασί, λάδι κλπ, δεν υπήρχαν πολλά πράγματα να πάρουμε απ' αυτούς. Έτσι, μέχρι το 1936, είχε μαζευτεί ένα ποσό κάπου 32 εκατ. μάρκα (1,28 δισ. δραχμές) για εκκαθάριση υπέρ της Ελλάδας.
Επειδή, όμως, κλήρινγκ σημαίνει ανταλλαγή προϊόντων, έπρεπε κάτι να βρεθεί να ψωνίσουμε κι εμείς. Με την μεσολάβηση της Τράπεζας της Ελλάδος, βρέθηκε. Πέντε εκατομμύρια μάρκα πήγαν στην Ελληνική Τηλεφωνική Εταιρεία και κάπου τόσα ακόμη στους Ελληνικούς Σιδηροδρόμους ενώ η ΤτΕ κατάφερε να πάρουμε και τέσσερα εκατομμύρια μάρκα σε μετρητό. Είναι η εποχή που το ελληνικό δημόσιο ανακαλύπτει τα καλά τής Ζήμενς, της Bosch, της Agfa και της Telefunken.
Παρ' όλα αυτά, το υπόλοιπο υπέρ της Ελλάδας όλο και διευρύνεται. Το κακό ήταν πως η ΤτΕ πλήρωνε κανονικά όσους έκαναν εξαγωγές στην Γερμανία και περίμενε να πάρει τα λεφτά της όταν θα αποφάσιζε η Ράιχσμπανκ να πληρώσει. Ουσιαστικά, δηλαδή, η ΤτΕ χρηματοδοτούσε άτοκα τις ελληνικές εξαγωγές, αντίθετα με ό,τι έκαναν όλες οι άλλες χώρες που άφηναν τους εξαγωγείς να περιμένουν πότε θα πληρωθούν. Κάπου εκεί, η ΤτΕ άρχισε να ανησυχεί, καθώς τα κεφάλαιά της βρίσκονταν στον αέρα, ακάλυπτα από εγγυήσεις. Αν η Ράιχσμπανκ δεν πλήρωνε; Προκειμένου να βρεθεί λύση στο πρόβλημα, πρότεινε στο κράτος να του πουλήσει 15 εκατ. μάρκα (από εκείνα που της χρώσταγε η Ράιχσμπανκ), τα οποία το κράτος θα μπορούσε να τα πατσίσει με αγορά πολεμικού υλικού. Όμως η κυβέρνηση είχε τόσα στενέματα ώστε δίσταζε να πάρει τέτοια απόφαση.
Σ' αυτό το σημείο, ίσως να αναρωτιέστε γιατί επιμέναμε στο κλήρινγκ με τους γερμανούς αφού δεν παίρναμε τα λεφτά μας. Η απάντηση είναι απλή: λόγω υψηλού ποσοστού κέρδους! Προσέξτε:
Οι γερμανοί αγόραζαν σχεδόν ό,τι είχαμε για πούλημα, επειδή στην συνέχεια το μοσχοπούλαγαν στην Ιταλία, η οποία είχε μπόλικο χρήμα (ας είναι καλά οι αποικίες). Οι έλληνες εξαγωγείς αντιλήφθηκαν την πρεμούρα των γερμανών και διατηρούσαν τις τιμές των προϊόντων τους ψηλά. Αυτό είχε μεν ως αντίκτυπο να χαθούν όλες οι αγορές που γίνονταν με ζεστό συνάλλαγμα αλλά το αφτί των ελλήνων εξαγωγέων δεν είχαν κανέναν λόγο να ιδρώσει εφ' όσον έπαιρναν τα λεφτά τους από την ΤτΕ αμέσως. Έτσι, η Γερμανία έφτασε να μονοπωλεί σχεδόν τις εξαγωγές μας. Κι όσο οι γερμανοί αγόραζαν δίχως πολλά παζάρια, τόσο οι έλληνες ανέβαζαν τις τιμές και τόσο αυξανόταν το υπόλοιπο στην Ράιχσμπανκ.
Βέβαια, όλα αυτά δεν τα βλέπαμε μόνο εμείς. Τα έβλεπαν και οι γερμανοί και σκέφτηκαν να τα εκμεταλλευτούν. Γι' αυτό και το καλοκαίρι τού 1936, λίγο πριν την κήρυξη της δικτατορίας από τον Μεταξά, ήρθε στην Ελλάδα για επίσημη επίσκεψη ο διοικητής τής Ράιχσμπανκ Χγιάλμαρ Σαχτ(*), μια επίσκεψη που την ανταποδώσαμε λίγες μέρες αργότερα. Στην κορυφή τής ατζέντας των συζητήσεων σ' αυτές τις επισκέψεις ήταν η εκ μέρους της Ελλάδος προμήθεια πολεμικού και τεχνολογικού υλικού από την Γερμανία, στα πλαίσια του κλήρινγκ. Τελικά, οι διοικητές των δυο τραπεζών συμφώνησαν στην χορήγηση γερμανικών πιστώσεων 30 εκατ. μάρκων για την προμήθεια τέτοιου υλικού. Καλό ποσό, αν υπολογίσουμε ότι το υπόλοιπο από το κλήρινγκ ήταν 32 εκατομμύρια.
Μπορεί στην Τράπεζα της Ελλάδος πολλοί να αισθάνθηκαν ανακούφιση μ' αυτή την συμφωνία αλλά κάποιοι άλλοι ανησύχησαν. Αυτοί ήταν οι άγγλοι, οι οποίοι είχαν κάθε λόγο να στενοχωριούνται βλέποντας την Ελλάδα να προσκολλάται όλο και περισσότερο στην Γερμανία. Αμέσως, λοιπόν, άρχισαν τα καλοπιάσματα, με αποκορύφωμα την πρόσκληση που απηύθυναν το 1938 στον διοικητή τής ΤτΕ Κυριάκο Βαρβαρέσσο να επισκεφθεί το Λονδίνο. Φυσικά, ο Βαρβαρέσσος αποδέχθηκε την πρόσκληση και έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την εγκαρδιότητα με την οποία τον υποδέχθηκαν οι διάφοροι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες με τους οποίους συναντήθηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι, επιστρέφοντας, δήλωσε περιχαρής πως "δεν θα βραδύνη να εκδηλωθή στροφή τής αγγλικής εμπορικής πολιτικής υπέρ της Ελλάδος".
Αν σας παραξενεύει το γεγονός ότι τέτοια θέματα συζητιούνται και αποφασίζονται από διοικητές τραπεζών κι όχι από πρωθυπουργούς ή έστω υπουργούς, δεν σας αδικώ. Μάλιστα δε, για να σας ιντριγκάρω περισσότερο, θα προσθέσω ότι στις αρχές τού 1940 ο Βαρβαρέσσος ξαναπήγε στο Λονδίνο για να συζητήσει με τους ομολογιούχους του ελληνικού χρέους. Σύμφωνα με την επίσημη ανακοίνωση που εκδόθηκε μετά το ταξίδι του, οι διαπραγματεύσεις "διεξήχθησαν εν φιλικωτάτη ατμοσφαίρα και εν πνεύματι αμοιβαίας κατανοήσεως", ο δε Βαρβαρέσσος "θεωρεί ως ιδιαιτέρως ευχάριστον γεγονός την επελθούσαν ρύθμισιν του δημοσίου χρέους".
Έτσι γινόταν τότε: οι διοικητές των τραπεζών υποκαθιστούσαν την πολιτική εξουσία. Μερικές δεκαετίες αργότερα, θα σημειώναμε πρόοδο: οι διοικητές των τραπεζών θα γίνονταν πρωθυπουργοί.
-----------------------------------------
(*) Την περίοδο 1934-1937 ο Σαχτ διετέλεσε και υπουργός οικονομικών των ναζί. Μετά τον πόλεμο, δικάστηκε στην Νυρεμβέργη όπου αθωώθηκε με παρέμβαση των άγγλων, παρά την επιμονή των σοβιετικών να καταδικαστεί. Ο Σαχτ ξαναδικάστηκε το 1948 από δικαστήριο της Δυτικής Γερμανίας και καταδικάστηκε σε οχτώ χρόνια καταναγκαστικά έργα αλλά αφέθηκε και πάλι ελεύθερος. Το 1950 συνελήφθη και προσήχθη και πάλι σε δίκη ως ναζί αλλά αυτή την φορά αθωώθηκε οριστικά. Το 1953 ίδρυσε δική του τράπεζα. Πέθανε στα 93 του το 1970, έχοντας προλάβει να διατελέσει σύμβουλος επί οικονομικών θεμάτων σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες
Μπορεί σήμερα να ηχεί παράξενα στ' αφτιά μας αλλά εκείνη την εποχή το ελληνογερμανικό κλήρινγκ άφηνε σταθερά υπόλοιπο υπέρ της Ελλάδας. Με απλά λόγια, δηλαδή, κάναμε περισσότερες εξαγωγές στην Γερμανία από εισαγωγές. Το φαινόμενο έχει λογική εξήγηση: η Γερμανία βρίσκεται σε περίοδο ανασυγκρότησης από τις καταστροφές τού Α' Παγκοσμίου Πολέμου ενώ, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, έρριξε βάρος στην παραγωγή πολεμικού υλικού. Και για να το πούμε λαϊκά, ενώ εμείς είχαμε να στείλουμε στους γερμανούς καπνό, βαμβάκι, σταφίδα, κρασί, λάδι κλπ, δεν υπήρχαν πολλά πράγματα να πάρουμε απ' αυτούς. Έτσι, μέχρι το 1936, είχε μαζευτεί ένα ποσό κάπου 32 εκατ. μάρκα (1,28 δισ. δραχμές) για εκκαθάριση υπέρ της Ελλάδας.
Βερολίνο, 5/5/1934: Ο διοικητής της Ράιχσμπανκ Χγιάλμαρ Σαχτ περπατά καμαρωτός δίπλα στον Αδόλφο Χίτλερ |
Παρ' όλα αυτά, το υπόλοιπο υπέρ της Ελλάδας όλο και διευρύνεται. Το κακό ήταν πως η ΤτΕ πλήρωνε κανονικά όσους έκαναν εξαγωγές στην Γερμανία και περίμενε να πάρει τα λεφτά της όταν θα αποφάσιζε η Ράιχσμπανκ να πληρώσει. Ουσιαστικά, δηλαδή, η ΤτΕ χρηματοδοτούσε άτοκα τις ελληνικές εξαγωγές, αντίθετα με ό,τι έκαναν όλες οι άλλες χώρες που άφηναν τους εξαγωγείς να περιμένουν πότε θα πληρωθούν. Κάπου εκεί, η ΤτΕ άρχισε να ανησυχεί, καθώς τα κεφάλαιά της βρίσκονταν στον αέρα, ακάλυπτα από εγγυήσεις. Αν η Ράιχσμπανκ δεν πλήρωνε; Προκειμένου να βρεθεί λύση στο πρόβλημα, πρότεινε στο κράτος να του πουλήσει 15 εκατ. μάρκα (από εκείνα που της χρώσταγε η Ράιχσμπανκ), τα οποία το κράτος θα μπορούσε να τα πατσίσει με αγορά πολεμικού υλικού. Όμως η κυβέρνηση είχε τόσα στενέματα ώστε δίσταζε να πάρει τέτοια απόφαση.
Σ' αυτό το σημείο, ίσως να αναρωτιέστε γιατί επιμέναμε στο κλήρινγκ με τους γερμανούς αφού δεν παίρναμε τα λεφτά μας. Η απάντηση είναι απλή: λόγω υψηλού ποσοστού κέρδους! Προσέξτε:
Οι γερμανοί αγόραζαν σχεδόν ό,τι είχαμε για πούλημα, επειδή στην συνέχεια το μοσχοπούλαγαν στην Ιταλία, η οποία είχε μπόλικο χρήμα (ας είναι καλά οι αποικίες). Οι έλληνες εξαγωγείς αντιλήφθηκαν την πρεμούρα των γερμανών και διατηρούσαν τις τιμές των προϊόντων τους ψηλά. Αυτό είχε μεν ως αντίκτυπο να χαθούν όλες οι αγορές που γίνονταν με ζεστό συνάλλαγμα αλλά το αφτί των ελλήνων εξαγωγέων δεν είχαν κανέναν λόγο να ιδρώσει εφ' όσον έπαιρναν τα λεφτά τους από την ΤτΕ αμέσως. Έτσι, η Γερμανία έφτασε να μονοπωλεί σχεδόν τις εξαγωγές μας. Κι όσο οι γερμανοί αγόραζαν δίχως πολλά παζάρια, τόσο οι έλληνες ανέβαζαν τις τιμές και τόσο αυξανόταν το υπόλοιπο στην Ράιχσμπανκ.
Βέβαια, όλα αυτά δεν τα βλέπαμε μόνο εμείς. Τα έβλεπαν και οι γερμανοί και σκέφτηκαν να τα εκμεταλλευτούν. Γι' αυτό και το καλοκαίρι τού 1936, λίγο πριν την κήρυξη της δικτατορίας από τον Μεταξά, ήρθε στην Ελλάδα για επίσημη επίσκεψη ο διοικητής τής Ράιχσμπανκ Χγιάλμαρ Σαχτ(*), μια επίσκεψη που την ανταποδώσαμε λίγες μέρες αργότερα. Στην κορυφή τής ατζέντας των συζητήσεων σ' αυτές τις επισκέψεις ήταν η εκ μέρους της Ελλάδος προμήθεια πολεμικού και τεχνολογικού υλικού από την Γερμανία, στα πλαίσια του κλήρινγκ. Τελικά, οι διοικητές των δυο τραπεζών συμφώνησαν στην χορήγηση γερμανικών πιστώσεων 30 εκατ. μάρκων για την προμήθεια τέτοιου υλικού. Καλό ποσό, αν υπολογίσουμε ότι το υπόλοιπο από το κλήρινγκ ήταν 32 εκατομμύρια.
Μπορεί στην Τράπεζα της Ελλάδος πολλοί να αισθάνθηκαν ανακούφιση μ' αυτή την συμφωνία αλλά κάποιοι άλλοι ανησύχησαν. Αυτοί ήταν οι άγγλοι, οι οποίοι είχαν κάθε λόγο να στενοχωριούνται βλέποντας την Ελλάδα να προσκολλάται όλο και περισσότερο στην Γερμανία. Αμέσως, λοιπόν, άρχισαν τα καλοπιάσματα, με αποκορύφωμα την πρόσκληση που απηύθυναν το 1938 στον διοικητή τής ΤτΕ Κυριάκο Βαρβαρέσσο να επισκεφθεί το Λονδίνο. Φυσικά, ο Βαρβαρέσσος αποδέχθηκε την πρόσκληση και έμεινε με το στόμα ανοιχτό από την εγκαρδιότητα με την οποία τον υποδέχθηκαν οι διάφοροι οικονομικοί και πολιτικοί παράγοντες με τους οποίους συναντήθηκε. Είναι χαρακτηριστικό ότι, επιστρέφοντας, δήλωσε περιχαρής πως "δεν θα βραδύνη να εκδηλωθή στροφή τής αγγλικής εμπορικής πολιτικής υπέρ της Ελλάδος".
Οι αρχιτραπεζίτες της Γερμανίας Χγιάλμαρ Σαχτ (αριστερά) και της Αγγλίας βαρώνος Μόνταγκιου Νόρμαν (δεξιά) |
Έτσι γινόταν τότε: οι διοικητές των τραπεζών υποκαθιστούσαν την πολιτική εξουσία. Μερικές δεκαετίες αργότερα, θα σημειώναμε πρόοδο: οι διοικητές των τραπεζών θα γίνονταν πρωθυπουργοί.
-----------------------------------------
(*) Την περίοδο 1934-1937 ο Σαχτ διετέλεσε και υπουργός οικονομικών των ναζί. Μετά τον πόλεμο, δικάστηκε στην Νυρεμβέργη όπου αθωώθηκε με παρέμβαση των άγγλων, παρά την επιμονή των σοβιετικών να καταδικαστεί. Ο Σαχτ ξαναδικάστηκε το 1948 από δικαστήριο της Δυτικής Γερμανίας και καταδικάστηκε σε οχτώ χρόνια καταναγκαστικά έργα αλλά αφέθηκε και πάλι ελεύθερος. Το 1950 συνελήφθη και προσήχθη και πάλι σε δίκη ως ναζί αλλά αυτή την φορά αθωώθηκε οριστικά. Το 1953 ίδρυσε δική του τράπεζα. Πέθανε στα 93 του το 1970, έχοντας προλάβει να διατελέσει σύμβουλος επί οικονομικών θεμάτων σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες
Τράπεζα της Ελλάδος - 8. Η υπόθεση Παπαστράτου
Ως πρώτος διοικητής τής Τράπεζας της Ελλάδος διορίστηκε στις 21/4/1928 ο μέχρι τότε διοικητής τής Εθνικής Τράπεζας Αλέξανδρος Διομήδης. Παρ' ότι ο Διομήδης στήριξε όσο μπορούσε τα συμφέροντα της Εθνικής κατά την "αποψίλωσή" τους προς όφελος της νεοϊδρυόμενης ΤτΕ, ο Βενιζέλος δεν δίστασε να τον επιλέξει ως πρώτο διοικητή. Άλλωστε, η γνωριμία και η σχέση των δυο ανδρών κρατούσε σχεδόν είκοσι χρόνια (*).
Όταν ξέσπασε η μεγάλη κρίση του 1929, ο Διομήδης έκανε ό,τι μπορούσε για να στηρίξει την πολιτική της σκληρής δραχμής που ακολουθούσε ο Βενιζέλος, αν και επανειλημμένα είχε διατυπώσει σοβαρές επιφυλάξεις για την ορθότητά της (όπως και πολλοί άλλοι επιφανείς οικονομολόγοι της εποχής). Έτσι, το 1930, ο Διομήδης πήρε την απόφαση να ρευστοποιήσει ράβδους χρυσού αξίας σχεδόν ενός εκατομμυρίου στερλινών. Η επίσημη θέση γι' αυτή την ενέργεια ήταν ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είχε ανάγκη επαρκούς συναλλάγματος προκειμένου να ασκεί αποτελεσματική παρεμβατική πολιτική στις αγορές. Στην ουσία, όμως, επρόκειτο για ενέργεια που στήριζε καταφανώς την πολιτική τής κυβέρνησης. Δυστυχώς για τον Διομήδη, πριν περάσει πολύς καιρός απεδείχθη ότι η επιλογή του ήταν εξαιρετικά επιζήμια για την τράπεζα, καθώς η λίρα άρχισε να υποτιμάται. Η ζημιά ολοκληρώθηκε όταν λίγους μήνες αργότερα η αγγλική λίρα εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού. Ο Βενιζέλος έχασε την εμπιστοσύνη του προς τον Διομήδη, οι σχέσεις των δυο ανδρών διαταράχθηκαν και ο πρωθυπουργός αναζητούσε πλέον μια αφορμή για να απομακρύνει τον Διομήδη από την θέση τού διοικητού, χωρίς όμως να ξεσπάσει σάλος.
Στο μεταξύ, τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο και ο Σεπτέμβρης τού 1931 μπήκε στραβά. Τα απόνερα από την αποδέσμευση της στερλίνας άρχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα και να σπέρνουν έναν πανικό που συνεχώς μεγάλωνε. Για να συγκρατήσει την πτώση της δραχμής, η ΤτΕ αύξησε το προεξοφλητικό επιτόκιο από 9% σε 12%, ενέργεια που μάλλον ήταν αψυχολόγητη αφού ενέτεινε τον πανικό (**). Στις 19 του μηνός, έκλεισε το χρηματιστήριο για να αποφευχθούν ακόμη χειρότερες εξελίξεις. Όλα έδειχναν ότι η πολιτική νομισματικής σταθερότητας στην οποία επέμενε η κυβέρνηση, ήταν εσφαλμένη. Και στις 24 εκείνου του Σεπτέμβρη ο Βενιζέλος βρήκε την αφορμή που έψαχνε για να απομακρύνει τον Διομήδη.
Εκείνη την ημέρα επισκέφθηκε το γραφείο τού διοικητή της ΤτΕ ο γνωστός καπνοβιομήχανος Ευάγγελος Παπαστράτος, ζητώντας από τον Διομήδη να του πουλήσει αυτούσιο χρυσό αξίας δέκα εκατομμυρίων δραχμών. Ο Διομήδης απάντησε ότι η τράπεζα δεν πωλεί αυτούσιο χρυσό. Επειδή ο Παπαστράτος επέμενε, ο Διομήδης του εξήγησε ότι αν θέλει χρυσό, πρέπει να πάει στις ΗΠΑ, στην Γαλλία ή σε όποια άλλη χώρα επιτρέπεται η εξαγωγή χρυσού και να αγοράσει όσο θέλει. Ο Παπαστράτος έφυγε χολωμένος, λέγοντας ότι θα επέστρεφε για να αγοράσει γαλλικά φράγκα (χωρίς να ξεκαθαρίσει αν με αυτό το συνάλλαγμα θα επεδίωκε να αγοράσει χρυσό).
Την επόμενη μέρα και ενώ ο Διομήδης συμμετείχε σε σύσκεψη στο σπίτι τού Βενιζέλου, ο Παπαστράτος ξαναπήγε στην ΤτΕ, ζητώντας να του πουλήσουν γαλλικό συνάλλαγμα αξίας 23 εκατ. δραχμών. Όταν οι υπάλληλοι, λόγω του ποσού, τόλμησαν να προβάλλουν αντιρρήσεις, ο Παπαστράτος άρχισε να φωνάζει ότι έχει σχετική άδεια από τον διοικητή. Μπροστά στον μαινόμενο μεγαλοβιομήχανο, οι υπάλληλοι υπέκυψαν και ικανοποίησαν το αίτημά του, χωρίς προηγουμένως να επικοινωνήσουν με τον Διομήδη. Το περιστατικό διέρρευσε αμέσως και ξέσπασε σάλος. Σε μια περίοδο που η χώρα καιγόταν για συνάλλαγμα, ο διοικητής της ΤτΕ πούλησε στον Παπαστράτο συνάλλαγμα αξίας 23 εκατομμυρίων; Σκάνδαλο ολκής! Μόνο που ο φουκαράς ο Διομήδης δεν είχε ιδέα για όλα αυτά και, πολύ περισσότερο, δεν είχε δώσει ποτέ στον Παπαστράτο οποιαδήποτε άδεια ή έγκριση για κάτι τέτοιο.
Τί κι αν ο Διομήδης φώναζε πως δεν είχε σχέση με όλα αυτά; Τί κι αν έστειλε επιστολή στον Βενιζέλο εξηγώντας του τις λεπτομέρειες τις υπόθεσης; Τί κι αν υπενθύμισε στον πρωθυπουργό ότι επισήμως δεν υπήρχε κανένας περιορισμός στην πώληση συναλλάγματος; Ο Βενιζέλος είχε βρει την αφορμή που ζητούσε. Έστειλε, λοιπόν, μια επιστολή στον διοικητή της ΤτΕ σε εξαιρετικά οργισμένο ύφος, διατυπώνοντας ευθέως μομφή κατά του προσώπου του. Ο Διομήδης κατάλαβε ότι το παιχνίδι είχε λήξει εις βάρος του. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1931, ο διοικητής της ΤτΕ υπέβαλε στο Γενικό Συμβούλιο της τράπεζας δήλωση παραίτησής του "δι' αυστηρώς λόγους υγείας". Έναν μήνα αργότερα, ο Βενιζέλος θα τοποθετούσε στην θέση του τον Εμμανουήλ Τσουδερό.
Εντελώς συμπτωματικά (;), την ώρα που ο Παπαστράτος αγόραζε το συνάλλαγμα, η σύσκεψη στο σπίτι τού Βενιζέλου κατέληγε στην λήψη μέτρων για την προστασία του εθνικού νομίσματος από την εις βάρος του κερδοσκοπία, κάτι που ζητούσε επίμονα ο Διομήδης από την ημέρα που η στερλίνα αποδεσμεύθηκε από τον κανόνα του χρυσού. Εντελώς συμπτωματικά και πάλι, την ημέρα που ο διοικητής τής ΤτΕ υπέβαλε την παραίτησή του, ψηφίστηκε αναγκαστικός νόμος για την προστασία τής δραχμής.
Τί συνέβη πραγματικά εκείνες τις ημέρες; Πώς έπιασε ξαφνικά η λύσσα τον Παπαστράτο (****) για χρυσό; Μήπως ήξερε ότι λίγες μέρες αργότερα θα ψηφιζόταν νόμος που θα περιόριζε ή και δεν θα επέτρεπε τέτοιες συναλλαγές; Πού βρήκε το θράσος να ισχυριστεί ενώπιον των υπαλλήλων τής τράπεζας ότι είχε την έγκριση του διοικητή; Πώς ήταν σίγουρος ότι δεν θα εμφανιζόταν ξαφνικά ο Διομήδης, να τον κάνει ρεζίλι; Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει με βεβαιότητα. Το πιθανώτερο, όμως, είναι πως το όλο επεισόδιο ήταν στημένο, κάτι που εμμέσως πλην σαφώς αφήνει ο ίδιος ο Διομήδης να διαφανεί στις επιστολές που έστειλε στον Βενιζέλο, με έκδηλο το παράπονο ότι ο πρωθυπουργός αμφισβήτησε την ηθική του ακεραιότητα. Οι σχέσεις των δυο ανδρών δεν αποκαταστάθηκαν ποτέ.
-------------------------------------------
(*) Ο Αλέξανδρος Διομήδης από το 1910 μέχρι το 1918 εκλεγόταν βουλευτής Σπετσών με το κόμμα των Φιλελευθέρων, το 1912 ανέλαβε υπουργός οικονομικών και κατόπιν δικαιοσύνης και εξωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου, το 1918 διορίστηκε συνδιοικητής και το 1922 μόνος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Σημειωτέον ότι το 1922 ήταν εκ των ιδρυτών της φιλοβενιζελικής εφημερίδας "Ελεύθερον Βήμα" (μαζί με τον Δημ. Λαμπράκη, τον Εμμ. Τσουδερό κ.ά.).
(**) Έναν μήνα αργότερα, η ΤτΕ ανακάλεσε την απόφασή της και επανέφερε το προεξοφλητικό επιτόκιο στα προηγούμενα επίπεδα.
(***) Από το ψηφιοποιημένο αρχείο τού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών "Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος".
(****) Ίσως στο μέλλον πούμε σε τούτο το ιστολόγιο δυο λόγια για τους Παπαστράτους. Πρέπει να έχουν ενδιαφέρον δυο λεπτομέρειες: (α) Το 1933, εν μέσω διεθνούς ύφεσης και ενώ ο Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία, οι Παπαστράτοι φτιάχνουν αμιγώς δικό τους εργοστάσιο τσιγάρων στο Βερολίνο και (β) στην διοίκηση της εταιρείας συμμετέχουν γόνοι της οικογένειας Γκέρτσου, όνομα που θυμόμαστε από την εμπλοκή του στην υπόθεση Μέρτενς. Θα το ψάξουμε και θα δούμε.
Όταν ξέσπασε η μεγάλη κρίση του 1929, ο Διομήδης έκανε ό,τι μπορούσε για να στηρίξει την πολιτική της σκληρής δραχμής που ακολουθούσε ο Βενιζέλος, αν και επανειλημμένα είχε διατυπώσει σοβαρές επιφυλάξεις για την ορθότητά της (όπως και πολλοί άλλοι επιφανείς οικονομολόγοι της εποχής). Έτσι, το 1930, ο Διομήδης πήρε την απόφαση να ρευστοποιήσει ράβδους χρυσού αξίας σχεδόν ενός εκατομμυρίου στερλινών. Η επίσημη θέση γι' αυτή την ενέργεια ήταν ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είχε ανάγκη επαρκούς συναλλάγματος προκειμένου να ασκεί αποτελεσματική παρεμβατική πολιτική στις αγορές. Στην ουσία, όμως, επρόκειτο για ενέργεια που στήριζε καταφανώς την πολιτική τής κυβέρνησης. Δυστυχώς για τον Διομήδη, πριν περάσει πολύς καιρός απεδείχθη ότι η επιλογή του ήταν εξαιρετικά επιζήμια για την τράπεζα, καθώς η λίρα άρχισε να υποτιμάται. Η ζημιά ολοκληρώθηκε όταν λίγους μήνες αργότερα η αγγλική λίρα εγκατέλειψε τον κανόνα του χρυσού. Ο Βενιζέλος έχασε την εμπιστοσύνη του προς τον Διομήδη, οι σχέσεις των δυο ανδρών διαταράχθηκαν και ο πρωθυπουργός αναζητούσε πλέον μια αφορμή για να απομακρύνει τον Διομήδη από την θέση τού διοικητού, χωρίς όμως να ξεσπάσει σάλος.
Το πρώτο φύλλο της εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα (6/2/1922). Μεταξύ των ιδρυτών (πάνω δεξιά) ο Αλ. Διομήδης. |
Στο μεταξύ, τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο και ο Σεπτέμβρης τού 1931 μπήκε στραβά. Τα απόνερα από την αποδέσμευση της στερλίνας άρχισαν να φτάνουν στην Ελλάδα και να σπέρνουν έναν πανικό που συνεχώς μεγάλωνε. Για να συγκρατήσει την πτώση της δραχμής, η ΤτΕ αύξησε το προεξοφλητικό επιτόκιο από 9% σε 12%, ενέργεια που μάλλον ήταν αψυχολόγητη αφού ενέτεινε τον πανικό (**). Στις 19 του μηνός, έκλεισε το χρηματιστήριο για να αποφευχθούν ακόμη χειρότερες εξελίξεις. Όλα έδειχναν ότι η πολιτική νομισματικής σταθερότητας στην οποία επέμενε η κυβέρνηση, ήταν εσφαλμένη. Και στις 24 εκείνου του Σεπτέμβρη ο Βενιζέλος βρήκε την αφορμή που έψαχνε για να απομακρύνει τον Διομήδη.
Εκείνη την ημέρα επισκέφθηκε το γραφείο τού διοικητή της ΤτΕ ο γνωστός καπνοβιομήχανος Ευάγγελος Παπαστράτος, ζητώντας από τον Διομήδη να του πουλήσει αυτούσιο χρυσό αξίας δέκα εκατομμυρίων δραχμών. Ο Διομήδης απάντησε ότι η τράπεζα δεν πωλεί αυτούσιο χρυσό. Επειδή ο Παπαστράτος επέμενε, ο Διομήδης του εξήγησε ότι αν θέλει χρυσό, πρέπει να πάει στις ΗΠΑ, στην Γαλλία ή σε όποια άλλη χώρα επιτρέπεται η εξαγωγή χρυσού και να αγοράσει όσο θέλει. Ο Παπαστράτος έφυγε χολωμένος, λέγοντας ότι θα επέστρεφε για να αγοράσει γαλλικά φράγκα (χωρίς να ξεκαθαρίσει αν με αυτό το συνάλλαγμα θα επεδίωκε να αγοράσει χρυσό).
Την επόμενη μέρα και ενώ ο Διομήδης συμμετείχε σε σύσκεψη στο σπίτι τού Βενιζέλου, ο Παπαστράτος ξαναπήγε στην ΤτΕ, ζητώντας να του πουλήσουν γαλλικό συνάλλαγμα αξίας 23 εκατ. δραχμών. Όταν οι υπάλληλοι, λόγω του ποσού, τόλμησαν να προβάλλουν αντιρρήσεις, ο Παπαστράτος άρχισε να φωνάζει ότι έχει σχετική άδεια από τον διοικητή. Μπροστά στον μαινόμενο μεγαλοβιομήχανο, οι υπάλληλοι υπέκυψαν και ικανοποίησαν το αίτημά του, χωρίς προηγουμένως να επικοινωνήσουν με τον Διομήδη. Το περιστατικό διέρρευσε αμέσως και ξέσπασε σάλος. Σε μια περίοδο που η χώρα καιγόταν για συνάλλαγμα, ο διοικητής της ΤτΕ πούλησε στον Παπαστράτο συνάλλαγμα αξίας 23 εκατομμυρίων; Σκάνδαλο ολκής! Μόνο που ο φουκαράς ο Διομήδης δεν είχε ιδέα για όλα αυτά και, πολύ περισσότερο, δεν είχε δώσει ποτέ στον Παπαστράτο οποιαδήποτε άδεια ή έγκριση για κάτι τέτοιο.
Τί κι αν ο Διομήδης φώναζε πως δεν είχε σχέση με όλα αυτά; Τί κι αν έστειλε επιστολή στον Βενιζέλο εξηγώντας του τις λεπτομέρειες τις υπόθεσης; Τί κι αν υπενθύμισε στον πρωθυπουργό ότι επισήμως δεν υπήρχε κανένας περιορισμός στην πώληση συναλλάγματος; Ο Βενιζέλος είχε βρει την αφορμή που ζητούσε. Έστειλε, λοιπόν, μια επιστολή στον διοικητή της ΤτΕ σε εξαιρετικά οργισμένο ύφος, διατυπώνοντας ευθέως μομφή κατά του προσώπου του. Ο Διομήδης κατάλαβε ότι το παιχνίδι είχε λήξει εις βάρος του. Στις 28 Σεπτεμβρίου 1931, ο διοικητής της ΤτΕ υπέβαλε στο Γενικό Συμβούλιο της τράπεζας δήλωση παραίτησής του "δι' αυστηρώς λόγους υγείας". Έναν μήνα αργότερα, ο Βενιζέλος θα τοποθετούσε στην θέση του τον Εμμανουήλ Τσουδερό.
Εντελώς συμπτωματικά (;), την ώρα που ο Παπαστράτος αγόραζε το συνάλλαγμα, η σύσκεψη στο σπίτι τού Βενιζέλου κατέληγε στην λήψη μέτρων για την προστασία του εθνικού νομίσματος από την εις βάρος του κερδοσκοπία, κάτι που ζητούσε επίμονα ο Διομήδης από την ημέρα που η στερλίνα αποδεσμεύθηκε από τον κανόνα του χρυσού. Εντελώς συμπτωματικά και πάλι, την ημέρα που ο διοικητής τής ΤτΕ υπέβαλε την παραίτησή του, ψηφίστηκε αναγκαστικός νόμος για την προστασία τής δραχμής.
-------------------------------------------
(*) Ο Αλέξανδρος Διομήδης από το 1910 μέχρι το 1918 εκλεγόταν βουλευτής Σπετσών με το κόμμα των Φιλελευθέρων, το 1912 ανέλαβε υπουργός οικονομικών και κατόπιν δικαιοσύνης και εξωτερικών στην πρώτη κυβέρνηση Βενιζέλου, το 1918 διορίστηκε συνδιοικητής και το 1922 μόνος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας. Σημειωτέον ότι το 1922 ήταν εκ των ιδρυτών της φιλοβενιζελικής εφημερίδας "Ελεύθερον Βήμα" (μαζί με τον Δημ. Λαμπράκη, τον Εμμ. Τσουδερό κ.ά.).
(**) Έναν μήνα αργότερα, η ΤτΕ ανακάλεσε την απόφασή της και επανέφερε το προεξοφλητικό επιτόκιο στα προηγούμενα επίπεδα.
(***) Από το ψηφιοποιημένο αρχείο τού Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών "Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος".
(****) Ίσως στο μέλλον πούμε σε τούτο το ιστολόγιο δυο λόγια για τους Παπαστράτους. Πρέπει να έχουν ενδιαφέρον δυο λεπτομέρειες: (α) Το 1933, εν μέσω διεθνούς ύφεσης και ενώ ο Χίτλερ ανεβαίνει στην εξουσία, οι Παπαστράτοι φτιάχνουν αμιγώς δικό τους εργοστάσιο τσιγάρων στο Βερολίνο και (β) στην διοίκηση της εταιρείας συμμετέχουν γόνοι της οικογένειας Γκέρτσου, όνομα που θυμόμαστε από την εμπλοκή του στην υπόθεση Μέρτενς. Θα το ψάξουμε και θα δούμε.
Τράπεζα της Ελλάδος - 9. Η περίοδος Τσουδερού
Είπαμε χτες ότι τον παραιτηθέντα Διομήδη διαδέχτηκε ο Εμμανουήλ Τσουδερός. Όπως ο προκάτοχός του, έτσι κι ο Τσουδερός ήταν παλιά καραβάνα των Φιλελευθέρων του Βενιζέλου. Όταν ο Διομήδης ήταν διοικητής τής Εθνικής Τράπεζας, ο Τσουδερός ήταν υποδιοικητής του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι οι δυο άνδρες κουμαντάριζαν τα ίδια μυαλά. Σε αντίθεση με τον Διομήδη, ο οποίος ήταν χαμηλών τόνων, ο Τσουδερός ήταν αυτό που λέει ο λαός "ζουλάπι" και είχε πολλές αντιπάθειες. Ο τότε διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Ιωάννης Δροσόπουλος δεν δίστασε να χαρακτηρίσει την εκλογή Τσουδερού ως "εθνική συμφορά" ενώ η εφημερίδα Εστία απευθύνθηκε στους μετόχους της ΤτΕ ως εξής: "Εάν καταψηφίσετε τον Τσουδερόν, θα σώσετε το υπόλοιπον της περιουσίας σας, την δραχμήν και την κυβέρνησιν Βενιζέλου από μίαν δεινήν περιπέτειαν, την οποίαν ούτε οι χειρότεροι εχθροί της θα ήτο δυνατόν να επινοήσουν"!
Ο Τσουδερός ήταν οπαδός τής ελευθερίας των αγορών και δεν έβλεπε με καλό μάτι τοιν προστατευτισμό. Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ως "πρώιμο νεοφιλελεύθερο", αν δεν έβαζε μόνος του νερό στο κρασί του ισχυριζόμενος ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος δεν ήταν "προσήκουσα δια την αντικατάστασιν του κοινωνικού καθεστώτος της πολιτικής οικονομίας". Κατά τον Τσουδερό, το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν ότι οι έλληνες πρώτα μάζευαν λεφτά και μετά έψαχναν πού θα τα ξοδέψουν. Πίστευε, δηλαδή, πως η αντιστροφή τού σχήματος "η προσφορά γεννάει την ζήτηση" σε "η ζήτηση γεννάει την προσφορά", λειτουργούσε ανασταλτικά στην ανάπτυξη της χώρας
Αν αυτά ακούγονται μάλλον ως θεωρητικά, στην πράξη ο Τσουδερός διατεινόταν ότι οι πολίτες δεν έπρεπε να τα περιμένουν όλα από το κράτος. Κατ' επέκταση, το κράτος έπρεπε να μειώσει την σημασία που έδινε στην κοινωνική πολιτική και να εμπιστευτεί το κεφάλαιο, φροντίζοντας απλώς να επιτηρεί την κατάσταση προς αποφυγή ακροτήτων.
Το πόσο "ζουλάπι" ήταν ο Τσουδερός αποδεικνύεται περίτρανα από μια χαρακτηριστική επιλογή που έκανε ως διοικητής στα όρια της νομιμότητας. Διαπιστώνοντας ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της ΤτΕ ελαττώνονταν επικίνδυνα, διάλεξε έναν μαφιόζικο στην σύλληψή του τρόπο για να τα αυξήσει: θα αγόραζε συνάλλαγμα στην ελεύθερη αγορά!
Το σχέδιο ήταν απλό και γι' αυτό μεγαλοφυές. Πρώτα-πρώτα, ο Τσουδερός ήρθε σε επαφή με κάποιους χρηματιστές τους οποίους εμπιστευόταν. Αυτοί πήγαιναν κάθε πρωί στην ΤτΕ, έπαιρναν μεγάλα ποσά σε δραχμές κι ύστερα ξαμολιούνταν στην αγορά και αγόραζαν συνάλλαγμα, έχοντας την έγκριση του Τσουδερού να πληρώνουν ελαφρά αυξημένη τιμή σε σχέση με την επίσημη τιμή συναλλάγματος της τράπεζας. Το μεσημέρι παρέδιδαν στην ΤτΕ όσο συνάλλαγμα είχαν μαζέψει από τους ιδιώτες και έπαιρναν την προμήθειά τους. Η ιστορία αυτή κράτησε μέχρι τα τέλη του 1933 και απέφερε στο ταμείο τής ΤτΕ πολλά εκατομμύρια σε συνάλλαγμα.
Το 1932 ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών ο σύμβουλος της ΤτΕ (και αργότερα διοικητής της) Κυριάκος Βαρβαρέσος. Σε αγαστή συνεργασία με τον Τσουδερό, ο Βαρβαρέσος πέρασε δυο νομοθετήματα που έκαναν πάταγο. Με το ένα (δεύτερο χρονικά), δραχμοποίησε όλες τις υποχρεώσεις τής χώρας οι οποίες ήσαν διατυπωμένες σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα. Αυτό σήμαινε πολύ απλά ότι το φαγοπότι των κερδοσκόπων ελάμβανε τέλος. Όπως είναι φυσικό, ξέσπασε σάλος, το μέγεθος του οποίου γίνεται εύκολα αντιληπτό αν σημειώσουμε ότι το 34% των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες ήταν σε συνάλλαγμα και χρυσό. Οι θιγόμενοι προσέφυγαν στην δικαιοσύνη αλλά δεν κατάφεραν τίποτε. Με αξιοζήλευτη ειρωνεία, ο Τσουδερός "κούρδιζε" τους διαμαρτυρόμενους, χαρακτηρίζοντας τις καταθέσεις σε δραχμές ως "απολύτως συμπαθείς" επειδή είχαν υποστεί όλες τις ταλαιπωρίες του εθνικού νομίσματος. Δεν δίστασε δε να κατηγορήσει τους καταθέτες συναλλάγματος ότι "διέφυγαν εκάστοτε πάσας ταύτας τας εθνικάς συμφοράς" και ως εκ τούτου έπρεπε να συμβάλλουν και αυτοί στην ανόρθωση της χώρας.
Όμως το πιο προκλητικό μέτρο που πήρε ο Βαρβαρέσος (πάντοτε σε συνεννόηση με τον Τσουδερό) ήταν το πρώτο: η αναγκαστική μετατροπή των δολλαριακών λογαριασμών σε δραχμικούς και, μάλιστα, με κούρεμα: ενώ η τρέχουσα ισοτιμία του δολλαρίου ήταν 145 δραχμές, η μετατροπή έγινε προς 100 δραχμές! Προκλήθηκε σεισμός αλλά ούτε του Βαρβαρέσου ούτε του Τσουδερού ίδρωσαν τ' αφτιά. Σε μια μνημειώδη αγόρευσή του στην βουλή, ο Βαρβαρέσος, αφού έκανε διάκριση της αγοράς συναλλάγματος για πραγματικές ανάγκες από εκείνη που γίνεται για κερδοσκοπία, τόνισε ότι το συνάλλαγμα "δεν είναι επιτετραμμένον να γίνεται αντικείμενον ιδιωτικής εκμεταλλεύσεως", συμπλήρωσε ότι "όποιος έχει εις τας χείρας του νόμισμα διεθνούς αξίας δεν είναι δυνατόν να μην έχη υποχρέωσιν να συμβάλλη εις την γενικωτέραν πολιτικήν τού κράτους που τον ωφελεί" και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για τους κατόχους συναλλάγματος, "είναι κοινωνικώς δίκαιον να τους επιβληθή υποχρέωσις να συνεισφέρουν και αυτοί".
Από την μετατροπή αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος εξοικονόμησε περίπου τριακόσια εκατομμύρια ενώ από την δραχμοποίηση των καταθέσεων σε χρυσό κέρδισε πάνω από ένα δισεκατομμύριο. Στην κατηγορία ότι με αυτόν τρόπο πήρε τα λεφτά από τον κόσμο και τα έδωσε στην τράπεζα, ο Βαρβαρέσος απάντησε ότι αυτά τα χρήματα θα βοηθούσαν την ανόρθωση της εθνικής οικονομίας ενώ εκείνοι που φώναζαν πως ζημιώθηκαν, είχαν ήδη ωφεληθεί στο πολλαπλάσιο μέχρι τότε.
Παρένθεση. Κάποιοι αναλυτές κατηγόρησαν τον Βαρβαρέσο και τον Τσουδερό για αυθαιρεσία και πρότειναν ως πλέον ενδεδειγμένη λύση την φορολόγηση του υπερτιμήματος που απολάμβαναν οι κάτοχοι συναλλάγματος. Θεωρητικά, έχουν δίκιο. Στην πράξη, όμως, οποιαδήποτε προσπάθεια για φορολόγηση θα έβαζε σε κίνηση έναν μηχανισμό εξαγωγής συναλλάγματος, οπότε η κυβέρνηση θα έπρεπε πάλι να "αυθαιρετήσει" προκειμένου να αποτρέψει κάτι τέτοιο. Κλείνει η παρένθεση.
Ο Τσουδερός συνέχισε την πολιτική συγκέντρωσης συναλλάγματος και, παράλληλα, εγκαινίασε τις γνωστές Ετήσιες Εκθέσεις, με τις οποίες έκανε επίσημα υποδείξεις προς την κυβέρνηση. Στην έκθεση για το 1935, λόγου χάρη, συνέστησε την αύξηση της απόδοσης των άμεσων φόρων. Την επόμενη χρονιά ζήτησε από τους βιομήχανους να συγκρατήσουν τις τιμές των προϊόντων τους ελέγχοντας την ορθότητα της κοστολόγησής τους. Το 1937 επέστησε την προσοχή του κράτους στον έλεγχο των εισαγωγών και το 1938 πρότεινε να γίνει πιο ελαστική η κυκλοφορία τού χρήματος.
Αυτή ήταν και η τελευταία έκθεση του Τσουδερού. Στα χέρια του Μεταξά έπεσαν επιστολές που απεδείκνυαν ότι ο διοικητής της ΤτΕ είχε επαφές με κύκλους που ετοίμαζαν αντιδικτατορικό κίνημα. Στις 10 Ιουλίου 1939 ο Μεταξάς κάλεσε τον Τσουδερό στο γραφείο του, του έδειξε τις επιστολές και ο Τσουδερός παραδέχθηκε τα πάντα ζητώντας την επιείκεια του δικτάτορα. Υπέγραψε επί τόπου την παραίτησή του και εκτοπίστηκε στην Σύρο. Στην θέση του τοποθετήθηκε ο μέχρι τότε διοικητής τής Εθνικής Τράπεζας Ιωάννης Δροσόπουλος, ο οποίος όμως πέθανε ξαφνικά 17 ημέρες αργότερα. Είχε φτάσει πλέον η σειρά του Κυριάκου Βαρβαρέσου να αναλάβει το πηδάλιο της τράπεζας
Ο Τσουδερός ήταν οπαδός τής ελευθερίας των αγορών και δεν έβλεπε με καλό μάτι τοιν προστατευτισμό. Θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει ως "πρώιμο νεοφιλελεύθερο", αν δεν έβαζε μόνος του νερό στο κρασί του ισχυριζόμενος ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος δεν ήταν "προσήκουσα δια την αντικατάστασιν του κοινωνικού καθεστώτος της πολιτικής οικονομίας". Κατά τον Τσουδερό, το πρόβλημα της Ελλάδας ήταν ότι οι έλληνες πρώτα μάζευαν λεφτά και μετά έψαχναν πού θα τα ξοδέψουν. Πίστευε, δηλαδή, πως η αντιστροφή τού σχήματος "η προσφορά γεννάει την ζήτηση" σε "η ζήτηση γεννάει την προσφορά", λειτουργούσε ανασταλτικά στην ανάπτυξη της χώρας
Αν αυτά ακούγονται μάλλον ως θεωρητικά, στην πράξη ο Τσουδερός διατεινόταν ότι οι πολίτες δεν έπρεπε να τα περιμένουν όλα από το κράτος. Κατ' επέκταση, το κράτος έπρεπε να μειώσει την σημασία που έδινε στην κοινωνική πολιτική και να εμπιστευτεί το κεφάλαιο, φροντίζοντας απλώς να επιτηρεί την κατάσταση προς αποφυγή ακροτήτων.
Το πόσο "ζουλάπι" ήταν ο Τσουδερός αποδεικνύεται περίτρανα από μια χαρακτηριστική επιλογή που έκανε ως διοικητής στα όρια της νομιμότητας. Διαπιστώνοντας ότι τα συναλλαγματικά αποθέματα της ΤτΕ ελαττώνονταν επικίνδυνα, διάλεξε έναν μαφιόζικο στην σύλληψή του τρόπο για να τα αυξήσει: θα αγόραζε συνάλλαγμα στην ελεύθερη αγορά!
Το σχέδιο ήταν απλό και γι' αυτό μεγαλοφυές. Πρώτα-πρώτα, ο Τσουδερός ήρθε σε επαφή με κάποιους χρηματιστές τους οποίους εμπιστευόταν. Αυτοί πήγαιναν κάθε πρωί στην ΤτΕ, έπαιρναν μεγάλα ποσά σε δραχμές κι ύστερα ξαμολιούνταν στην αγορά και αγόραζαν συνάλλαγμα, έχοντας την έγκριση του Τσουδερού να πληρώνουν ελαφρά αυξημένη τιμή σε σχέση με την επίσημη τιμή συναλλάγματος της τράπεζας. Το μεσημέρι παρέδιδαν στην ΤτΕ όσο συνάλλαγμα είχαν μαζέψει από τους ιδιώτες και έπαιρναν την προμήθειά τους. Η ιστορία αυτή κράτησε μέχρι τα τέλη του 1933 και απέφερε στο ταμείο τής ΤτΕ πολλά εκατομμύρια σε συνάλλαγμα.
Το 1932 ανέλαβε το υπουργείο οικονομικών ο σύμβουλος της ΤτΕ (και αργότερα διοικητής της) Κυριάκος Βαρβαρέσος. Σε αγαστή συνεργασία με τον Τσουδερό, ο Βαρβαρέσος πέρασε δυο νομοθετήματα που έκαναν πάταγο. Με το ένα (δεύτερο χρονικά), δραχμοποίησε όλες τις υποχρεώσεις τής χώρας οι οποίες ήσαν διατυπωμένες σε χρυσό ή σε συνάλλαγμα. Αυτό σήμαινε πολύ απλά ότι το φαγοπότι των κερδοσκόπων ελάμβανε τέλος. Όπως είναι φυσικό, ξέσπασε σάλος, το μέγεθος του οποίου γίνεται εύκολα αντιληπτό αν σημειώσουμε ότι το 34% των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες ήταν σε συνάλλαγμα και χρυσό. Οι θιγόμενοι προσέφυγαν στην δικαιοσύνη αλλά δεν κατάφεραν τίποτε. Με αξιοζήλευτη ειρωνεία, ο Τσουδερός "κούρδιζε" τους διαμαρτυρόμενους, χαρακτηρίζοντας τις καταθέσεις σε δραχμές ως "απολύτως συμπαθείς" επειδή είχαν υποστεί όλες τις ταλαιπωρίες του εθνικού νομίσματος. Δεν δίστασε δε να κατηγορήσει τους καταθέτες συναλλάγματος ότι "διέφυγαν εκάστοτε πάσας ταύτας τας εθνικάς συμφοράς" και ως εκ τούτου έπρεπε να συμβάλλουν και αυτοί στην ανόρθωση της χώρας.
Όμως το πιο προκλητικό μέτρο που πήρε ο Βαρβαρέσος (πάντοτε σε συνεννόηση με τον Τσουδερό) ήταν το πρώτο: η αναγκαστική μετατροπή των δολλαριακών λογαριασμών σε δραχμικούς και, μάλιστα, με κούρεμα: ενώ η τρέχουσα ισοτιμία του δολλαρίου ήταν 145 δραχμές, η μετατροπή έγινε προς 100 δραχμές! Προκλήθηκε σεισμός αλλά ούτε του Βαρβαρέσου ούτε του Τσουδερού ίδρωσαν τ' αφτιά. Σε μια μνημειώδη αγόρευσή του στην βουλή, ο Βαρβαρέσος, αφού έκανε διάκριση της αγοράς συναλλάγματος για πραγματικές ανάγκες από εκείνη που γίνεται για κερδοσκοπία, τόνισε ότι το συνάλλαγμα "δεν είναι επιτετραμμένον να γίνεται αντικείμενον ιδιωτικής εκμεταλλεύσεως", συμπλήρωσε ότι "όποιος έχει εις τας χείρας του νόμισμα διεθνούς αξίας δεν είναι δυνατόν να μην έχη υποχρέωσιν να συμβάλλη εις την γενικωτέραν πολιτικήν τού κράτους που τον ωφελεί" και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για τους κατόχους συναλλάγματος, "είναι κοινωνικώς δίκαιον να τους επιβληθή υποχρέωσις να συνεισφέρουν και αυτοί".
Από την μετατροπή αυτή, η Τράπεζα της Ελλάδος εξοικονόμησε περίπου τριακόσια εκατομμύρια ενώ από την δραχμοποίηση των καταθέσεων σε χρυσό κέρδισε πάνω από ένα δισεκατομμύριο. Στην κατηγορία ότι με αυτόν τρόπο πήρε τα λεφτά από τον κόσμο και τα έδωσε στην τράπεζα, ο Βαρβαρέσος απάντησε ότι αυτά τα χρήματα θα βοηθούσαν την ανόρθωση της εθνικής οικονομίας ενώ εκείνοι που φώναζαν πως ζημιώθηκαν, είχαν ήδη ωφεληθεί στο πολλαπλάσιο μέχρι τότε.
Παρένθεση. Κάποιοι αναλυτές κατηγόρησαν τον Βαρβαρέσο και τον Τσουδερό για αυθαιρεσία και πρότειναν ως πλέον ενδεδειγμένη λύση την φορολόγηση του υπερτιμήματος που απολάμβαναν οι κάτοχοι συναλλάγματος. Θεωρητικά, έχουν δίκιο. Στην πράξη, όμως, οποιαδήποτε προσπάθεια για φορολόγηση θα έβαζε σε κίνηση έναν μηχανισμό εξαγωγής συναλλάγματος, οπότε η κυβέρνηση θα έπρεπε πάλι να "αυθαιρετήσει" προκειμένου να αποτρέψει κάτι τέτοιο. Κλείνει η παρένθεση.
Ο Τσουδερός συνέχισε την πολιτική συγκέντρωσης συναλλάγματος και, παράλληλα, εγκαινίασε τις γνωστές Ετήσιες Εκθέσεις, με τις οποίες έκανε επίσημα υποδείξεις προς την κυβέρνηση. Στην έκθεση για το 1935, λόγου χάρη, συνέστησε την αύξηση της απόδοσης των άμεσων φόρων. Την επόμενη χρονιά ζήτησε από τους βιομήχανους να συγκρατήσουν τις τιμές των προϊόντων τους ελέγχοντας την ορθότητα της κοστολόγησής τους. Το 1937 επέστησε την προσοχή του κράτους στον έλεγχο των εισαγωγών και το 1938 πρότεινε να γίνει πιο ελαστική η κυκλοφορία τού χρήματος.
Αυτή ήταν και η τελευταία έκθεση του Τσουδερού. Στα χέρια του Μεταξά έπεσαν επιστολές που απεδείκνυαν ότι ο διοικητής της ΤτΕ είχε επαφές με κύκλους που ετοίμαζαν αντιδικτατορικό κίνημα. Στις 10 Ιουλίου 1939 ο Μεταξάς κάλεσε τον Τσουδερό στο γραφείο του, του έδειξε τις επιστολές και ο Τσουδερός παραδέχθηκε τα πάντα ζητώντας την επιείκεια του δικτάτορα. Υπέγραψε επί τόπου την παραίτησή του και εκτοπίστηκε στην Σύρο. Στην θέση του τοποθετήθηκε ο μέχρι τότε διοικητής τής Εθνικής Τράπεζας Ιωάννης Δροσόπουλος, ο οποίος όμως πέθανε ξαφνικά 17 ημέρες αργότερα. Είχε φτάσει πλέον η σειρά του Κυριάκου Βαρβαρέσου να αναλάβει το πηδάλιο της τράπεζας
Τράπεζα της Ελλάδος - 10. Η περίοδος της κατοχής
Το ξέσπασμα του πολέμου δεν φάνηκε να δημιουργεί σοβαρά προβλήματα στην ελληνική οικονομία. Τα φαινόμενα πανικού ήσαν εξαιρετικά περιορισμένα και οι -αναμενόμενες- αναταράξεις που εμφανίστηκαν (κυρίως αύξηση κυκλοφορίας του νομίσματος), οφείλονταν στις αυξημένες δαπάνες του δημοσίου λόγω αλλαγής προσανατολισμού τής οικονομίας από ειρηνική σε πολεμική.
Λίγο πριν οι γερμανοί μπουν στην Αθήνα, ο Βαρβαρέσος φρόντισε να αδειάσει την Τράπεζα της Ελλάδος από τα αποθέματά της σε συνάλλαγμα και χρυσό (610.796,431 ουγγιές και σημειώστε αυτή την ποσότητα), μεταφέροντάς τα αρχικά στο Ηράκλειο. Από εκεί, ο θησαυρός ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια με το αγγλικό καταδρομικό Διδώ και κατόπιν, με άλλο αγγλικό πλοίο, έφτασε στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής για να καταλήξει σιδηροδρομικώς στην Πραιτώρια. Η διοίκηση της τράπεζας εγκαταστάθηκε προσωρινά στο Κέηπ Τάουν αλλά, τελικά, μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, όπου εγκαταστάθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1941.
Πίσω, στην Ελλάδα, οι κατοχικές δυνάμεις έσπερναν την καταστροφή. Στην αρχή, επέβαλαν το δικό τους νόμισμα η καθεμιά: οι γερμανοί το κατοχικό μάρκο, οι βούλγαροι το λέβα και οι ιταλοί την μεσογειακή δραχμή. Επικράτησε τέτοιο κομφούζιο ώστε, πριν περάσουν τρεις μήνες, η δραχμή ξαναμπήκε σε αναγκαστική κυκλοφορία. Στο μεταξύ, η κατοχική κυβέρνηση απέλυσε "λόγω αδικαιολογήτου απουσίας" τον διοικητή και τον υποδιοικητή τής ΤτΕ Κυριάκο Βαρβαρέσο και Γιώργο Μαντζαβίνο, τοποθετώντας διαδοχικά τους Μιλτιάδη Νεγρεπόντη, Δημήτρη Σάντη και Θεόδωρο Τουρκοβασίλη (*).
Είναι προφανές ότι οι διορισμένοι επί κατοχής διοικητές δεν είχαν την παραμικρή ισχύ αφού δεν ήσαν παρά αχυράνθρωποι των κατακτητών. Οι κατοχικές δυνάμεις δήωναν, άρπαζαν και γενικά έκαναν ό,τι ήθελαν. Η δραχμή έγινε έρμαιο των ορέξεών τους, με αποτέλεσμα η κυκλοφορία της να αυξηθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 1944 κατά 36.000%. Ενώ το 1940 κυκλοφορούσαν περίπου 11 δισ. δραχμές, στις 31/12/1944 κυκλοφορούσαν πάνω από εξακόσια πεντάκις εκατομμύρια. Παράλληλα, η τιμή τής χρυσής λίρας έφτασε από τις χίλιες δραχμές στο ενάμισυ δισεκατομμύριο.
Τυπικά, η ΤτΕ εξακολούθησε να εκτελεί καθήκοντα ταμία του κράτους και κατά την διάρκεια της κατοχής αλλά το μόνο που έκανε ουσιαστικά ήταν να εξυπηρετεί τις ανάγκες των κατακτητών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κατοχικές αρχές επέβαλαν στην ΤτΕ (παρά τις αντιρρήσεις που τόλμησαν να προβάλουν οι διοικούντες) την αφειδή χρηματοδότηση της Αγροτικής Τράπεζας, δήθεν για στήριξη της εθνικής παραγωγής. Φυσικά, κάθε άλλο παρά για την σίτιση του λαού ενδιαφέρονταν.
Από το 1941, ιταλοί και γερμανοί τοποθέτησαν στην ΤτΕ δικούς τους επιτρόπους, οι οποίοι είχαν δικαίωμα όχι απλώς να ελέγχουν τα πάντα αλλά και να συμμετέχουν στις γενικές συνελεύσεις και στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου ενώ η διοίκηση της τράπεζας ήταν υποχρεωμένη να τους υποβάλει μηνιαία αναφορά.
Από δω και πέρα, εκλείπει κάθε σοβαρότητα και τα πάντα θυμίζουν κακόγουστη κωμωδία. Τον Νοέμβριο του 1942, η ΤτΕ εκδίδει τετράμηνα γραμμάτια για να πληρώσει τους αγρότες, με την ελπίδα ότι στην λήξη τους θα καλυφθούν από το κράτος. Πού να βρει, όμως, έσοδα το κράτος; Από φόρους ή από δασμούς; Τον Δεκέμβρη της ίδια χρονιάς, η ΤτΕ παίρνει τα χιλιάρικα και τα κάνει δεκαχίλιαρα. Παράλληλα, καταργεί λόγω κόστους τήρησης το Βιβλίο Μητρώου Τραπεζογραμματίων (δηλαδή το βιβλίο όπου γράφονται οι αριθμοί κυκλοφορίας των νόμιμων χαρτονομισμάτων), με αποτέλεσμα να μη ξέρει κανένας ποια χαρτονομίσματα είναι γνήσια και ποια πλαστά. Η μεγάλη ζήτηση για χρήμα ανάγκασε την ΤτΕ να ξαναδώσει στην κυκλοφορία όχι μόνο τα φθαρμένα χαρτονομίσματα που είχε αποσύρει για καταστροφή αλλά και τα ήδη ακυρωμένα που είχαν τρυπηθεί ή ακόμη-ακόμη έφεραν την ένδειξη "άκυρον"!
Κι ενώ ο κόσμος γκρεμιζόταν, η διοίκηση της ΤτΕ δημιούργησε την "Υπηρεσία Οικονομικοπολιτικών Μελετών", προσλαμβάνοντας ειδικευμένο προσωπικό με γνώση ιταλικών και γερμανικών. Και τον Οκτώβριο του 1943, όταν το κρύο και η πείνα θέριζαν, η ΤτΕ συνέστησε ειδική επιτροπή που θα μελετούσε το γεωργοοικονομικό πρόβλημα της χώρας.
Φυσικά, η ελεγχόμενη από τους κατακτητές τράπεζα δεν θα μπορούσε να μη βοηθήσει και ορισμένες επιχειρήσεις. Όπως π.χ. όταν έδωσε δάνειο πάνω από το 10% του κεφαλαίου της στην ιταλική Compagnia Italiana per l' Oriente Mediterraneo. Ή όπως όταν δανειοδότησε το κράτος για αγορά καπνών από την Ιταλία, προς ενίσχυση των ελληνικών καπνοβιομηχανιών, οι οποίες έβγαζαν τσιγάρα που δεσμεύονταν από τις αρχές κατοχής για τις ανάγκες των στρατευμάτων τους. Και, βέβαια, όπως όταν αύξησε την πίστωση από 3 σε 300 εκατομμύρια στην οινοπνευματοποιία των Κονιόρδων, τα προϊόντα των οποίων εξάγονταν αποκλειστικά και στο σύνολό τους στην χιτλερική Γερμανία (**).
Όμως, το σημαντικώτερο ίσως γεγονός εκείνης της εποχής, το οποίο μας απασχολεί ίσαμε σήμερα, είναι το διαβόητο κατοχικό δάνειο. Σ' αυτό θα αφιερώσουμε το μεθαυριανό μας σημείωμα. Και λέω μεθαυριανό, διότι αύριο το ιστολόγιο θα απεργήσει.
--------------------------------------------------
Σημείωση. Η επιλογή της τελευταίας φωτογραφίας δεν είναι τυχαία. Μετά την απελευθέρωση, ο Τουρκοβασίλης ίδρυσε το Κόμμα των Εθνικοφρόνων (αργότερα συνεργάστηκε με τον Μανιαδάκη) και επεχείρησε να εμφανιστεί ως αντιτασσόμενος στο καθεστώς τής 4ης Αυγούστου, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι συμμετείχε σε γερμανόφιλο κίνημα ανατροπής τού δικτάτορα και ο Μεταξάς τον εξόρισε (όπως έκανε και με τον Τσουδερό).
(*) Μετά την απελευθέρωση, ακυρώθηκαν όλες οι απολύσεις και οι διορισμοί που έγιναν στην Τράπεζα της Ελλάδος επί κατοχής.
(**) Αν προσπαθείτε να θυμηθείτε πού έχετε ξανακούσει αυτό το όνομα, αφήστε την Λυδία Κονιόρδου και ξαναρρίξτε μια ματιά στην υπόθεση Μέρτεν
Λίγο πριν οι γερμανοί μπουν στην Αθήνα, ο Βαρβαρέσος φρόντισε να αδειάσει την Τράπεζα της Ελλάδος από τα αποθέματά της σε συνάλλαγμα και χρυσό (610.796,431 ουγγιές και σημειώστε αυτή την ποσότητα), μεταφέροντάς τα αρχικά στο Ηράκλειο. Από εκεί, ο θησαυρός ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια με το αγγλικό καταδρομικό Διδώ και κατόπιν, με άλλο αγγλικό πλοίο, έφτασε στο Ντέρμπαν της Νότιας Αφρικής για να καταλήξει σιδηροδρομικώς στην Πραιτώρια. Η διοίκηση της τράπεζας εγκαταστάθηκε προσωρινά στο Κέηπ Τάουν αλλά, τελικά, μεταφέρθηκε στο Λονδίνο, όπου εγκαταστάθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1941.
29/9/1916: Η κυβέρνηση "Εθνικής Αμύνης". Στην πρώτη σειρά, η τριανδρία Παύλος Κουντουριώτης, Ελευθέριος Βενιζέλος και Παναγιώτης Δαγκλής. Με κόκκινο κύκλο σημαίνεται ο Μιλτιάδης Νεγρεπόντης. |
Πίσω, στην Ελλάδα, οι κατοχικές δυνάμεις έσπερναν την καταστροφή. Στην αρχή, επέβαλαν το δικό τους νόμισμα η καθεμιά: οι γερμανοί το κατοχικό μάρκο, οι βούλγαροι το λέβα και οι ιταλοί την μεσογειακή δραχμή. Επικράτησε τέτοιο κομφούζιο ώστε, πριν περάσουν τρεις μήνες, η δραχμή ξαναμπήκε σε αναγκαστική κυκλοφορία. Στο μεταξύ, η κατοχική κυβέρνηση απέλυσε "λόγω αδικαιολογήτου απουσίας" τον διοικητή και τον υποδιοικητή τής ΤτΕ Κυριάκο Βαρβαρέσο και Γιώργο Μαντζαβίνο, τοποθετώντας διαδοχικά τους Μιλτιάδη Νεγρεπόντη, Δημήτρη Σάντη και Θεόδωρο Τουρκοβασίλη (*).
Είναι προφανές ότι οι διορισμένοι επί κατοχής διοικητές δεν είχαν την παραμικρή ισχύ αφού δεν ήσαν παρά αχυράνθρωποι των κατακτητών. Οι κατοχικές δυνάμεις δήωναν, άρπαζαν και γενικά έκαναν ό,τι ήθελαν. Η δραχμή έγινε έρμαιο των ορέξεών τους, με αποτέλεσμα η κυκλοφορία της να αυξηθεί μέχρι τον Ιανουάριο του 1944 κατά 36.000%. Ενώ το 1940 κυκλοφορούσαν περίπου 11 δισ. δραχμές, στις 31/12/1944 κυκλοφορούσαν πάνω από εξακόσια πεντάκις εκατομμύρια. Παράλληλα, η τιμή τής χρυσής λίρας έφτασε από τις χίλιες δραχμές στο ενάμισυ δισεκατομμύριο.
Τυπικά, η ΤτΕ εξακολούθησε να εκτελεί καθήκοντα ταμία του κράτους και κατά την διάρκεια της κατοχής αλλά το μόνο που έκανε ουσιαστικά ήταν να εξυπηρετεί τις ανάγκες των κατακτητών. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι κατοχικές αρχές επέβαλαν στην ΤτΕ (παρά τις αντιρρήσεις που τόλμησαν να προβάλουν οι διοικούντες) την αφειδή χρηματοδότηση της Αγροτικής Τράπεζας, δήθεν για στήριξη της εθνικής παραγωγής. Φυσικά, κάθε άλλο παρά για την σίτιση του λαού ενδιαφέρονταν.
Από το 1941, ιταλοί και γερμανοί τοποθέτησαν στην ΤτΕ δικούς τους επιτρόπους, οι οποίοι είχαν δικαίωμα όχι απλώς να ελέγχουν τα πάντα αλλά και να συμμετέχουν στις γενικές συνελεύσεις και στις συνεδριάσεις του γενικού συμβουλίου ενώ η διοίκηση της τράπεζας ήταν υποχρεωμένη να τους υποβάλει μηνιαία αναφορά.
Από δω και πέρα, εκλείπει κάθε σοβαρότητα και τα πάντα θυμίζουν κακόγουστη κωμωδία. Τον Νοέμβριο του 1942, η ΤτΕ εκδίδει τετράμηνα γραμμάτια για να πληρώσει τους αγρότες, με την ελπίδα ότι στην λήξη τους θα καλυφθούν από το κράτος. Πού να βρει, όμως, έσοδα το κράτος; Από φόρους ή από δασμούς; Τον Δεκέμβρη της ίδια χρονιάς, η ΤτΕ παίρνει τα χιλιάρικα και τα κάνει δεκαχίλιαρα. Παράλληλα, καταργεί λόγω κόστους τήρησης το Βιβλίο Μητρώου Τραπεζογραμματίων (δηλαδή το βιβλίο όπου γράφονται οι αριθμοί κυκλοφορίας των νόμιμων χαρτονομισμάτων), με αποτέλεσμα να μη ξέρει κανένας ποια χαρτονομίσματα είναι γνήσια και ποια πλαστά. Η μεγάλη ζήτηση για χρήμα ανάγκασε την ΤτΕ να ξαναδώσει στην κυκλοφορία όχι μόνο τα φθαρμένα χαρτονομίσματα που είχε αποσύρει για καταστροφή αλλά και τα ήδη ακυρωμένα που είχαν τρυπηθεί ή ακόμη-ακόμη έφεραν την ένδειξη "άκυρον"!
Κι ενώ ο κόσμος γκρεμιζόταν, η διοίκηση της ΤτΕ δημιούργησε την "Υπηρεσία Οικονομικοπολιτικών Μελετών", προσλαμβάνοντας ειδικευμένο προσωπικό με γνώση ιταλικών και γερμανικών. Και τον Οκτώβριο του 1943, όταν το κρύο και η πείνα θέριζαν, η ΤτΕ συνέστησε ειδική επιτροπή που θα μελετούσε το γεωργοοικονομικό πρόβλημα της χώρας.
Φυσικά, η ελεγχόμενη από τους κατακτητές τράπεζα δεν θα μπορούσε να μη βοηθήσει και ορισμένες επιχειρήσεις. Όπως π.χ. όταν έδωσε δάνειο πάνω από το 10% του κεφαλαίου της στην ιταλική Compagnia Italiana per l' Oriente Mediterraneo. Ή όπως όταν δανειοδότησε το κράτος για αγορά καπνών από την Ιταλία, προς ενίσχυση των ελληνικών καπνοβιομηχανιών, οι οποίες έβγαζαν τσιγάρα που δεσμεύονταν από τις αρχές κατοχής για τις ανάγκες των στρατευμάτων τους. Και, βέβαια, όπως όταν αύξησε την πίστωση από 3 σε 300 εκατομμύρια στην οινοπνευματοποιία των Κονιόρδων, τα προϊόντα των οποίων εξάγονταν αποκλειστικά και στο σύνολό τους στην χιτλερική Γερμανία (**).
Όμως, το σημαντικώτερο ίσως γεγονός εκείνης της εποχής, το οποίο μας απασχολεί ίσαμε σήμερα, είναι το διαβόητο κατοχικό δάνειο. Σ' αυτό θα αφιερώσουμε το μεθαυριανό μας σημείωμα. Και λέω μεθαυριανό, διότι αύριο το ιστολόγιο θα απεργήσει.
--------------------------------------------------
Σημείωση. Η επιλογή της τελευταίας φωτογραφίας δεν είναι τυχαία. Μετά την απελευθέρωση, ο Τουρκοβασίλης ίδρυσε το Κόμμα των Εθνικοφρόνων (αργότερα συνεργάστηκε με τον Μανιαδάκη) και επεχείρησε να εμφανιστεί ως αντιτασσόμενος στο καθεστώς τής 4ης Αυγούστου, εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι συμμετείχε σε γερμανόφιλο κίνημα ανατροπής τού δικτάτορα και ο Μεταξάς τον εξόρισε (όπως έκανε και με τον Τσουδερό).
(*) Μετά την απελευθέρωση, ακυρώθηκαν όλες οι απολύσεις και οι διορισμοί που έγιναν στην Τράπεζα της Ελλάδος επί κατοχής.
(**) Αν προσπαθείτε να θυμηθείτε πού έχετε ξανακούσει αυτό το όνομα, αφήστε την Λυδία Κονιόρδου και ξαναρρίξτε μια ματιά στην υπόθεση Μέρτεν
Προσφορά δανείου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΔεν ξέρετε πώς να ικανοποιήσετε όλες αυτές τις ανάγκες, έτσι είμαστε εδώ.
Είμαστε ένας οργανισμός που χορηγεί δάνεια σε όσους έχουν ανάγκη είτε με τραπεζικό έμβασμα είτε με πιστωτική κάρτα που θα αποσταλεί στη χώρα σας όπου κι αν βρίσκεστε. Τα δάνεια μας κυμαίνονται από 2000 έως 1.000000 ευρώ με ένα ποσοστό από 3%.
Αν σας ενδιαφέρει παρακαλούμε επικοινωνήστε μαζί μας μέσω αυτής της ηλεκτρονικής διεύθυνσης: bgfico@hotmail.com
Whatsapp: +306978492512
ΣΟΒΑΡΗ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΠΡΟΣΦΟΡΑ
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίμαστε ένας οργανισμός που χορηγεί δάνεια σε οποιοδήποτε άτομο σε ανάγκη και succetibe να το επιστρέψει.
Τα δάνειά μας είναι όλων των κατηγοριών που κυμαίνονται από 2000 έως 4000000 ευρώ.
Γι 'αυτό παρακαλώ ευγενικά υποβάλλετε αίτηση για δάνεια κοντά μας.
Εδώ είναι η διεύθυνση: vasilikhpalaiologou@gmail.com