Γράφει η Άννεκε Ιωαννάτου //
Ο παραπάνω τίτλος είναι ο τίτλος ενός μικρού βιβλίου-θησαυρού για όσους θέλουν εν συντομία, αλλά ουσιαστικά να μάθουν, να ανατρέξουν, να θυμηθούν ξανά κάποιες κεντρικές ιδέες της μαρξιστικής ιδεολογίας, ιδιαίτερα γύρω από τα πιο παρερμηνευμένα κομμάτια του. Το έγραψαν δύο Γερμανοί, ο Ούλριχ Χούαρ και η Γκούντρουν Φέχνερ και κυκλοφόρησε το 1988 στα ελληνικά από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» (σε μετάφραση της Μαριπόλας Κολοκοτσά). Στην Εισαγωγή οι δύο συντάκτες – οι ίδιοι μαρξιστές συγγραφείς – εκθέτουν το σκοπό της έκδοσης: «Επανειλημμένα έχει υποστηριχτεί από αστούς και σοσιαλρεφορμιστές ιδεολόγους ότι, παραδοσιακά, ο μαρξισμός διάκειται αρνητικά προς την πολιτική. Ότι ο Μαρξ έχει αναπτύξει μεν μια πολιτική θεωρία, όχι όμως μια θεωρία της πολιτικής. Τα έργα του υποτίθεται ότι δεν δίνουν απάντηση σε συγκεκριμένα οργανωτικά και θεσμικά ζητήματα […] Για να επισημάνει μετά, ότι ο Μαρξ είχε αρχίσει να επεξεργάζεται τη θεωρία της πολιτικής με τα πρώτα του άρθρα στη Ράινισε Τσάιτουγκ, ότι η θεωρία του ολοκληρώθηκε στα γράμματα των ώριμων χρόνων του Ένγκελς, αναπτύχθηκε παραπέρα στα έργα του Λένιν, αλλά και στα ντοκουμέντα των κομμάτων του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Οι δύο συγγραφείς αναπτύσσουν τις απόψεις των Μαρξ-Ένγκελς γύρω από τα πιο καίρια –και για σήμερα – ζητήματα στηριγμένοι σε αποσπάσματα από τα έργα των ίδιων των κλασικών παραπέμποντάς μας στα σχετικά χωρία στα έργα τους. Το Ο Μαρξ και ο Ένγκελς για την πολιτική αποτελεί έναν πραγματικό περιεκτικό θησαυρό για όσους θέλουν έναν οδηγό στα έργα αυτών των δύο ηγετών της κοινωνικής επανάστασης, αυτών των δύο φιλοσόφων του ιστορικού γίγνεσθαι. Μια ματιά στα θέματα μας δείχνει ότι οι συντάκτες πραγματεύονται κάποια από μεταγενέστερους ιδεολόγους ιδιαίτερα διαστρεβλωμένα ζητήματα της μαρξιστικής κοσμοθεωρίας για να βγάλουν την επαναστατική ψυχή από τα έργα αυτά και να κρατήσουν μόνο κάποιες ανώδυνες ερμηνείες. Για παράδειγμα για το γενικό εκλογικό δικαίωμα, για την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, για τη φυσιογνωμία των πολιτικών κομμάτων και πολιτικών ηγετών, καθώς και για την πολιτική ψυχολογία των λαϊκών μαζών, για την πολιτική θέση της εργατικής τάξης μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, για τον αστικό κοινοβουλευτισμό σαν μορφή άσκησης της πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης, για την επεξεργασία μιας επαναστατικής κοινοβουλευτικής τακτικής, για την αναγκαιότητα της πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης. Μέσα απ’ αυτά τα θέματα οι Χούαρ-Φέχνερ αναδεικνύουν την αρχή, τη διαμόρφωση και την ωρίμανση στην επεξεργασία των αντιλήψεων και των θέσεων των Μαρξ-Ένγκελς για την πολιτική.
Νέοι τρόποι αντίληψης κεντρικών εννοιών
Έτσι, για την συνήθως κακοποιημένη και (σκόπιμα) παρερμηνευμένη έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου – έναν όρο που δεν τον βρίσκουμε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, αλλά για πρώτη φορά συμπεριλήφθηκε σ’ ένα προγραμματικό κείμενο του διεθνούς εργατικού κινήματος το 1850- διαβάζουμε ότι ήδη στη Γερμανική Ιδεολογία είχαν αναπτύξει την ιδέα της δικτατορίας του προλεταριάτου χωρίς να την προσδιορίσουν όμως με ακρίβεια: «Μέχρι τότε, η ιδέα αυτή έβγαινε σαν συμπέρασμα από τη γνώση τόσο του ταξικού ανταγωνισμού μεταξύ αστικής τάξης και προλεταριάτου, όσο και του γεγονότος ότι η εργατική τάξη μπορεί να πραγματώσει την οικονομική της χειραφέτηση μόνον εφόσον κατακτήσει την πολιτική εξουσία (υπογράμμιση δική μου, Α.Ι.) (σελ. 73/74). Οι Μαρξ-Ένγκελς αξιολογούσαν κάθε φορά τους ταξικούς αγώνες και μ’ αυτό τον τρόπο κατέληξαν σε μια ακριβέστερη διατύπωση/προσδιορισμό της έννοιας της δικτατορίας του προλεταριάτου: «Ο Μαρξ είχε ήδη αποκομίσει νωρίτερα σημαντικές γνώσεις για την επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία από τη μελέτη της γαλλικής ιστορίας, ιδιαίτερα των επαναστάσεων μεταξύ 1789 και 1830 (Τεύχη Αποσπασμάτων του Κρόιτσναχ). Η ανάλυση της σύγκρουσης μεταξύ της φεουδαρχικής αντίδρασης και των δημοκρατικών δυνάμεων, κατά την επανάσταση του 1848/1849 στη Γερμανία και κύρια στην Πρωσία, πρόσφερε νέο υλικό. Οι Μαρξ και Ένγκελς παράθεσαν χαρακτηριστικά στοιχεία επαναστατικής δικτατορίας, όταν διατύπωναν τις αρχές μιας επαναστατικής νομοθετικής συνέλευσης, που ήδη αναφέρθηκαν. Όμως, η έννοια της επαναστατικής-δημοκρατικής δικτατορίας αντικατοπτρίζει μια άλλη κατάσταση πραγμάτων απ’ ό, τι η έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου, η οποία και δεν μπορεί να εξαχθεί επαγωγικά από την πρώτη» (σελ. 74, υπογράμμιση δική μου, Α.Ι.)
Η επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία, ένας όρος φαινομενικά αντιφατικός
Με την πρώτη ματιά μπορεί να φαίνεται περίεργος και αντιφατικός, μια αληθινή αντίφαση εν τοις όροις, ο συνδυασμός «δημοκρατική δικτατορία». Ωστόσο δεν είναι. Οι Μαρξ-Ένγελς λέγοντας «επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία» εννοούσαν τότε την άσκηση της πολιτικής εξουσίας από επαναστατικές λαϊκές δυνάμεις, κυρίως των εργατών, αγροτών και μικροαστών, όπως διαβάζουμε στο βιβλίο των Χούαρ-Φέχνερ: «Η δικτατορία αυτή δεν μπορούσε ακόμη να συντρίψει τον αστικό χαρακτήρα της επανάστασης, οδηγούσε όμως ήδη έξω και πέρα απ’ αυτήν, με τις μορφές που προσλάμβανε και τις μεθόδους που ακολουθούσε. Ο Μαρξ χαρακτήρισε την τρομοκρατία των Ιακωβίνων στη Γαλλική Επανάσταση «πληβειακό τρόπο να ξεμπερδεύουν με τους εχθρούς της αστικής τάξης, με την απολυταρχία, τη φεουδαρχία και το μικροαστισμό» (σελ. 74). Σ’ ό, τι αφορά τη Γερμανία οι Μαρξ-Ένγκελς είχαν καταλάβει ότι η μεγαλοαστική τάξη της Γερμανίας και δη της Πρωσίας δεν είχε πια τη δυνατότητα να αγωνιστεί αποτελεσματικά ενάντια στη φεουδαρχική αντίδραση, όπως είχε κάνει η αγγλική και η γαλλική αστική τάξη τον 17ο και τον 18ο αιώνα αντίστοιχα. Γι αυτό επιδίωκε έναν συμβιβασμό με τους ευγενείς ενάντια στα λαϊκά στρώματα και κυρίως ενάντια στο προλεταριάτο που διαμορφωνόταν πολιτικά στοχεύοντας σε μια συνταγματική μοναρχία μέσω μιας συμφωνίας με το στέμμα και όχι μέσω μιας επανάστασης. Αντίθετα, η επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία, όπως την εννοούσαν οι Μαρξ-Ένγκελς, στρεφόταν ενάντια σε όλα τα κατάλοιπα της φεουδαρχικής, μεσαιωνικής κοινωνίας, αλλά και ενάντια στη μεγάλη αστική τάξη για τη δημοκρατική ανατροπή με την οποία οι λαϊκές μάζες θα καταλάμβαναν την εξουσία για να δημιουργήσουν τις πολιτικές προϋποθέσεις για τον αγώνα για την κοινωνική απελευθέρωση του προλεταριάτου: «Οι επαναστατικές λαϊκές μάζες έπρεπε να ασκήσουν πίεση στην αστική τάξη, να την εξαναγκάσουν, παρά τη θέλησή της, να αντιταχθεί αποφασιστικά στους φεουδαρχικούς θεσμούς. Οι Μαρξ και Ένγκελς κριτικάριζαν στα άρθρα της Νόιε Ράινισε Ζάιτουνγκ το γεγονός ότι οι αντιπρόσωποι στην Εθνοσυνέλευση στην Πρωσία, όπως και στη Φραγκφούρτη, δεν εγκαθίδρυαν δραστήρια δικτατορία απέναντι στη φεουδαρχική αντίδραση, κι αντί γι’ αυτό, αρκούνταν στο να επιδίδονται σε κοινοβουλευτικές σχολικές ασκήσεις. «Κάθε προσωρινή κατάσταση μετά από μια επανάσταση απαιτεί μια δικτατορία και μάλιστα μια δραστήρια δικτατορία». […] (σελ. 75).
Νέα ποιοτικά στοιχεία
Στην έννοια αυτή της «επαναστατικής-δημοκρατικής δικτατορίας» υπήρξαν ποιοτικά νέες πλευρές, όπως η διάκριση ανάμεσα μιας επαναστατικής και μιας αντεπαναστατικής δικτατορίας, η ιδέα της συντριβής των παλαιών θεσμών («Μετά από κάθε επανάσταση και μέχρι να σταθεροποιηθούν οι νέες συνθήκες, απαιτείται επαναστατική βία «που να γκρεμίσει ανενδοίαστα ένα καθεστώς που βρίσκεται σε αποσύνθεση και τους σαθρούς νόμιμους στυλοβάτες του»»), βλέποντας «την επαναστατική-δημοκρατική δικτατορία σαν αναγκαία μεταβατική βαθμίδα, σαν προϋπόθεση, σαν προκαταρκτικό όρο για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη, σαν ένα «παροδικό, προσωρινό καθήκον των σοσιαλιστών», όπως έγραφε αργότερα ο Λένιν» (σελ. 77). Εξετάζοντας τις δυνατότητες του προλεταριάτου να αποκτήσουν πρόσβαση στην κατάκτηση της εξουσίας δημιουργώντας διάφορα κρατικά όργανα, οι Μαρξ-Ένγκελς έβλεπαν κάτι σαν προλεταριακή «παρακυβέρνηση», μια «διττή κυριαρχία» διατυπώνοντας μεταβατικά μέτρα για την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας: «Ένα από τα σημαντικότερα καθήκοντα ήταν η προώθηση αυτόνομων κομματικών οργανώσεων του προλεταριάτου, καθώς κι ο εξοπλισμός των εργατών, με τη ρητή προειδοποίηση να μην παραδώσουν τα όπλα κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες» (υπογράμμιση δική μου, Α.Ι.) («Προσφώνηση της Κεντρικής Επιτροπής στην Ένωση των Κομμουνιστών το Μάρτη του 1850, Μαρξ-Ένγκελς, Διαλεχτά Έργα, τομ. 1, σελ. 117 κ. επ.).
Έτσι, τα κείμενα αυτά μας βοηθούν να κατανοήσουμε σωστά την έννοια της δικτατορίας του προλεταριάτου – που καταστάλαξε οριστικά μετά το τσάκισμα της Παρισινής Κομμούνας – χωρίς την αρνητική φόρτιση που η αντίδραση, αλλά και ο οπορτουνισμός φρόντισαν να αποκτήσει έπειτα. Μια «πικάντικη λεπτομέρεια» βλέποντας ιστορικά γεγονότα που έγιναν πολύ αργότερα, είναι ασφαλώς η φράση για την παράδοση των όπλων που δεν πρέπει να γίνει σε καμία περίπτωση.
Γενικό εκλογικό δικαίωμα
Σταθήκαμε περισσότερο στην δικτατορία του προλεταριάτου, γιατί η έννοια αυτή αντιπροσωπεύει την πεμπτουσία του ζητήματος της εξουσίας, αλλά στο βιβλίο των Χούαρ-Φέχνερ αναλύονται και άλλα θέματα-λάστιχο στην αστική ιστοριογραφία και πράξη. Στο θέμα του γενικού εκλογικού δικαιώματος μπαίνει η ανάλυση του τι είναι τάξη. Μια απλή κουβέντα είναι να λέμε «λαό». Τι καλύπτει, όμως; Σίγουρα όχι όλους. Κι εδώ πρόκειται, κατά Μαρξ, για μια συγκεκριμένη τάξη. Να τον ακούσουμε: «Τι είναι η θέληση όλου του λαού; Κατά τον Μαρξ, ο λαός διαιρείται σε κλειστές τάξεις και τάξεις που διάκεινται εχθρικά αναμεταξύ τους. Συνεπώς, η θέληση όλου του λαού αποτελείται από επιμέρους, αντιφατικές μεταξύ τους θελήσεις των κλειστών τάξεων και των τάξεων. Η θέληση του λαού είναι «το άθροισμα αντιφατικών μεταξύ τους θελήσεων»». Διακρίνει ο Μαρξ και ανάμεσα στη θέληση του λαού και τη θέληση της πλειοψηφίας σαν ενός μέρους του λαού. Αναλύοντάς το θα συμπεράνει: «[…] Η θέληση όλου του λαού είναι η θέληση μιας κυρίαρχης τάξης […]». Και γι αυτό, το γενικό εκλογικό δικαίωμα είναι «η μαγνητική βελόνα, που έστω και μετά από διάφορες ταλαντεύσεις, τελικά δείχνει αυτή την τάξη που καλείται να κυριαρχήσει» (σελ. 68/69). Φυσικά, πρέπει να διαβάσει κανείς όλο το βιβλίο για να κατανοήσει τις βαθύτερες φιλοσοφικές-κοινωνικές έννοιες όχι ξεκομμένες από τη ροή όλης της ανάπτυξης των συντακτών του βιβλίου.
Ένα αληθινό πανόραμα
Λίγα μπορούμε να πούμε σε ένα άρθρο. Γι’ αυτό, ενδεικτικά, αναφέρουμε τους τίτλους των κεφαλαίων για να μπορέσει ο κάθε «περίεργος» να πάρει μια πρώτη ιδέα: η εισαγωγή καταπιάνεται με τα βασικά χαρακτηριστικά της διαλεκτικής- υλιστικής αντίληψης της πολιτικής της εργατικής τάξης (1842-1848). Το δεύτερο κεφάλαιο αναφέρεται σε νέες διαπιστώσεις στη μαρξιστική αντίληψη της πολιτικής μέσω της αξιολόγησης των ταξικών αγώνων της περιόδου της επανάστασης 1848-1851 θίγοντας και το θέμα της φυσιογνωμίας των πολιτικών κομμάτων και πολιτικών ηγετών, καθώς και την πολιτική ψυχολογία των λαϊκών μαζών. Το τρίτο πραγματεύεται τη θεμελίωση της αντίληψης για την πολιτική στα οικονομικά κείμενα του Μαρξ (1850-1870) με αιχμές στη θέση των τάξεων απέναντι στην πολιτική σαν μη παραγωγική εργασία και την πολιτική θέση της εργατικής τάξης μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία και την αντανάκλαση της πολιτικής της εργατικής τάξης στο Κεφάλαιο. Στο τέταρτο κεφάλαιο έχουμε την ανάλυση και επιστημονική ερμηνεία νέων πολιτικών φαινομένων στον αγώνα της εργατικής τάξης στην περίοδο 1852-1871 από τους Μαρξ-Ένγκελς με τις απόψεις τους για το βοναπαρτισμό, τον αστικό κοινοβουλευτισμό ως μορφή άσκησης της πολιτικής εξουσίας της αστικής τάξης και το πέμπτο κεφάλαιο μιλάει για την ολοκλήρωση της αντίληψης των Μαρξ-Ένγκελς για την πολιτική κατά την περίοδο 1871-1895, όπως για την αναγκαιότητα της πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης και την επεξεργασία μιας επαναστατικής κοινοβουλευτικής τακτικής.
Ένα ολόκληρο πανόραμα λοιπόν ενός θέματος που δεν αγγίζεται εύκολα, αφού η προσέγγιση της αστικής ιστοριογραφίας επικεντρώνεται κυρίως στον «οικονομικό» και «ερμηνευτικό» Μαρξ και όχι στον οικουμενικό επιστήμονα-στοχαστή της ανατροπής των κοινωνικών δεδομένων με ταξικούς αγώνες. Συνιστούμε λοιπόν τη μελέτη αυτού του μικρού σε όγκο, αλλά μεγάλο σε ουσία βιβλίο των δύο αυτών Γερμανών επιστημόνων.