Από τη Στρατηγική της Λισαβόνας στις σημερινές ανατροπές
Μια αναδρομή στη Στρατηγική που υιοθέτησε η ΕΕ πριν από 16 χρόνια και σε όσα ακολούθησαν
Εικόνα από το (όχι και τόσο μακρινό) παρελθόν, με την
ελληνική αντιπροσωπεία στην έκτακτη Σύνοδο της
Λισαβόνας από αριστερά Γ. Παπανδρέου, Κ. Σημίτης
|
Τέτοιες μέρες πριν από 16 χρόνια, στις 23 και 24 Μάρτη του 2000, γινόταν στη Λισαβόνα της Πορτογαλίας η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ, που υιοθέτησε τη γνωστή Στρατηγική της Λισαβόνας (ΣτΛ). Με αυτή, τα κράτη - μέλη της τότε ΕΕ συνομολογούσαν τα εξής: «Η Ενωση έχει τάξει σήμερα ένα νέο στρατηγικό στόχο για την επόμενη δεκαετία: Να γίνει η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία της γνώσης ανά την υφήλιο, ικανή για βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη, με περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας και με μεγαλύτερη κοινωνική συνοχή».
Οπως σημειωνόταν στα ντοκουμέντα, η ανάγκη υιοθέτησης μιας νέας στρατηγικής προέκυπτε από την «παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, που σημαίνει ότι η Ευρώπη πρέπει να είναι πρωτοπόρα σε όλους τους τομείς στους οποίους εντείνεται σε μεγάλο βαθμό ο ανταγωνισμός».
Σημειωνόταν, επίσης, «η απότομη εμφάνιση και η αυξανόμενη σημασία των Τεχνολογιών των Πληροφοριών και των Επικοινωνιών (ΤΠΕ) στον επαγγελματικό και στον ιδιωτικό χώρο», η οποία «απαιτεί, αφενός, να προταθεί μια πλήρης αναθεώρηση του ευρωπαϊκού εκπαιδευτικού συστήματος και, αφετέρου, να εξασφαλιστεί διά βίου η πρόσβαση στην επαγγελματική κατάρτιση».
Πίσω από τις εύηχες διακηρύξεις, ο πραγματικός στόχος που τέθηκε σ' εκείνη τη Σύνοδο, ήταν να ληφθούν σε όλα τα κράτη - μέλη εκείνα τα αντιλαϊκά μέτρα που θα καθιστούσαν τα ευρωενωσιακά μονοπώλια ανταγωνιστικότερα έναντι αυτών των ΗΠΑ και των άλλων ιμπεριαλιστικών κρατών ή συνασπισμών.
Οι κατευθυντήριες γραμμές που χαράχτηκαν τότε, προβλέπονταν να αποδώσουν καρπούς μέχρι το 2010. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη, παρά το γεγονός ότι πάρθηκαν σκληρά αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα σε όλα τα κράτη - μέλη. Η συγχρονισμένη καπιταλιστική κρίση και η όξυνση των ανταγωνισμών στο εσωτερικό της ΕΕ - Ευρωζώνης συντέλεσαν στο να μην επιτευχθεί ο στόχος που έθετε για το 2010 το ευρωενωσιακό κεφάλαιο, παρά τις σοβαρές ανακατατάξεις που προκάλεσε η κρίση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Αυτό, όμως, σε τίποτα δεν αναιρεί το γεγονός ότι η υιοθέτηση της Στρατηγικής της Λισαβόνας σηματοδότησε την ένταση της αντιλαϊκής επίθεσης σε όλα τα κράτη - μέλη, βάζοντας ιδιαίτερα στο στόχαστρο τις κατακτήσεις που είχε αποσπάσει η εργατική τάξη τις προηγούμενες δεκαετίες, κύρια στα Εργασιακά και στο Ασφαλιστικό. Σε κάθε περίπτωση, η Στρατηγική της Λισαβόνας σήμανε την έναρξη ενός νέου γύρου επίθεσης σε βάρος των εργαζομένων και του λαού, που εντάθηκε στα χρόνια της κρίσης και συνεχίστηκε μετά το 2010, με την υιοθέτηση της νέας στρατηγικής «Ευρώπη 2020».
Η νέα αυτή στρατηγική οικοδομεί πάνω στα αποτελέσματα της προηγούμενης και αποδεικνύει ότι τα μέτρα που παίρνονται σήμερα έχουν σχεδιαστεί πολύ πριν την καπιταλιστική κρίση.
Ξεκινάει το μεγάλο "ξήλωμα"
Σε ό,τι αφορά τις εργασιακές σχέσεις και το Ασφαλιστικό, δεν χρειάστηκε πολύς καιρός για να καταλάβουν οι εργαζόμενοι τι κρυβόταν πίσω από τις διακηρύξεις της Στρατηγικής της Λισαβόνας για «πλήρη απασχόληση», «βιωσιμότητα συνταξιοδοτικών συστημάτων», «κοινωνική συνοχή».
Ετσι, μόλις το 2001, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο που συνήλθε στη Στοκχόλμη, ζήτησε να καταρτιστεί έκθεση στο πλαίσιο της Στρατηγικής της Λισαβόνας, με θέμα «τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να αυξηθεί το ποσοστό συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό και να προωθηθεί η παράταση του ενεργού επαγγελματικού βίου».
Στη Βαρκελώνη, το 2002, τέθηκε το ζήτημα των Συλλογικών Συμβάσεων, με στόχο την παραπέρα υπονόμευσή τους, ενώ στα συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου γινόταν λόγος για «συγκράτηση των μισθών, βελτίωση της παραγωγικότητας, συνεχή επιμόρφωση, νέες τεχνολογίες και ευέλικτη οργάνωση της εργασίας».
Προωθούνταν, ακόμα, απροκάλυπτα η σύνδεση μισθού - παραγωγικότητας και η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, με την κατάργηση των λεγόμενων «πρόωρων» συντάξεων, δηλαδή του ευνοϊκότερου καθεστώτος συνταξιοδότησης που ίσχυε τότε για ορισμένους ασφαλισμένους, με βάση τους κανονισμούς των Ταμείων στις χώρες τους.
Συγκεκριμένα, σ' εκείνη τη Σύνοδο Κορυφής επισημαίνονταν ότι:
- «Για να εξασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα της ΕΕ», πρέπει να ληφθεί υπόψη «η σχέση μεταξύ μισθολογικών εξελίξεων και συνθηκών της αγοράς εργασίας, ώστε να εξελίσσονται οι απολαβές ανάλογα με τις εξελίξεις της παραγωγικότητας».
- «Τα κίνητρα για πρόωρη συνταξιοδότηση και η θεσμοθέτηση συστημάτων πρόωρης συνταξιοδότησης από τις επιχειρήσεις θα πρέπει να ελαττωθούν. Μεγαλύτερη προσπάθεια θα πρέπει να καταβληθεί για να πολλαπλασιαστούν οι ευκαιρίες εργαζομένων μεγαλύτερης ηλικίας να παραμείνουν στην αγορά εργασίας μέσω επί παραδείγματα ευέλικτων και προοδευτικών μορφών συνταξιοδότησης και εξασφάλισης πραγματικής πρόσβασης σε δια βίου μάθηση. Μέχρι το 2010 θα πρέπει να επιδιωχθεί η κατά πέντε περίπου έτη σταδιακή αύξηση της μέσης πραγματικής ηλικίας κατά την οποία τα άτομα σταματούν να εργάζονται στην Ευρωπαϊκή Ενωση».
Στις Βρυξέλλες, το 2004, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο έγινε ακόμα πιο κατηγορηματικό: «Η προσαρμοστικότητα απαιτεί μείωση, όπου απαιτείται, του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας, καλύτερη αντιστοιχία μισθού προς παραγωγικότητα και προώθηση των ευέλικτων μορφών εργασίας (...). Η παραμονή των πιο ηλικιωμένων εργαζομένων στην εργασία απαιτεί τα σωστά νομικά και οικονομικά κίνητρα».
Η Στρατηγική της Λισαβόνας άρχισε να ξετυλίγει έναν προς έναν τους αντιδραστικούς της στόχους. Στην Ελλάδα, στο πλαίσιο ακριβώς της εφαρμογής της, η κυβέρνηση Σημίτη είχε επιχειρήσει νωρίτερα να περάσει το «σχέδιο Γιαννίτση» για το Ασφαλιστικό, το οποίο αποκρούστηκε τότε από τους εργαζόμενους, αλλά παρέμεινε ο οδηγός για όλες τις αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις που ακολούθησαν στο σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης.
Ο οδοστρωτήρας της "ευελφάλειας"
Το 2007, σε ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, σημειωνόταν ότι «για να επιτευχθούν οι στόχοι της Λισαβόνας για περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας, χρειάζονται νέες μορφές ευελιξίας και ασφάλειας, τόσο για τους πολίτες και τις εταιρείες όσο και για τα κράτη - μέλη και την Ενωση. Γι' αυτό απαιτούνται πολιτικές που θα καλύπτουν ταυτόχρονα την ευελιξία των αγορών εργασίας, την οργάνωση της εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις, καθώς και την ασφάλεια - την ασφάλεια της απασχόλησης και την Κοινωνική Ασφάλιση».
Είμαστε στην εποχή της λεγόμενης «ευελφάλειας», της πλήρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, με κατάργηση της σταθερής και μόνιμης δουλειάς με δικαιώματα, όπως απαιτούσαν τα συμφέροντα του κεφαλαίου και η ανάγκη τους για ακόμα φτηνότερη εργατική δύναμη.
Συμπληρωματικά στην «ευελφάλεια» προωθούνταν και η κινητικότητα στην αγορά εργασίας, προκειμένου τα μονοπώλια να εξασφαλίζουν την εργατική δύναμη που απαιτούσαν οι μεταβαλλόμενες ανάγκες τους, χωρίς να δεσμεύονται από περιορισμούς στη μετακίνηση των εργαζομένων από επάγγελμα σε επάγγελμα, από κλάδο σε κλάδο, ακόμα κι από χώρα σε χώρα. Αντίστοιχες προσαρμογές γίνονταν βέβαια και στο Ασφαλιστικό.
Η «ευελφάλεια» (flexicurity) αποδείχτηκε γρήγορα ότι ήταν το εργαλείο για σαρωτικές ανατροπές στην αγορά εργασίας. Φάνηκε ότι οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης δημιουργούν συνθήκες εργασιακού μεσαίωνα και καταδικάζουν κυρίως τη νεολαία σε χαμοζωή. Η τάση αυτή ενισχύθηκε την περίοδο της κρίσης και σύμφωνα με τα στοιχεία των τελευταίων χρόνων, οι προσλήψεις με ευέλικτες μορφές απασχόλησης υπερβαίνουν σταθερά τις μισές προσλήψεις που γίνονται κάθε μήνα, ανεξάρτητα από το πώς διαμορφώνεται κάθε φορά το ισοζύγιο ανάμεσα στις προσλήψεις και τις απολύσεις.
Τα ασφαλιστικά δικαιώματα στο απόσπασμα
Από την ίδια τη ζωή επιβεβαιώνεται, επίσης, ότι όταν το κεφάλαιο, η ΕΕ, οι κυβερνήσεις και τα κόμματά τους μιλάνε για «βιωσιμότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων», εννοούν την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, τη μείωση των συντάξεων, τη μείωση ή και την κατάργηση παροχών.
Το 2009, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρουσίασε μια έκθεση με τίτλο «Ιδιωτικά συνταξιοδοτικά συστήματα. Ο ρόλος τους στις επαρκείς και βιώσιμες συντάξεις». Η έκθεση, αν και παρουσιάστηκε ενώ πλέον είχε εκδηλωθεί η κρίση, είναι καθαρό ότι αποτελούσε μέρος της Στρατηγικής της Λισαβόνας, αφού όπως αναφερόταν στο προοίμιο, στόχο είχε «να συμβάλλει στην υλοποίηση των στόχων της Στρατηγικής της Λισαβόνας».
Στα συμπεράσματα της έκθεσης επισημαινόταν ότι πρέπει να ληφθούν μέτρα για την «αναγέννηση και διατήρηση της εμπιστοσύνης του κοινού στα κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα υπό ιδιωτική διαχείριση. Η κρίση έχει τονίσει, επίσης, το πώς πρέπει να συμπεριληφθούν τα συνταξιοδοτικά ταμεία ως σημαντικοί φορείς εκμετάλλευσης στα μέτρα σταθεροποίησης των χρηματοοικονομικών αγορών».
Με άλλα λόγια, αναδεικνυόταν η κατεύθυνση για ενίσχυση των ιδιωτικών ασφαλιστικών συστημάτων, αλλά και η «αξιοποίηση» των αποθεματικών που σχηματίζονται στα δημόσια και στα ιδιωτικά ασφαλιστικά συστήματα ως πηγές χρηματοδότησης των ευρωενωσιακών μονοπωλίων.
Η κατεύθυνση αυτή επιβεβαιώθηκε και με τη «Λευκή Βίβλο» της ΕΕ για τις συντάξεις, το 2012. Μέσα από αυτή, μπαίνει ολοκληρωμένα πλέον ο στόχος για την κυριαρχία των ιδιωτικών ασφαλιστικών συστημάτων, την περαιτέρω συρρίκνωση των δημόσιων συνταξιοδοτικών συστημάτων (των οποίων η λειτουργία θα προσομοιάζει έτσι κι αλλιώς μ' αυτή των ιδιωτικών), την περαιτέρω αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης και ταυτόχρονα προωθείται η αντίληψη ότι η αποτελεσματικότητα των συνταξιοδοτικών συστημάτων είναι ατομική υπόθεση του κάθε ασφαλισμένου.
Ετσι, υπό το φως των εξελίξεων, μπορεί κανείς να διαπιστώσει ότι οι ανατροπές που προωθούνται σήμερα σε Ασφαλιστικό και Εργασιακά, δεν είναι «κεραυνός εν αιθρία», αλλά κρίκος στη μακριά αλυσίδα των αντιλαϊκών μέτρων, στο πλαίσιο της μόνιμης στρατηγικής του κεφαλαίου για παραπέρα μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης.
Η αμφισβήτηση και η σύγκρουση με αυτή τη στρατηγική, τα κόμματα και τις δυνάμεις που την υπηρετούν, είναι προϋπόθεση για να μπορέσει το κίνημα να καθυστερήσει και να εμποδίσει τα χειρότερα, να δημιουργήσει ρήγματα στον αρνητικό συσχετισμό και τις προϋποθέσεις για την ανατροπή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου