Πολλές αλληλοσυνδεόμενες «απειλές» για τις τράπεζες της Ευρωζώνης
Τι προτάσεις έκανε η Ντανιέλ Νουί;
Να μειώσουν όλες οι τράπεζες της Ευρωζώνης το λειτουργικό τους κόστος, να ενισχύσουν τους ισολογισμούς τους (δηλαδή, να βελτιώσουν τη σχέση εσόδων - εξόδων, τα στοιχεία ενεργητικού τους, να ξεμπερδέψουν από βαρίδια, όπως ζημιές από δάνεια), ενώ είπε ότι ετοιμάζονται νέες προτάσεις για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
Το ύψος αυτών των δανείων στην Ευρωζώνη ανέρχεται σχεδόν στο 1 τρισ. ευρώ (πάνω από 900 δισ. ευρώ). «Εχουμε πολλή δουλειά ακόμα να κάνουμε για την αντιμετώπιση στοιχείων ενεργητικού από προηγούμενες χρήσεις (legacy assets), ειδικά των μη εξυπηρετούμενων δανείων και θα επανέλθουμε γρήγορα με συγκεκριμένες προτάσεις», είπε. Τα «κόκκινα» δάνεια απασχολούν έντονα.
Προβλήματα στις τράπεζες
Φαίνεται
λοιπόν ότι το χρηματοπιστωτικό σύστημα των κρατών - μελών της Ευρωζώνης
αλλά και της ΕΕ έχει προβλήματα, που δείχνουν σημάδια αδύναμης
καπιταλιστικής ανάκαμψης και πιθανές δυσκολίες χρηματοδότησης
επενδύσεων. Αν και δε δίνουν όλα εκείνα τα στοιχεία από τα οποία μπορούν
να βγουν πιο ασφαλή συμπεράσματα, εντούτοις οι προτροπές της Ντανιέλ
Νουί σε συγκεκριμένους δείκτες φανερώνουν έστω και στη γενικότητά του το
πρόβλημα. Για παράδειγμα, τα «κόκκινα» δάνεια που έχουν αυξηθεί. Η
πλειοψηφία τους είναι επιχειρηματικά δάνεια. Από επιχειρηματικούς
ομίλους που είτε είναι ουσιαστικά σε πτώχευση λόγω κρίσης και διεθνούς
ανταγωνισμού, είτε λόγω κρίσης αδυνατούν να ανταποκριθούν επαρκώς στην
αποπληρωμή τους.Αλλά και για κρατικά δάνεια υπάρχουν φόβοι δυσκολιών αποπληρωμής, όπως π.χ. της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Φινλανδίας, της Ελλάδας, που λόγω ύφεσης, ή κρίσης, μπορεί να δείξουν ασυνέπεια στην αποπληρωμή τους, αλλά ακόμη και αν δεν δείχνουν, η κατάστασή τους εγκυμονεί κινδύνους για τη συνέπεια στην αποπληρωμή τους.
Η προτροπή για βελτίωση των ισολογισμών, με αιχμή το ενεργητικό τους σημαίνει, για παράδειγμα, αντιμετώπιση προβλημάτων από ομόλογα με κίνδυνο απαξίωσης. Επίσης, η προτροπή για μείωση του κόστους λειτουργίας σημαίνει μείωση εξόδων για αύξηση κερδών. Τα ομόλογα αντιπροσωπεύουν δάνεια.
Πράγματι, τα αρνητικά επιτόκια μειώνουν τα κέρδη των τραπεζών, ωθούν σε φυγή κεφαλαίων, δεν μπορούν να προσελκύσουν νέα κεφάλαια, άρα μειώνουν τη δυνατότητα ρευστότητάς τους.
Ορισμένα παραδείγματα
Στις
25/4/2016, σε αστικά ΜΜΕ εμφανίστηκε παρέμβαση της Ντανιέλ Νουί, που
έλεγε: «Πολλές τράπεζες της Ευρωζώνης δεν πληρούν τα κριτήρια
ρευστότητας της ΕΚΤ» (ομιλία σε συνέδριο στη Φρανκφούρτη), προβάλλοντας
την ανάγκη για την ταχύτερη ολοκλήρωση της τραπεζικής ένωσης
(«Bankingnews.gr»).Στις αρχές Μάρτη ο πρωθυπουργός της Ιταλίας δήλωνε στην ιταλική τηλεόραση Rai: «Αν ήμουν ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της Γερμανίας θα ανησυχούσα για τις γερμανικές τράπεζες». Μιλά ανοιχτά για προβλήματα στο τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας.
Οσο και αν οι δηλώσεις του εκφράζουν οξύτατους ανταγωνισμούς, δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά. Παράδειγμα, η μεγαλύτερη τράπεζα της Γερμανίας, η Deutsche Bank. Πρόσφατα ο «οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης» «Moody's» προχώρησε σε υποβάθμιση (κατά 1 βαθμίδα) το αξιόχρεο των ακάλυπτων ομολόγων της Deutsche Bank, αναφέροντας ότι η γερμανική τράπεζα αντιμετωπίζει αυξανόμενα προβλήματα στην προσπάθειά της να επιτύχει την αναστροφή της πορείας της («Bloomberg»).
Την ίδια ώρα και οι τράπεζες της Ιταλίας έχουν πρόβλημα. Η ΕΚΤ, μέσω του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), στις αρχές του 2016 είχε ζητήσει δεδομένα για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια που έχουν οι ιταλικές τράπεζες, μεταξύ των οποίων είναι οι Banca Monte dei Paschi di Siena, UniCredit, Banca Popolare dell'Emilia Romagna, Banco Popolare, Banca Popolare di Milano Scarl και Banca Carige.
Οι τράπεζες «θα υποβληθούν σε μια αξιολόγηση για τη στρατηγική, τη διακυβέρνηση, τις διαδικασίες και τη μεθοδολογία που ακολουθούν στο θέμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, μια δραστηριότητα που αυτή τη στιγμή βρίσκεται σε εξέλιξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο», ανέφερε ανακοίνωση του SSM.
Γενικότερα, η μετοχή της Deutsche Bank έχει υποχωρήσει κατά 41% από τις αρχές του 2016. Επίσης, η χρηματιστηριακή αξία της Barclays (βρετανική), της Societe Generale (γαλλική) έχει μειωθεί πάνω από 25%.
«Γιατί έχουν υποχωρήσει τόσο πολύ οι τιμές των τραπεζικών μετοχών; Οι τράπεζες παραμένουν ο αδύναμος κρίκος της αλυσίδας, εύθραυστες οι ίδιες αλλά και ικανές να προκαλέσουν ρωγμές γύρω τους.
Μεταξύ 4 Ιανουαρίου και 15 Φεβρουαρίου, ο S&P 500 σημείωσε πτώση 7,5% ενώ ο τραπεζικός δείκτης διολίσθησε 16,1%. Κατά την ίδια περίοδο, ο FTSE Eurofirst 300 κινήθηκε 9,5% χαμηλότερα, ενώ ο δείκτης για τις μετοχές των τραπεζών βούτηξε 19,5% (σ.σ. ευρωενωσιακοί τραπεζικοί δείκτες χρηματιστηρίων)» («Financial Times», «Euro2day» 25/2/2016).
Οι απειλές σύμφωνα με την ΕΚΤ
Σύμφωνα
με έκθεση της ΕΚΤ (Μάης 2016), αυξήθηκαν οι απειλές που αντιμετωπίζει
το τραπεζικό σύστημα της Ευρωζώνης. «Σε σύγκριση με την έκθεση του
Νοεμβρίου του 2015 έχουν αυξηθεί τα ρίσκα (...) Ταυτόχρονα όλες αυτές οι
απειλές συνδέονται μεταξύ τους και στην περίπτωση που συμβούν, θα
μπορούσαν να ενισχύσουν η μία την άλλη (...) Πράγματι, θα μπορούσαν να
ενισχυθούν όλες οι απειλές αν υποχωρήσει ο ρυθμός οικονομικής
ανάπτυξης».Η έκθεση τονίζει ότι παραμένουν προβλήματα που σχετίζονται με την υποτονική οικονομική ανάκαμψη, το μεγάλο λειτουργικό κόστος και το υψηλό επίπεδο μη εξυπηρετούμενων δανείων σε ορισμένα κράτη, τα οποία περιορίζουν την ικανότητα των τραπεζών να χορηγούν δάνεια καθώς και την κερδοφορία τους.
Η έκθεση της ΕΚΤ εστιάζει στους παρακάτω «κινδύνους»:
- Περαιτέρω αύξηση των ασφαλίστρων κινδύνου, η οποία ενδέχεται να προκληθεί από τις πιέσεις στις αναδυόμενες αγορές και από τις επίμονα χαμηλές τιμές των βασικών εμπορευμάτων.
- Ασθενείς προοπτικές κερδοφορίας για τις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες, με τη δυνατότητα χρηματοδότησης από την πλευρά των τραπεζών να περιορίζεται από τα ανεπίλυτα προβλήματα στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- Αυξανόμενες ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους κρατών - μελών, εν μέσω αυξημένης πολιτικής αβεβαιότητας και βραδείας ενίσχυσης του ονομαστικού ΑΕΠ.
- Αβεβαιότητα στον τομέα των επενδύσεων, που ενδέχεται να ενισχυθεί από τους κινδύνους ρευστότητας και τις δευτερογενείς επιπτώσεις στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Ολοι οι πιο πάνω φόβοι για την πορεία των τραπεζών της Ευρωζώνης αντανακλούν κινδύνους κι άλλης απαξίωσης, δηλαδή καταστροφής κεφαλαίου, αποτελούν σημάδια αδυναμίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος να συμβάλει σε μια δυναμική καπιταλιστική ανάκαμψη και εκφράζουν κινδύνους ταυτόχρονα για πισωγύρισμα σε ύφεση. Βεβαίως, οι προτροπές της Νουί σε σχέση με τα «κόκκινα» δάνεια, το ενεργητικό, τη βελτίωση των ισολογισμών, αντικειμενικά ωθούν σε απαξίωση κεφαλαίου, αλλά ταυτόχρονα οδηγούν σε εξυγίανση των τραπεζών. Αλλά με τα «κόκκινα» δάνεια υπάρχει κίνδυνος για ζημιά σε άλλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις, ενώ η σύνδεση με το κρατικό χρέος είναι πιο μεγάλος πονοκέφαλος, ως ενδεχόμενο να μην πάρουν οι τράπεζες πίσω κεφάλαια που τα έχουν ανάγκη για να δανειοδοτούν.
Και οι αρρυθμίες στο τραπεζικό σύστημα είναι για τον καπιταλισμό κίνδυνος αφού είναι η καρδιά της οικονομίας. Και εδώ εμφανίζεται ο φαύλος κύκλος της κρίσης.
Ο Βρετανός πρώην κεντρικός τραπεζίτης
Στο
νέο του βιβλίο «Το τέλος της Αλχημείας», ο πρώην διοικητής της Τράπεζας
της Αγγλίας Mervyn King προβαίνει σε έναν τολμηρό ισχυρισμό:
«Ανεξάρτητα από το πόσο τελειοποιημένοι είναι οι κανονισμοί μας,
ανεξάρτητα από το πόσο αναλυτική είναι η διαχείριση κινδύνων, δεν
μπορούν να αντιμετωπίσουν σωστά τους κινδύνους που παρουσιάζει το
χρηματοπιστωτικό σύστημα στην παρούσα μορφή του.Πριν τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, οι επονομαζόμενες διεθνείς ρυθμιστικές αρχές απαιτούσαν από τις τράπεζες να αξιολογούν την επικινδυνότητα των επενδύσεών τους με ένα μέτρο που είναι γνωστό ως "αξία σε κίνδυνο" - μία εκτίμηση για το πόσα θα μπορούσαν να χάσουν, με δεδομένο το πρόσφατο ιστορικό τιμών, σε μία πολύ κακή ημέρα (φερ' ειπείν τη χειρότερη στις εκατό). Από το 2019, θα πρέπει να χρησιμοποιούν ένα νέο μέτρο, γνωστό ως το αναμενόμενη απομείωση κινδύνου, το οποίο υποτίθεται ότι θα κάνει καλύτερη δουλειά στην αποτύπωση του είδους των σοβαρών ζημιών που μπορούν να προκύψουν σε μία κρίση.
Ο υπολογισμός καθενός από τα δύο μέτρα συνεπάγεται (...) την υπόθεση ότι το μέλλον θα μοιάζει κάπως με το παρελθόν. Αυτό είναι ένα ελάττωμα από μόνο του, διότι οι κανονισμοί, η τεχνολογία και οι πολιτικές και οικονομικές συνθήκες αλλάζουν συνεχώς, καθιστώντας το μέλλον κατά κανόνα νέο και διαφορετικό» («Bloomberg», «Capital.gr» 24/5/2016).
Δείχνει άγχος για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει το τραπεζικό σύστημα, τις δυσκολίες στην πρόβλεψη αλλά και στην αντιμετώπισή τους, ζητήματα που έχουν να κάνουν βασικά με τη δυνατότητα πρόβλεψης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης (οι οικονομικές συνθήκες αλλάζουν, λέει), αλλά και την αντιμετώπισή της (η αποφυγή είναι αδύνατη).
Ο μονόδρομος των εργαζομένων
Οι
αστοί «έχουν τα γένια (τα ζόρια), έχουν και τα χτένια (ας βρουν λύση)»,
θα μπορούσε κάποιος να πει. Βεβαίως, τη νύφη την πληρώνουν η εργατική
τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα, αφού η πολιτική διαχείρισης της κρίσης
ασκείται σε όφελος του κεφαλαίου και μεταφέρει τις συνέπειές της στις
πλάτες τους. Η εργατική δύναμη είναι η πρώτη παραγωγική δύναμη που
καταστρέφεται. Απ' αυτήν τη σκοπιά την ενδιαφέρει, από τη σκοπιά
διεξόδου σε όφελός της. Ακόμη και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ο
λαός την πληρώνει. Υπάρχει πείρα στην Ελλάδα και για τις τράπεζες και
για την κρίση. Τα προβλήματα των τραπεζών δείχνουν αδυναμίες στην
καπιταλιστική οικονομία, τις οποίες η ταξική πάλη πρέπει να κάνει
ανυπέρβλητες, φόβους των αστών για αστάθεια, που οι εργαζόμενοι πρέπει
να εκμεταλλευτούν σε όφελός τους.Μονόδρομος είναι ο αγώνας για την κάλυψη των απωλειών τους στην κρίση, για την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών τους. Και θα το καταφέρουν αν το εργατικό - λαϊκό κίνημα παλεύει σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή ρότα, ενισχύει την ταξική ενότητα των εργατών, τη λαϊκή συμμαχία, για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, για την εργατική - λαϊκή εξουσία, που θα κοινωνικοποιήσει τα μονοπώλια για να βάλει στην υπηρεσία της λαϊκής ευημερίας την οικονομία.
Λ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου