Πολωνία – τα αντικομμουνιστικά
Στην Πολωνία, ο πρόεδρος Αντρέι Ντούντα (καμία σχέση με τον
μπασκετικό σοφό) αποφάσισε να απαγορεύσει κάθε δημόσια αναφορά στον
κομμουνισμό, που στοιχειώνει την αστική τάξη ως έννοια και ως ιστορική μνήμη,
και να δώσει προθεσμία ενός χρόνου στις τοπικές αρχές, για να γκρεμίσουν ή να
μετονομάσουν μνημεία, οδούς κι ό,τι άλλο έχει μείνει να θυμίζει τη σοσιαλιστική
εποχή και τον «ολοκληρωτισμό». Το οποίο μπαίνει για ξεκάρφωμα, αλλά μόνο ο κομμουνισμός
αναφέρεται σαφώς, που είναι και το βασικό που τους ενδιαφέρει άλλωστε. Και όσοι
τον πολέμησαν στο πλευρό των ναζί (τυχαίο παράδειγμα), μπορούν να βαφτιστούν «μαχητές της ελευθερίας», και να έχουν
την υστεροφημία τους και τα μνημεία τους ήσυχα. Η μάχη ενάντια στον «κομμουνιστικό
ολοκληρωτισμό» δεν μπορεί να νοείται ολοκληρωτική
για τους αστούς, με τον ίδιο τρόπο που για εμάς ο πραγματικός ουμανισμός προϋποθέτει
την πάλη ενάντια στους εχθρούς της ανθρωπότητας.
Φαντάσου τώρα να ψηφιζόταν και εδώ ένας παρόμοιος νόμος.
Εμάς θα μας έθεταν εκτός νόμου από την πρώτη μέρα (με ένα νόμο, σε ένα άρθρο),
ενώ κάποιοι άλλοι ντούροι επαναστάτες ούτε το όνομά τους δε θα ήταν
υποχρεωμένοι να αλλάξουν. Ενώ κάποιοι εξ αυτών θα έκαναν ευχαρίστως δημόσιες
αποκηρύξεις του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, γιατί δυσφήμησε τον πραγματικό
κομμουνισμό και το ιδεώδες που περιέγραψε ο Μαρξ.
Φαντάσου επίσης, τελείως αντιδιαλεκτικά, να ήταν τελείως αντεστραμμένοι
οι ιστορικοί ρόλοι στην Πολωνία, πχ με ένα ναζιστικό καθεστώς, πόσο διαφορετικά
θα ήταν τα σταθμά και η αντιμετώπιση του παρελθόντος. Μπορεί να βρισκόταν πχ ένας
Πολωνός Χατζηνικολάου να πει ότι δε φοβάται τη δημόσια αντιπαράθεση με τους ναζί
και ότι δεν τους δίνει βήμα για να τους διαφημίσει, αλλά για να τους αποδομήσει
και να τους απομυθοποιήσει, αφαιρώντας τους τη γοητεία του απαγορευμένου. Και
να έβγαινε ένα πολωνικό φόρουμ ελεύθερης
σκέψης, να οργανώσει έναν πρωτότυπο ιστορικό περίπατο στα στρατόπεδα
συγκέντρωσης, με το μενού που σερβιριζόταν στους κρατούμενους. Για το Βαλέσα πχ
από την άλλη, δε θα γινόταν ποτέ κάτι αντίστοιχο, γιατί δε νομίζω να κακοπέρασε
και να πείνασε ποτέ στη σοσιαλιστική Πολωνία.
Χώρια η προπαγάνδα των ΜΜΕ για τις απεργίες της αντίστοιχης
Αλληλεγγύης που παραλύουν το κράτος και την οικονομία. Κι η πλάκα είναι πως
στην περίπτωση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας, με κοινωνική, λαϊκή ιδιοκτησία,
αυτό έχει κυριολεκτική ισχύ. Δεν καταλαβαίνω όμως τι μπορεί να εννοεί ο ποιητής
στο στίχο «οι απεργοί παραλύουν το κράτος», σε μια «ελεύθερη», ιδιωτική
οικονομία.
Στην πραγματική ζωή πάλι, μπορεί να βρεθεί κάποιος να
αναλύσει το ιστορικό υπόβαθρο και να μας εξηγήσει ότι οι Πολωνοί στην
πραγματικότητα δε μισούν τον κομμουνισμό ή τους σοβιετικούς, αλλά διαχρονικά τους
Ρώσους, γενικά και αόριστα, και θέλουν να καταστρέψουν οτιδήποτε τους θυμίζει
το πέρασμά τους απ’ την πατρίδα τους. Μπορεί επίσης του χρόνου στην Ουκρανία,
στο διαγωνισμό της Γιουροβίζιον, να ζήσουμε ένα θρίαμβο για τους Πολωνούς που
δε νίκησαν το 14’, όταν παρουσίασαν κάτι στα όρια του σοφτ-πορνό, αλλά θα έχουν
τη νίκη στο τσεπάκι, εάν στείλουν ένα μοιρολόι για το Κατίν και τη σφαγή των
αξιωματικών τους, με την ιστορική εκδοχή του Γκέμπελς. Η Ρωσία θα έχει πραγματικές
ελπίδες μόνο αν στείλει ένα αντίστοιχο μοιρολόι για το δράμα και το πισωγύρισμα
του 17’, που την κράτησε τόσες δεκαετίες απομονωμένη από το πανηγύρι της καπιταλιστική
προόδου.
Στην πραγματική ζωή επίσης, περιμένω από στιγμή σε στιγμή
μια αυστηρή νότα διαμαρτυρίας από το ελληνικό υπουργείο εξωτερικών. Δεν είναι
μόνο ότι έχουμε μια αριστερή κυβέρνηση, η οποία δεν ανέχεται τον
αντικομμουνισμό κι αντιδρά άμεσα σε οποιοδήποτε κρούσμα πέσει στην αντίληψή της.
Είναι κι ο αριστερός ΥπΕξ που έχουμε, που είχε γράψει πριν από τρεισήμισι δεκαετίες
κι ένα βιβλίο για τα πραγματικά γεγονότα στην Πολωνία, και χαρακτηρίζεται από
συνέπεια κι αμετακίνητη στάση ως προς τις αρχές του.
Στην πραγματική ζωή πάντα, το επόμενο βήμα της δημοκρατικής
ΕΕ που ολοκληρώνεται πολιτικά κι οικονομικά με θαυμαστό, αντιολοκληρωτικό
τρόπο, μπορεί να είναι ο λιθοβολισμός κι η δημόσια καύση κομμουνιστών και
λοιπών αντιφρονούντων, που παραμένουν προσκολλημένοι στο παρελθόν.
Ενώ σε ένα μέσο της ελεύθερης, πολυφωνικής ενημέρωσης (όχι όπως
στον κομμουνισμό, όπου όλα τα έσκιαζε η φοβέρα της λογοκρισίας και της κρατικής
προπαγάνδας), η Πολωνία αναφέρθηκε (για να το διορθώσουν εκ των υστέρων και να
μη φαίνεται πια) ως μέλος της ΕΣΣΔ! Μιλάμε, γκαραντί κι εξακριβωμένο… Αντίο
ζωή.
Ο Ρεντ-Φλάι λέει ότι δεν είναι μακριά η μέρα που θα
ανακαλύψουμε ότι οι ειδησειογραφικές σελίδες του διαδικτύου δε λειτουργούν με
συντάκτες, αρθρογράφους, λαντζιέρηδες έστω (με μισθό ή χωρίς, μικρή σημασία
έχει), αλλά με λογισμικά «αντιγραφής-επικόλλησης» που αναπαράγουν οτιδήποτε και
δεν έχουν κριτική ικανότητα να το ελέγξουν. Εγώ πάλι βλέπω ότι η πραγματικότητα
ξεπερνάει κάθε επιστημονική φαντασία και αρχίζει να μοιάζει με δυστοπία, όπου
τα ρομπότ αρχίζουν να φοβούνται ότι θα αντικατασταθούν σύντομα από ανθρώπους
χωρίς κριτική ικανότητα, που θα τα καταστήσουν περιττά και αναχρονιστικά, ενώ
θα εξυμνούν την ελεύθερη έκφραση κι ενημέρωση, τη δημοκρατική πολυφωνία των
ΜΜΕ, και την εποχή της πληροφόρησης και της κοινωνίας της γνώσης.
Η αλήθεια είναι πως στις μέρες μας ο αστικός, μεταμοντέρνος
μεσαίωνας έχει απλώς μεγαλύτερες, υπερσύγχρονες δυνατότητες να επιβάλει το σκοταδισμό
του. Κι αν πολλές φορές βάζει το μεσαίωνα στο στόχαστρο της κριτικής του (με
μονόπλευρες και στρεβλωτικές προσεγγίσεις), είναι γιατί μόνο αυτή η σύγκριση
του εξασφαλίζει τεκμήρια προοδευτικότητας. Στην πραγματικότητα όμως, έχει προ
πολλού εξαντλήσει τον όποιο θετικό ρόλο μπορούσε να παίξει ιστορικά στο
κοινωνικό προτσές και δεν έχει κανένα κώλυμα να υιοθετήσει τις πιο
καθυστερημένες κι αναχρονιστικές μεθόδους επιβολής (όπως έκανε πχ με τον
φονταμενταλισμό και τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν) που πηγαίνουν πίσω κι από τον
αστικό διαφωτισμό του 18ου αιώνα.
Αντί επιλόγου, αξίζει να σταθούμε στην ετυμολογική
προέλευση του γνωστού μας ρομπότ, από το ρώσικο ρήμα «εργάζομαι» (ραμπότατς),
και την κοινή του ρίζα με διάφορους γνωστούς μας όρους από την ιστορία του
ΣΔΕΚΡ και του ρώσικου επαναστατικού κινήματος (πχ Ραμπότσεγιε Ντιέλο, κοκ). Το
πρόβλημα ασφαλώς δεν είναι ότι οι μηχανές αντικαθιστούν τον άνθρωπο, όπως νόμιζαν
οι Λουδίτες, αλλά ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται στον κεφαλαιοκρατικό
τρόπο παραγωγής, για να τον πετάξουν στον κάδο της ανεργίας και του «πλεονάζοντος»
εργατικού δυναμικού. Σε αυτά τα πλαίσια, επίσης, η μηχανή δεν απαλλάσσει τον
άνθρωπο απ’ τον καταναγκαστικό χαρακτήρα της εργασίας, και το απεχθές,
κοπιαστικό κομμάτι της, αλλά τον υποτάσσει και τον καθιστά γρανάζι της, με τον
πολύ γλαφυρό τρόπο που το έδειξε στους «μοντέρνους καιρούς» ο Τσάρλι Τσάπλιν.
Μόνο σε μια κοινωνία με κοινωνική ιδιοκτησία και κεντρικό
σχεδιασμό, ο άνθρωπος θα υποτάξει τις μηχανές για να υπηρετούν τις ανάγκες του
και να μειώνουν τον απαιτούμενο χρόνο παραγωγής των αγαθών, συνεπώς και το μέσο
εργάσιμο χρόνο. Ως τότε, το πρόβλημα δε θα είναι οι μηχανές, αλλά οι ιδιοκτήτες
τους. Δεν κινδυνεύουμε να αποκτήσουν τα ρομπότ
συνείδηση κι ανθρώπινη υπόσταση, αλλά να γίνουν οι άνθρωποι σαν ρομπότ,
αλλοτριωμένοι, χωρίς καμία δημιουργική συμμετοχή στην παραγωγή, και υποταγμένοι
στα αφεντικά που μεταχειρίζονται την εργατική τους δύναμη. Και δε θα πάψουν να
το κάνουν, γιατί αυτή είναι η μόνη πηγή υπεραξίας και πλούτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου