Η ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΜΕ ΟΡΙΖΟΝΤΑ ΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΝΕΟΥ ΠΟΛΟΥ
του Κώστα Μπορμπότη
Ο οπορτουνισμός αποτελεί κοινωνικό ρεύμα το οποίο εκφράζει την επίδραση της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα και ως τέτοιο ασκεί πίεση στο Κομμουνιστικό Κόμμα για συμβιβασμό με τον καπιταλισμό, για αποκήρυξη των επαναστατικών σκοπών του, για περιορισμό του στο πλαίσιο των αστικών θεσμών και των επιδιώξεων της αστικής τάξης ή τμημάτων της. Έχει ως υλική, κοινωνική βάση κυρίως τη λεγόμενη εργατική αριστοκρατία σε ιδιωτικό και κρατικό τομέα. Η πίεση που ασκεί ο οπορτουνισμός, η οποία μπορεί να συνοδεύεται και από επαναστατική λογοκοπία, γίνεται πάντα στο όνομα της ανάγκης συμμαχιών, ελιγμών, προσαρμογής σε εξελίξεις ή στον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων.
Από τα παραπάνω απορρέει ότι οι οπορτουνιστικές αντιλήψεις έχουν αντικειμενικά κοινό «πυρήνα» με την αστική ιδεολογία και πολιτική. Αυτό εκφράζεται τόσο στο γεγονός ότι οι πολιτικοί φορείς του οπορτουνισμού αναπτύσσουν συγκλίσεις με τα αστικά κόμματα όσο και στο γεγονός ότι ιστορικά έχει παρατηρηθεί αρκετές φορές το φαινόμενο οπορτουνιστικά κόμματα να μετατρέπονται σε κόμματα αστικής διακυβέρνησης, δηλαδή σε κόμματα που αντικειμενικά απεμπολούν σε μεγάλο βαθμό τον οπορτουνιστικό τους χαρακτήρα. Αυτό το τελευταίο δε σημαίνει φυσικά ότι δεν ενδέχεται να διατηρούν οπορτουνιστικές αναφορές, ακόμα και αντίστοιχες ομάδες στο εσωτερικό τους, ωστόσο από τη στιγμή που διαχειρίζονται από κυβερνητικές θέσεις τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, αυτές οι αναφορές έρχονται σε δεύτερη μοίρα και αξιοποιούνται προς όφελος του εγκλωβισμού λαϊκών δυνάμεων στις αστικές επιδιώξεις.
Τα παραπάνω είναι απαραίτητα για να κατανοηθεί η κινητικότητα στο χώρο του οπορτουνισμού και στη χώρα μας. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε το βασικό φορέα του οπορτουνισμού στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα κόμμα με πυρήνα το «Συνασπισμό της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας», τη μετεξέλιξη του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» που συγκροτήθηκε όταν ο ομώνυμος συνασπισμός κομμάτων μετατράπηκε το 1991 σε διακριτό πολιτικό φορέα με την προσχώρηση σε αυτόν πολλών μελών και στελεχών που αποχώρησαν από το ΚΚΕ. Πρόκειται με άλλα λόγια για ένα κόμμα, η «ραχοκοκαλιά» του οποίου προήλθε από το ίδιο το ΚΚΕ την περίοδο των αντεπαναστατικών ανατροπών της περιόδου 1989-1991.
Η συγκρότηση του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» σε διακριτό πολιτικό φορέα του οπορτουνισμού, σε ανοιχτή αντιπαράθεση με το ΚΚΕ, έδειξε από τις πρώτες της μέρες τη σύγκλισή του με τα αστικά κόμματα (υπερψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, συμμετοχή στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το «Μακεδονικό», ενθουσιασμός για την αντεπανάσταση στ’ όνομα της «ανανέωσης» του σοσιαλισμού κ.ά.). Τις επόμενες δύο δεκαετίες η θέση αυτού του κόμματος (με τις μικρές μετονομασίες του) στον οπορτουνιστικό χώρο ήταν κυρίαρχη, εξαναγκάζοντας τις υπόλοιπες οπορτουνιστικές ομάδες να δρουν ως «δορυφόροι» του. Το γεγονός αυτό εκφράστηκε και στη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2004 ως εκλογική συμμαχία μιας σειράς οπορτουνιστικών πολιτικών φορέων με πυρήνα το Συνασπισμό, η οποία μετεξελίχτηκε σε ενιαίο κόμμα μετά από τις εκλογές του Μάη του 2012, μπροστά στο ενδεχόμενο ανάληψης της αστικής διακυβέρνησης.
Η προοπτική αυτή και η πραγματοποίησή της στις εκλογές του Γενάρη του 2015 τροφοδότησε μια έντονη κινητικότητα στο χώρο του οπορτουνισμού. Η «αναβάθμιση» του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα της αστικής διακυβέρνησης «ανακάτεψε τη σούπα» μεταξύ των πολιτικών φορέων του οπορτουνισμού. Αυτή η κινητικότητα άγγιξε σε μεγάλο βαθμό μια σειρά οπορτουνιστικά κόμματα τα οποία αντικειμενικά παρουσίαζαν συγκλίσεις με το ΣΥΡΙΖΑ όλη την προηγούμενη περίοδο, τόσο στη θεωρητική και πολιτική τους ανάλυση (π.χ. Μεταβατικό Πρόγραμμα) όσο και στην πολιτική και συνδικαλιστική τους πρακτική (π.χ. στήριξη της αστικής διαπραγμάτευσης, στάση στο δημοψήφισμα, συνεργασίες στο συνδικαλιστικό κίνημα).
Η ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Η αναμόρφωση αυτή του οπορτουνιστικού χώρου επιταχύνθηκε ιδιαίτερα μετά από την ψήφιση του 3ου Μνημονίου το προηγούμενο καλοκαίρι και την ακόλουθη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Η επίδραση αυτών των «κυματισμών» ακούμπησε το σύνολο των οπορτουνιστικών κομμάτων και ομάδων που προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη από αυτήν τη «μετατόπιση» του ΣΥΡΙΖΑ. Ενδεικτικός αυτής της φιλοδοξίας είναι ο τρόπος με τον οποίο σκιαγραφείται το νέο πολιτικό τοπίο από εκπρόσωπο της ομάδας Εργατικός Αγώνας (ΕΑ): «Η συντηρητική μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί πολιτικό κενό. Όπως στη φύση, έτσι και στην πολιτική, κενό δεν μπορεί να υπάρχει»1.
Αποτέλεσμα αυτής της κινητικότητας ήταν η αποχώρηση του «Αριστερού Ρεύματος» από το ΣΥΡΙΖΑ και η συγκρότηση, μαζί με άλλες ομάδες, διακριτού πολιτικού φορέα (ΛΑΕ). Αντίστοιχες ήταν και οι εξελίξεις στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την οποία αποχώρησαν λίγο πριν τις εκλογές οι οργανώσεις ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ, που εντάχτηκαν στη ΛΑΕ.
Υπενθυμίζουμε ότι το προηγούμενο διάστημα οι επαφές ανάμεσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ είχαν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συζητιέται η κοινή εκλογική κάθοδος στις εκλογές του Σεπτέμβρη, ενδεχόμενο το οποίο δεν ευοδώθηκε στο «παρά πέντε». Όσον αφορά την αιτιολόγηση αυτής της «αποτυχίας», αυτή έγινε στη βάση των διαφωνιών στον προσδιορισμό του «βάθους» του ΟΧΙ και της αδυναμίας «δημοκρατικής οργάνωσης» του μετώπου2. Πρόκειται για διαφωνίες «στα σημεία», που ενδέχεται στο μέλλον να αναιρεθούν, και όχι για ιδεολογικό-πολιτικό χάσμα. Η ίδια η επιδίωξη του εγχειρήματος αναδεικνύει άλλωστε με καθαρό τρόπο τη συγγένεια γραμμής ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ και το κοινό έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι αντιφατικές σχέσεις μεταξύ των οπορτουνιστικών κομμάτων.
Αυτή η συνεχής αναζήτηση συγκλίσεων και συντονισμού της δράσης δεν περιορίζεται μόνο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο σχεδόν των οπορτουνιστικών κομμάτων και ομάδων. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν: α) Το κάλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα «κόμματα και τις οργανώσεις της μαχόμενης Αριστεράς» για «κοινή δράση στο μέτωπο του Ασφαλιστικού» (και οι συναντήσεις που ακολούθησαν), β) η κοινή ανακοίνωση ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ για το Ασφαλιστικό και η κοινή ανακοίνωση ΑΝΤΑΡΣΥΑ μαζί με μια σειρά άλλες οπορτουνιστικές ομάδες για το ίδιο θέμα, γ) η διοργάνωση διάφορων κοινών εκδηλώσεων με «κορυφαία» εκπροσώπηση στελεχών, όπως, π.χ. στις 11 Νοέμβρη 2015 όπου συμμετείχαν στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (Α. Χάγιος), της ΛΑΕ (Π. Λαφαζάνης) και του Εργατικού Αγώνα (Β. Καλαματιανός), αλλά και σε τοπικό επίπεδο, όπως, π.χ., μεταξύ των τοπικών οργανώσεων ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ-ΕΑ στη Λευκάδα στις 9 Απρίλη 2016, δ) η διοργάνωση κοινών μαθημάτων «μαρξισμού» (Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών, Σύλλογος Κορδάτος, Όμιλος Μελέτης Επαναστατικής Θεωρίας - ομάδα Πατέλη) κ.ά.
Σε οργανωτικό επίπεδο, αυτές οι «αναζητήσεις» προσανατολίζονται στη διερεύνηση της δυνατότητας σχηματισμού κάποιου «κοινωνικο-πολιτικού» μετώπου (όπως κι αν ονομάζεται αυτό από την κάθε δύναμη), ενώ αυξανόμενες είναι οι αναφορές στην αναγκαιότητα δημιουργίας σε μια πορεία νέου εργατικού κόμματος, στην ουσία νέου οπορτουνιστικού κόμματος που θα φέρει τον τίτλο «κομμουνιστικό». Στις δυνάμεις που προτάσσουν έναν τέτοιο στόχο συγκαταλέγονται το ΝΑΡ –που τα τελευταία χρόνια ως αποκορύφωμα του οπορτουνισμού του προσπαθεί να επανοικειοποιηθεί τον όρο «κομμουνιστικό» τον οποίο είχε αποποιηθεί με το κύμα της αντεπανάστασης και την ίδρυσή του ως πολιτικό κόμμα (1989)– καθώς και οι οπορτουνιστικές ομάδες ΕΑ και Σύλλογος Κορδάτος (ΣΚ).
Οι ζυμώσεις και η αντιπαράθεση σε αυτά τα ζητήματα εκφράζονται και στο εσωτερικό των ήδη διαμορφωμένων μετωπικών σχημάτων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, όπου διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις στο ζήτημα της φυσιογνωμίας τους ως φορέων συνεργασίας. Στην πρόσφατη 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αυτό αποτυπώθηκε στις ψηφοφορίες για την πολιτική απόφαση και την πρόταση για την οργανωτική ανασυγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η πολιτική απόφαση δεν υπερψηφίστηκε από το ΣΕΚ και την ΟΚΔΕ. Το ίδιο συνέβη και με την πρόταση που αφορούσε τη μετατροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε «ενιαίο, μετωπικό πολιτικό φορέα», η οποία στηρίχτηκε από το ΝΑΡ, αλλά δεν υπερψηφίστηκε από το ΣΕΚ και άλλους, με αποτέλεσμα να μη συγκεντρώσει την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία και να «μπλοκαριστεί».3
Στη ΛΑΕ, η οποία βαδίζει προς Πανελλαδική Συνδιάσκεψη (που είναι προγραμματισμένη για το Μάη, αλλά όπως γράφεται πιθανά καθυστερεί λόγω διαφωνιών), διεξάγεται μια συζήτηση σε σχέση με τη συγκρότησή της ως «κόμμα» ή «μέτωπο», με άλλες δυνάμεις να τονίζουν το μετωπικό χαρακτήρα του εγχειρήματος και άλλες να θεωρούν ξεπερασμένο το διαχωρισμό «κόμμα-μέτωπο».4 Εν μέσω αυτής της συζήτησης, η κίνηση του Αριστερού Ρεύματος (που αποτελεί και τη βασική δύναμη της ΛΑΕ) να συγκροτηθεί σε πολιτική κίνηση στις αρχές Απρίλη προεξοφλεί de facto μια μετωπική φυσιογνωμία της ΛΑΕ με κόμματα-συνιστώσες, λίγο πολύ όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.5
Σκοπός του άρθρου είναι να περιγράψουμε αυτές τις διεργασίες ανάμεσα στα κόμματα και τις ομάδες του οπορτουνιστικού χώρου. Πέρα από επιμέρους τυχοδιωκτισμούς, επιδιώξεις και καιροσκοπισμούς που πάντα συνοδεύουν τις διεργασίες στο χώρο του οπορτουνισμού, θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε στα βασικά πεδία συγκλίσεων και αποκλίσεων μεταξύ των διάφορων οπορτουνιστικών δυνάμεων.
Τα σημεία αυτά αφορούν κυρίως τα εξής: α) Τη στάση τους απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, β) την προοπτική που προβάλλεται από ορισμένες ομάδες για τη συγκρότηση νέου ΚΚ, γ) την αντίληψή τους για την ανάγκη ύπαρξης μεταβατικού προγράμματος και κατ’ επέκταση τη στάση τους απέναντι στο ζήτημα της διακυβέρνησης σε καπιταλιστικό έδαφος, δ) τη στάση τους στο εργατικό-λαϊκό κίνημα. Σημεία αποκλίσεων καταγράφονται και σε άλλα ζητήματα, όπως η αναγκαιότητα ή όχι της πολιτικής επανάστασης ως μέσο για την κοινωνική αλλαγή, η στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και άλλα, στα οποία όμως δεν μπορούμε να σταθούμε στο πλαίσιο αυτού του άρθρου.
Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΡΙΖΑ
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση δεν είναι μόνο επιβεβαίωση της χρεοκοπίας της λογικής της «κυβερνώσας Αριστεράς», αλλά και της γραμμής ανοχής απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ που ακολούθησαν όλα τα κόμματα και οι ομάδες του οπορτουνιστικού ρεύματος, ακόμη και μετά από τις εκλογές του Γενάρη του 2015. Στο έδαφος τόσο αυτής της χρεοκοπίας όσο και της προσμονής άμεσης απόσπασης ενός κομματιού της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, οι πολιτικοί σχηματισμοί του οπορτουνισμού προχωρούν σε μια αναπροσαρμογή της στάσης τους απέναντί του. Ο προσδιορισμός του χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και της στάσης της κάθε οπορτουνιστικής ομάδας απέναντί του αποτελούν βασικό στοιχείο της τρέχουσας κινητικότητας.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αναγνωρίζοντας αυτήν την ανάγκη προσαρμογής, εκτιμάει στην πρόσφατη Συνδιάσκεψή της ότι: «Σοβαρό στοιχείο των πολιτικών εξελίξεων είναι η επιταχυνόμενη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και συνακόλουθα η δυνατότητα πολιτικού απεγκλωβισμού εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων και νέων από την επιρροή του». Εκτιμάει ότι υπάρχει ένα «πλατύ λαϊκό αγωνιστικό ρεύμα, που συνεχίζει να αναζητά προς τα αριστερά» και γι’ αυτό καθορίζει ότι πρέπει να εκπονηθεί ένα «πολιτικό σχέδιο αντιπολίτευσης, αντίστασης και αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης. Ένα σχέδιο για την αντεπίθεση των αγώνων και τη διεκδίκηση μιας νέας αντικαπιταλιστικής ηγεμονίας […] με στόχο τη διαμόρφωση εκείνου του κινήματος και εκείνης της Αριστεράς που θα φτάσουν τη μάχη μέχρι τη νίκη». Σε αυτήν τη βάση κάνει λόγο για ανάγκη «ανασυγκρότησης», «επανεξοπλισμού», «μετασχηματισμού» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.6
Το ζήτημα μάλιστα του χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και της στάσης απέναντί του αποτέλεσε ένα από τα σημεία τριβής ανάμεσα στις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην 3η της Συνδιάσκεψη. Η αντιπαράθεση κινήθηκε χοντρικά ανάμεσα στην απόχρωση που υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε «αναπότρεπτη διαδικασία μετατροπής του σε αστικό σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα», θέση την οποία πρόβαλε κυρίως το ΝΑΡ και υιοθετήθηκε τελικά στην πολιτική απόφαση, και την απόχρωση του ΣΕΚ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παραμένει ένα κόμμα της «ρεφορμιστικής Αριστεράς».
Η αντιπαράθεση αυτή είναι εγκλωβισμένη στο αν ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αποτελεί ένα «συγγενές» κόμμα ή είναι ένα κόμμα που ήταν «μέχρι χτες» συγγενές. Δεν ανοίγει μέτωπο με την ίδια τη λογική που ανέδειξε το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, με τις αυταπάτες, τον κυβερνητισμό, την ανάθεση, που και η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ άλλωστε καλλιέργησε. Σε όλη την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τη διακυβέρνηση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πήγαινε χέρι-χέρι μαζί του. Συμμετείχαν από κοινού στα σχέδια παραπλάνησης του λαού, στις πλατείες των «αγανακτισμένων», στα διάφορα αντιμνημονιακά μέτωπα, στην καλλιέργεια της αυταπάτης περί «φιλολαϊκής» κυβερνητικής εναλλαγής χωρίς ρήξη με την αστική εξουσία, σε όλα αυτά δηλαδή που προετοίμασαν το έδαφος για την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση.
Γι’ αυτό και οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχαν χαιρετήσει με ενθουσιασμό το εκλογικό αποτέλεσμα του Γενάρη του 2015. Το ΝΑΡ εκτιμούσε ότι: «Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου σηματοδοτούν αλλαγή σελίδας […] Εκφράζει την ελπίδα για μια πολιτική με φιλολαϊκό προσανατολισμό. Έχει ιδιαίτερη σημασία πως ο λαός αψήφησε τις απειλές και την τρομοκρατία των συστημικών κέντρων και ΜΜΕ, ξεπέρασε το φόβο και μαύρισε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ»7. Το ΣΕΚ θριαμβολογούσε λέγοντας ότι: «Τα αποτελέσματα των εκλογών της 25 Γενάρη καταγράφουν μια σαρωτική στροφή προς τα αριστερά»8. Για να μη θυμηθούμε τους διθυράμβους στελεχών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως ο Γ. Δελαστίκ σε άρθρα με τίτλους όπως «Μπορεί να απλωθεί σ’ όλη την Ευρώπη η ελληνική εξέγερση;» όπου ανέφερε: «Τα “όχι” που εισέπραξε ο Σουλτς από τον Τσίπρα και οι πολιτικές ...φάπες που άρπαξε ο Γερούν Ντάισελμπλουμ από τον Γιάνη Βαρουφάκη, με αποτέλεσμα να μην ξέρει από πού να φύγει, έκαναν έξω φρενών τους Γερμανούς, που δεν είναι καθόλου συνηθισμένοι να μην τους υπακούν αμέσως οι υποτελείς τους!»9.
Στον αντίποδα κινήθηκε το ΚΚΕ, το οποίο στις πρώτες εκτιμήσεις της ΚΕ, την επόμενη κιόλας μέρα των εκλογών, επισήμανε ότι η λαϊκή στήριξη στο ΣΥΡΙΖΑ «είναι ψήφος που περιέχει προσδοκία μειωμένων απαιτήσεων και αυταπατών για το χαρακτήρα της ΕΕ. Δεν είναι ψήφος συνολικής αποδοχής και απαίτησης για ικανοποίηση των πραγματικών σύγχρονων εργατικών, λαϊκών αναγκών», ενώ διακήρυσσε καθαρά ότι «η κυβερνητική εναλλαγή και η ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ δε συνιστά πολιτική αλλαγή υπέρ του λαού. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ θα συνεχίσει τις αντιλαϊκές δεσμεύσεις της χώρας στην ΕΕ και τους δανειστές και φυσικά αυτό θα είναι ανάσα στο αστικό πολιτικό σύστημα, που επιδιώκει την πιο βαθιά ενσωμάτωση του λαού μέσα από την ανασύνθεση του αστικού κομματικού συστήματος, σε μια κρίσιμη στιγμή για το λαό και το κίνημά του»10. Αυτή η θέση επιβεβαιώθηκε και όχι η αυταπάτη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ασκούσε μια φιλολαϊκή διακυβέρνηση.
Η προσέγγιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραγνωρίζει τους παράγοντες που ανέδειξαν το ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικό κόμμα, το ρόλο που του ανατέθηκε από το κεφάλαιο. Ωραιοποιεί τη διαδικασία ανάδειξής του στη διακυβέρνηση, παρουσιάζοντάς την ως προϊόν ριζοσπαστικοποίησης και ανόδου του κινήματος και όχι ως επιλογή της αστικής τάξης, και γι’ αυτό απευθύνεται στο εκλογικό του ακροατήριο με όρους «Αριστεράς» και όχι με όρους ταξικής αφύπνισης.
Ο προβληματισμός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που περιγράψαμε σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνεται γλαφυρά από άρθρο στελέχους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΣΕΚ) που αναφέρει: «Η συζήτηση γύρω από το χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τα παραπάνω ζητήματα, αν θέλουμε να έχει μια λογική συνέχεια η τακτική μας. Διότι αν αποδεχτούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκει πλέον στη ρεφορμιστική Αριστερά, τότε θα πρέπει να εξηγήσουμε γιατί διεκδικούμε κοινή δράση με τον κόσμο ενός αστικού κόμματος»11. Σε αυτήν τη βάση το ΣΕΚ προωθεί κοινή δράση ακόμη και με βουλευτές του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ σε ζητήματα όπως, για παράδειγμα, ο αντιρατσισμός, ο αντιφασισμός κλπ., ελπίζοντας σε «ανταρσίες μέσα και έξω από το ΣΥΡΙΖΑ»12.
Στην πραγματικότητα ο απεγκλωβισμός δυνάμεων από το ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει όχι με «επιθέσεις φιλίας», αλλά μόνο με την αποκάλυψη του ρόλου του και την αντιπαράθεση μαζί του σε όλα τα επίπεδα, στην ιδεολογία, στην πολιτική, στο εργατικό κίνημα. Μόνο έτσι, μόνο μέσα από την όξυνση της ταξικής πάλης σε όλες της τις μορφές μπορούν τα λαϊκά στρώματα που στήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ να εξάγουν συμπεράσματα από τις αυταπάτες που καλλιέργησε και το ανέφικτο της γραμμής που υποσχόταν φιλολαϊκή πολιτική χωρίς ρήξη με το κεφάλαιο.
Η συζήτηση αυτή αποτέλεσε κομμάτι μιας πιο διευρυμένης αντιπαράθεσης σχετικά με την πολιτική συμμαχιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θυμίζουμε ότι στις εκλογές του Γενάρη του ’15 η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε κατέβει μαζί με το ΜΑΡΣ (Σχέδιο Β΄) του Α. Αλαβάνου και όταν το Σεπτέμβρη το ΜΑΡΣ προσχώρησε μαζί με τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη ΛΑΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέληξε σε κοινή εκλογική κάθοδο με το τροτσκιστικό ΕΕΚ, το οποίο σε προηγούμενη φάση θεωρήθηκε ότι δε χώραγε στο «άνοιγμα» προς τον Α. Αλαβάνο. Ο τυχοδιωκτισμός δεν αφορά μόνο τις αλλεπάλληλες εκλογικές συγκολλήσεις (με δυνάμεις που εμφανίζονται ως αποκλειόμενες σε άλλη φάση), αλλά και το ότι στα ντοκουμέντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν εμφανίζεται η παραμικρή αποτίμηση, θετική ή αρνητική.
Όλες αυτές οι δυνάμεις, λιγότερο ή περισσότερο η καθεμία, βλέπουν την πολιτική συμμαχιών ως μια υπόθεση πολιτικής συνεργασίας μεταξύ κομμάτων και ομάδων. Γι’ αυτό και βρίσκονται σε ένα φαύλο κύκλο προσέγγισης και αντιπαραθέσεων, φραστικών ακροβατισμών και διατυπώσεων σε κείμενα που τους ικανοποιούν όλους. Πρέπει να σημειώσουμε ότι, πέρα από τα αντικειμενικά περιθώρια προσεγγίσεων στο έδαφος κοινών στρατηγικών αποδοχών (στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια), ιδιαίτερο ρόλο στην κινητικότητα αυτή παίζει η πολιτική συγκυρία και οι εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα. Πρόκειται για στάση που απορρέει από την επιδίωξη πολιτικών συνεργασιών με άλλα κόμματα και από την αντίληψη ότι η ρευστότητα στο αστικό πολιτικό σκηνικό αποτελεί από μόνη της παράγοντα αστάθειας της αστικής εξουσίας και μπορεί μέσω των επιτυχημένων πολιτικών συμμαχιών να αξιοποιηθεί προς όφελος της σύγκρουσης με το κεφάλαιο.
Μια παρόμοια συζήτηση, με άξονα το χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και τη στάση απέναντί του, εξελίσσεται αυτήν την περίοδο και στη ΛΑΕ ενόψει της Πανελλαδικής της Συνδιάσκεψης. Πρόκειται για μια συζήτηση που αντικειμενικά αφορά τόσο την εκτίμηση για την πολιτική του Αριστερού Ρεύματος, όσο ήταν ακόμη τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και την πολιτική της ΛΑΕ σήμερα. Ένα από τα σημεία τριβής σε αυτήν τη φάση βρίσκεται στο αν η «μνημονιακή μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προϊόν «προδοσίας» της ηγετικής του ομάδας γύρω από τον Α. Τσίπρα –και επομένως δεν ήταν αναγκαστική η κατάληξη στο συμβιβασμό– ή αν υπήρχαν από πριν στοιχεία που προέγραφαν αυτήν την πορεία.
Τα στελέχη του πρώην Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της ΛΑΕ, υποστηρίζουν σε γενικές γραμμές ότι δε φταίει η πολιτική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ γενικά, αλλά η συμβιβαστική πολιτική της ηγετικής του ομάδας από ένα σημείο και μετά. Στη Διακήρυξη της ΛΑΕ αυτό περιγράφεται ως «οδυνηρή συνθηκολόγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στους εκβιασμούς των δανειστών», «τραγική μετάλλαξη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ…»13. Αυτό, πέρα από το ότι αποκρύπτει τις ευθύνες του Αριστερού Ρεύματος και των στελεχών του που ανέλαβαν υπουργικά χαρτοφυλάκια (πλευρά στην οποία δέχονται κριτική και εκ των έσω από δυνάμεις της ΛΑΕ), είναι η πιο καλή απόδειξη της συνέχειας που υπάρχει μεταξύ της πολιτικής διαχείρισης που πρόβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν τις εκλογές του Γενάρη του 2015 και της πρότασης της ΛΑΕ, και κατ’ επέκταση της ευστοχίας του χαρακτηρισμού της ΛΑΕ από το ΚΚΕ ως ΣΥΡΙΖΑ Νο 2. Αυτό άλλωστε συμπυκνώνει και η ακόλουθη φράση-προτροπή του Δ. Στρατούλη: «Να κάνουμε όσα έπρεπε να κάνει και δεν έκανε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ»14.
Άλλα στελέχη και συνιστώσες της ΛΑΕ υποστηρίζουν ότι πρέπει να κρατηθούν μεγαλύτερες αποστάσεις από την προηγούμενη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, η Ε. Πορτάλιου λέει: «Τι συνέβη με το ΣΥΡΙΖΑ; Βάδιζε όντως αντιμνημονιακά και μεταλλάχθηκε; Δεν είχε υπολογίσει, λόγω ενός αστόχαστου κοινοβουλευτισμού, […] ότι θα πρέπει να πραγματοποιήσει μια μεγάλη σύγκρουση, αβέβαιης έκβασης; Στελέχη της Λαϊκής Ενότητας, που ομιλούν δημόσια, στην ουσία υιοθετούν την ερμηνεία της προδοσίας, που δεν εξηγεί τίποτε […] Ιδιαίτερα οι σύντροφοι που ήταν κοντά στο εξωθεσμικό προεδρικό κέντρο πρέπει να βοηθήσουν να κατανοήσουμε αν η μετάλλαξη του κατά δήλωση αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ ήταν προδιαγεγραμμένη ή προσχεδιασμένη»15.
Σε κείμενο-παρέμβαση που δημοσιεύτηκε με τις υπογραφές 56 μελών και φίλων της ΛΑΕ –ανάμεσα τους ο Δ. Μπελαντής, (ο οποίος τελευταία αποχώρησε από το Αριστερό Ρεύμα, παραμένοντας στη ΛΑΕ και ασκώντας κριτική στην πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία της), ο Στ. Κουβελάκης κ.ά.– ανοίγεται μια εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεσης με την ηγεσία της ΛΑΕ. Αφού στηλιτεύεται η λειτουργία της μιλώντας για «ολιγαρχική ηγεσία» και «ανέλεγκτους πολιτικούς και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς», αναφέρεται ότι χρειάζεται «πλήρες ξεκαθάρισμα των σχέσεων με το μνημονιακό/κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, κόψιμο των υπαρκτών ομφάλιων λώρων». Πιο συγκεκριμένα σημειώνεται: «Δε μας είναι καθόλου κατανοητή η συνέχιση της συνύπαρξης σημαντικών στελεχών μας με το μηχανισμό της “Δύναμης Ζωής” στην Περιφέρεια Αττικής, και μάλιστα από υπεύθυνες στελεχικές θέσεις. Αλλά και στους εργασιακούς συνδικαλιστικούς χώρους, δεν είναι δυνατό να αφήνουμε περιθώρια συνύπαρξης σε κοινές συνδικαλιστικές παρατάξεις με δυνάμεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού, όπως αυτές του ΣΥΡΙΖΑ». Στο επίπεδο της πολιτικής γραμμής προτείνουν «προγραμματικό εμπλουτισμό», στην ουσία προσθέτοντας το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ, εκτός από την Ευρωζώνη, λέγοντας ότι «πρέπει να διασαφηνιστεί το ζήτημα της ωριμότητας της ρήξης με την Ευρωζώνη και την ΕΕ, διαδικασίες οι οποίες είναι μεταξύ τους αλληλένδετες και αλληλοτροφοδοτούμενες. Να πείσουμε τον εαυτό μας αλλά και το λαό ότι αυτό είναι πολιτικά και κοινωνικά εφικτό».
Σημαντική είναι και η τοποθέτηση σε σχέση με το ζήτημα της κυβέρνησης, όπου λέγεται: «Πρέπει να ξεφύγουμε από τη λογική ότι υπό τους σημερινούς συσχετισμούς μπορεί να υπάρξει βραχυχρόνια μια νέα, γνήσια αυτήν τη φορά, “κυβέρνηση της Αριστεράς”. Βεβαίως, η προγραμματική μας αναφορά είναι και πρέπει να αρθρώνεται ως εν δυνάμει κυβερνητικό πρόγραμμα […] Η βασική μας κατεύθυνση άμεσα πρέπει να είναι η ενδυνάμωση της κοινωνικής αντιπολίτευσης, η υπονόμευση του μνημονιακού μηχανισμού εφαρμογής και υλοποίησης και η κινηματική ανατροπή αυτής της κυβέρνησης ή και άλλων μνημονιακών, που μπορεί να την διαδεχθούν»16. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί σημαντική διαφοροποίηση από την επίσημη γραμμή της ΛΑΕ και διαμορφώνει μια πλατφόρμα οιονεί συγκλίσεων με άλλες ομάδες του οπορτουνιστικού χώρου, όπως, για παράδειγμα, με δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Σε αντίθετη κατεύθυνση κινούνται άλλα στελέχη της ΛΑΕ, όπως η
Ν. Βαλαβάνη, η οποία σε προηγούμενο χρόνο (στην πανελλαδική σύσκεψη της ΛΑΕ τον περασμένο Νοέμβρη) και από άλλη σκοπιά είχε διατυπώσει ηχηρή διαφοροποίηση. Θεωρώντας ότι η ΛΑΕ διολισθαίνει και μετατρέπεται σε «ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ» επισήμανε: «Σε ποιους τελικά απευθυνόμαστε πολιτικά; Στον κόσμο του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Ή στη μεγάλη δεξαμενή των εργαζόμενων και άνεργων ανθρώπων που απομακρύνονται από τις μνημονιακές πολιτικές των κομμάτων που υποστήριζαν, πριν απ’ όλα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ;»17.
Η Βαλαβάνη επί της ουσίας εγκαλεί τη ΛΑΕ ότι δεν κινείται αποτελεσματικά στο ακροατήριο του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος (που ήταν και η αρχική «δεξαμενή» της ΛΑΕ). Ενδεικτικό της αντίληψης της Ν. Βαλαβάνη γενικότερα για την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η ΛΑΕ, είναι η αιτιολόγηση της παρουσίας της στην ιδρυτική εκδήλωση του κόμματος της Ζ. Κωνσταντοπούλου, δηλώνοντας «στήριξη προς το νέο φορέα και στον οποιοδήποτε άλλο φορέα έχει ένα αντίστοιχο περιεχόμενο. Πιστεύω ότι το αίτημα για απεμπλοκή από τα μνημόνια, εκφράζει ένα αίτημα της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Εκφράζει με ένα τρόπο αυτό το 62% του δημοψηφίσματος […] αυτό το αίτημα πρέπει να βρει πολιτική έκφραση στο πλαίσιο ενός ευρύτατου μετώπου […] Και βέβαια για να είναι αποτελεσματικό ένα τέτοιο μέτωπο, καρδιά του θα είναι η ριζοσπαστική Αριστερά, δεν μπορεί να μην είναι, αλλά χρειάζεται και άλλες εκφράσεις για να αποκτήσει την ευρύτητα του αξίζει. Πιστεύω ότι η κίνηση της κας Κωνσταντοπούλου είναι σε μια τέτοια κατεύθυνση […] Η ΛΑΕ είναι ένα μέτωπο, αλλά είναι ένα μέτωπο δυ-
νάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μακάρι να διευρυνθεί περισσότερο»18.
Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση αυτή θα ενταθεί ενόψει της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης και απηχεί έναν ευρύτερο προβληματισμό σε δυνάμεις της ΛΑΕ, ο οποίος πυροδοτήθηκε κυρίως από το (απογοητευτικό γι’ αυτούς) εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτή η συζήτηση αφορά γενικότερα το ιδεολογικό-πολιτικό στίγμα της και τη φυσιογνωμία της, στην ουσία δηλαδή το ρόλο της στο αστικό πολιτικό σύστημα, την ικανότητα συμβολής της στον εγκλωβισμό λαϊκών στρωμάτων σε προτάσεις διαχείρισης του καπιταλισμού. Το πιθανότερο είναι ότι αυτή η συζήτηση θα οδηγήσει σε ορισμένες προσαρμογές με σκοπό να τονιστεί η διαχωριστική γραμμή της ΛΑΕ με το ΣΥΡΙΖΑ, να ξεπλυθούν οι αμαρτίες των πρώην κυβερνητικών στελεχών και να παρουσιαστεί το πρόγραμμα αστικής διαχείρισης της ΛΑΕ ως εμπλουτισμένο με συμπεράσματα από την κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, διατηρώντας όμως ατόφιο το διαχειριστικό του πυρήνα. Παράλληλα, αυτή η διαδικασία θα λειτουργεί ως πεδίο συγκλίσεων με τις άλλες οπορτουνιστικές ομάδες και κόμματα.
Η ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΝΕΟΥ ΚΚ
Ένα σχετικά νέο στοιχείο των ζυμώσεων στον οπορτουνιστικό χώρο τα τελευταία χρόνια είναι η επίκληση, από διαφορετικές δυνάμεις, της ανάγκης νέου κόμματος με τον τίτλο «κομμουνιστικό». Δύο είναι οι βασικοί πόλοι που προβάλλουν μια τέτοια προοπτική, αν και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Από τη μία οι ομάδες του ΕΑ και του ΣΚ οι οποίες στοιχειοθετούν αυτήν την ανάγκη κυρίως στο έδαφος μιας υποτιθέμενης μετάλλαξης του ΚΚΕ και της εγκατάλειψης από αυτό του μαρξισμού-λενινισμού. Από την άλλη το ΝΑΡ, το οποίο διεξάγει μια γενικότερη ζύμωση για το επαναστατικό υποκείμενο και παρουσιάζει την ανάγκη νέου ΚΚ με όρους «επαναθεμελίωσης».
Η ιστοσελίδα Νέα Σπορά (ΝΣ), κρυμμένη πίσω από την ανωνυμία, συνεχίζει να ιεραρχεί ως μέσο καταπολέμησης της επαναστατικής στρατηγικής του ΚΚΕ την παρέμβαση στο εσωτερικό του. Φυσικά, οι επιλογές της ΝΣ μπορούν να μεταβληθούν στην πορεία (όπως έγινε άλλωστε και με τον ΕΑ), αν θεωρήσει ότι η επιδίωξη τους για αθέτηση στην πράξη ή ακόμα και αλλαγή του Προγράμματος του ΚΚΕ είναι πια «χαμένη υπόθεση».
«ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ»
Στην ιδρυτική διακήρυξη της λεγόμενης «Κίνησης Κομμουνιστών Εργατικός Αγώνας» (ΚΚ-ΕΑ) αναφερόταν: «Το χειρότερο για την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό είναι ότι στερούνται σήμερα ενός, στην ουσία και όχι στα λόγια, μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος που να ανταποκρίνεται στα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους […] Η ανάγκη μαζικού και ισχυρού πολιτικά και ιδεολογικά μαρξιστικού-λενινιστικού κομμουνιστικού κόμματος σήμερα είναι επιτακτική όσο ποτέ και πρέπει να υπάρξει λύση. […] Επομένως, για τους κομμουνιστές, για όσους ασπάζονται το μαρξισμό-λενινισμό, το θεμελιώδες, το κυρίαρχο, το βασικό και το πρωτεύον ζήτημα που πρέπει να λυθεί είναι το ζήτημα του κόμματος της εργατικής τάξης»19.
Αυτή την «ανάγκη» εκφράζει άλλωστε και η υιοθέτηση του τίτλου «ΚΚ-ΕΑ» δυόμισι χρόνια μετά από την εμφάνιση της ιστοσελίδας ΕΑ. Στο εισαγωγικό σημείωμα ενός άρθρου για την εκδήλωση της ομάδας στην Πάτρα στα τέλη του Νοέμβρη του 2015, αναφέρεται: «Η “Κίνηση Κομμουνιστών - Εργατικός Αγώνας” μετράει 16 μήνες ζωής. Το site “Εργατικός Αγώνας” 3 χρόνια και 9 μήνες. Και τα δύο προέκυψαν μέσα από μία αδήριτη αναγκαιότητα. Καθώς το ΚΚΕ εγκατέλειπε το ρόλο του ως μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα της εργατικής τάξης, δημιουργούνταν ένα τεράστιο κενό. Το κενό αυτό έπρεπε να καλυφθεί. Στην αρχή με πολιτικά και θεωρητικά κείμενα […] Στη συνέχεια με την οργανωμένη δουλειά […] για να ξαναϋπάρξει το κόμμα της εργατικής τάξης…».
Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο τα χρόνια ύπαρξης του ΕΑ όσο και ο χαρακτήρας του όπως αυτός προσδιορίζεται από τους ίδιους τους εκπροσώπους του, επιβεβαιώνουν την προσπάθειά τους κατά το παρελθόν να δράσουν φραξιονιστικά μέσα στο ΚΚΕ και την υποκριτική τους στάση όταν συλλογικά και καταστατικά αντιμετωπίζονταν γι’ αυτήν τη δράση τους.
Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα επιδιωχτεί η «ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και του κόμματος της εργατικής τάξης» (ως «βασική προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση της Αριστεράς»), τίθενται τα εξής βήματα: α) Η ανάπτυξη κοινής δράσης πάνω στα λαϊκά προβλήματα «χωρίς αποκλεισμούς και περιχαρακώσεις», β) η επιστημονική μελέτη της πραγματικότητας του ελληνικού και παγκόσμιου καπιταλισμού και γ) η ανάδειξη –μέσω των παραπάνω– των σχημάτων που συγκλίνουν μεταξύ τους. Παράλληλα συμπληρώνεται ότι «ο Εργατικός Αγώνας δεν πρόκειται να συμμετέχει σε καμία τεχνητή συγκόλληση με κανέναν, δεν έχει το άγχος της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, δε βιάζεται, απεχθάνεται τους πολιτικούς αχταρμάδες. Θα προχωρήσει μαζί με κομμουνιστές στην ανασυγκρότηση του κόμματος της εργατικής τάξης»20.
«ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ»
Ο ΣΚ είναι ακόμα πιο καθαρός στη διατύπωση της ανάγκης «δημιουργίας ενός πραγματικού κομμουνιστικού κόμματος». Χαιρετίζοντας τις διάφορες ζυμώσεις των οπορτουνιστικών ομάδων, εκτιμάει ότι η αναγκαία συζήτηση για την «ανασύνθεση μίας σύγχρονης κομμουνιστικής Αριστεράς» οφείλεται στο γεγονός ότι «η κομμουνιστική Αριστερά έχει εισέλθει σε μια βαθιά κρίση εδώ και δεκαετίες». Παράλληλα συμπληρώνει ότι «οι δυνάμεις της κομμουνιστικής και της κομμουνιστογενούς Αριστεράς δεν μπόρεσαν να συντονιστούν στοιχειωδώς, να βρουν κοινή γλώσσα και να βαδίσουν μαζί. Κι όλα αυτά στην πιο κρίσιμη για το λαό στιγμή μεταπολιτευτικά. Είναι σαφές ότι έχουμε φτάσει σε αδιέξοδο».
Χαρακτηριστικό της αντίληψης της ομάδας είναι ότι με τον όρο «κομμουνιστική» Αριστερά ο συγγραφέας εννοεί το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ με τον όρο «κομμουνιστογενή Αριστερά» τη ΛΑΕ.
Ως προϋπόθεση αντιστροφής της κατάστασης θέτει την ανατροπή ορισμένων «νεοπλασιών» που κατά τη γνώμη του ταλανίζουν την «Αριστερά» (ξεχωρίζει τη γραφειοκρατικοποίηση, την αδύναμη επαφή με τις μάζες, τα μεγάλα κενά στη θεωρία στα οποία συμπεριλαμβάνει και τις δυσκολίες σύνταξης ενός «επιστημονικού μεταβατικού προγράμματος» κ.ά.), ενώ παράλληλα αναφέρεται και στην ανάγκη δημιουργίας ενός «αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου», την οποία συνδέει με τη δημιουργία κομμουνιστικής οργάνωσης με τον εξής τρόπο: «Ταυτόχρονο μέλημα με τη δημιουργία κομμουνιστικής οργάνωσης πρέπει να είναι και η δημιουργία ενός αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου. Όχι μόνο ο ένας στόχος δεν αναιρεί τον άλλο, αλλά αντιθέτως λειτουργεί ο ένας συμπληρωματικά για τον άλλο. Το απαράμιλλο παράδειγμα του ΚΚΕ του μεσοπολέμου και του ΕΑΜ είναι το πλέον διαφωτιστικό και αποδεικτικό του παραπάνω ισχυρισμού. Στις σύγχρονες, λοιπόν, συνθήκες θα πρέπει να οριστεί η πολιτική των συμμαχιών: Πότε, με ποιον, γιατί, σε ποια βάση. Τελικά τα ερωτήματα Κόμμα ή Μέτωπο και ποιο από τα δύο πρώτο, είναι ψευτοδιλήμματα». Θα αρκεστούμε να σημειώσουμε ότι είναι υποκριτικός ο εκθειασμός της δράσης του ΚΚΕ στο ΕΑΜ, αφού διόλου δεν απασχολούν το ΣΚ οι λόγοι της μη εκπλήρωσης των πολιτικών στόχων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, οι στρατηγικές αδυναμίες του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο.
Παράλληλα εκτιμά ότι: «Στην παρούσα στιγμή δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία κόμματος και οι ενδόμυχοι πόθοι πρέπει να είναι σαφώς διαχωρισμένοι από την πραγματικότητα», δείχνοντας ταυτόχρονα προς τα πού θα κινηθεί: «Αν όμως οι βλέψεις μας είναι για τη δημιουργία ενός πραγματικού κομμουνιστικού κόμματος, θα πρέπει από τώρα στις μικρές μας συλλογικότητες, ή αύριο σε κάτι ευρύτερο, τα κριτήρια αυτά να μην τα ξεχνάμε».
Στην πράξη πάντως και στο έδαφος της παραπάνω εκτίμησης περί μη ύπαρξης των προϋποθέσεων για τη δημιουργία κόμματος, ιεραρχείται η συγκρότηση του μετώπου. Όπως σημειώνεται από εκπρόσωπο του ΣΚ: «Στη συγκυρία αυτή, είναι επιτακτική ανάγκη η συζήτηση που έχει ξεκινήσει να προχωρήσει και στην πράξη, στην κατεύθυνση συγκρότησης ενός κοινωνικοπολιτικού μετώπου που θα δώσει ελπίδα και προοπτική στους αγώνες των εργαζομένων, για την υπεράσπιση της ζωής και των δικαιωμάτων του», ενώ όσον αφορά τη συμμετοχή σε αυτό αναφέρει: «Προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε μια τέτοια προσπάθεια δεν είναι η ιδεολογικο-πολιτική συμφωνία εφ’ όλης της ύλης, αλλά η συμφωνία σε ένα πλαίσιο με τέτοιο προσανατολισμό».21
Να σημειώσουμε καταρχάς ότι ο ΣΚ –όπως και ο ΕΑ– αντιλαμβάνεται την ανάγκη συμμαχίας ως πολιτική συμμαχία μεταξύ κομμάτων η οποία εξ αντικειμένου συγκροτείται στη βάση κάποιας συμφωνίας πάνω στο ζήτημα της εξουσίας (γι’ αυτό μιλάει για «κοινωνικοπολιτικό μέτωπο»), και όχι ως συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων που έχουν αντικειμενικό συμφέρον στην αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική πάλη. Το ΚΚ όμως συγκροτείται αυτοτελώς ως κόμμα στη βάση προγραμματικής αντίληψης που αποτυπώνει τις νομοτέλειες για την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας. Σε αυτήν τη βάση καθορίζει τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις και όχι αντίστροφα. Η οποιαδήποτε πρόταση συμμαχίας, κοινωνικοπολιτικών μάλιστα δυνάμεων όπως την αντιλαμβάνεται ο ΣΚ, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως όχημα συγκρότησης ΚΚ, αλλά μόνο ως όχημα συγκρότησης νέου οπορτουνιστικού πόλου.
ΝΑΡ
Το ΝΑΡ εδώ και κάποια χρόνια επιχειρεί να επιδράσει στα υπόλοιπα κόμματα του οπορτουνισμού ανοίγοντας μια συζήτηση περί «επαναστατικού υποκειμένου»22, η οποία αφορά εκ των πραγμάτων και τις στοχεύσεις του ΝΑΡ στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στο 3ο Συνέδριό του (2013) μετονομάστηκε σε «ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση» διακηρύσσοντας την ανάγκη συγκρότησης, σε μια πορεία, νέου κομμουνιστικού φορέα-κόμματος. Πριν μερικούς μήνες έδωσε στη δημοσιότητα «Πρόταση διαλόγου και συστράτευσης για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και τακτική για την κομμουνιστική απελευθέρωση, για ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα», στην οποία, όπως αναφέρεται: «Θέτει προς συζήτηση το ζήτημα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής για την κομμουνιστική απελευθέρωση και ειδικότερα το θέμα για ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα που θα την υπηρετεί»23.
Αναφερθήκαμε και παραπάνω στην υποκρισία και τον οπορτουνισμό της ίδιας της χρησιμοποίησης του όρου «κομμουνιστικό» από το ΝΑΡ, που τον είχε απαρνηθεί κατά το παρελθόν. Εξάλλου είναι παλιά η μέθοδος του οπορτουνισμού να αλλάζει ονόματα, να μεταχειρίζεται τον όρο «κομμουνιστικό» ως «σημαία ευκαιρίας», όπως και να αξιοποιεί διαφορετικές ονομασίες για τα μετωπικά σχήματα και τις συμμαχίες που προτείνει.
Δεν είναι σκοπός του παρόντος άρθρου να ασκήσουμε αναλυτική κριτική στην αντίληψη που περιγράφει το ΝΑΡ, η οποία ανατρέπει θεμελιώδη χαρακτηριστικά συγκρότησης και λειτουργίας του ΚΚ.24 Θα αναφέρουμε μόνο ορισμένα παραδείγματα, για να καταλάβει κανείς για τι είδους «κομμουνιστικό» κόμμα μιλάει το ΝΑΡ.
Η διαφορά του ΝΑΡ σε σχέση με τις ομάδες που προαναφέραμε (ΕΑ, ΣΚ) είναι ότι δεν προσδιορίζει την ανάγκη για νέο ΚΚ στη βάση της προσήλωσης στο μαρξισμό-λενινισμό και της υποτιθέμενης εγκατάλειψής του από το ΚΚΕ, αλλά στην αδυναμία του μαρξισμού-λενινισμού να απαντήσει σε νέα φαινόμενα και νέες εξελίξεις στον καπιταλισμό. Η αντίληψη του ΝΑΡ για το κόμμα είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αντίληψή του τόσο για το χαρακτήρα της εποχής μας όσο και για το σοσιαλισμό που οραματίζεται.
Το ΝΑΡ εκτιμάει ότι υπάρχει μια «νέα εποχή» του καπιταλισμού που την ονομάζει «ολοκληρωτικό καπιταλισμό», ο οποίος θεωρείται νέο στάδιο του καπιταλισμού που «υποδουλώνει με πρωτόγνωρο τρόπο όλο το Είναι των εργαζομένων»25, που δημιουργεί «κοινωνικό καιάδα» όπως αλλού αναφέρεται. Σε αυτό το πλαίσιο μιλάει για «σύγχρονους όρους», «νέες τάσεις της ταξικής πάλης», στις οποίες «έρχεται στο προσκήνιο ο σκοπός» ενός νέου ΚΚ: «Αντιλαμβανόμαστε τον κομμουνισμό και τη συγκρότηση ενός νέου κομμουνιστικού φορέα με σύγχρονους όρους, όπως αυτοί προκύπτουν από την ανάγκη υπέρβασης του καπιταλισμού […] από τη δυναμική και τις τάσεις της ταξικής πάλης […] Το ΚΚΕ δεν επιλέγει μια επαναστατική τακτική και στρατηγική, απάντηση στην καπιταλιστική κρίση και επίθεση, αρνείται το πρόγραμμα και το μέτωπο της ανατροπής, αναπαράγει, σε όλα τα επίπεδα, μια κομματικοκεντρική λογική και το ηττημένο μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού».
Δεν είναι βέβαια καινούργιο στοιχείο για τον οπορτουνισμό να βλέπει διαρκώς «νέα» φαινόμενα, «νέες» εξελίξεις για να δικαιολογεί τον καιροσκοπισμό του. Το ΚΚΕ δεν αρνείται ασφαλώς την ύπαρξη νέων φαινομένων, συνθηκών και τη διαρκή ανάγκη ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας. Ίσα-ίσα, το ιστορικό συμπέρασμα είναι ότι η αδυναμία των ΚΚ να προσεγγίζουν και να γενικεύουν τα όποια νέα στοιχεία προκύπτουν στην εξέλιξη της ταξικής πάλης με βάση τη μαρξιστική-λενινιστική επιστημονική μεθοδολογία τα καθιστά ευάλωτα σε αστικές και μικροαστικές προσεγγίσεις, σαν αυτές που υιοθετεί το ΝΑΡ και άλλες οπορτουνιστικές ομάδες. Το ΚΚΕ όχι μόνο δεν αρνείται την ανάγκη ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας, αλλά δουλεύει έμπρακτα σε αυτήν την κατεύθυνση, πράγμα που αποδεικνύεται από τις σύγχρονες επεξεργασίες του και τη συλλογικά επεξεργασμένη προγραμματική του αντίληψη. Αυτό που πολεμάει το ΚΚΕ είναι η αξιοποίηση από τον οπορτουνισμό της αντικειμενικής ανάγκης για ανάπτυξη της θεωρίας ως όχημα για να ανατρέπονται επαναστατικές αρχές και να δικαιολογούνται οι οπορτουνιστικές μεταμορφώσεις,
Τα χαρακτηριστικά αυτού του κόμματος, όπως τα παρουσιάζει το ΝΑΡ, περιλαμβάνουν τον εδραιωμένο –στο χώρο του οπορτουνισμού– συνδυασμό εκλεκτικισμού-φιλελευθερισμού, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον επαναστατικό χαρακτήρα του ΚΚ. Έτσι, γίνεται λόγος για «θεμελιωμένη αναφορά στον επαναστατικό μαρξισμό και τη δημιουργική ανάπτυξή του […] με υπέρβαση πολιτικών, θεωρητικών και οργανωτικών πρακτικών που αντίκεινται στην έννοια της κομμουνιστικής χειραφέτησης, αλλά και μοντέλων “υπαρκτού” σοσιαλισμού που την τραυματίζουν», με αρχή λειτουργίας και συγκρότησης την αφηρημένη «εργατική δημοκρατία», στον αντίποδα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.26 Αλλού λέγεται ότι αυτό το νέο ΚΚ είναι κόμμα «στρατευμένο στη λογική της διαρκούς επανάστασης», αλλά και ότι είναι «κόμμα ενωτικό-μετωπικό» ώστε να «διεκδικηθεί και να επιτευχθεί η ηγεμονία των κομμουνιστικών ιδεών στο ευρύτερο ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό ρεύμα».27 Γίνεται αντιληπτό ότι το κόμμα που οραματίζεται το ΝΑΡ είναι μια νέα εκδοχή οπορτουνιστικού κόμματος, που μόνο καρικατούρα «κομμουνιστικού» θα μπορούσε να θεωρηθεί.
Στην πραγματικότητα, στο όνομα των «μοντέλων» που αναφέρει το ΝΑΡ απορρίπτονται θεμελιώδεις νομοτέλειες της ταξικής πάλης πριν την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, αλλά και μετά από αυτήν, κατά την πορεία διαμόρφωσης της νέας κοινωνίας. Γι’ αυτό το ΝΑΡ μιλάει για «υπέρβαση» και όχι ανατροπή του καπιταλισμού, γι’ αυτό όταν μιλάει για «κομμουνιστική επαναθεμελίωση» δε λέει κουβέντα για βασικές νομοτέλειες όπως η δικτατορία του προλεταριάτου και ο κεντρικός σχεδιασμός. Στην ουσία οι συνεχείς αναφορές στην αντικειμενική τάση ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας αξιοποιούνται για την αναθεώρηση και την εγκατάλειψή της και όχι για την ανάπτυξή της σε πραγματικά επαναστατική κατεύθυνση.
ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
Το Μεταβατικό Πρόγραμμα (ΜΠ) αποτελεί το βασικό πεδίο σύγκλισης όλων αυτών των δυνάμεων. Στο έδαφος αυτής της στρατηγικής αντίληψης αναπτύσσονται και οι διεργασίες στο χώρο. Το ΜΠ προτάσσεται ως μέσο γεφύρωσης της αναντιστοιχίας μεταξύ της υλικής ωριμότητας του σοσιαλισμού και της υποκειμενικής ανωριμότητας του λαού για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Φυσικά υπάρχουν διαφορετικοί «χρωματισμοί» της παραπάνω αντίληψης. Κάποιες δυνάμεις (π.χ. η ΝΣ) θεωρούν ότι η υλοποίηση κάποιων αιτημάτων του ΜΠ στον καπιταλισμό συντελεί και στην ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό, ενώ άλλες δυνάμεις το θεωρούν προσαρμογή στις συνθήκες απουσίας της επαναστατικής κατάστασης. Σε κάθε περίπτωση όλοι θεωρούν ότι η προβολή του ΜΠ ως συγκεκριμένης ενιαίας πολιτικής πρότασης, η οποία «συνδέει το σήμερα με το αύριο του κινήματος», συντελεί στην πολιτικοποίηση του λαού, στην ανάπτυξη του κινήματος και σε μια πορεία στην κατανόηση της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού.
Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι η κριτική που ασκείται στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από μέρους αυτών των δυνάμεων είναι ότι δεν μπόρεσε να δράσει ως «μεταβατική» κυβέρνηση και τελικά «συμβιβάστηκε». Φυσικά, αυτή η άποψη –που αναδεικνύει και το γεγονός ότι ολόκληρη η ανάλυση για το μεταβατικό πρόγραμμα είναι λαθεμένηασμένη– αποκρύπτει ότι κανένα κόμμα που αναδεικνύεται στην αστική διακυβέρνηση (όπως κι αν αυτοχαρακτηρίζεται, π.χ. αριστερό ή κομμουνιστικό) μέσα από αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, δηλαδή με την ανοχή του κεφαλαίου, δεν μπορεί να παίξει τέτοιο «μεταβατικό» ρόλο. Το αστικό κράτος (όπως και η καπιταλιστική οικονομία) λειτουργεί προς όφελος της αστικής τάξης ανεξάρτητα από το διαχειριστή του.
Σε άλλα άρθρα στην ΚΟΜΕΠ28 έχουμε αναδείξει τόσο τις ρίζες αυτής της «μεταβατικής» αντίληψης στο εσωτερικό του πολιτικού εργατικού κινήματος όσο και με ποιο τρόπο αυτή η λογική και όλα όσα ρητά ή άρρητα την συνοδεύουν (π.χ. διαχωρισμός βασικής-κυρίαρχης αντίθεσης, μίνιμουμ-μάξιμουμ προγράμματος) «σπρώχνουν» (στο όνομα της προσαρμογής στο σημερινό επίπεδο της λαϊκής συνείδησης) στη συμπαράταξη με το ένα ή το άλλο μέρος της όποιας αστικής αντιπαράθεσης, εμποδίζοντας τη συγκέντρωση δυνάμεων σε αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση.
Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου θα σταθούμε στον τρόπο με τον οποίο η συζήτηση γύρω από αυτά τα ζητήματα στρατηγικής επηρεάζει την αναδιαμόρφωση στο χώρο του οπορτουνισμού και την προοπτική νέου οπορτουνιστικού φορέα.
Καταρχάς υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις σε σχέση με το χαρακτήρα του μεταβατικού προγράμματος, άρα και του μετώπου-σχήματος που θα είναι ο φορέας του.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μιλάει για «αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα», που «“γεφυρώνει” τις σημερινές διεκδικήσεις με την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού και τον ορίζοντα της εργατικής εξουσίας […] Στοχεύει στη ριζική αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών σε όφελος της εργατικής τάξης και του λαού, στην ανατροπή της επίθεσης και την υποκειμενική προετοιμασία δυνάμεων για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας».
Ο πυρήνας της λογικής που λέει ότι ένα μέρος του προγράμματος «επιβάλλεται σήμερα», ενώ το «σύνολό του» σε δεύτερη φάση αποτυπώνεται ρητά στις συλλογικές της αποφάσεις: «Το πρόγραμμα αυτό προωθείται και σε ένα βαθμό επιβάλλεται σήμερα από τον πολιτικό αγώνα των εργαζόμενων, το εργατικό λαϊκό μέτωπο ρήξης ανατροπής και το αναπτυσσόμενο αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Στο σύνολό του μπορεί να το υλοποιήσει η κυβέρνηση και η εξουσία των εργαζόμενων, που προϋποθέτει την επαναστατική αλλαγή και τα όργανα εξουσίας του εργαζόμενου λαού»29.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παίρνουν όλο και περισσότερο υπόψη και επιχειρούν να απαντήσουν στην κριτική που τους ασκεί το ΚΚΕ σε σχέση με το σε ποιο έδαφος (σε καπιταλιστικό) και ποιο χαρακτήρα (αστικό) θα έχει η κυβέρνηση που θα εφαρμόσει ένα μεταβατικό πρόγραμμα, ανεξαρτήτως του πώς αυτή θα αυτοχαρακτηρίζεται (π.χ. «αντικαπιταλιστική», «μεταβατική»). Έτσι, στα πιο πρόσφατα κείμενά τους κάνουν μια προσαρμογή: «Η μάχη για την επιβολή του “αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος” γίνεται από τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που συγκροτούνται μέσα στην ταξική πάλη και υπηρετούν το σκοπό αυτό. Στο κοινωνικό επίπεδο από το εργατικό και λαϊκό αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής, που έχει ως κέντρο του το ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα. Στο πολιτικό επίπεδο από το αντικαπιταλιστικό μέτωπο –πρώτο ουσιαστικό βήμα του οποίου είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ…»30. Το ίδιο επιχειρείται με αναφορές όπως «επιβολή αυτών των πολιτικών στόχων», που θα γίνει «με τη δύναμη του οργανωμένου λαού», λογική που αποδέχεται τη δυνατότητα ριζικών φιλολαϊκών ανατροπών χωρίς ρήξη με την αστική εξουσία.
Με βάση τη λογική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, φορέας αυτού του μεταβατικού προγράμματος είναι το «αγωνιστικό μέτωπο ρήξης» που συνενώνει τα διάφορα μέτωπα πάλης31. Ολόκληρη η λογική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην ουσία υποβαθμίζει τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης και του κινήματός της στη ρήξη και την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Έτσι, υιοθετεί την οπορτουνιστική λογική η οποία συνδυάζει τη διακήρυξη του συνθήματος της μελλοντικής «κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της»32 με την ιεράρχηση στην καθημερινή πράξη των πολυποίκιλων «μετώπων πάλης».
Η ΛΑΕ από τη μεριά της, αναγνωρίζοντας επίσης ότι το βασικό πεδίο ζυμώσεων είναι το θέμα του μεταβατικού προγράμματος, συμμετέχει ενεργά και επιχειρεί να παρέμβει σε αυτήν τη συζήτηση, προβάλλοντας τη δική της γραμμή για «αντιμνημονιακό μεταβατικό πρόγραμμα», που θα αποτελέσει «όχημα μιας ενωτικής αριστερής προσπάθειας» και «θα δίνει προοδευτική διέξοδο από τη σημερινή κρίση, θα μπορεί να συγκροτήσει μια μεγάλη αγωνιστική κοινωνική συμμαχία της μισθωτής εργασίας, των μικρομεσαίων στρωμάτων, της αγροτιάς και της νεολαίας και θα διαμορφώνει έναν υπαρκτό δρόμο μετάβασης στο σοσιαλισμό».33
Προσπαθώντας να απαντήσει στην κριτική ότι υποβαθμίζει τον «αντικαπιταλιστικό αγώνα» και να δικαιώσει τη γραμμή της ΛΑΕ, ο Π. Λαφαζάνης υποστηρίζει ότι ο αντικαπιταλιστικός αγώνας περνά σήμερα μέσα από την αντιμνημονιακή πάλη. Στην ομιλία του Π. Λαφαζάνη στην εκδήλωση του Kommon που αναφέρθηκε παραπάνω διαβάζουμε: «Μετά και τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, προβάλλονται πιο έντονα οι απόψεις κάποιων δυνάμεων της Αριστεράς οι οποίες θεωρούν ότι το δίλημμα μνημόνιο - αντιμνημόνιο είναι αποπροσανατολιστικό και ότι το πρωτείο για την Αριστερά βρίσκεται στην άμεση ανατροπή του καπιταλισμού και τον αντικαπιταλιστικό αγώνα. Δεν πρόκειται για λάθος, αλλά για πλήρη παραμόρφωση και φυγή από την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει αντικαπιταλιστικός αγώνας έξω από τον αγώνα που θέτει ως πρώτη και κύρια προτεραιότητα την άμεση ήττα των μνημονιακών πολιτικών και την ακύρωση των μνημονίων. Δεν υπάρχει αντικαπιταλιστικός αγώνας έξω από την πρώτιστη σημασία να απαλλαγεί η χώρα από τη νεοαποικιοκρατία και την ιδιόμορφη πολιτική και οικονομική κατοχή. Δεν υπάρχει γενικά και αφηρημένα καπιταλισμός έξω από τις μορφές αναπαραγωγής του…»34.
Σε αυτήν τη βάση, η ΛΑΕ προβάλλει μια ευρεία γκάμα δυνάμεων που μπορούν να συσπειρωθούν σε αυτήν τη γραμμή: «Ένα ευρύτατο μέτωπο όλων των ανυπότακτων δημοκρατικών, αντιιμπεριαλιστικών, πατριωτικών, αντιμνημονιακών δυνάμεων». Έτσι κάνουν ταυτόχρονα κάλεσμα και επίθεση στα άλλα οπορτουνιστικά κόμματα, λέγοντας ότι «τίποτα δε θα μας δικαιολογήσει απέναντι στην Ιστορία αν καθηλωθούμε σε άγονες διαμάχες, στον πλειστηριασμό της μεγάλης φράσης, στην αναζήτηση δικαίωσης όχι μέσα από τη μεγάλη λαϊκή νίκη, αλλά μέσα από το μικρό, ενδοαριστερό εμφύλιο. Μια τέτοια Αριστερά δεν την έχει ανάγκη ο λαός. Στην πραγματικότητα, προσφέρει υπηρεσίες μόνο στο σύστημα».35
Σημαντικό σημείο διαφοροποίησης στο περιεχόμενο του μεταβατικού προγράμματος, ιδιαίτερα ανάμεσα σε ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ, αποτελεί η τοποθέτηση γύρω από την ΕΕ και την Ευρωζώνη. Είναι γνωστό ότι για τη ΛΑΕ ακρογωνιαίος λίθος της «ρήξης» είναι το ζήτημα της εξόδου από την Ευρωζώνη, ακολουθούμενο από αναπροσαρμογή των διεθνών καπιταλιστικών συμμαχιών της χώρας. Έχουμε σημειώσει αρκετές φορές σε αρθρογραφία ότι η αμφισβήτηση της Ευρωζώνης και εν μέρει της ΕΕ (ο λεγόμενος «ευρωσκεπτικισμός») διέπει και αστικές δυνάμεις. Αν δε συνδεθεί με την αμφισβήτηση των σχέσεων ιδιοκτησίας και το χαρακτήρα της εξουσίας, δεν οδηγεί σε φιλολαϊκή πολιτική.
Η προσέγγιση του ζητήματος ευρώ/ΕΕ αποτέλεσε και αποτελεί σημείο τριβής τόσο εντός της ΛΑΕ, όπως αναφέραμε σε προηγούμενη ενότητα, όσο και στη σχέση της με τα άλλα οπορτουνιστικά κόμματα. Η ΛΑΕ μετά από τις εκλογές πραγματοποίησε μια σημαντική προσαρμογή στο ζήτημα της ΕΕ η οποία, ανάμεσα στα άλλα, την διευκολύνει ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει καλύτερα στη ζύμωση με τα άλλα κόμματα. Ενώ προεκλογικά τα στελέχη της ΛΑΕ τόνιζαν με κάθε ευκαιρία ότι μιλάνε μόνο για έξοδο από το ευρώ και όχι από την ΕΕ, τώρα η θέση της ΛΑΕ μετατοπίζεται ελαφρά και τίθεται –«αν χρειαστεί», όπως λένε– θέμα δημοψηφίσματος, αφού έχει προηγηθεί η έξοδος από την Ευρωζώνη, στο οποίο η ΛΑΕ θα καλέσει το λαό να πει «όχι στην ΕΕ».
Η μετατόπιση αυτή προκάλεσε κριτική από ορισμένα στελέχη της ΛΑΕ όπως η Ν. Βαλαβάνη: «Θεωρούμε τελικά ότι χάσαμε τις εκλογές επειδή δεν προβάλαμε καθαρά την προοπτική εξόδου από Ευρωζώνη και ΕΕ; Γι’ αυτό συμπληρώθηκε […] η θέση της προεκλογικής διακήρυξης για δημοψήφισμα για τη θέση της Ελλάδας στην ΕΕ σε περίπτωση που ορθωθούν ανυπέρβλητα εμπόδια από μέρους της, με τη διευκρίνιση ότι σε αυτό το δημοψήφισμα η Λαϊκή Ενότητα θα ψηφίσει “όχι”; Δεν μπορώ να δω πιο καθαρό τρόπο υιοθέτησης –από το παράθυρο– της θέσης ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ για έξοδο και από την ΕΕ»36.
Σε αυτές τις απόψεις εναντιώνονται τα στελέχη της ΛΑΕ που τάσσονται υπέρ της συμπερίληψης της εξόδου από την ΕΕ στο πρόγραμμα της ΛΑΕ. Για παράδειγμα, στο κείμενο των «56 μελών και φίλων της ΛΑΕ», στο οποίο αναφερθήκαμε και προηγουμένως, επισημαίνεται ότι: «Η διαδικασία της ρήξης με την ΕΕ είναι μια βαθύτερα πολιτική διαδικασία και δεν πρέπει να συσχετίζεται με τη διαδικαστική μέθοδο της εξόδου (αν θα γίνει δηλαδή δημοψήφισμα ή όχι)»37.
Σε άλλα άρθρα της ΚΟΜΕΠ έχουμε αναφερθεί αναλυτικά και στο γεγονός ότι το μεταβατικό πρόγραμμα αποτελεί κομβικό στοιχείο και στην αντίληψη των ομάδων του ΕΑ, του ΣΚ και της ΝΣ, τόσο στην πολεμική τους απέναντι στο ΚΚΕ όσο και ως συγκολλητική ουσία στις σχέσεις που αναπτύσσουν με τα άλλα οπορτουνιστικά κόμματα και ομάδες.
Η ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Σε άμεση εξάρτηση με τη συζήτηση περί μεταβατικού προγράμματος είναι και οι συγκλίσεις και αποκλίσεις που σημειώνονται μεταξύ των οπορτουνιστικών κομμάτων και ομάδων στο ζήτημα της διακυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού και του χαρακτήρα του κράτους που θα προκύψει από τυχόν κατάκτηση της εξουσίας από «το μέτωπο ή το επαναστατικό κόμμα», από την υλοποίηση του «μεταβατικού προγράμματος».
Οι περισσότερες δυνάμεις (ΛΑΕ, ΕΑ, ΣΚ, ΝΣ) συμφωνούν ρητά στο ότι πρέπει να διεκδικηθεί από το «μέτωπο» η διακυβέρνηση στο έδαφος της κυριαρχίας της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και των αστικών πολιτικών θεσμών. Προβάλλουν ανοιχτά την ανάγκη διεκδίκησης της κυβέρνησης και την κατάληψη της πλειοψηφίας στους θεσμούς του αστικού κράτους ως μέσο ανακούφισης των λαϊκών μαζών και προετοιμασίας τους για την τελική σύγκρουση. Όπως κι αν την χαρακτηρίζουν (π.χ. η ΛΑΕ μιλάει για «λαϊκή “μεταπολίτευση”» και «νέα δημοκρατία του λαού», ο ΕΑ χαρακτηρίζει αυτήν την κυβέρνηση ως κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, η ΝΣ ως κυβέρνηση του ΑΑΔΜ και ο Κορδάτος ως «λαϊκή κυβέρνηση» ή «κυβέρνηση ριζοσπαστικών πολιτικών δυνάμεων με αντιιμπεριαλιστική και αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση»38), από κοινού συμφωνούν α) στη δυνατότητα ανάδειξης ενός επαναστατικού –υποτίθεται– κόμματος και του μετώπου στο οποίο αυτό θα συμμετέχει στη διακυβέρνηση μέσω του θεσμού των αστικών εκλογών και β) στη δυνατότητα αξιοποίησης λειτουργιών του αστικού κράτους και θεσμών του προς όφελος της επανάστασης (έλεγχος στρατού και αστυνομίας, ψήφιση φιλολαϊκών νόμων στη Βουλή, αλλαγή μαθημάτων στα σχολεία κλπ.).
Σε άλλα κείμενα της ΚΟΜΕΠ39 έχουμε αναφερθεί αναλυτικά στο ανυπόστατο των παραπάνω απόψεων. Σε αυτό το άρθρο αρκεί να αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι δυνάμεις αντιλαμβάνονται το χαρακτήρα του κράτους που θα προκύψει μετά από την κατάκτηση της διακυβέρνησης από το «επαναστατικό» κόμμα και το μέτωπο στο οποίο συμμετέχει.
Οι ΕΑ και ΣΚ από τη μία και η ΝΣ από την άλλη παρουσιάζουν την εξής διαφορά όσον αφορά το χαρακτήρα αυτού του κράτους: Ενώ ο ΕΑ και ο ΣΚ λένε ότι ο έλεγχος της κυβέρνησης δεν αποτελεί ακόμα επανάσταση, αλλά μπορεί να συμβάλει στην «προσέγγιση της επανάστασης», η ΝΣ χαρακτηρίζει την κατάληψη της κυβέρνησης μέσω των εκλογών (χωρίς ανατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και των θεσμών του αστικού κράτους) ως έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας, ως έναρξη της «μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό». Παράλληλα υποστηρίζει ρητά ότι αυτό το κράτος, παρά το γεγονός ότι είναι επαναστατικό, «δε θα είναι ούτε αστικό κράτος, ούτε η δικτατορία του προλεταριάτου», αλλά θα είναι «η δημοκρατική δικτατορία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, ένα κράτος τύπου Κομμούνας». Ο ΣΚ με τη σειρά του χαρακτηρίζει (μέσω του σχολιασμού του Προγράμματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της δεκαετίας του 1940) αυτό το κράτος ως «μία μορφή εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της» και ως «πρόπλασμα του σοσιαλιστικού κράτους». Στην καλύτερη των περιπτώσεων μπορούμε να πούμε ότι δε διδάχτηκαν τίποτα από την ιστορία της ταξικής σύγκρουσης της δεκαετίας του 1940.
Ένα δεύτερο σημείο που σχετίζεται με την αντίληψή τους για το κράτος είναι ότι αποδέχονται ότι αυτό μπορεί να βρίσκεται σε μία κατάσταση μόνιμης και μακροχρόνιας αστάθειας στην οποία το κίνημα –αν έχει τα σωστά χαρακτηριστικά– μπορεί να του επιβάλλει καθοριστικές και ριζικές ανατροπές. Στο πλαίσιο αυτό υιοθετούν –ιδιαίτερα η ΝΣ– τη λογική της γενικής κρίσης του καπιταλισμού η οποία παρουσιάζει το αστικό κράτος ως μόνιμα ευάλωτο –λόγω της αδυναμίας του– στην πίεση του κινήματος, την ίδια στιγμή που αποδέχονται το γεγονός ότι δεν υπάρχει σήμερα διαμορφωμένη επαναστατική κατάσταση. Εδώ κολλάνε και οι συνεχείς αναφορές τους στην «πορεία κλονισμού» του αστικού κράτους και τις «ριζικές ανατροπές που ανοίγουν το δρόμο στο σοσιαλισμό». Εννοείται ότι οι βιβλιογραφικές αναφορές με τις οποίες προσπαθούν να δώσουν λενινιστικό επίχρισμα στις αναλύσεις τους είναι όλες από την περίοδο του Φλεβάρη-Οκτώβρη του 1917 (περιλαμβάνουν δηλαδή αιτήματα που «ρίχτηκαν» ως στόχοι ζύμωσης για τα ένοπλα και κυριαρχούμενα από τους μενσεβίκους σοβιέτ), αποσιωπώντας το γεγονός ότι ακόμη και σε εκείνες τις συνθήκες οι μπολσεβίκοι δεν πήραν μέρος στην κυβέρνηση. Εννοείται ότι αυτές οι ομάδες αποφεύγουν «όπως ο διάολος το λιβάνι» τις αναφορές στο καθαυτό έργο που πραγματεύεται τα ζητήματα του κράτους, το «Κράτος και Επανάσταση»40.
Η ΛΑΕ προβάλλει την ανάγκη «ανάδειξης μιας κυβέρνησης της μαχόμενης Αριστεράς, μιας εξουσίας των εργαζομένων, με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα δημοκρατίας, εθνικής ανεξαρτησίας, παραγωγικού μετασχηματισμού, οικονομικής ανόρθωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης και οικολογικής προστασίας»41. Όπως διευκρινίζει ο Π. Λαφαζάνης: «Το λάθος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ότι επιδίωξε με πάθος την κυβέρνηση, αλλά το ότι αυτή η επιδίωξη είχε εγγενείς αντιφάσεις, παρέκαμπτε τις αναπόφευκτες συγκρούσεις». Στην ίδια ομιλία καταλήγει: «Θα ήταν, όμως, ατόπημα αν βγάζαμε λάθος συμπεράσματα αν, στο όνομα της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγαμε να θέσουμε με ένα νέο τρόπο ως στόχο προτεραιότητάς μας την κυβέρνηση Αριστεράς»42. Ο Π. Λαφαζάνης, όπως και τα άλλα στελέχη της ΛΑΕ, δε θέλουν ή δεν μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα καταρχάς από τη δική τους λειτουργία ως υπουργών μιας κυβέρνησης στο έδαφος οικονομικής κυριαρχίας και εξουσίας του κεφαλαίου.
Στο ίδιο μήκος κύματος, προβάλλεται η αντίληψη για «ριζοσπαστικό μετασχηματισμό» του κράτους, με κύριο αίτημα τη σύγκληση «Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης» που θα προτείνει νέο Σύνταγμα. Πρόκειται στην ουσία για ένα νέο Σύνταγμα που μπορεί δήθεν να «εξαγνίσει» τους αστικούς κρατικούς θεσμούς. Μαζί με αυτά γίνεται λόγος για θεσμούς «άμεσης» δημοκρατίας, εκδημοκρατισμό των μηχανισμών καταστολής (ΜΑΤ κλπ.), δυνατότητα ανάκλησης εκλεγμένων, δυνατότητα τοπικών και πανεθνικών δημοψηφισμάτων κλπ. Μιλάει δηλαδή για «εκδημοκρατισμό» του αστικού κράτους, κρύβοντας τον ταξικό του χαρακτήρα (όπως και τον ταξικό χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας). Στην ουσία, το τρίπτυχο Συντακτική Εθνοσυνέλευση - Νέο Σύνταγμα - νέα δημοκρατία του λαού / ή Προωθημένη Δημοκρατία (όπως αναφέρεται αλλού) αποτελεί μια μορφή επεξεργασίας «σταδίου», όπου δήθεν οι αστικοί θεσμοί θα ανοίξουν το δρόμο για την αυτο-ανατροπή τους. Να σημειώσουμε ότι στο θέμα της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης συμπίπτουν με το ΣΚ, όπως βέβαια και με μια σειρά ετερογενείς αντιμνημονιακές δυνάμεις, μια και το αίτημα για Νέο Σύνταγμα αποτέλεσε, ιδιαίτερα σε προηγούμενη φάση, κοινό στοιχείο διάφορων δυνάμεων, όπως το ΕΠΑΜ, Σπίθα κ.ά.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως ήδη είδαμε, διαφοροποιείται στο ζήτημα της κυβέρνησης και επιχειρεί να κρατήσει αποστάσεις, χωρίς όμως ουσιαστικά να απορρίπτει κατηγορηματικά τη δυνατότητα κυβέρνησης σε καπιταλιστικό έδαφος. Γι’ αυτό, ενώ προχωράει στις προσαρμογές που παρουσιάσαμε, παράλληλα μέσα από αρθρογραφία στελεχών επισημαίνεται ότι: «Θέλει προσοχή, γιατί δε συζητάμε γενικά και αόριστα το θέμα της κυβέρνησης. Πραγματικά κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει απόλυτα το τι μπορεί να προκύψει σε μια άλλη κατάσταση της ταξικής πάλης, που θα έχουν τεθεί άλλα ζητήματα στην ημερήσια διάταξη, η ζωή είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσα από θεωρητικά σχήματα και πολιτικές προσεγγίσεις». Και διευκρινίζεται ότι: «Το καυτό θέμα του παρόντος είναι η αποτίμηση των τραγικών αυταπατών για τις δυνατότητες ύπαρξης και λειτουργίας στο καθεστώς μνημονίων και καπιταλιστικής κρίσης μιας αριστερής κυβέρνησης (με ολίγη ή πολύ από μαζικό κίνημα) χωρίς την ανατροπή του γενικού πλαισίου της καπιταλιστικής επίθεσης και της υπεραντιδραστικής ανασυγκρότησης του συστήματος».43
Αυτό δηλαδή που απορρίπτει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι γενικά η κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού από άποψη αρχής, αλλά μόνο μια τέτοια κυβέρνηση σε συγκεκριμένες συνθήκες, σε «καθεστώς μνημονίων» και στο πλαίσιο της «υπεραντιδραστικής» συγκρότησης του συστήματος. Εδώ βλέπουμε και ένα δείγμα της διγλωσσίας που διέπει γενικά τον οπορτουνισμό, ο οποίος επιχειρεί μέσω συγκεχυμένων και αντιφατικών τοποθετήσεων να συνδυάσει τον ελιγμό έναντι της κριτικής που του ασκείται από το επαναστατικό κόμμα με την ανοιχτή προβολή της οπορτουνιστικής του λογικής.
Άλλωστε, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες διατυπώσεις στο ζήτημα, το θέμα της κυβέρνησης ή μιας «μεταβατικής» εξουσίας μένει ανοιχτό από την ίδια τη λογική του μεταβατικού προγράμματος. Η ίδια η λογική της επιβολής πλευρών αυτού του προγράμματος, χωρίς την εμφάνιση ευνοϊκών συνθηκών ανατροπής της αστικής εξουσίας (επαναστατικής κατάστασης), προϋποθέτει, αν όχι την ανοιχτή διεκδίκηση της αστικής διακυβέρνησης, σίγουρα μία αδύναμη αστική κυβέρνηση που θα υποχωρεί –σε μη επαναστατικές συνθήκες– μπροστά στη δύναμη του «μετώπου». Προϋποθέτει δηλαδή τη δυνατότητα μιας αστικής κυβέρνησης που θα παίρνει «φιλολαϊκά» μέτρα λόγω του ευνοϊκού για το κίνημα συσχετισμού, κι έτσι θα ανοίγει το δρόμο για ριζικότερες αλλαγές.
Οι παραπάνω ανυπόστατες αποδοχές αποτυπώνονται ξεκάθαρα στο ακόλουθο απόσπασμα από κείμενο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «Επιμέρους στόχοι - κρίκοι του προγράμματος, ακόμη και σημαντικοί, μπορούν στον έναν ή τον άλλο βαθμό να επιβληθούν μέσα από τη δράση του κινήματος, κάτω από έναν ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων και πριν από την επαναστατική διαδικασία»44. Όσο και αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιχειρεί φραστικά να αποκηρύξει τον «κυβερνητισμό», η ίδια η θεωρητική και πολιτική πρακτική που απορρέει από την υιοθέτηση του μεταβατικού προγράμματος συμβάλλει καθοριστικά –όπως αποδείχτηκε και με το «αβαντάρισμα» της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση– σε κάποιου είδους προσμονή κυβέρνησης ή κάποιας μεταβατικής μορφής εξουσίας.
Η ΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ-ΛΑΪΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Το σύνολο των οπορτουνιστικών κομμάτων, ολόκληρη την περίοδο μετά από τις εκλογές του Γενάρη του 2015, συνέβαλε στη χειραγώγηση του κινήματος, έδωσε χρόνο και ανοχή στην κυβέρνηση, έπαιρνε μέρος στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς με στόχο να αποκτά κινηματική στήριξη η «διαπραγμάτευση». Επιδόθηκε σε μια προσπάθεια «κινηματικής» κριτικής στην κυβέρνηση, που πήγαζε από την εκτίμηση ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα αναγκάζεται υπό την πίεση του κινήματος, το οποίο δήθεν την ανέδειξε σε κυβέρνηση, να μην «υποχωρεί» στις «έξωθεν» πιέσεις. Είναι μνημειώδης η συμμετοχή δυνάμεων όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλοι στα φιλοκυβερνητικά συλλαλητήρια «στήριξης της διαπραγμάτευσης», στις κινητοποιήσεις για το δημοψήφισμα κ.ά.
Με τον ίδιο τρόπο, οι δυνάμεις αυτές συνεχίζουν και σήμερα να παίρνουν θέση στις εξελισσόμενες αντιθέσεις μεταξύ της ελληνικής αστικής τάξης και των «θεσμών», όπως με τη συμμετοχή, για παράδειγμα, σε διάφορες κινητοποιήσεις (π.χ. πρόσφατα στο Χίλτον, 4 Απρίλη 2016 όπου διεξαγόταν η διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και «θεσμών»). Στη συγκεκριμένη κινητοποίηση που έγινε με «ομπρέλα» κάλεσμα της ΑΔΕΔΥ, πήραν μέρος η ΛΑΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΕΠΑΜ με συνθήματα ενάντια στο «κουαρτέτο» και με ιδιαίτερες αντι-ΔΝΤ αιχμές, (αφού είχαν προηγηθεί οι διαρροές των διαλόγων μεταξύ των εκπροσώπων του ΔΝΤ), στοιχεία που εκ των πραγμάτων εντάχτηκαν στη φαρέτρα της κυβέρνησης, ανεξάρτητα από τη λογική με την οποία συμμετείχε σε αυτήν την κινητοποίηση η κάθε δύναμη. Παρόμοια ήταν η στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στις συγκεντρώσεις πριν το δημοψήφισμα, όπως, π.χ., η συγκέντρωση στις 28.6.15 που επίσης πραγματοποιήθηκε με το «καπέλο» της ΑΔΕΔΥ, όπου έμεινε στην ιστορία και η γνωστή παρανόηση από δελτίο ειδήσεων που έδειχνε πανό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σχολίαζε στη λεζάντα: «Συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ ζητά “ρήξη” και “έξοδο”».45
Ένα από τα σημεία που δυσκολεύει τις σχέσεις ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα και αλλού (π.χ. στην Τοπική Διοίκηση) είναι το ζήτημα του οργανωτικού διαχωρισμού των δυνάμεων της ΛΑΕ από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και εντός της ΛΑΕ, αλλά και σημείο όπου επιχειρεί να «οριοθετηθεί» η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (η οποία επίσης μέχρι πρόσφατα συνεργαζόταν σε πολλές περιπτώσεις με δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στο συνδικαλιστικό κίνημα) απέναντι στη ΛΑΕ. Μετά από σχετική συζήτηση που προηγήθηκε της Συνδιάσκεψης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάνει κριτική στη ΛΑΕ ότι δεν πραγματοποιεί την «αναγκαία τομή», καθώς συμμετέχει «στην περιφερειακή και τοπική κρατική διαχείριση σε συμμαχία με το ΣΥΡΙΖΑ, που οδηγεί ακόμα και στη στήριξη αντιλαϊκών κυβερνητικών επιλογών (Περιφέρεια Αττικής, ΤΣΜΕΔΕ κλπ.)», όπως και «πολλές δυνάμεις της ΛΑΕ παραμένουν εγκλωβισμένες στα ίδια πολιτικοσυνδικαλιστικά σχήματα με το ΣΥΡΙΖΑ (λ.χ. το ΜΕΤΑ στα συνδικάτα)».
Από τη σκοπιά της η ΛΑΕ διακηρύσσει την ανάγκη ξεχωριστής συγκρότησης των δικών της δυνάμεων αλλά παραμένει σε κοινά οργανωτικά σχήματα, συνδικαλιστικές παρατάξεις, παρατάξεις στην Τοπική Διοίκηση και αλλού με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, με την ελπίδα να επιδράσει και να αποσπάσει δυνάμεις. Σε σχετικό άρθρο της «Αυγής» για το 36ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ ομολογείται: «Στο εσωτερικό του ΜΕΤΑ διατηρείται ένα κλίμα ενότητας για συντροφικούς, αλλά και για προφανείς λόγους εκλογικής σκοπιμότητας, με την πλειονότητα των συνέδρων να είναι πολιτικά ενταγμένοι στη ΛΑΕ»46. Αξίζει να σημειωθεί ότι με το ΜΕΤΑ –και κατ’ επέκταση και με τις δυνάμεις της ΛΑΕ– συνεργάστηκε στο Συνέδριο της ΓΣΕΕ και ένα τμήμα της παράταξης ΕΜΕΙΣ (με πρωτοβουλία του επικεφαλής του, Ν. Φωτόπουλου), παράταξη που είχε προκύψει από διάσπαση της ΠΑΣΚΕ.
Μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ διεξάγεται επίσης μια συζήτηση για τη στάση στο συνδικαλιστικό κίνημα, με κύριο σημείο αντιπαράθεσης τη στάση απέναντι στη ΓΣΕΕ. Αυτή η συζήτηση είναι τμήμα της γενικότερης αντιπαράθεσης σε σχέση με τη φύση του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα (όπως παρουσιάσαμε παραπάνω) και τη στάση απέναντι στο «ρεφορμισμό» γενικά. Η διάσταση απόψεων εκφράστηκε και στην πράξη με ξεχωριστή συμμετοχή των δυνάμεων του ΣΕΚ στην απεργία στις 4 Φλεβάρη, που «γλυκοκοιτάζουν» προς τη ΓΣΕΕ.47
Το ΣΕΚ υποστηρίζει ότι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρχουν «συγχύσεις για το τι σημαίνει ρεφορμισμός και ενιαιομετωπική τακτική» και διευκρινίζεται ότι: «Οι αντιπρόσωποι του ΣΕΚ καταψήφισαν (σ.σ.: στη συνδιάσκεψη) αποφάσεις που προωθούσε η συνεργασία ΝΑΡ-ΑΡΙΣ-ΕΠΠΔ, γιατί ασπάζονται απόψεις που περιορίζονται στην καταγγελία του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να κατανοούν τις αντιφάσεις του ρεφορμισμού»48. Το ΣΕΚ άλλωστε υποστηρίζει ότι: «Τα ρήγματα από το ρεφορμισμό δεν προκύπτουν περιμένοντας τις ζυμώσεις στο εσωτερικό του […] αλλά μέσα από ενωτικές πρωτοβουλίες διαλόγου και κοινής δράσης. Κάθε μέτωπο, και πολύ περισσότερο το αντικαπιταλιστικό μέτωπο, δε χτίζεται “στα χαρτιά”». Η λογική αυτή συμπυκνώνεται στην Πολιτική Απόφαση της Συνδιάσκεψης του ΣΕΚ όπου αναφέρεται: «Ενιαίο μέτωπο από τα κάτω αλλά και από τα πάνω, και στα συνδικάτα και με πολιτικά κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, για να μπορούν να νικάνε οι αγώνες, να κερδίζει αυτοπεποίθηση η εργατική τάξη, να αναδεικνύονται λειτουργικά οι αντιφάσεις του ρεφορμισμού και οι ρεαλιστικές απαντήσεις της επαναστατικής εναλλακτικής».
Η λογική αυτή υποστηρίζει ότι μέσα από την ανάπτυξη κοινής δράσης με το «ρεφορμισμό» (το ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω) και «από τα πάνω» και «από τα κάτω» μπορεί να επιτευχθεί επίδραση στη βάση του, αποκάλυψη της ρεφορμιστικής του φύσης και κέρδισμα δυνάμεων. Το ΝΑΡ άσκησε κριτική σε αυτήν την αντίληψη, παίρνοντας όμως μια μεσοβέζικη θέση, προσπαθώντας να κρατήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας, κυρίως στην κοινή δράση «από τα κάτω»: «Το δίπολο πρέπει ή δεν πρέπει να “συμαχήσουμε με τους ρεφορμιστές” είναι, κατά τη γνώμη μας, λάθος. Τόσο οι αντιλήψεις που συμπεριφέρονται σεχταριστικά απέναντι σε αυτήν τη διεργασία και δεν αναζητούν δρόμους επικοινωνίας, συνεργασίας και τελικά αντικαπιταλιστικού μετώπου, είτε αυτές που είναι έτοιμες να εγκαταλείψουν τα ουσιώδη ζητήματα του αντικαπιταλιστικού προγράμματος στο όνομα της ‘‘συμμαχίας’’, είναι αναποτελεσματικές»49.
Το ΣΕΚ, για να τεκμηριώσει τη θέση του, κάνει αναφορά στην τακτική του Ενιαίου Μετώπου. Παρόμοια, αν και με διαφορετική απόχρωση, είναι και η συζήτηση που ανοίγεται για το ΕΜ από άλλους, όπως η αρθρογραφία του Δ. Μπελαντή της ΛΑΕ.50 Η προσπάθεια να δοθεί «βάθος» Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) στην υπόθεση της σύμπλευσης δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο εργατικό κίνημα με επίκληση της γραμμής του Ενιαίου Μετώπου μόνο κακοποίηση της ΚΔ μπορεί να θεωρηθεί. Δεν είναι του παρόντος να πραγματευτούμε ζητήματα της ΚΔ, της γραμμής της, των δυσκολιών που αντιμετώπισε και των αντιφάσεών της. Αρκούμαστε μόνο να θέσουμε το ιστορικό πλαίσιο.
Το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (ΔΚΚ) έθεσε τον προβληματισμό σε συνθήκες όπου μετά από την επαναστατική πλημμυρίδα που ξεκίνησε με την Οκτωβριανή Επανάσταση ήρθε η επαναστατική άμπωτη και η εκτίμηση ότι επέρχεται μια εποχή «σχετικής σταθεροποίησης» του καπιταλισμού. Τα ΚΚ, που στην πλειονότητά τους είχαν σχετικά πρόσφατα αποσπαστεί από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ήταν συχνά μικρά και αδύναμα, ενώ η σοσιαλδημοκρατία της εποχής εγκλώβιζε σημαντικές αγωνιζόμενες εργατικές μάζες. Στα ΚΚ επικράτησε η λογική του διαχωρισμού της σοσιαλδημοκρατίας σε «αριστερή» και «δεξιά», ενώ ήδη στη Γερμανία και σε άλλες χώρες τα χώριζε αίμα και αντεπαναστατική δράση. Να διευκρινίσουμε βέβαια ότι τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας, που εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν «αριστερή», μετείχαν σε ένοπλες συγκρούσεις, τάσσονταν υπέρ της Γ΄ Διεθνούς και κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η βασική λαθροχειρία καταρχάς είναι ότι γίνεται με μηχανιστικό τρόπο μεταφορά αυτών των δεδομένων στις σημερινές συνθήκες, καθώς δεν έχει καμία σχέση το ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει το ΔΚΚ με τη σημερινή κατάσταση. Είναι ανεδαφικό να τίθεται ως ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απλά ένα ρεφορμιστικό κόμμα ή η ΓΣΕΕ είναι απλά μια ρεφορμιστική οργάνωση, και όχι να αντιμετωπίζεται ως όργανο του κρατικού, εργοδοτικού συνδικαλισμού. Το ίδιο ανεδαφικό είναι να αντιμετωπίζεται η γραμμή της ΛΑΕ ως ρεφορμιστική γραμμή που δεν έχει «το ταξικό και πολιτικό βάθος της σύγκρουσης» (όπως μπαίνει στην απόφαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και όχι ως γραμμή άλλης αστικής διαχείρισης.
Το ζητούμενο για το επαναστατικό εργατικό κίνημα και το ΚΚ είναι βέβαια να αποσπά τις εργατικές, λαϊκές μάζες από την επιρροή των αστικών κομμάτων, όπως και των οπορτουνιστικών. Αυτό όμως δε γίνεται με συνεργασία του επαναστατικού με τα οπορτουνιστικά ή τα αστικά κόμματα, αλλά με ένταση της διαπάλης, της αποκάλυψης του ταξικού τους χαρακτήρα, με γραμμή ρήξης και όχι με γραμμή συμβιβασμού. Σήμερα, το κομμουνιστικό κίνημα δεν έχει το περιθώριο να επαναλάβει τα ίδια λάθη, σε άλλες μάλιστα συνθήκες και ενώ υπάρχει η πείρα δεκαετιών ταξικής πάλης.
Στο εργατικό κίνημα και ευρύτερα στο λαϊκό κίνημα θα συνεχιστεί αυτή η αντιφατική σχέση ζύμωσης ανάμεσα στα οπορτουνιστικά κόμματα και ομάδες. Ιδιαίτερα παίρνοντας υπόψη την ποικιλομορφία της συνύπαρξης τέτοιων δυνάμεων με διαφορετικό τρόπο (π.χ. όπως δείξαμε τη σχέση ΣΥΡΙΖΑ - ΛΑΕ - πρώην ΠΑΣΟΚ στη ΓΣΕΕ, τη γραμμή ΣΕΚ για ΓΣΕΕ, τη συνύπαρξη ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο φοιτητικό κίνημα και αλλού κλπ.).
ΣΥΝΟΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ
Οι σημαντικές ανακατατάξεις που συμβαίνουν στο αστικό πολιτικό σύστημα έχουν την αναγκαστική αντανάκλασή τους και στο οπορτουνιστικό ρεύμα, το οποίο ως επίδραση της αστικής πολιτικής στο εργατικό κίνημα υφίσταται αναγκαστικά μεταμορφώσεις και αναδιατάξεις δυνάμεων. Ο οπορτουνισμός τοποθετείται και ανασυντάσσεται με βάση τα δεδομένα και τα διλήμματα που θέτει η αστική πολιτική. Το ζήτημα της κυβέρνησης, της παραμονής ή όχι στην Ευρωζώνη και της σχέσης με την ΕΕ, το ζήτημα της διαχείρισης του χρέους, όλα αυτά αποτέλεσαν κοινούς κόμβους γύρω από τους οποίους κλήθηκαν να τοποθετηθούν οι οπορτουνιστικές δυνάμεις. Άλλες δυνάμεις του οπορτουνιστικού φάσματος μπορεί να τραβιούνται στο προσκήνιο, άλλες να μένουν στα μετόπισθεν, άλλες να καλούνται να καλύψουν τα «κενά» που δημιουργούνται. Αυτή η κινητικότητα κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει, ίσα-ίσα θα συνεχιστεί, ιδιαίτερα αν οι εξελίξεις εκτυλιχτούν προς μια γρηγορότερη από το αναμενόμενο φθορά του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε αυτήν την κατεύθυνση και πάνω στα βασικά μέτωπα που περιγράψαμε θα αναπτυχθεί μια αντιφατική πορεία συγκλίσεων και αποκλίσεων, συμβιβασμών και αντιθέσεων, με σκοπό να ξεπεραστούν τα εμπόδια για τη διαμόρφωση νέων συνθέσεων, πιθανά ενός νέου οπορτουνιστικού πόλου. Δε φαίνεται πάντως άμεσα πιθανό να μπορεί να διαμορφωθεί μια ενιαία εμφάνιση όλου του οπορτουνιστικού χώρου, μια και παραμένουν σημαντικά σημεία διαφωνιών. Η ανασύνθεση του χώρου θα προχωράει με ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων συγκολλήσεων και αποσχίσεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι η αστική και οπορτουνιστική πολεμική απέναντι στο ΚΚΕ συμπίπτει, με διαφορετικό τρόπο βέβαια, στα βασικά σημεία: Ότι το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα που αρνείται την παραμικρή δυνατότητα να εφαρμόσει την πολιτική του σήμερα, σε καπιταλιστικό έδαφος, και παραπέμπει τις λύσεις τον προβλημάτων στο μέλλον (του «αγίου σοσιαλισμού», όπως έλεγε σε παλιότερη αρθρογραφία του ο Γ. Ρούσης), ότι αρνείται κάθε συνεργασία και είναι «σεχταριστικό» και απομονωμένο, ότι βάζει «μαξιμαλιστικά» αιτήματα κλπ. Πιο ύπουλη είναι η επίθεση (στην οποία μάλιστα συντάσσεται με διαφορετικά επιχειρήματα και μια ευρεία γκάμα δυνάμεων) ότι το ΚΚΕ είναι «συστημικό», ότι είναι «μεταλλαγμένο», ότι έχει χάσει τον επαναστατικό του χαρακτήρα (άλλοι λένε ότι απομακρύνεται από το μαρξισμό-λενινισμό, άλλοι ότι έγινε «τροτσκιστικό» κλπ.).
Σε αυτήν τη βάση αναδεικνύεται από μια σειρά δυνάμεις η ανάγκη για νέο κόμμα με κομμουνιστική αναφορά. Βέβαια, η επιδίωξη της αστικής τάξης να υπάρχει ένα οπορτουνιστικό κόμμα με γραμμή συμβιβασμού που να φέρει τον τίτλο «κομμουνιστικό» και να δρα ανταγωνιστικά στην επαναστατική γραμμή του ΚΚ δεν είναι νέα, είναι σταθερή. Αυτόν το ρόλο έπαιζε σε άλλη φάση, για παράδειγμα, το «ΚΚΕ Εσωτερικού». Ούτε είναι αδιάφορο για την αστική τάξη η ικανότητα να πιέζει την επαναστατική πολιτική του ΚΚ μέσα από ένα άλλο κόμμα κατ’ όνομα κομμουνιστικό, φτιαγμένο από αποχωρήσαντες από το ΚΚΕ, ιδιαίτερα σε φάση όξυνσης των αντιθέσεων, των ανταγωνισμών, σε φάση ξεσπάσματος ιμπεριαλιστικού πολέμου, που τίθεται επί τάπητος το ζήτημα της στάσης της εργατικής τάξης απέναντι στην αστική εξουσία.
Όλη αυτή η προσπάθεια είναι κομμάτι της στρατηγικής χτυπήματος της επαναστατικής πολιτικής του ΚΚΕ. Πήρε τέτοια μορφή επίθεσης γιατί, ενώ τα τελευταία χρόνια το βάθος της καπιταλιστικής κρίσης δημιούργησε δυσκολίες στην αστική διαχείριση, το ΚΚΕ δεν τους «έκανε τη χάρη» και υιοθέτησε μια στάση που δυσκόλευε, αντί να διευκολύνει, το αστικό πολιτικό σύστημα. Αντί να υποκύψει στην πίεση και να υιοθετήσει συμβιβαστική στάση, το ΚΚΕ «ακόνισε» την επαναστατική του πολιτική εφαρμόζοντας στη ζωή τα συμπεράσματα από τη μελέτη της εμπειρίας της ταξικής πάλης. Δεν αναμένουμε να μειωθεί η επίθεση, αλλά ίσα-ίσα, να αυξάνεται, όσο δυναμώνει και η επεξεργασία της επαναστατικής στρατηγικής του Κόμματός μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ο Κώστας Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. «Εκδήλωση της “Κίνησης Κομμουνιστών - Εργατικός Αγώνας” στην Πάτρα», www. ergatikosagwnas.gr
2. Όπως σημείωνε η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη σχετική της απόφαση: «Ο χαρακτήρας του μετώπου που προτείνεται (σ.σ.: από τη ΛΑΕ) ορίζεται ως “αντιμημονιακό, δημοκρατικό, πατριωτικό”, πράγμα που δεν εκφράζει το ριζοσπαστισμό, την ταξικότητα και το πολιτικό βάθος του ΟΧΙ. Επιπλέον, η συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου, αν δεν έχει δημοκρατική οργάνωση, κινδυνεύει να διαμορφώσει χαρακτηριστικά συγκεντρωτισμού, αρχηγισμού, επιστροφής στις χειρότερες παραδόσεις της Αριστεράς, που πρέπει να ξεπεραστούν».
3. Η 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πραγματοποιήθηκε στις 5-6 Μάρτη 2016 με συμμετοχή 950 συνέδρων που εκπροσωπούσαν 3.500 μέλη, όπως δόθηκε στη δημοσιότητα. Στη Συνδιάσκεψη αποτυπώθηκε διάσταση απόψεων σε αρκετά ζητήματα ανάμεσα στα κόμματα και τις ομάδες που συναποτελούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κυρίως ανάμεσα στο ΝΑΡ και το ΣΕΚ όπως ήδη αναφέραμε. Σημειώνουμε επίσης ότι μετά από την αποχώρηση ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ έχει επέλθει μια ορισμένη αναδιάταξη των ομαδοποιήσεων (π.χ. συγκροτήθηκε ως τάση από πρώην στελέχη της ΑΡΑΝ που παρέμειναν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ η Ενωτική Πρωτοβουλία Παρέμβασης και Διαλόγου - ΕΠΠΔ, η οποία επίσης εξέφρασε διαφοροποιήσεις σε αρκετά ζητήματα). Βλ. ενδεικτικά, εφημερίδα «Εργατική Αλληλεγγύη», 9 Μάρτη 2016, και το ρεπορτάζ «3η συνδιάσκεψη ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Εκατοντάδες άνθρωποι αναζητούν», στο www.kommon.gr
4. Βλ. ενδεικτικά, τη συζήτηση για τη φυσιογνωμία της ΛΑΕ και το υπό επεξεργασία πρόγραμμά της όπως καταγράφεται στην ιστοσελίδα www.iskra.gr. Ο Π. Παπακωνσταντίνου στο άρθρο του «Η ΛΑΕ και ο πειρασμός των εύκολων απαντήσεων» υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν «σινικά τείχη στη σχέση εργατικού κόμματος - ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού μετώπου», ενώ ο Η. Ιωακείμογλου στο άρθρο «ΛΑΕ: Τι πρόγραμμα χρειαζόμαστε» τονίζει ότι «η δημιουργία ενός μετώπου που υποκρύπτει κόμμα, η συγκρότηση ενός υβριδίου τύπου ΣΥΡΙΖΑ […] θα οδηγήσει αναγκαστικά στην πολυδιάσπαση». Ο Α. Νταβανέλλος στο άρθρο «Η ΛΑΕ και οι αναγκαίες πολιτικές απαντήσεις» υποστηρίζει ότι «οφείλουμε να κατανοούμε τη ΛΑΕ ως ένα “υβριδικό” μέτωπο - πολιτικό σχηματισμό».
5. Πανελλαδική Συνδιάσκεψη Αριστερού Ρεύματος, 3-4 Απρίλη 2016, www.iskra.gr
6. «Πολιτική Απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης ΑΝΤΑΡΣΥΑ».
7. Απόφαση Π.Ε. ΝΑΡ, 31 Γενάρη 2015.
8. Εφημερίδα «Εργατική Αλληλεγγύη», 27 Γενάρη 2015.
9. Εφημερίδα «Έθνος», 2 Φλεβάρη 2015.
10. Ανακοίνωση ΚΕ του ΚΚΕ, 26 Γενάρη 2015.
11. «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά την 3η Συνδιάσκεψη», εφημερίδα «Εργατική Αλληλεγγύη», 16 Μάρτη 2016.
12. Βλ. ομιλία Π. Γκαργκάνα στη Συνδιάσκεψη του ΣΕΚ, 26 Φλεβάρη 2016.
13. «Διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας», www.laiki-enotita.gr
14. «Πέντε προτεραιότητες σήμερα για την Αριστερά», ομιλία του Δ. Στρατούλη σε εκδήλωση του «Κόκκινου Δικτύου», 1 Μάρτη 2016, www.iskra.gr. Στην ίδια εκδήλωση να σημειώσουμε ότι συμμετείχε ως ομιλητής και ο Τ. Κορωνάκης, πρώην γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, εκπροσωπώντας τη νεοπαγή «Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά».
15. «Επαναστατώντας ενάντια στα ίδια μας τα νιάτα», ομιλία της Ε. Πορτάλιου σε εκδήλωση του «Κόκκινου Δικτύου», 1 Μάρτη 2016.
16. «Η ΛΑΕ ή θα λειτουργήσει συλλογικά και δημοκρατικά ή δε θα υπάρξει», Κείμενο 56 μελών και φίλων της ΛΑΕ, www.iskra.gr
17. «Ομιλία της Ν. Βαλαβάνη στην Πανελλαδική Σύσκεψη της ΛΑΕ», www.nantia balabani.blogspot.gr
18. Συνέντευξη στο ρ/σ «Παραπολιτικά», 20.4.2016, www.nantiabalabani.blogspot.gr
19. «Διακήρυξη της Κίνησης Κομμουνιστών Εργατικός Αγώνας» ergatikosagwnas.gr
20. Εκδήλωση της «Κίνησης Κομμουνιστών - Εργατικός Αγώνας» στην Πάτρα, www. ergatikosagwnas.gr
21. «Χαιρετισμός στη συνδιάσκεψη της ΑΡ.ΑΝ.», www.kordatos.org
22. Η προσέγγιση του «επαναστατικού υποκειμένου», όπως καθορίστηκε από το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ (2013), γίνεται μέσω της αλληλεπίδρασης τριών επιπέδων: Κόμματος - μετώπου - αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του εργατικού κινήματος: «Το πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αποτελείται από την ενότητα και την αλληλεπίδραση του κόμματος (της ειδικής στρατηγικής πρωτοπορίας), του πολιτικού μετώπου (της γενικής και πολιτικά αποφασιστικής πρωτοπορίας) και των αντικαπιταλιστικών τάσεων των αγωνιζόμενων εργατικών-λαϊκών μαζών.» (Βλ. Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης, 3ο Συνέδριο ΝΑΡ) .
23. «Πρόταση διαλόγου και συστράτευσης για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και τακτική για την κομμουνιστική απελευθέρωση, για ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα», ΠΕ του ΝΑΡ, Νοέμβρης 2015.
24. Για πιο αναλυτική κριτική στις θέσεις του ΝΑΡ, βλ. ΚΟΜΕΠ 4/2014, «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πορεία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος».
25. Εισηγητική ομιλία μέλους του Γραφείου της ΠΕ του ΝΑΡ, στην εκδήλωση παρουσίασης της «Πρότασης Διαλόγου και συστράτευσης για ένα νέο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», 12 Δεκέμβρη 2015.
26. «Πρόταση διαλόγου και συστράτευσης για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και τακτική για την κομμουνιστική απελευθέρωση, για ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα», ΠΕ του ΝΑΡ, Νοέμβρης 2015.
27. Εισηγητική ομιλία μέλους του Γραφείου της ΠΕ του ΝΑΡ, στην εκδήλωση παρουσίασης της «Πρότασης Διαλόγου και συστράτευσης για ένα νέο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», 12 Δεκέμβρη 2015.
28. «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πορεία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος», ΚΟΜΕΠ 4/2014, «Ο κυβερνητισμός στον “Εργατικό Αγώνα” και τη “Νέα Σπορά”», ΚΟΜΕΠ 1/2015.
29. «Πολιτική Απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης ΑΝΤΑΡΣΥΑ».
30. Χαρακτηριστικό της πίεσης που ασκεί αυτή η κριτική είναι ότι το ΝΑΡ, στο κείμενο συμβολής του προς τη Συνδιάσκεψη, προσπαθεί να προσαρμόσει συγκεκριμένα επιχειρήματα, θέτοντας και απαντώντας στο ερώτημα «Ποιος θα “εφαρμόσει” το πρόγραμμα;». Βλ. «ΝΑΡ: Συμβολή στην Τρίτη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Δέκα αναγκαίες τομές» (www.narnet.gr). Τμήμα αυτής της επεξεργασίας έχει περάσει στην Πολιτική Απόφαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
31. «Κρίσιμα και σημαντικά μέτωπα για την οικοδόμηση του αγωνιστικού μετώπου ρήξης-ανατροπής είναι το αντιπολεμικό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, το πεδίο του κινήματος που αναπτύσσεται στην πόλη και τη γειτονιά, το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα, το νεολαιίστικο κίνημα, το κίνημα της μικρομεσαίας αγροτιάς και των φτωχών αυτοαπασχολούμενων που εμφανίστηκαν με ιδιαίτερη ένταση το προηγούμενο διάστημα» (βλ. «Πολιτική Απόφαση 3ης Συνδιάσκεψης ΑΝΤΑΡΣΥΑ»).
32. «Πολιτική Απόφαση 3ης Συνδιάσκεψης ΑΝΤΑΡΣΥΑ».
33. «7 σημεία για μια νικηφόρα Αριστερά», γραπτό κείμενο της ομιλίας του Π. Λαφαζάνη στην εκδήλωση του Kommon, (11 Οκτώβρη 2015), www.iskra.gr
34. Ό.π.
35. «Διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας», www.laiki-enotita.gr
36. «Ομιλία της Ν. Βαλαβάνη στην Πανελλαδική Σύσκεψη της ΛΑΕ», www. nantiabalabani. blogspot.gr
37. «Η ΛΑΕ ή θα λειτουργήσει συλλογικά και δημοκρατικά ή δε θα υπάρξει», Κείμενο 56 μελών και φίλων της ΛΑΕ, www.iskra.gr
38. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο «Σύλλογος Κορδάτος» –όπως και ο «Εργατικός Αγώνας»– σημειώνει ότι αυτή η κυβέρνηση αποτελεί ένα ενδεχόμενο και όχι νομοτέλεια (παρόλο που προσαρμόζουν όλη τους την πολιτική παρέμβαση σε αυτό το –πιθανολογούμενο– ενδεχόμενο και όχι στην αναγκαία προοπτική, στην επαναστατική κατάκτηση της εργατικής εξουσίας). Επίσης ο «Κορδάτος» –πιο διακριτά και από τον ΕΑ– αναφέρει ότι αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να έχει μακρόχρονο χαρακτήρα. Ο «Κορδάτος» λέει επίσης ρητά ότι το ίδιο το ΜΠ «δεν καταργεί τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες δεν καταργούνται ούτε καν την επαύριον της επανάστασης». Εδώ κάνει μια λαθροχειρία: Βάζει στο ίδιο τσουβάλι την κυβέρνηση στο έδαφος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και των θεσμών του αστικού κράτους με τις επαναστατικές διαδικασίες για τη διαμόρφωση των νέων σχέσεων ιδιοκτησίας, γενικότερα των νέων σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων ή και την πάλη για το ξερίζωμα όλων των καπιταλιστικών.
39. «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πορεία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος», ΚΟΜΕΠ 4/2014, «Ο κυβερνητισμός στον “Εργατικό Αγώνα” και τη “Νέα Σπορά”», ΚΟΜΕΠ 1/2015, «Αστικό κράτος και κυβέρνηση», ΚΟΜΕΠ 1/2015.
40. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
41. «Διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας». www.laiki-enotita.gr
42. «Εισηγητική ομιλία Π. Λαφαζάνη στην πανελλαδική σύσκεψη της ΛΑΕ», στο http://laiki-enotita.gr/
43. «Για την πορεία προς τον Αντικαπιταλιστικό Πόλο με αναβαθμισμένη ΑΝΤΑΡΣΥΑ και λογική πολιτικής συνεργασίας», www.antarsya.rg
44. «Θέσεις της ΚΣΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την 3η Συνδιάσκεψη», www.antarsya.gr
45. Μπορεί η παράταξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προσπαθεί να ασκήσει κριτική στο ΠΑΜΕ λέγοντας ότι «δεν έχει τακτική κλιμάκωσης των αγώνων» και ότι «ακολουθεί το χρονολόγιο της ΓΣΕΕ» (βλ. Διακήρυξη της Ταξικής Ενότητας για το 36ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ), λες και δε βλέπουν την άβυσσο ανάμεσα στην ταξική γραμμή του ΠΑΜΕ και την εργοδοτική της ΓΣΕΕ, αλλά οι δικές τους δυνάμεις είναι που συνευρίσκονται από κοινού στις διάφορες κινητοποιήσεις που καλεί η ΑΔΕΔΥ, όπως αυτές στις οποίες αναφερθήκαμε.
46. Εφημερίδα «Αυγή», 17 Μάρτη 2016.
47. Βλ. εφημερίδα «ΠΡΙΝ», 7 Φλεβάρη 2016: «Ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση προκάλεσε […] η επιλογή του ΣΕΚ, την ημέρα της πανεργατικής απεργίας, να πραγματοποιήσει προσυγκέντρωση στην Πατησίων και γρήγορα να μετακινηθεί προς τη συγκέντρωση της ΓΣΕΕ στην Κλαυθμώνος. Ακόμα πιο αρνητικό ήταν το γεγονός πως σήκωσε πανό στην Κλαυθμώνος με υπογραφή ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε πάρει απόφαση (κι αυτό έπραξε!) να στηρίξει τη συγκέντρωση και την πορεία των πρωτοβάθμιων σωματείων από το Μουσείο-Πολυτεχνείο προς τη Βουλή».
48. Εφημερίδα «Εργατική Αλληλεγγύη», 9 Μάρτη 2016. Αναφέρεται στις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ «Αριστερή Συσπείρωση» (ΑΡΙΣ) και «Ενωτική Πρωτοβουλία Παρέμβασης και Διαλόγου» (ΕΠΠΔ).
49. «ΝΑΡ: Συμβολή στην Τρίτη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Δέκα αναγκαίες τομές», www.narnet.gr
50. Βλ., για παράδειγμα, το άρθρο «Για το λαϊκομετωπισμό», www.pandiera.gr
του Κώστα Μπορμπότη
Ο οπορτουνισμός αποτελεί κοινωνικό ρεύμα το οποίο εκφράζει την επίδραση της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα και ως τέτοιο ασκεί πίεση στο Κομμουνιστικό Κόμμα για συμβιβασμό με τον καπιταλισμό, για αποκήρυξη των επαναστατικών σκοπών του, για περιορισμό του στο πλαίσιο των αστικών θεσμών και των επιδιώξεων της αστικής τάξης ή τμημάτων της. Έχει ως υλική, κοινωνική βάση κυρίως τη λεγόμενη εργατική αριστοκρατία σε ιδιωτικό και κρατικό τομέα. Η πίεση που ασκεί ο οπορτουνισμός, η οποία μπορεί να συνοδεύεται και από επαναστατική λογοκοπία, γίνεται πάντα στο όνομα της ανάγκης συμμαχιών, ελιγμών, προσαρμογής σε εξελίξεις ή στον αρνητικό συσχετισμό δυνάμεων.
Από τα παραπάνω απορρέει ότι οι οπορτουνιστικές αντιλήψεις έχουν αντικειμενικά κοινό «πυρήνα» με την αστική ιδεολογία και πολιτική. Αυτό εκφράζεται τόσο στο γεγονός ότι οι πολιτικοί φορείς του οπορτουνισμού αναπτύσσουν συγκλίσεις με τα αστικά κόμματα όσο και στο γεγονός ότι ιστορικά έχει παρατηρηθεί αρκετές φορές το φαινόμενο οπορτουνιστικά κόμματα να μετατρέπονται σε κόμματα αστικής διακυβέρνησης, δηλαδή σε κόμματα που αντικειμενικά απεμπολούν σε μεγάλο βαθμό τον οπορτουνιστικό τους χαρακτήρα. Αυτό το τελευταίο δε σημαίνει φυσικά ότι δεν ενδέχεται να διατηρούν οπορτουνιστικές αναφορές, ακόμα και αντίστοιχες ομάδες στο εσωτερικό τους, ωστόσο από τη στιγμή που διαχειρίζονται από κυβερνητικές θέσεις τα γενικά συμφέροντα της αστικής τάξης, αυτές οι αναφορές έρχονται σε δεύτερη μοίρα και αξιοποιούνται προς όφελος του εγκλωβισμού λαϊκών δυνάμεων στις αστικές επιδιώξεις.
Τα παραπάνω είναι απαραίτητα για να κατανοηθεί η κινητικότητα στο χώρο του οπορτουνισμού και στη χώρα μας. Μέχρι πριν λίγα χρόνια ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε το βασικό φορέα του οπορτουνισμού στην Ελλάδα. Πρόκειται για ένα κόμμα με πυρήνα το «Συνασπισμό της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας», τη μετεξέλιξη του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» που συγκροτήθηκε όταν ο ομώνυμος συνασπισμός κομμάτων μετατράπηκε το 1991 σε διακριτό πολιτικό φορέα με την προσχώρηση σε αυτόν πολλών μελών και στελεχών που αποχώρησαν από το ΚΚΕ. Πρόκειται με άλλα λόγια για ένα κόμμα, η «ραχοκοκαλιά» του οποίου προήλθε από το ίδιο το ΚΚΕ την περίοδο των αντεπαναστατικών ανατροπών της περιόδου 1989-1991.
Η συγκρότηση του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» σε διακριτό πολιτικό φορέα του οπορτουνισμού, σε ανοιχτή αντιπαράθεση με το ΚΚΕ, έδειξε από τις πρώτες της μέρες τη σύγκλισή του με τα αστικά κόμματα (υπερψήφιση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, συμμετοχή στα εθνικιστικά συλλαλητήρια για το «Μακεδονικό», ενθουσιασμός για την αντεπανάσταση στ’ όνομα της «ανανέωσης» του σοσιαλισμού κ.ά.). Τις επόμενες δύο δεκαετίες η θέση αυτού του κόμματος (με τις μικρές μετονομασίες του) στον οπορτουνιστικό χώρο ήταν κυρίαρχη, εξαναγκάζοντας τις υπόλοιπες οπορτουνιστικές ομάδες να δρουν ως «δορυφόροι» του. Το γεγονός αυτό εκφράστηκε και στη συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ το 2004 ως εκλογική συμμαχία μιας σειράς οπορτουνιστικών πολιτικών φορέων με πυρήνα το Συνασπισμό, η οποία μετεξελίχτηκε σε ενιαίο κόμμα μετά από τις εκλογές του Μάη του 2012, μπροστά στο ενδεχόμενο ανάληψης της αστικής διακυβέρνησης.
Η προοπτική αυτή και η πραγματοποίησή της στις εκλογές του Γενάρη του 2015 τροφοδότησε μια έντονη κινητικότητα στο χώρο του οπορτουνισμού. Η «αναβάθμιση» του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα της αστικής διακυβέρνησης «ανακάτεψε τη σούπα» μεταξύ των πολιτικών φορέων του οπορτουνισμού. Αυτή η κινητικότητα άγγιξε σε μεγάλο βαθμό μια σειρά οπορτουνιστικά κόμματα τα οποία αντικειμενικά παρουσίαζαν συγκλίσεις με το ΣΥΡΙΖΑ όλη την προηγούμενη περίοδο, τόσο στη θεωρητική και πολιτική τους ανάλυση (π.χ. Μεταβατικό Πρόγραμμα) όσο και στην πολιτική και συνδικαλιστική τους πρακτική (π.χ. στήριξη της αστικής διαπραγμάτευσης, στάση στο δημοψήφισμα, συνεργασίες στο συνδικαλιστικό κίνημα).
Η ΚΙΝΗΤΙΚΟΤΗΤΑ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΙΣ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ
Η αναμόρφωση αυτή του οπορτουνιστικού χώρου επιταχύνθηκε ιδιαίτερα μετά από την ψήφιση του 3ου Μνημονίου το προηγούμενο καλοκαίρι και την ακόλουθη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Η επίδραση αυτών των «κυματισμών» ακούμπησε το σύνολο των οπορτουνιστικών κομμάτων και ομάδων που προσπαθούν τα τελευταία χρόνια να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη από αυτήν τη «μετατόπιση» του ΣΥΡΙΖΑ. Ενδεικτικός αυτής της φιλοδοξίας είναι ο τρόπος με τον οποίο σκιαγραφείται το νέο πολιτικό τοπίο από εκπρόσωπο της ομάδας Εργατικός Αγώνας (ΕΑ): «Η συντηρητική μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ δημιουργεί πολιτικό κενό. Όπως στη φύση, έτσι και στην πολιτική, κενό δεν μπορεί να υπάρχει»1.
Αποτέλεσμα αυτής της κινητικότητας ήταν η αποχώρηση του «Αριστερού Ρεύματος» από το ΣΥΡΙΖΑ και η συγκρότηση, μαζί με άλλες ομάδες, διακριτού πολιτικού φορέα (ΛΑΕ). Αντίστοιχες ήταν και οι εξελίξεις στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, από την οποία αποχώρησαν λίγο πριν τις εκλογές οι οργανώσεις ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ, που εντάχτηκαν στη ΛΑΕ.
Υπενθυμίζουμε ότι το προηγούμενο διάστημα οι επαφές ανάμεσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ είχαν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε να συζητιέται η κοινή εκλογική κάθοδος στις εκλογές του Σεπτέμβρη, ενδεχόμενο το οποίο δεν ευοδώθηκε στο «παρά πέντε». Όσον αφορά την αιτιολόγηση αυτής της «αποτυχίας», αυτή έγινε στη βάση των διαφωνιών στον προσδιορισμό του «βάθους» του ΟΧΙ και της αδυναμίας «δημοκρατικής οργάνωσης» του μετώπου2. Πρόκειται για διαφωνίες «στα σημεία», που ενδέχεται στο μέλλον να αναιρεθούν, και όχι για ιδεολογικό-πολιτικό χάσμα. Η ίδια η επιδίωξη του εγχειρήματος αναδεικνύει άλλωστε με καθαρό τρόπο τη συγγένεια γραμμής ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ και το κοινό έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι αντιφατικές σχέσεις μεταξύ των οπορτουνιστικών κομμάτων.
Αυτή η συνεχής αναζήτηση συγκλίσεων και συντονισμού της δράσης δεν περιορίζεται μόνο στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ, αλλά επεκτείνεται στο σύνολο σχεδόν των οπορτουνιστικών κομμάτων και ομάδων. Τέτοια παραδείγματα αποτελούν: α) Το κάλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στα «κόμματα και τις οργανώσεις της μαχόμενης Αριστεράς» για «κοινή δράση στο μέτωπο του Ασφαλιστικού» (και οι συναντήσεις που ακολούθησαν), β) η κοινή ανακοίνωση ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ για το Ασφαλιστικό και η κοινή ανακοίνωση ΑΝΤΑΡΣΥΑ μαζί με μια σειρά άλλες οπορτουνιστικές ομάδες για το ίδιο θέμα, γ) η διοργάνωση διάφορων κοινών εκδηλώσεων με «κορυφαία» εκπροσώπηση στελεχών, όπως, π.χ. στις 11 Νοέμβρη 2015 όπου συμμετείχαν στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (Α. Χάγιος), της ΛΑΕ (Π. Λαφαζάνης) και του Εργατικού Αγώνα (Β. Καλαματιανός), αλλά και σε τοπικό επίπεδο, όπως, π.χ., μεταξύ των τοπικών οργανώσεων ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ-ΕΑ στη Λευκάδα στις 9 Απρίλη 2016, δ) η διοργάνωση κοινών μαθημάτων «μαρξισμού» (Όμιλος Μαρξιστικών Ερευνών, Σύλλογος Κορδάτος, Όμιλος Μελέτης Επαναστατικής Θεωρίας - ομάδα Πατέλη) κ.ά.
Σε οργανωτικό επίπεδο, αυτές οι «αναζητήσεις» προσανατολίζονται στη διερεύνηση της δυνατότητας σχηματισμού κάποιου «κοινωνικο-πολιτικού» μετώπου (όπως κι αν ονομάζεται αυτό από την κάθε δύναμη), ενώ αυξανόμενες είναι οι αναφορές στην αναγκαιότητα δημιουργίας σε μια πορεία νέου εργατικού κόμματος, στην ουσία νέου οπορτουνιστικού κόμματος που θα φέρει τον τίτλο «κομμουνιστικό». Στις δυνάμεις που προτάσσουν έναν τέτοιο στόχο συγκαταλέγονται το ΝΑΡ –που τα τελευταία χρόνια ως αποκορύφωμα του οπορτουνισμού του προσπαθεί να επανοικειοποιηθεί τον όρο «κομμουνιστικό» τον οποίο είχε αποποιηθεί με το κύμα της αντεπανάστασης και την ίδρυσή του ως πολιτικό κόμμα (1989)– καθώς και οι οπορτουνιστικές ομάδες ΕΑ και Σύλλογος Κορδάτος (ΣΚ).
Οι ζυμώσεις και η αντιπαράθεση σε αυτά τα ζητήματα εκφράζονται και στο εσωτερικό των ήδη διαμορφωμένων μετωπικών σχημάτων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, όπου διατυπώνονται διαφορετικές απόψεις στο ζήτημα της φυσιογνωμίας τους ως φορέων συνεργασίας. Στην πρόσφατη 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αυτό αποτυπώθηκε στις ψηφοφορίες για την πολιτική απόφαση και την πρόταση για την οργανωτική ανασυγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η πολιτική απόφαση δεν υπερψηφίστηκε από το ΣΕΚ και την ΟΚΔΕ. Το ίδιο συνέβη και με την πρόταση που αφορούσε τη μετατροπή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε «ενιαίο, μετωπικό πολιτικό φορέα», η οποία στηρίχτηκε από το ΝΑΡ, αλλά δεν υπερψηφίστηκε από το ΣΕΚ και άλλους, με αποτέλεσμα να μη συγκεντρώσει την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία και να «μπλοκαριστεί».3
Στη ΛΑΕ, η οποία βαδίζει προς Πανελλαδική Συνδιάσκεψη (που είναι προγραμματισμένη για το Μάη, αλλά όπως γράφεται πιθανά καθυστερεί λόγω διαφωνιών), διεξάγεται μια συζήτηση σε σχέση με τη συγκρότησή της ως «κόμμα» ή «μέτωπο», με άλλες δυνάμεις να τονίζουν το μετωπικό χαρακτήρα του εγχειρήματος και άλλες να θεωρούν ξεπερασμένο το διαχωρισμό «κόμμα-μέτωπο».4 Εν μέσω αυτής της συζήτησης, η κίνηση του Αριστερού Ρεύματος (που αποτελεί και τη βασική δύναμη της ΛΑΕ) να συγκροτηθεί σε πολιτική κίνηση στις αρχές Απρίλη προεξοφλεί de facto μια μετωπική φυσιογνωμία της ΛΑΕ με κόμματα-συνιστώσες, λίγο πολύ όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.5
Σκοπός του άρθρου είναι να περιγράψουμε αυτές τις διεργασίες ανάμεσα στα κόμματα και τις ομάδες του οπορτουνιστικού χώρου. Πέρα από επιμέρους τυχοδιωκτισμούς, επιδιώξεις και καιροσκοπισμούς που πάντα συνοδεύουν τις διεργασίες στο χώρο του οπορτουνισμού, θα προσπαθήσουμε να εστιάσουμε στα βασικά πεδία συγκλίσεων και αποκλίσεων μεταξύ των διάφορων οπορτουνιστικών δυνάμεων.
Τα σημεία αυτά αφορούν κυρίως τα εξής: α) Τη στάση τους απέναντι στην κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, β) την προοπτική που προβάλλεται από ορισμένες ομάδες για τη συγκρότηση νέου ΚΚ, γ) την αντίληψή τους για την ανάγκη ύπαρξης μεταβατικού προγράμματος και κατ’ επέκταση τη στάση τους απέναντι στο ζήτημα της διακυβέρνησης σε καπιταλιστικό έδαφος, δ) τη στάση τους στο εργατικό-λαϊκό κίνημα. Σημεία αποκλίσεων καταγράφονται και σε άλλα ζητήματα, όπως η αναγκαιότητα ή όχι της πολιτικής επανάστασης ως μέσο για την κοινωνική αλλαγή, η στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και άλλα, στα οποία όμως δεν μπορούμε να σταθούμε στο πλαίσιο αυτού του άρθρου.
Η ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ ΤΩΝ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΡΕΥΜΑΤΩΝ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΣΥΡΙΖΑ
Η πορεία του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση δεν είναι μόνο επιβεβαίωση της χρεοκοπίας της λογικής της «κυβερνώσας Αριστεράς», αλλά και της γραμμής ανοχής απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ που ακολούθησαν όλα τα κόμματα και οι ομάδες του οπορτουνιστικού ρεύματος, ακόμη και μετά από τις εκλογές του Γενάρη του 2015. Στο έδαφος τόσο αυτής της χρεοκοπίας όσο και της προσμονής άμεσης απόσπασης ενός κομματιού της εκλογικής βάσης του ΣΥΡΙΖΑ, οι πολιτικοί σχηματισμοί του οπορτουνισμού προχωρούν σε μια αναπροσαρμογή της στάσης τους απέναντί του. Ο προσδιορισμός του χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και της στάσης της κάθε οπορτουνιστικής ομάδας απέναντί του αποτελούν βασικό στοιχείο της τρέχουσας κινητικότητας.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αναγνωρίζοντας αυτήν την ανάγκη προσαρμογής, εκτιμάει στην πρόσφατη Συνδιάσκεψή της ότι: «Σοβαρό στοιχείο των πολιτικών εξελίξεων είναι η επιταχυνόμενη φθορά του ΣΥΡΙΖΑ και συνακόλουθα η δυνατότητα πολιτικού απεγκλωβισμού εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων και νέων από την επιρροή του». Εκτιμάει ότι υπάρχει ένα «πλατύ λαϊκό αγωνιστικό ρεύμα, που συνεχίζει να αναζητά προς τα αριστερά» και γι’ αυτό καθορίζει ότι πρέπει να εκπονηθεί ένα «πολιτικό σχέδιο αντιπολίτευσης, αντίστασης και αντικαπιταλιστικής ανατροπής της επίθεσης. Ένα σχέδιο για την αντεπίθεση των αγώνων και τη διεκδίκηση μιας νέας αντικαπιταλιστικής ηγεμονίας […] με στόχο τη διαμόρφωση εκείνου του κινήματος και εκείνης της Αριστεράς που θα φτάσουν τη μάχη μέχρι τη νίκη». Σε αυτήν τη βάση κάνει λόγο για ανάγκη «ανασυγκρότησης», «επανεξοπλισμού», «μετασχηματισμού» της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.6
Το ζήτημα μάλιστα του χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και της στάσης απέναντί του αποτέλεσε ένα από τα σημεία τριβής ανάμεσα στις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην 3η της Συνδιάσκεψη. Η αντιπαράθεση κινήθηκε χοντρικά ανάμεσα στην απόχρωση που υποστηρίζει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σε «αναπότρεπτη διαδικασία μετατροπής του σε αστικό σοσιαλφιλελεύθερο κόμμα», θέση την οποία πρόβαλε κυρίως το ΝΑΡ και υιοθετήθηκε τελικά στην πολιτική απόφαση, και την απόχρωση του ΣΕΚ ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και παραμένει ένα κόμμα της «ρεφορμιστικής Αριστεράς».
Η αντιπαράθεση αυτή είναι εγκλωβισμένη στο αν ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει να αποτελεί ένα «συγγενές» κόμμα ή είναι ένα κόμμα που ήταν «μέχρι χτες» συγγενές. Δεν ανοίγει μέτωπο με την ίδια τη λογική που ανέδειξε το ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, με τις αυταπάτες, τον κυβερνητισμό, την ανάθεση, που και η ίδια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ άλλωστε καλλιέργησε. Σε όλη την πορεία του ΣΥΡΙΖΑ προς τη διακυβέρνηση, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πήγαινε χέρι-χέρι μαζί του. Συμμετείχαν από κοινού στα σχέδια παραπλάνησης του λαού, στις πλατείες των «αγανακτισμένων», στα διάφορα αντιμνημονιακά μέτωπα, στην καλλιέργεια της αυταπάτης περί «φιλολαϊκής» κυβερνητικής εναλλαγής χωρίς ρήξη με την αστική εξουσία, σε όλα αυτά δηλαδή που προετοίμασαν το έδαφος για την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση.
Γι’ αυτό και οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχαν χαιρετήσει με ενθουσιασμό το εκλογικό αποτέλεσμα του Γενάρη του 2015. Το ΝΑΡ εκτιμούσε ότι: «Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου σηματοδοτούν αλλαγή σελίδας […] Εκφράζει την ελπίδα για μια πολιτική με φιλολαϊκό προσανατολισμό. Έχει ιδιαίτερη σημασία πως ο λαός αψήφησε τις απειλές και την τρομοκρατία των συστημικών κέντρων και ΜΜΕ, ξεπέρασε το φόβο και μαύρισε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ»7. Το ΣΕΚ θριαμβολογούσε λέγοντας ότι: «Τα αποτελέσματα των εκλογών της 25 Γενάρη καταγράφουν μια σαρωτική στροφή προς τα αριστερά»8. Για να μη θυμηθούμε τους διθυράμβους στελεχών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως ο Γ. Δελαστίκ σε άρθρα με τίτλους όπως «Μπορεί να απλωθεί σ’ όλη την Ευρώπη η ελληνική εξέγερση;» όπου ανέφερε: «Τα “όχι” που εισέπραξε ο Σουλτς από τον Τσίπρα και οι πολιτικές ...φάπες που άρπαξε ο Γερούν Ντάισελμπλουμ από τον Γιάνη Βαρουφάκη, με αποτέλεσμα να μην ξέρει από πού να φύγει, έκαναν έξω φρενών τους Γερμανούς, που δεν είναι καθόλου συνηθισμένοι να μην τους υπακούν αμέσως οι υποτελείς τους!»9.
Στον αντίποδα κινήθηκε το ΚΚΕ, το οποίο στις πρώτες εκτιμήσεις της ΚΕ, την επόμενη κιόλας μέρα των εκλογών, επισήμανε ότι η λαϊκή στήριξη στο ΣΥΡΙΖΑ «είναι ψήφος που περιέχει προσδοκία μειωμένων απαιτήσεων και αυταπατών για το χαρακτήρα της ΕΕ. Δεν είναι ψήφος συνολικής αποδοχής και απαίτησης για ικανοποίηση των πραγματικών σύγχρονων εργατικών, λαϊκών αναγκών», ενώ διακήρυσσε καθαρά ότι «η κυβερνητική εναλλαγή και η ανάληψη της διακυβέρνησης από το ΣΥΡΙΖΑ δε συνιστά πολιτική αλλαγή υπέρ του λαού. Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ θα συνεχίσει τις αντιλαϊκές δεσμεύσεις της χώρας στην ΕΕ και τους δανειστές και φυσικά αυτό θα είναι ανάσα στο αστικό πολιτικό σύστημα, που επιδιώκει την πιο βαθιά ενσωμάτωση του λαού μέσα από την ανασύνθεση του αστικού κομματικού συστήματος, σε μια κρίσιμη στιγμή για το λαό και το κίνημά του»10. Αυτή η θέση επιβεβαιώθηκε και όχι η αυταπάτη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα ασκούσε μια φιλολαϊκή διακυβέρνηση.
Η προσέγγιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραγνωρίζει τους παράγοντες που ανέδειξαν το ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικό κόμμα, το ρόλο που του ανατέθηκε από το κεφάλαιο. Ωραιοποιεί τη διαδικασία ανάδειξής του στη διακυβέρνηση, παρουσιάζοντάς την ως προϊόν ριζοσπαστικοποίησης και ανόδου του κινήματος και όχι ως επιλογή της αστικής τάξης, και γι’ αυτό απευθύνεται στο εκλογικό του ακροατήριο με όρους «Αριστεράς» και όχι με όρους ταξικής αφύπνισης.
Ο προβληματισμός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που περιγράψαμε σε σχέση με το ΣΥΡΙΖΑ αποτυπώνεται γλαφυρά από άρθρο στελέχους της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΣΕΚ) που αναφέρει: «Η συζήτηση γύρω από το χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ καθορίζει σε μεγάλο βαθμό και τα παραπάνω ζητήματα, αν θέλουμε να έχει μια λογική συνέχεια η τακτική μας. Διότι αν αποδεχτούμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκει πλέον στη ρεφορμιστική Αριστερά, τότε θα πρέπει να εξηγήσουμε γιατί διεκδικούμε κοινή δράση με τον κόσμο ενός αστικού κόμματος»11. Σε αυτήν τη βάση το ΣΕΚ προωθεί κοινή δράση ακόμη και με βουλευτές του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ σε ζητήματα όπως, για παράδειγμα, ο αντιρατσισμός, ο αντιφασισμός κλπ., ελπίζοντας σε «ανταρσίες μέσα και έξω από το ΣΥΡΙΖΑ»12.
Στην πραγματικότητα ο απεγκλωβισμός δυνάμεων από το ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να γίνει όχι με «επιθέσεις φιλίας», αλλά μόνο με την αποκάλυψη του ρόλου του και την αντιπαράθεση μαζί του σε όλα τα επίπεδα, στην ιδεολογία, στην πολιτική, στο εργατικό κίνημα. Μόνο έτσι, μόνο μέσα από την όξυνση της ταξικής πάλης σε όλες της τις μορφές μπορούν τα λαϊκά στρώματα που στήριξαν το ΣΥΡΙΖΑ να εξάγουν συμπεράσματα από τις αυταπάτες που καλλιέργησε και το ανέφικτο της γραμμής που υποσχόταν φιλολαϊκή πολιτική χωρίς ρήξη με το κεφάλαιο.
Η συζήτηση αυτή αποτέλεσε κομμάτι μιας πιο διευρυμένης αντιπαράθεσης σχετικά με την πολιτική συμμαχιών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Θυμίζουμε ότι στις εκλογές του Γενάρη του ’15 η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε κατέβει μαζί με το ΜΑΡΣ (Σχέδιο Β΄) του Α. Αλαβάνου και όταν το Σεπτέμβρη το ΜΑΡΣ προσχώρησε μαζί με τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη ΛΑΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κατέληξε σε κοινή εκλογική κάθοδο με το τροτσκιστικό ΕΕΚ, το οποίο σε προηγούμενη φάση θεωρήθηκε ότι δε χώραγε στο «άνοιγμα» προς τον Α. Αλαβάνο. Ο τυχοδιωκτισμός δεν αφορά μόνο τις αλλεπάλληλες εκλογικές συγκολλήσεις (με δυνάμεις που εμφανίζονται ως αποκλειόμενες σε άλλη φάση), αλλά και το ότι στα ντοκουμέντα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν εμφανίζεται η παραμικρή αποτίμηση, θετική ή αρνητική.
Όλες αυτές οι δυνάμεις, λιγότερο ή περισσότερο η καθεμία, βλέπουν την πολιτική συμμαχιών ως μια υπόθεση πολιτικής συνεργασίας μεταξύ κομμάτων και ομάδων. Γι’ αυτό και βρίσκονται σε ένα φαύλο κύκλο προσέγγισης και αντιπαραθέσεων, φραστικών ακροβατισμών και διατυπώσεων σε κείμενα που τους ικανοποιούν όλους. Πρέπει να σημειώσουμε ότι, πέρα από τα αντικειμενικά περιθώρια προσεγγίσεων στο έδαφος κοινών στρατηγικών αποδοχών (στις οποίες θα αναφερθούμε στη συνέχεια), ιδιαίτερο ρόλο στην κινητικότητα αυτή παίζει η πολιτική συγκυρία και οι εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα. Πρόκειται για στάση που απορρέει από την επιδίωξη πολιτικών συνεργασιών με άλλα κόμματα και από την αντίληψη ότι η ρευστότητα στο αστικό πολιτικό σκηνικό αποτελεί από μόνη της παράγοντα αστάθειας της αστικής εξουσίας και μπορεί μέσω των επιτυχημένων πολιτικών συμμαχιών να αξιοποιηθεί προς όφελος της σύγκρουσης με το κεφάλαιο.
Μια παρόμοια συζήτηση, με άξονα το χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ και τη στάση απέναντί του, εξελίσσεται αυτήν την περίοδο και στη ΛΑΕ ενόψει της Πανελλαδικής της Συνδιάσκεψης. Πρόκειται για μια συζήτηση που αντικειμενικά αφορά τόσο την εκτίμηση για την πολιτική του Αριστερού Ρεύματος, όσο ήταν ακόμη τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και την πολιτική της ΛΑΕ σήμερα. Ένα από τα σημεία τριβής σε αυτήν τη φάση βρίσκεται στο αν η «μνημονιακή μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ ήταν προϊόν «προδοσίας» της ηγετικής του ομάδας γύρω από τον Α. Τσίπρα –και επομένως δεν ήταν αναγκαστική η κατάληξη στο συμβιβασμό– ή αν υπήρχαν από πριν στοιχεία που προέγραφαν αυτήν την πορεία.
Τα στελέχη του πρώην Αριστερού Ρεύματος του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελούν και τη ραχοκοκαλιά της ΛΑΕ, υποστηρίζουν σε γενικές γραμμές ότι δε φταίει η πολιτική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ γενικά, αλλά η συμβιβαστική πολιτική της ηγετικής του ομάδας από ένα σημείο και μετά. Στη Διακήρυξη της ΛΑΕ αυτό περιγράφεται ως «οδυνηρή συνθηκολόγηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στους εκβιασμούς των δανειστών», «τραγική μετάλλαξη της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ…»13. Αυτό, πέρα από το ότι αποκρύπτει τις ευθύνες του Αριστερού Ρεύματος και των στελεχών του που ανέλαβαν υπουργικά χαρτοφυλάκια (πλευρά στην οποία δέχονται κριτική και εκ των έσω από δυνάμεις της ΛΑΕ), είναι η πιο καλή απόδειξη της συνέχειας που υπάρχει μεταξύ της πολιτικής διαχείρισης που πρόβαλε ο ΣΥΡΙΖΑ πριν τις εκλογές του Γενάρη του 2015 και της πρότασης της ΛΑΕ, και κατ’ επέκταση της ευστοχίας του χαρακτηρισμού της ΛΑΕ από το ΚΚΕ ως ΣΥΡΙΖΑ Νο 2. Αυτό άλλωστε συμπυκνώνει και η ακόλουθη φράση-προτροπή του Δ. Στρατούλη: «Να κάνουμε όσα έπρεπε να κάνει και δεν έκανε η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ»14.
Άλλα στελέχη και συνιστώσες της ΛΑΕ υποστηρίζουν ότι πρέπει να κρατηθούν μεγαλύτερες αποστάσεις από την προηγούμενη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Για παράδειγμα, η Ε. Πορτάλιου λέει: «Τι συνέβη με το ΣΥΡΙΖΑ; Βάδιζε όντως αντιμνημονιακά και μεταλλάχθηκε; Δεν είχε υπολογίσει, λόγω ενός αστόχαστου κοινοβουλευτισμού, […] ότι θα πρέπει να πραγματοποιήσει μια μεγάλη σύγκρουση, αβέβαιης έκβασης; Στελέχη της Λαϊκής Ενότητας, που ομιλούν δημόσια, στην ουσία υιοθετούν την ερμηνεία της προδοσίας, που δεν εξηγεί τίποτε […] Ιδιαίτερα οι σύντροφοι που ήταν κοντά στο εξωθεσμικό προεδρικό κέντρο πρέπει να βοηθήσουν να κατανοήσουμε αν η μετάλλαξη του κατά δήλωση αντιμνημονιακού ΣΥΡΙΖΑ ήταν προδιαγεγραμμένη ή προσχεδιασμένη»15.
Σε κείμενο-παρέμβαση που δημοσιεύτηκε με τις υπογραφές 56 μελών και φίλων της ΛΑΕ –ανάμεσα τους ο Δ. Μπελαντής, (ο οποίος τελευταία αποχώρησε από το Αριστερό Ρεύμα, παραμένοντας στη ΛΑΕ και ασκώντας κριτική στην πολιτική που ακολουθεί η ηγεσία της), ο Στ. Κουβελάκης κ.ά.– ανοίγεται μια εφ’ όλης της ύλης αντιπαράθεσης με την ηγεσία της ΛΑΕ. Αφού στηλιτεύεται η λειτουργία της μιλώντας για «ολιγαρχική ηγεσία» και «ανέλεγκτους πολιτικούς και γραφειοκρατικούς μηχανισμούς», αναφέρεται ότι χρειάζεται «πλήρες ξεκαθάρισμα των σχέσεων με το μνημονιακό/κυβερνητικό ΣΥΡΙΖΑ, κόψιμο των υπαρκτών ομφάλιων λώρων». Πιο συγκεκριμένα σημειώνεται: «Δε μας είναι καθόλου κατανοητή η συνέχιση της συνύπαρξης σημαντικών στελεχών μας με το μηχανισμό της “Δύναμης Ζωής” στην Περιφέρεια Αττικής, και μάλιστα από υπεύθυνες στελεχικές θέσεις. Αλλά και στους εργασιακούς συνδικαλιστικούς χώρους, δεν είναι δυνατό να αφήνουμε περιθώρια συνύπαρξης σε κοινές συνδικαλιστικές παρατάξεις με δυνάμεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού, όπως αυτές του ΣΥΡΙΖΑ». Στο επίπεδο της πολιτικής γραμμής προτείνουν «προγραμματικό εμπλουτισμό», στην ουσία προσθέτοντας το ζήτημα της εξόδου από την ΕΕ, εκτός από την Ευρωζώνη, λέγοντας ότι «πρέπει να διασαφηνιστεί το ζήτημα της ωριμότητας της ρήξης με την Ευρωζώνη και την ΕΕ, διαδικασίες οι οποίες είναι μεταξύ τους αλληλένδετες και αλληλοτροφοδοτούμενες. Να πείσουμε τον εαυτό μας αλλά και το λαό ότι αυτό είναι πολιτικά και κοινωνικά εφικτό».
Σημαντική είναι και η τοποθέτηση σε σχέση με το ζήτημα της κυβέρνησης, όπου λέγεται: «Πρέπει να ξεφύγουμε από τη λογική ότι υπό τους σημερινούς συσχετισμούς μπορεί να υπάρξει βραχυχρόνια μια νέα, γνήσια αυτήν τη φορά, “κυβέρνηση της Αριστεράς”. Βεβαίως, η προγραμματική μας αναφορά είναι και πρέπει να αρθρώνεται ως εν δυνάμει κυβερνητικό πρόγραμμα […] Η βασική μας κατεύθυνση άμεσα πρέπει να είναι η ενδυνάμωση της κοινωνικής αντιπολίτευσης, η υπονόμευση του μνημονιακού μηχανισμού εφαρμογής και υλοποίησης και η κινηματική ανατροπή αυτής της κυβέρνησης ή και άλλων μνημονιακών, που μπορεί να την διαδεχθούν»16. Η τοποθέτηση αυτή αποτελεί σημαντική διαφοροποίηση από την επίσημη γραμμή της ΛΑΕ και διαμορφώνει μια πλατφόρμα οιονεί συγκλίσεων με άλλες ομάδες του οπορτουνιστικού χώρου, όπως, για παράδειγμα, με δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Σε αντίθετη κατεύθυνση κινούνται άλλα στελέχη της ΛΑΕ, όπως η
Ν. Βαλαβάνη, η οποία σε προηγούμενο χρόνο (στην πανελλαδική σύσκεψη της ΛΑΕ τον περασμένο Νοέμβρη) και από άλλη σκοπιά είχε διατυπώσει ηχηρή διαφοροποίηση. Θεωρώντας ότι η ΛΑΕ διολισθαίνει και μετατρέπεται σε «ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ» επισήμανε: «Σε ποιους τελικά απευθυνόμαστε πολιτικά; Στον κόσμο του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ; Ή στη μεγάλη δεξαμενή των εργαζόμενων και άνεργων ανθρώπων που απομακρύνονται από τις μνημονιακές πολιτικές των κομμάτων που υποστήριζαν, πριν απ’ όλα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ;»17.
Η Βαλαβάνη επί της ουσίας εγκαλεί τη ΛΑΕ ότι δεν κινείται αποτελεσματικά στο ακροατήριο του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος (που ήταν και η αρχική «δεξαμενή» της ΛΑΕ). Ενδεικτικό της αντίληψης της Ν. Βαλαβάνη γενικότερα για την πολιτική που πρέπει να ακολουθήσει η ΛΑΕ, είναι η αιτιολόγηση της παρουσίας της στην ιδρυτική εκδήλωση του κόμματος της Ζ. Κωνσταντοπούλου, δηλώνοντας «στήριξη προς το νέο φορέα και στον οποιοδήποτε άλλο φορέα έχει ένα αντίστοιχο περιεχόμενο. Πιστεύω ότι το αίτημα για απεμπλοκή από τα μνημόνια, εκφράζει ένα αίτημα της μεγάλης πλειοψηφίας της κοινωνίας. Εκφράζει με ένα τρόπο αυτό το 62% του δημοψηφίσματος […] αυτό το αίτημα πρέπει να βρει πολιτική έκφραση στο πλαίσιο ενός ευρύτατου μετώπου […] Και βέβαια για να είναι αποτελεσματικό ένα τέτοιο μέτωπο, καρδιά του θα είναι η ριζοσπαστική Αριστερά, δεν μπορεί να μην είναι, αλλά χρειάζεται και άλλες εκφράσεις για να αποκτήσει την ευρύτητα του αξίζει. Πιστεύω ότι η κίνηση της κας Κωνσταντοπούλου είναι σε μια τέτοια κατεύθυνση […] Η ΛΑΕ είναι ένα μέτωπο, αλλά είναι ένα μέτωπο δυ-
νάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Μακάρι να διευρυνθεί περισσότερο»18.
Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση αυτή θα ενταθεί ενόψει της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης και απηχεί έναν ευρύτερο προβληματισμό σε δυνάμεις της ΛΑΕ, ο οποίος πυροδοτήθηκε κυρίως από το (απογοητευτικό γι’ αυτούς) εκλογικό αποτέλεσμα. Αυτή η συζήτηση αφορά γενικότερα το ιδεολογικό-πολιτικό στίγμα της και τη φυσιογνωμία της, στην ουσία δηλαδή το ρόλο της στο αστικό πολιτικό σύστημα, την ικανότητα συμβολής της στον εγκλωβισμό λαϊκών στρωμάτων σε προτάσεις διαχείρισης του καπιταλισμού. Το πιθανότερο είναι ότι αυτή η συζήτηση θα οδηγήσει σε ορισμένες προσαρμογές με σκοπό να τονιστεί η διαχωριστική γραμμή της ΛΑΕ με το ΣΥΡΙΖΑ, να ξεπλυθούν οι αμαρτίες των πρώην κυβερνητικών στελεχών και να παρουσιαστεί το πρόγραμμα αστικής διαχείρισης της ΛΑΕ ως εμπλουτισμένο με συμπεράσματα από την κυβερνητική εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ, διατηρώντας όμως ατόφιο το διαχειριστικό του πυρήνα. Παράλληλα, αυτή η διαδικασία θα λειτουργεί ως πεδίο συγκλίσεων με τις άλλες οπορτουνιστικές ομάδες και κόμματα.
Η ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΝΕΟΥ ΚΚ
Ένα σχετικά νέο στοιχείο των ζυμώσεων στον οπορτουνιστικό χώρο τα τελευταία χρόνια είναι η επίκληση, από διαφορετικές δυνάμεις, της ανάγκης νέου κόμματος με τον τίτλο «κομμουνιστικό». Δύο είναι οι βασικοί πόλοι που προβάλλουν μια τέτοια προοπτική, αν και με διαφορετικό τρόπο ο καθένας. Από τη μία οι ομάδες του ΕΑ και του ΣΚ οι οποίες στοιχειοθετούν αυτήν την ανάγκη κυρίως στο έδαφος μιας υποτιθέμενης μετάλλαξης του ΚΚΕ και της εγκατάλειψης από αυτό του μαρξισμού-λενινισμού. Από την άλλη το ΝΑΡ, το οποίο διεξάγει μια γενικότερη ζύμωση για το επαναστατικό υποκείμενο και παρουσιάζει την ανάγκη νέου ΚΚ με όρους «επαναθεμελίωσης».
Η ιστοσελίδα Νέα Σπορά (ΝΣ), κρυμμένη πίσω από την ανωνυμία, συνεχίζει να ιεραρχεί ως μέσο καταπολέμησης της επαναστατικής στρατηγικής του ΚΚΕ την παρέμβαση στο εσωτερικό του. Φυσικά, οι επιλογές της ΝΣ μπορούν να μεταβληθούν στην πορεία (όπως έγινε άλλωστε και με τον ΕΑ), αν θεωρήσει ότι η επιδίωξη τους για αθέτηση στην πράξη ή ακόμα και αλλαγή του Προγράμματος του ΚΚΕ είναι πια «χαμένη υπόθεση».
«ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ»
Στην ιδρυτική διακήρυξη της λεγόμενης «Κίνησης Κομμουνιστών Εργατικός Αγώνας» (ΚΚ-ΕΑ) αναφερόταν: «Το χειρότερο για την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό είναι ότι στερούνται σήμερα ενός, στην ουσία και όχι στα λόγια, μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος που να ανταποκρίνεται στα άμεσα και μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους […] Η ανάγκη μαζικού και ισχυρού πολιτικά και ιδεολογικά μαρξιστικού-λενινιστικού κομμουνιστικού κόμματος σήμερα είναι επιτακτική όσο ποτέ και πρέπει να υπάρξει λύση. […] Επομένως, για τους κομμουνιστές, για όσους ασπάζονται το μαρξισμό-λενινισμό, το θεμελιώδες, το κυρίαρχο, το βασικό και το πρωτεύον ζήτημα που πρέπει να λυθεί είναι το ζήτημα του κόμματος της εργατικής τάξης»19.
Αυτή την «ανάγκη» εκφράζει άλλωστε και η υιοθέτηση του τίτλου «ΚΚ-ΕΑ» δυόμισι χρόνια μετά από την εμφάνιση της ιστοσελίδας ΕΑ. Στο εισαγωγικό σημείωμα ενός άρθρου για την εκδήλωση της ομάδας στην Πάτρα στα τέλη του Νοέμβρη του 2015, αναφέρεται: «Η “Κίνηση Κομμουνιστών - Εργατικός Αγώνας” μετράει 16 μήνες ζωής. Το site “Εργατικός Αγώνας” 3 χρόνια και 9 μήνες. Και τα δύο προέκυψαν μέσα από μία αδήριτη αναγκαιότητα. Καθώς το ΚΚΕ εγκατέλειπε το ρόλο του ως μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα της εργατικής τάξης, δημιουργούνταν ένα τεράστιο κενό. Το κενό αυτό έπρεπε να καλυφθεί. Στην αρχή με πολιτικά και θεωρητικά κείμενα […] Στη συνέχεια με την οργανωμένη δουλειά […] για να ξαναϋπάρξει το κόμμα της εργατικής τάξης…».
Αξίζει να σημειωθεί ότι τόσο τα χρόνια ύπαρξης του ΕΑ όσο και ο χαρακτήρας του όπως αυτός προσδιορίζεται από τους ίδιους τους εκπροσώπους του, επιβεβαιώνουν την προσπάθειά τους κατά το παρελθόν να δράσουν φραξιονιστικά μέσα στο ΚΚΕ και την υποκριτική τους στάση όταν συλλογικά και καταστατικά αντιμετωπίζονταν γι’ αυτήν τη δράση τους.
Όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο θα επιδιωχτεί η «ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και του κόμματος της εργατικής τάξης» (ως «βασική προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση της Αριστεράς»), τίθενται τα εξής βήματα: α) Η ανάπτυξη κοινής δράσης πάνω στα λαϊκά προβλήματα «χωρίς αποκλεισμούς και περιχαρακώσεις», β) η επιστημονική μελέτη της πραγματικότητας του ελληνικού και παγκόσμιου καπιταλισμού και γ) η ανάδειξη –μέσω των παραπάνω– των σχημάτων που συγκλίνουν μεταξύ τους. Παράλληλα συμπληρώνεται ότι «ο Εργατικός Αγώνας δεν πρόκειται να συμμετέχει σε καμία τεχνητή συγκόλληση με κανέναν, δεν έχει το άγχος της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, δε βιάζεται, απεχθάνεται τους πολιτικούς αχταρμάδες. Θα προχωρήσει μαζί με κομμουνιστές στην ανασυγκρότηση του κόμματος της εργατικής τάξης»20.
«ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ»
Ο ΣΚ είναι ακόμα πιο καθαρός στη διατύπωση της ανάγκης «δημιουργίας ενός πραγματικού κομμουνιστικού κόμματος». Χαιρετίζοντας τις διάφορες ζυμώσεις των οπορτουνιστικών ομάδων, εκτιμάει ότι η αναγκαία συζήτηση για την «ανασύνθεση μίας σύγχρονης κομμουνιστικής Αριστεράς» οφείλεται στο γεγονός ότι «η κομμουνιστική Αριστερά έχει εισέλθει σε μια βαθιά κρίση εδώ και δεκαετίες». Παράλληλα συμπληρώνει ότι «οι δυνάμεις της κομμουνιστικής και της κομμουνιστογενούς Αριστεράς δεν μπόρεσαν να συντονιστούν στοιχειωδώς, να βρουν κοινή γλώσσα και να βαδίσουν μαζί. Κι όλα αυτά στην πιο κρίσιμη για το λαό στιγμή μεταπολιτευτικά. Είναι σαφές ότι έχουμε φτάσει σε αδιέξοδο».
Χαρακτηριστικό της αντίληψης της ομάδας είναι ότι με τον όρο «κομμουνιστική» Αριστερά ο συγγραφέας εννοεί το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ με τον όρο «κομμουνιστογενή Αριστερά» τη ΛΑΕ.
Ως προϋπόθεση αντιστροφής της κατάστασης θέτει την ανατροπή ορισμένων «νεοπλασιών» που κατά τη γνώμη του ταλανίζουν την «Αριστερά» (ξεχωρίζει τη γραφειοκρατικοποίηση, την αδύναμη επαφή με τις μάζες, τα μεγάλα κενά στη θεωρία στα οποία συμπεριλαμβάνει και τις δυσκολίες σύνταξης ενός «επιστημονικού μεταβατικού προγράμματος» κ.ά.), ενώ παράλληλα αναφέρεται και στην ανάγκη δημιουργίας ενός «αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου», την οποία συνδέει με τη δημιουργία κομμουνιστικής οργάνωσης με τον εξής τρόπο: «Ταυτόχρονο μέλημα με τη δημιουργία κομμουνιστικής οργάνωσης πρέπει να είναι και η δημιουργία ενός αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου. Όχι μόνο ο ένας στόχος δεν αναιρεί τον άλλο, αλλά αντιθέτως λειτουργεί ο ένας συμπληρωματικά για τον άλλο. Το απαράμιλλο παράδειγμα του ΚΚΕ του μεσοπολέμου και του ΕΑΜ είναι το πλέον διαφωτιστικό και αποδεικτικό του παραπάνω ισχυρισμού. Στις σύγχρονες, λοιπόν, συνθήκες θα πρέπει να οριστεί η πολιτική των συμμαχιών: Πότε, με ποιον, γιατί, σε ποια βάση. Τελικά τα ερωτήματα Κόμμα ή Μέτωπο και ποιο από τα δύο πρώτο, είναι ψευτοδιλήμματα». Θα αρκεστούμε να σημειώσουμε ότι είναι υποκριτικός ο εκθειασμός της δράσης του ΚΚΕ στο ΕΑΜ, αφού διόλου δεν απασχολούν το ΣΚ οι λόγοι της μη εκπλήρωσης των πολιτικών στόχων του ΚΚΕ και του ΕΑΜ, οι στρατηγικές αδυναμίες του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο.
Παράλληλα εκτιμά ότι: «Στην παρούσα στιγμή δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για τη δημιουργία κόμματος και οι ενδόμυχοι πόθοι πρέπει να είναι σαφώς διαχωρισμένοι από την πραγματικότητα», δείχνοντας ταυτόχρονα προς τα πού θα κινηθεί: «Αν όμως οι βλέψεις μας είναι για τη δημιουργία ενός πραγματικού κομμουνιστικού κόμματος, θα πρέπει από τώρα στις μικρές μας συλλογικότητες, ή αύριο σε κάτι ευρύτερο, τα κριτήρια αυτά να μην τα ξεχνάμε».
Στην πράξη πάντως και στο έδαφος της παραπάνω εκτίμησης περί μη ύπαρξης των προϋποθέσεων για τη δημιουργία κόμματος, ιεραρχείται η συγκρότηση του μετώπου. Όπως σημειώνεται από εκπρόσωπο του ΣΚ: «Στη συγκυρία αυτή, είναι επιτακτική ανάγκη η συζήτηση που έχει ξεκινήσει να προχωρήσει και στην πράξη, στην κατεύθυνση συγκρότησης ενός κοινωνικοπολιτικού μετώπου που θα δώσει ελπίδα και προοπτική στους αγώνες των εργαζομένων, για την υπεράσπιση της ζωής και των δικαιωμάτων του», ενώ όσον αφορά τη συμμετοχή σε αυτό αναφέρει: «Προϋπόθεση για τη συμμετοχή σε μια τέτοια προσπάθεια δεν είναι η ιδεολογικο-πολιτική συμφωνία εφ’ όλης της ύλης, αλλά η συμφωνία σε ένα πλαίσιο με τέτοιο προσανατολισμό».21
Να σημειώσουμε καταρχάς ότι ο ΣΚ –όπως και ο ΕΑ– αντιλαμβάνεται την ανάγκη συμμαχίας ως πολιτική συμμαχία μεταξύ κομμάτων η οποία εξ αντικειμένου συγκροτείται στη βάση κάποιας συμφωνίας πάνω στο ζήτημα της εξουσίας (γι’ αυτό μιλάει για «κοινωνικοπολιτικό μέτωπο»), και όχι ως συμμαχία κοινωνικών δυνάμεων που έχουν αντικειμενικό συμφέρον στην αντιμονοπωλιακή-αντικαπιταλιστική πάλη. Το ΚΚ όμως συγκροτείται αυτοτελώς ως κόμμα στη βάση προγραμματικής αντίληψης που αποτυπώνει τις νομοτέλειες για την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας και την οικοδόμηση της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας. Σε αυτήν τη βάση καθορίζει τη συμμαχία της εργατικής τάξης με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις και όχι αντίστροφα. Η οποιαδήποτε πρόταση συμμαχίας, κοινωνικοπολιτικών μάλιστα δυνάμεων όπως την αντιλαμβάνεται ο ΣΚ, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως όχημα συγκρότησης ΚΚ, αλλά μόνο ως όχημα συγκρότησης νέου οπορτουνιστικού πόλου.
ΝΑΡ
Το ΝΑΡ εδώ και κάποια χρόνια επιχειρεί να επιδράσει στα υπόλοιπα κόμματα του οπορτουνισμού ανοίγοντας μια συζήτηση περί «επαναστατικού υποκειμένου»22, η οποία αφορά εκ των πραγμάτων και τις στοχεύσεις του ΝΑΡ στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Στο 3ο Συνέδριό του (2013) μετονομάστηκε σε «ΝΑΡ για την Κομμουνιστική Απελευθέρωση» διακηρύσσοντας την ανάγκη συγκρότησης, σε μια πορεία, νέου κομμουνιστικού φορέα-κόμματος. Πριν μερικούς μήνες έδωσε στη δημοσιότητα «Πρόταση διαλόγου και συστράτευσης για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και τακτική για την κομμουνιστική απελευθέρωση, για ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα», στην οποία, όπως αναφέρεται: «Θέτει προς συζήτηση το ζήτημα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής για την κομμουνιστική απελευθέρωση και ειδικότερα το θέμα για ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα που θα την υπηρετεί»23.
Αναφερθήκαμε και παραπάνω στην υποκρισία και τον οπορτουνισμό της ίδιας της χρησιμοποίησης του όρου «κομμουνιστικό» από το ΝΑΡ, που τον είχε απαρνηθεί κατά το παρελθόν. Εξάλλου είναι παλιά η μέθοδος του οπορτουνισμού να αλλάζει ονόματα, να μεταχειρίζεται τον όρο «κομμουνιστικό» ως «σημαία ευκαιρίας», όπως και να αξιοποιεί διαφορετικές ονομασίες για τα μετωπικά σχήματα και τις συμμαχίες που προτείνει.
Δεν είναι σκοπός του παρόντος άρθρου να ασκήσουμε αναλυτική κριτική στην αντίληψη που περιγράφει το ΝΑΡ, η οποία ανατρέπει θεμελιώδη χαρακτηριστικά συγκρότησης και λειτουργίας του ΚΚ.24 Θα αναφέρουμε μόνο ορισμένα παραδείγματα, για να καταλάβει κανείς για τι είδους «κομμουνιστικό» κόμμα μιλάει το ΝΑΡ.
Η διαφορά του ΝΑΡ σε σχέση με τις ομάδες που προαναφέραμε (ΕΑ, ΣΚ) είναι ότι δεν προσδιορίζει την ανάγκη για νέο ΚΚ στη βάση της προσήλωσης στο μαρξισμό-λενινισμό και της υποτιθέμενης εγκατάλειψής του από το ΚΚΕ, αλλά στην αδυναμία του μαρξισμού-λενινισμού να απαντήσει σε νέα φαινόμενα και νέες εξελίξεις στον καπιταλισμό. Η αντίληψη του ΝΑΡ για το κόμμα είναι άμεσα συνδεδεμένη με την αντίληψή του τόσο για το χαρακτήρα της εποχής μας όσο και για το σοσιαλισμό που οραματίζεται.
Το ΝΑΡ εκτιμάει ότι υπάρχει μια «νέα εποχή» του καπιταλισμού που την ονομάζει «ολοκληρωτικό καπιταλισμό», ο οποίος θεωρείται νέο στάδιο του καπιταλισμού που «υποδουλώνει με πρωτόγνωρο τρόπο όλο το Είναι των εργαζομένων»25, που δημιουργεί «κοινωνικό καιάδα» όπως αλλού αναφέρεται. Σε αυτό το πλαίσιο μιλάει για «σύγχρονους όρους», «νέες τάσεις της ταξικής πάλης», στις οποίες «έρχεται στο προσκήνιο ο σκοπός» ενός νέου ΚΚ: «Αντιλαμβανόμαστε τον κομμουνισμό και τη συγκρότηση ενός νέου κομμουνιστικού φορέα με σύγχρονους όρους, όπως αυτοί προκύπτουν από την ανάγκη υπέρβασης του καπιταλισμού […] από τη δυναμική και τις τάσεις της ταξικής πάλης […] Το ΚΚΕ δεν επιλέγει μια επαναστατική τακτική και στρατηγική, απάντηση στην καπιταλιστική κρίση και επίθεση, αρνείται το πρόγραμμα και το μέτωπο της ανατροπής, αναπαράγει, σε όλα τα επίπεδα, μια κομματικοκεντρική λογική και το ηττημένο μοντέλο του υπαρκτού σοσιαλισμού».
Δεν είναι βέβαια καινούργιο στοιχείο για τον οπορτουνισμό να βλέπει διαρκώς «νέα» φαινόμενα, «νέες» εξελίξεις για να δικαιολογεί τον καιροσκοπισμό του. Το ΚΚΕ δεν αρνείται ασφαλώς την ύπαρξη νέων φαινομένων, συνθηκών και τη διαρκή ανάγκη ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας. Ίσα-ίσα, το ιστορικό συμπέρασμα είναι ότι η αδυναμία των ΚΚ να προσεγγίζουν και να γενικεύουν τα όποια νέα στοιχεία προκύπτουν στην εξέλιξη της ταξικής πάλης με βάση τη μαρξιστική-λενινιστική επιστημονική μεθοδολογία τα καθιστά ευάλωτα σε αστικές και μικροαστικές προσεγγίσεις, σαν αυτές που υιοθετεί το ΝΑΡ και άλλες οπορτουνιστικές ομάδες. Το ΚΚΕ όχι μόνο δεν αρνείται την ανάγκη ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας, αλλά δουλεύει έμπρακτα σε αυτήν την κατεύθυνση, πράγμα που αποδεικνύεται από τις σύγχρονες επεξεργασίες του και τη συλλογικά επεξεργασμένη προγραμματική του αντίληψη. Αυτό που πολεμάει το ΚΚΕ είναι η αξιοποίηση από τον οπορτουνισμό της αντικειμενικής ανάγκης για ανάπτυξη της θεωρίας ως όχημα για να ανατρέπονται επαναστατικές αρχές και να δικαιολογούνται οι οπορτουνιστικές μεταμορφώσεις,
Τα χαρακτηριστικά αυτού του κόμματος, όπως τα παρουσιάζει το ΝΑΡ, περιλαμβάνουν τον εδραιωμένο –στο χώρο του οπορτουνισμού– συνδυασμό εκλεκτικισμού-φιλελευθερισμού, ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τον επαναστατικό χαρακτήρα του ΚΚ. Έτσι, γίνεται λόγος για «θεμελιωμένη αναφορά στον επαναστατικό μαρξισμό και τη δημιουργική ανάπτυξή του […] με υπέρβαση πολιτικών, θεωρητικών και οργανωτικών πρακτικών που αντίκεινται στην έννοια της κομμουνιστικής χειραφέτησης, αλλά και μοντέλων “υπαρκτού” σοσιαλισμού που την τραυματίζουν», με αρχή λειτουργίας και συγκρότησης την αφηρημένη «εργατική δημοκρατία», στον αντίποδα του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού.26 Αλλού λέγεται ότι αυτό το νέο ΚΚ είναι κόμμα «στρατευμένο στη λογική της διαρκούς επανάστασης», αλλά και ότι είναι «κόμμα ενωτικό-μετωπικό» ώστε να «διεκδικηθεί και να επιτευχθεί η ηγεμονία των κομμουνιστικών ιδεών στο ευρύτερο ριζοσπαστικό και αντικαπιταλιστικό ρεύμα».27 Γίνεται αντιληπτό ότι το κόμμα που οραματίζεται το ΝΑΡ είναι μια νέα εκδοχή οπορτουνιστικού κόμματος, που μόνο καρικατούρα «κομμουνιστικού» θα μπορούσε να θεωρηθεί.
Στην πραγματικότητα, στο όνομα των «μοντέλων» που αναφέρει το ΝΑΡ απορρίπτονται θεμελιώδεις νομοτέλειες της ταξικής πάλης πριν την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας, αλλά και μετά από αυτήν, κατά την πορεία διαμόρφωσης της νέας κοινωνίας. Γι’ αυτό το ΝΑΡ μιλάει για «υπέρβαση» και όχι ανατροπή του καπιταλισμού, γι’ αυτό όταν μιλάει για «κομμουνιστική επαναθεμελίωση» δε λέει κουβέντα για βασικές νομοτέλειες όπως η δικτατορία του προλεταριάτου και ο κεντρικός σχεδιασμός. Στην ουσία οι συνεχείς αναφορές στην αντικειμενική τάση ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας αξιοποιούνται για την αναθεώρηση και την εγκατάλειψή της και όχι για την ανάπτυξή της σε πραγματικά επαναστατική κατεύθυνση.
ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΕΝΑΝΤΙ ΤΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ
Το Μεταβατικό Πρόγραμμα (ΜΠ) αποτελεί το βασικό πεδίο σύγκλισης όλων αυτών των δυνάμεων. Στο έδαφος αυτής της στρατηγικής αντίληψης αναπτύσσονται και οι διεργασίες στο χώρο. Το ΜΠ προτάσσεται ως μέσο γεφύρωσης της αναντιστοιχίας μεταξύ της υλικής ωριμότητας του σοσιαλισμού και της υποκειμενικής ανωριμότητας του λαού για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Φυσικά υπάρχουν διαφορετικοί «χρωματισμοί» της παραπάνω αντίληψης. Κάποιες δυνάμεις (π.χ. η ΝΣ) θεωρούν ότι η υλοποίηση κάποιων αιτημάτων του ΜΠ στον καπιταλισμό συντελεί και στην ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό, ενώ άλλες δυνάμεις το θεωρούν προσαρμογή στις συνθήκες απουσίας της επαναστατικής κατάστασης. Σε κάθε περίπτωση όλοι θεωρούν ότι η προβολή του ΜΠ ως συγκεκριμένης ενιαίας πολιτικής πρότασης, η οποία «συνδέει το σήμερα με το αύριο του κινήματος», συντελεί στην πολιτικοποίηση του λαού, στην ανάπτυξη του κινήματος και σε μια πορεία στην κατανόηση της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού.
Χαρακτηριστικό είναι και το γεγονός ότι η κριτική που ασκείται στη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από μέρους αυτών των δυνάμεων είναι ότι δεν μπόρεσε να δράσει ως «μεταβατική» κυβέρνηση και τελικά «συμβιβάστηκε». Φυσικά, αυτή η άποψη –που αναδεικνύει και το γεγονός ότι ολόκληρη η ανάλυση για το μεταβατικό πρόγραμμα είναι λαθεμένηασμένη– αποκρύπτει ότι κανένα κόμμα που αναδεικνύεται στην αστική διακυβέρνηση (όπως κι αν αυτοχαρακτηρίζεται, π.χ. αριστερό ή κομμουνιστικό) μέσα από αστικές κοινοβουλευτικές διαδικασίες, δηλαδή με την ανοχή του κεφαλαίου, δεν μπορεί να παίξει τέτοιο «μεταβατικό» ρόλο. Το αστικό κράτος (όπως και η καπιταλιστική οικονομία) λειτουργεί προς όφελος της αστικής τάξης ανεξάρτητα από το διαχειριστή του.
Σε άλλα άρθρα στην ΚΟΜΕΠ28 έχουμε αναδείξει τόσο τις ρίζες αυτής της «μεταβατικής» αντίληψης στο εσωτερικό του πολιτικού εργατικού κινήματος όσο και με ποιο τρόπο αυτή η λογική και όλα όσα ρητά ή άρρητα την συνοδεύουν (π.χ. διαχωρισμός βασικής-κυρίαρχης αντίθεσης, μίνιμουμ-μάξιμουμ προγράμματος) «σπρώχνουν» (στο όνομα της προσαρμογής στο σημερινό επίπεδο της λαϊκής συνείδησης) στη συμπαράταξη με το ένα ή το άλλο μέρος της όποιας αστικής αντιπαράθεσης, εμποδίζοντας τη συγκέντρωση δυνάμεων σε αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση.
Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου θα σταθούμε στον τρόπο με τον οποίο η συζήτηση γύρω από αυτά τα ζητήματα στρατηγικής επηρεάζει την αναδιαμόρφωση στο χώρο του οπορτουνισμού και την προοπτική νέου οπορτουνιστικού φορέα.
Καταρχάς υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις σε σχέση με το χαρακτήρα του μεταβατικού προγράμματος, άρα και του μετώπου-σχήματος που θα είναι ο φορέας του.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μιλάει για «αντικαπιταλιστικό μεταβατικό πρόγραμμα», που «“γεφυρώνει” τις σημερινές διεκδικήσεις με την προοπτική της ανατροπής του καπιταλισμού και τον ορίζοντα της εργατικής εξουσίας […] Στοχεύει στη ριζική αλλαγή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών σε όφελος της εργατικής τάξης και του λαού, στην ανατροπή της επίθεσης και την υποκειμενική προετοιμασία δυνάμεων για την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας».
Ο πυρήνας της λογικής που λέει ότι ένα μέρος του προγράμματος «επιβάλλεται σήμερα», ενώ το «σύνολό του» σε δεύτερη φάση αποτυπώνεται ρητά στις συλλογικές της αποφάσεις: «Το πρόγραμμα αυτό προωθείται και σε ένα βαθμό επιβάλλεται σήμερα από τον πολιτικό αγώνα των εργαζόμενων, το εργατικό λαϊκό μέτωπο ρήξης ανατροπής και το αναπτυσσόμενο αντικαπιταλιστικό μέτωπο. Στο σύνολό του μπορεί να το υλοποιήσει η κυβέρνηση και η εξουσία των εργαζόμενων, που προϋποθέτει την επαναστατική αλλαγή και τα όργανα εξουσίας του εργαζόμενου λαού»29.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ παίρνουν όλο και περισσότερο υπόψη και επιχειρούν να απαντήσουν στην κριτική που τους ασκεί το ΚΚΕ σε σχέση με το σε ποιο έδαφος (σε καπιταλιστικό) και ποιο χαρακτήρα (αστικό) θα έχει η κυβέρνηση που θα εφαρμόσει ένα μεταβατικό πρόγραμμα, ανεξαρτήτως του πώς αυτή θα αυτοχαρακτηρίζεται (π.χ. «αντικαπιταλιστική», «μεταβατική»). Έτσι, στα πιο πρόσφατα κείμενά τους κάνουν μια προσαρμογή: «Η μάχη για την επιβολή του “αντικαπιταλιστικού μεταβατικού προγράμματος” γίνεται από τα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που συγκροτούνται μέσα στην ταξική πάλη και υπηρετούν το σκοπό αυτό. Στο κοινωνικό επίπεδο από το εργατικό και λαϊκό αγωνιστικό μέτωπο ρήξης και ανατροπής, που έχει ως κέντρο του το ταξικά ανασυγκροτημένο εργατικό κίνημα. Στο πολιτικό επίπεδο από το αντικαπιταλιστικό μέτωπο –πρώτο ουσιαστικό βήμα του οποίου είναι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ…»30. Το ίδιο επιχειρείται με αναφορές όπως «επιβολή αυτών των πολιτικών στόχων», που θα γίνει «με τη δύναμη του οργανωμένου λαού», λογική που αποδέχεται τη δυνατότητα ριζικών φιλολαϊκών ανατροπών χωρίς ρήξη με την αστική εξουσία.
Με βάση τη λογική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, φορέας αυτού του μεταβατικού προγράμματος είναι το «αγωνιστικό μέτωπο ρήξης» που συνενώνει τα διάφορα μέτωπα πάλης31. Ολόκληρη η λογική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην ουσία υποβαθμίζει τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης και του κινήματός της στη ρήξη και την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Έτσι, υιοθετεί την οπορτουνιστική λογική η οποία συνδυάζει τη διακήρυξη του συνθήματος της μελλοντικής «κατάληψης της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη και τους συμμάχους της»32 με την ιεράρχηση στην καθημερινή πράξη των πολυποίκιλων «μετώπων πάλης».
Η ΛΑΕ από τη μεριά της, αναγνωρίζοντας επίσης ότι το βασικό πεδίο ζυμώσεων είναι το θέμα του μεταβατικού προγράμματος, συμμετέχει ενεργά και επιχειρεί να παρέμβει σε αυτήν τη συζήτηση, προβάλλοντας τη δική της γραμμή για «αντιμνημονιακό μεταβατικό πρόγραμμα», που θα αποτελέσει «όχημα μιας ενωτικής αριστερής προσπάθειας» και «θα δίνει προοδευτική διέξοδο από τη σημερινή κρίση, θα μπορεί να συγκροτήσει μια μεγάλη αγωνιστική κοινωνική συμμαχία της μισθωτής εργασίας, των μικρομεσαίων στρωμάτων, της αγροτιάς και της νεολαίας και θα διαμορφώνει έναν υπαρκτό δρόμο μετάβασης στο σοσιαλισμό».33
Προσπαθώντας να απαντήσει στην κριτική ότι υποβαθμίζει τον «αντικαπιταλιστικό αγώνα» και να δικαιώσει τη γραμμή της ΛΑΕ, ο Π. Λαφαζάνης υποστηρίζει ότι ο αντικαπιταλιστικός αγώνας περνά σήμερα μέσα από την αντιμνημονιακή πάλη. Στην ομιλία του Π. Λαφαζάνη στην εκδήλωση του Kommon που αναφέρθηκε παραπάνω διαβάζουμε: «Μετά και τη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, προβάλλονται πιο έντονα οι απόψεις κάποιων δυνάμεων της Αριστεράς οι οποίες θεωρούν ότι το δίλημμα μνημόνιο - αντιμνημόνιο είναι αποπροσανατολιστικό και ότι το πρωτείο για την Αριστερά βρίσκεται στην άμεση ανατροπή του καπιταλισμού και τον αντικαπιταλιστικό αγώνα. Δεν πρόκειται για λάθος, αλλά για πλήρη παραμόρφωση και φυγή από την πραγματικότητα. Δεν υπάρχει αντικαπιταλιστικός αγώνας έξω από τον αγώνα που θέτει ως πρώτη και κύρια προτεραιότητα την άμεση ήττα των μνημονιακών πολιτικών και την ακύρωση των μνημονίων. Δεν υπάρχει αντικαπιταλιστικός αγώνας έξω από την πρώτιστη σημασία να απαλλαγεί η χώρα από τη νεοαποικιοκρατία και την ιδιόμορφη πολιτική και οικονομική κατοχή. Δεν υπάρχει γενικά και αφηρημένα καπιταλισμός έξω από τις μορφές αναπαραγωγής του…»34.
Σε αυτήν τη βάση, η ΛΑΕ προβάλλει μια ευρεία γκάμα δυνάμεων που μπορούν να συσπειρωθούν σε αυτήν τη γραμμή: «Ένα ευρύτατο μέτωπο όλων των ανυπότακτων δημοκρατικών, αντιιμπεριαλιστικών, πατριωτικών, αντιμνημονιακών δυνάμεων». Έτσι κάνουν ταυτόχρονα κάλεσμα και επίθεση στα άλλα οπορτουνιστικά κόμματα, λέγοντας ότι «τίποτα δε θα μας δικαιολογήσει απέναντι στην Ιστορία αν καθηλωθούμε σε άγονες διαμάχες, στον πλειστηριασμό της μεγάλης φράσης, στην αναζήτηση δικαίωσης όχι μέσα από τη μεγάλη λαϊκή νίκη, αλλά μέσα από το μικρό, ενδοαριστερό εμφύλιο. Μια τέτοια Αριστερά δεν την έχει ανάγκη ο λαός. Στην πραγματικότητα, προσφέρει υπηρεσίες μόνο στο σύστημα».35
Σημαντικό σημείο διαφοροποίησης στο περιεχόμενο του μεταβατικού προγράμματος, ιδιαίτερα ανάμεσα σε ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ΛΑΕ, αποτελεί η τοποθέτηση γύρω από την ΕΕ και την Ευρωζώνη. Είναι γνωστό ότι για τη ΛΑΕ ακρογωνιαίος λίθος της «ρήξης» είναι το ζήτημα της εξόδου από την Ευρωζώνη, ακολουθούμενο από αναπροσαρμογή των διεθνών καπιταλιστικών συμμαχιών της χώρας. Έχουμε σημειώσει αρκετές φορές σε αρθρογραφία ότι η αμφισβήτηση της Ευρωζώνης και εν μέρει της ΕΕ (ο λεγόμενος «ευρωσκεπτικισμός») διέπει και αστικές δυνάμεις. Αν δε συνδεθεί με την αμφισβήτηση των σχέσεων ιδιοκτησίας και το χαρακτήρα της εξουσίας, δεν οδηγεί σε φιλολαϊκή πολιτική.
Η προσέγγιση του ζητήματος ευρώ/ΕΕ αποτέλεσε και αποτελεί σημείο τριβής τόσο εντός της ΛΑΕ, όπως αναφέραμε σε προηγούμενη ενότητα, όσο και στη σχέση της με τα άλλα οπορτουνιστικά κόμματα. Η ΛΑΕ μετά από τις εκλογές πραγματοποίησε μια σημαντική προσαρμογή στο ζήτημα της ΕΕ η οποία, ανάμεσα στα άλλα, την διευκολύνει ώστε να μπορεί να ανταπεξέλθει καλύτερα στη ζύμωση με τα άλλα κόμματα. Ενώ προεκλογικά τα στελέχη της ΛΑΕ τόνιζαν με κάθε ευκαιρία ότι μιλάνε μόνο για έξοδο από το ευρώ και όχι από την ΕΕ, τώρα η θέση της ΛΑΕ μετατοπίζεται ελαφρά και τίθεται –«αν χρειαστεί», όπως λένε– θέμα δημοψηφίσματος, αφού έχει προηγηθεί η έξοδος από την Ευρωζώνη, στο οποίο η ΛΑΕ θα καλέσει το λαό να πει «όχι στην ΕΕ».
Η μετατόπιση αυτή προκάλεσε κριτική από ορισμένα στελέχη της ΛΑΕ όπως η Ν. Βαλαβάνη: «Θεωρούμε τελικά ότι χάσαμε τις εκλογές επειδή δεν προβάλαμε καθαρά την προοπτική εξόδου από Ευρωζώνη και ΕΕ; Γι’ αυτό συμπληρώθηκε […] η θέση της προεκλογικής διακήρυξης για δημοψήφισμα για τη θέση της Ελλάδας στην ΕΕ σε περίπτωση που ορθωθούν ανυπέρβλητα εμπόδια από μέρους της, με τη διευκρίνιση ότι σε αυτό το δημοψήφισμα η Λαϊκή Ενότητα θα ψηφίσει “όχι”; Δεν μπορώ να δω πιο καθαρό τρόπο υιοθέτησης –από το παράθυρο– της θέσης ΚΚΕ και ΑΝΤΑΡΣΥΑ για έξοδο και από την ΕΕ»36.
Σε αυτές τις απόψεις εναντιώνονται τα στελέχη της ΛΑΕ που τάσσονται υπέρ της συμπερίληψης της εξόδου από την ΕΕ στο πρόγραμμα της ΛΑΕ. Για παράδειγμα, στο κείμενο των «56 μελών και φίλων της ΛΑΕ», στο οποίο αναφερθήκαμε και προηγουμένως, επισημαίνεται ότι: «Η διαδικασία της ρήξης με την ΕΕ είναι μια βαθύτερα πολιτική διαδικασία και δεν πρέπει να συσχετίζεται με τη διαδικαστική μέθοδο της εξόδου (αν θα γίνει δηλαδή δημοψήφισμα ή όχι)»37.
Σε άλλα άρθρα της ΚΟΜΕΠ έχουμε αναφερθεί αναλυτικά και στο γεγονός ότι το μεταβατικό πρόγραμμα αποτελεί κομβικό στοιχείο και στην αντίληψη των ομάδων του ΕΑ, του ΣΚ και της ΝΣ, τόσο στην πολεμική τους απέναντι στο ΚΚΕ όσο και ως συγκολλητική ουσία στις σχέσεις που αναπτύσσουν με τα άλλα οπορτουνιστικά κόμματα και ομάδες.
Η ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ
Σε άμεση εξάρτηση με τη συζήτηση περί μεταβατικού προγράμματος είναι και οι συγκλίσεις και αποκλίσεις που σημειώνονται μεταξύ των οπορτουνιστικών κομμάτων και ομάδων στο ζήτημα της διακυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού και του χαρακτήρα του κράτους που θα προκύψει από τυχόν κατάκτηση της εξουσίας από «το μέτωπο ή το επαναστατικό κόμμα», από την υλοποίηση του «μεταβατικού προγράμματος».
Οι περισσότερες δυνάμεις (ΛΑΕ, ΕΑ, ΣΚ, ΝΣ) συμφωνούν ρητά στο ότι πρέπει να διεκδικηθεί από το «μέτωπο» η διακυβέρνηση στο έδαφος της κυριαρχίας της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και των αστικών πολιτικών θεσμών. Προβάλλουν ανοιχτά την ανάγκη διεκδίκησης της κυβέρνησης και την κατάληψη της πλειοψηφίας στους θεσμούς του αστικού κράτους ως μέσο ανακούφισης των λαϊκών μαζών και προετοιμασίας τους για την τελική σύγκρουση. Όπως κι αν την χαρακτηρίζουν (π.χ. η ΛΑΕ μιλάει για «λαϊκή “μεταπολίτευση”» και «νέα δημοκρατία του λαού», ο ΕΑ χαρακτηρίζει αυτήν την κυβέρνηση ως κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών, αντιμονοπωλιακών δυνάμεων, η ΝΣ ως κυβέρνηση του ΑΑΔΜ και ο Κορδάτος ως «λαϊκή κυβέρνηση» ή «κυβέρνηση ριζοσπαστικών πολιτικών δυνάμεων με αντιιμπεριαλιστική και αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση»38), από κοινού συμφωνούν α) στη δυνατότητα ανάδειξης ενός επαναστατικού –υποτίθεται– κόμματος και του μετώπου στο οποίο αυτό θα συμμετέχει στη διακυβέρνηση μέσω του θεσμού των αστικών εκλογών και β) στη δυνατότητα αξιοποίησης λειτουργιών του αστικού κράτους και θεσμών του προς όφελος της επανάστασης (έλεγχος στρατού και αστυνομίας, ψήφιση φιλολαϊκών νόμων στη Βουλή, αλλαγή μαθημάτων στα σχολεία κλπ.).
Σε άλλα κείμενα της ΚΟΜΕΠ39 έχουμε αναφερθεί αναλυτικά στο ανυπόστατο των παραπάνω απόψεων. Σε αυτό το άρθρο αρκεί να αναφερθούμε στον τρόπο με τον οποίο αυτές οι δυνάμεις αντιλαμβάνονται το χαρακτήρα του κράτους που θα προκύψει μετά από την κατάκτηση της διακυβέρνησης από το «επαναστατικό» κόμμα και το μέτωπο στο οποίο συμμετέχει.
Οι ΕΑ και ΣΚ από τη μία και η ΝΣ από την άλλη παρουσιάζουν την εξής διαφορά όσον αφορά το χαρακτήρα αυτού του κράτους: Ενώ ο ΕΑ και ο ΣΚ λένε ότι ο έλεγχος της κυβέρνησης δεν αποτελεί ακόμα επανάσταση, αλλά μπορεί να συμβάλει στην «προσέγγιση της επανάστασης», η ΝΣ χαρακτηρίζει την κατάληψη της κυβέρνησης μέσω των εκλογών (χωρίς ανατροπή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και των θεσμών του αστικού κράτους) ως έναρξη της επαναστατικής διαδικασίας, ως έναρξη της «μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό». Παράλληλα υποστηρίζει ρητά ότι αυτό το κράτος, παρά το γεγονός ότι είναι επαναστατικό, «δε θα είναι ούτε αστικό κράτος, ούτε η δικτατορία του προλεταριάτου», αλλά θα είναι «η δημοκρατική δικτατορία της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, ένα κράτος τύπου Κομμούνας». Ο ΣΚ με τη σειρά του χαρακτηρίζει (μέσω του σχολιασμού του Προγράμματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της δεκαετίας του 1940) αυτό το κράτος ως «μία μορφή εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της» και ως «πρόπλασμα του σοσιαλιστικού κράτους». Στην καλύτερη των περιπτώσεων μπορούμε να πούμε ότι δε διδάχτηκαν τίποτα από την ιστορία της ταξικής σύγκρουσης της δεκαετίας του 1940.
Ένα δεύτερο σημείο που σχετίζεται με την αντίληψή τους για το κράτος είναι ότι αποδέχονται ότι αυτό μπορεί να βρίσκεται σε μία κατάσταση μόνιμης και μακροχρόνιας αστάθειας στην οποία το κίνημα –αν έχει τα σωστά χαρακτηριστικά– μπορεί να του επιβάλλει καθοριστικές και ριζικές ανατροπές. Στο πλαίσιο αυτό υιοθετούν –ιδιαίτερα η ΝΣ– τη λογική της γενικής κρίσης του καπιταλισμού η οποία παρουσιάζει το αστικό κράτος ως μόνιμα ευάλωτο –λόγω της αδυναμίας του– στην πίεση του κινήματος, την ίδια στιγμή που αποδέχονται το γεγονός ότι δεν υπάρχει σήμερα διαμορφωμένη επαναστατική κατάσταση. Εδώ κολλάνε και οι συνεχείς αναφορές τους στην «πορεία κλονισμού» του αστικού κράτους και τις «ριζικές ανατροπές που ανοίγουν το δρόμο στο σοσιαλισμό». Εννοείται ότι οι βιβλιογραφικές αναφορές με τις οποίες προσπαθούν να δώσουν λενινιστικό επίχρισμα στις αναλύσεις τους είναι όλες από την περίοδο του Φλεβάρη-Οκτώβρη του 1917 (περιλαμβάνουν δηλαδή αιτήματα που «ρίχτηκαν» ως στόχοι ζύμωσης για τα ένοπλα και κυριαρχούμενα από τους μενσεβίκους σοβιέτ), αποσιωπώντας το γεγονός ότι ακόμη και σε εκείνες τις συνθήκες οι μπολσεβίκοι δεν πήραν μέρος στην κυβέρνηση. Εννοείται ότι αυτές οι ομάδες αποφεύγουν «όπως ο διάολος το λιβάνι» τις αναφορές στο καθαυτό έργο που πραγματεύεται τα ζητήματα του κράτους, το «Κράτος και Επανάσταση»40.
Η ΛΑΕ προβάλλει την ανάγκη «ανάδειξης μιας κυβέρνησης της μαχόμενης Αριστεράς, μιας εξουσίας των εργαζομένων, με ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα δημοκρατίας, εθνικής ανεξαρτησίας, παραγωγικού μετασχηματισμού, οικονομικής ανόρθωσης, κοινωνικής δικαιοσύνης και οικολογικής προστασίας»41. Όπως διευκρινίζει ο Π. Λαφαζάνης: «Το λάθος του ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν ότι επιδίωξε με πάθος την κυβέρνηση, αλλά το ότι αυτή η επιδίωξη είχε εγγενείς αντιφάσεις, παρέκαμπτε τις αναπόφευκτες συγκρούσεις». Στην ίδια ομιλία καταλήγει: «Θα ήταν, όμως, ατόπημα αν βγάζαμε λάθος συμπεράσματα αν, στο όνομα της μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, αποφεύγαμε να θέσουμε με ένα νέο τρόπο ως στόχο προτεραιότητάς μας την κυβέρνηση Αριστεράς»42. Ο Π. Λαφαζάνης, όπως και τα άλλα στελέχη της ΛΑΕ, δε θέλουν ή δεν μπορούν να βγάλουν συμπεράσματα καταρχάς από τη δική τους λειτουργία ως υπουργών μιας κυβέρνησης στο έδαφος οικονομικής κυριαρχίας και εξουσίας του κεφαλαίου.
Στο ίδιο μήκος κύματος, προβάλλεται η αντίληψη για «ριζοσπαστικό μετασχηματισμό» του κράτους, με κύριο αίτημα τη σύγκληση «Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης» που θα προτείνει νέο Σύνταγμα. Πρόκειται στην ουσία για ένα νέο Σύνταγμα που μπορεί δήθεν να «εξαγνίσει» τους αστικούς κρατικούς θεσμούς. Μαζί με αυτά γίνεται λόγος για θεσμούς «άμεσης» δημοκρατίας, εκδημοκρατισμό των μηχανισμών καταστολής (ΜΑΤ κλπ.), δυνατότητα ανάκλησης εκλεγμένων, δυνατότητα τοπικών και πανεθνικών δημοψηφισμάτων κλπ. Μιλάει δηλαδή για «εκδημοκρατισμό» του αστικού κράτους, κρύβοντας τον ταξικό του χαρακτήρα (όπως και τον ταξικό χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας). Στην ουσία, το τρίπτυχο Συντακτική Εθνοσυνέλευση - Νέο Σύνταγμα - νέα δημοκρατία του λαού / ή Προωθημένη Δημοκρατία (όπως αναφέρεται αλλού) αποτελεί μια μορφή επεξεργασίας «σταδίου», όπου δήθεν οι αστικοί θεσμοί θα ανοίξουν το δρόμο για την αυτο-ανατροπή τους. Να σημειώσουμε ότι στο θέμα της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης συμπίπτουν με το ΣΚ, όπως βέβαια και με μια σειρά ετερογενείς αντιμνημονιακές δυνάμεις, μια και το αίτημα για Νέο Σύνταγμα αποτέλεσε, ιδιαίτερα σε προηγούμενη φάση, κοινό στοιχείο διάφορων δυνάμεων, όπως το ΕΠΑΜ, Σπίθα κ.ά.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, όπως ήδη είδαμε, διαφοροποιείται στο ζήτημα της κυβέρνησης και επιχειρεί να κρατήσει αποστάσεις, χωρίς όμως ουσιαστικά να απορρίπτει κατηγορηματικά τη δυνατότητα κυβέρνησης σε καπιταλιστικό έδαφος. Γι’ αυτό, ενώ προχωράει στις προσαρμογές που παρουσιάσαμε, παράλληλα μέσα από αρθρογραφία στελεχών επισημαίνεται ότι: «Θέλει προσοχή, γιατί δε συζητάμε γενικά και αόριστα το θέμα της κυβέρνησης. Πραγματικά κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει απόλυτα το τι μπορεί να προκύψει σε μια άλλη κατάσταση της ταξικής πάλης, που θα έχουν τεθεί άλλα ζητήματα στην ημερήσια διάταξη, η ζωή είναι πάντα πιο ενδιαφέρουσα από θεωρητικά σχήματα και πολιτικές προσεγγίσεις». Και διευκρινίζεται ότι: «Το καυτό θέμα του παρόντος είναι η αποτίμηση των τραγικών αυταπατών για τις δυνατότητες ύπαρξης και λειτουργίας στο καθεστώς μνημονίων και καπιταλιστικής κρίσης μιας αριστερής κυβέρνησης (με ολίγη ή πολύ από μαζικό κίνημα) χωρίς την ανατροπή του γενικού πλαισίου της καπιταλιστικής επίθεσης και της υπεραντιδραστικής ανασυγκρότησης του συστήματος».43
Αυτό δηλαδή που απορρίπτει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι γενικά η κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού από άποψη αρχής, αλλά μόνο μια τέτοια κυβέρνηση σε συγκεκριμένες συνθήκες, σε «καθεστώς μνημονίων» και στο πλαίσιο της «υπεραντιδραστικής» συγκρότησης του συστήματος. Εδώ βλέπουμε και ένα δείγμα της διγλωσσίας που διέπει γενικά τον οπορτουνισμό, ο οποίος επιχειρεί μέσω συγκεχυμένων και αντιφατικών τοποθετήσεων να συνδυάσει τον ελιγμό έναντι της κριτικής που του ασκείται από το επαναστατικό κόμμα με την ανοιχτή προβολή της οπορτουνιστικής του λογικής.
Άλλωστε, ανεξάρτητα από τις συγκεκριμένες διατυπώσεις στο ζήτημα, το θέμα της κυβέρνησης ή μιας «μεταβατικής» εξουσίας μένει ανοιχτό από την ίδια τη λογική του μεταβατικού προγράμματος. Η ίδια η λογική της επιβολής πλευρών αυτού του προγράμματος, χωρίς την εμφάνιση ευνοϊκών συνθηκών ανατροπής της αστικής εξουσίας (επαναστατικής κατάστασης), προϋποθέτει, αν όχι την ανοιχτή διεκδίκηση της αστικής διακυβέρνησης, σίγουρα μία αδύναμη αστική κυβέρνηση που θα υποχωρεί –σε μη επαναστατικές συνθήκες– μπροστά στη δύναμη του «μετώπου». Προϋποθέτει δηλαδή τη δυνατότητα μιας αστικής κυβέρνησης που θα παίρνει «φιλολαϊκά» μέτρα λόγω του ευνοϊκού για το κίνημα συσχετισμού, κι έτσι θα ανοίγει το δρόμο για ριζικότερες αλλαγές.
Οι παραπάνω ανυπόστατες αποδοχές αποτυπώνονται ξεκάθαρα στο ακόλουθο απόσπασμα από κείμενο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ: «Επιμέρους στόχοι - κρίκοι του προγράμματος, ακόμη και σημαντικοί, μπορούν στον έναν ή τον άλλο βαθμό να επιβληθούν μέσα από τη δράση του κινήματος, κάτω από έναν ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων και πριν από την επαναστατική διαδικασία»44. Όσο και αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ επιχειρεί φραστικά να αποκηρύξει τον «κυβερνητισμό», η ίδια η θεωρητική και πολιτική πρακτική που απορρέει από την υιοθέτηση του μεταβατικού προγράμματος συμβάλλει καθοριστικά –όπως αποδείχτηκε και με το «αβαντάρισμα» της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση– σε κάποιου είδους προσμονή κυβέρνησης ή κάποιας μεταβατικής μορφής εξουσίας.
Η ΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ-ΛΑΪΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Το σύνολο των οπορτουνιστικών κομμάτων, ολόκληρη την περίοδο μετά από τις εκλογές του Γενάρη του 2015, συνέβαλε στη χειραγώγηση του κινήματος, έδωσε χρόνο και ανοχή στην κυβέρνηση, έπαιρνε μέρος στους κυβερνητικούς σχεδιασμούς με στόχο να αποκτά κινηματική στήριξη η «διαπραγμάτευση». Επιδόθηκε σε μια προσπάθεια «κινηματικής» κριτικής στην κυβέρνηση, που πήγαζε από την εκτίμηση ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ θα αναγκάζεται υπό την πίεση του κινήματος, το οποίο δήθεν την ανέδειξε σε κυβέρνηση, να μην «υποχωρεί» στις «έξωθεν» πιέσεις. Είναι μνημειώδης η συμμετοχή δυνάμεων όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλοι στα φιλοκυβερνητικά συλλαλητήρια «στήριξης της διαπραγμάτευσης», στις κινητοποιήσεις για το δημοψήφισμα κ.ά.
Με τον ίδιο τρόπο, οι δυνάμεις αυτές συνεχίζουν και σήμερα να παίρνουν θέση στις εξελισσόμενες αντιθέσεις μεταξύ της ελληνικής αστικής τάξης και των «θεσμών», όπως με τη συμμετοχή, για παράδειγμα, σε διάφορες κινητοποιήσεις (π.χ. πρόσφατα στο Χίλτον, 4 Απρίλη 2016 όπου διεξαγόταν η διαπραγμάτευση μεταξύ κυβέρνησης και «θεσμών»). Στη συγκεκριμένη κινητοποίηση που έγινε με «ομπρέλα» κάλεσμα της ΑΔΕΔΥ, πήραν μέρος η ΛΑΕ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το ΕΠΑΜ με συνθήματα ενάντια στο «κουαρτέτο» και με ιδιαίτερες αντι-ΔΝΤ αιχμές, (αφού είχαν προηγηθεί οι διαρροές των διαλόγων μεταξύ των εκπροσώπων του ΔΝΤ), στοιχεία που εκ των πραγμάτων εντάχτηκαν στη φαρέτρα της κυβέρνησης, ανεξάρτητα από τη λογική με την οποία συμμετείχε σε αυτήν την κινητοποίηση η κάθε δύναμη. Παρόμοια ήταν η στάση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και στις συγκεντρώσεις πριν το δημοψήφισμα, όπως, π.χ., η συγκέντρωση στις 28.6.15 που επίσης πραγματοποιήθηκε με το «καπέλο» της ΑΔΕΔΥ, όπου έμεινε στην ιστορία και η γνωστή παρανόηση από δελτίο ειδήσεων που έδειχνε πανό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σχολίαζε στη λεζάντα: «Συνιστώσα του ΣΥΡΙΖΑ ζητά “ρήξη” και “έξοδο”».45
Ένα από τα σημεία που δυσκολεύει τις σχέσεις ΑΝΤΑΡΣΥΑ-ΛΑΕ στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα και αλλού (π.χ. στην Τοπική Διοίκηση) είναι το ζήτημα του οργανωτικού διαχωρισμού των δυνάμεων της ΛΑΕ από τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό αποτελεί αντικείμενο συζήτησης και εντός της ΛΑΕ, αλλά και σημείο όπου επιχειρεί να «οριοθετηθεί» η ΑΝΤΑΡΣΥΑ (η οποία επίσης μέχρι πρόσφατα συνεργαζόταν σε πολλές περιπτώσεις με δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ στο συνδικαλιστικό κίνημα) απέναντι στη ΛΑΕ. Μετά από σχετική συζήτηση που προηγήθηκε της Συνδιάσκεψης, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάνει κριτική στη ΛΑΕ ότι δεν πραγματοποιεί την «αναγκαία τομή», καθώς συμμετέχει «στην περιφερειακή και τοπική κρατική διαχείριση σε συμμαχία με το ΣΥΡΙΖΑ, που οδηγεί ακόμα και στη στήριξη αντιλαϊκών κυβερνητικών επιλογών (Περιφέρεια Αττικής, ΤΣΜΕΔΕ κλπ.)», όπως και «πολλές δυνάμεις της ΛΑΕ παραμένουν εγκλωβισμένες στα ίδια πολιτικοσυνδικαλιστικά σχήματα με το ΣΥΡΙΖΑ (λ.χ. το ΜΕΤΑ στα συνδικάτα)».
Από τη σκοπιά της η ΛΑΕ διακηρύσσει την ανάγκη ξεχωριστής συγκρότησης των δικών της δυνάμεων αλλά παραμένει σε κοινά οργανωτικά σχήματα, συνδικαλιστικές παρατάξεις, παρατάξεις στην Τοπική Διοίκηση και αλλού με τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, με την ελπίδα να επιδράσει και να αποσπάσει δυνάμεις. Σε σχετικό άρθρο της «Αυγής» για το 36ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ ομολογείται: «Στο εσωτερικό του ΜΕΤΑ διατηρείται ένα κλίμα ενότητας για συντροφικούς, αλλά και για προφανείς λόγους εκλογικής σκοπιμότητας, με την πλειονότητα των συνέδρων να είναι πολιτικά ενταγμένοι στη ΛΑΕ»46. Αξίζει να σημειωθεί ότι με το ΜΕΤΑ –και κατ’ επέκταση και με τις δυνάμεις της ΛΑΕ– συνεργάστηκε στο Συνέδριο της ΓΣΕΕ και ένα τμήμα της παράταξης ΕΜΕΙΣ (με πρωτοβουλία του επικεφαλής του, Ν. Φωτόπουλου), παράταξη που είχε προκύψει από διάσπαση της ΠΑΣΚΕ.
Μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ διεξάγεται επίσης μια συζήτηση για τη στάση στο συνδικαλιστικό κίνημα, με κύριο σημείο αντιπαράθεσης τη στάση απέναντι στη ΓΣΕΕ. Αυτή η συζήτηση είναι τμήμα της γενικότερης αντιπαράθεσης σε σχέση με τη φύση του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα (όπως παρουσιάσαμε παραπάνω) και τη στάση απέναντι στο «ρεφορμισμό» γενικά. Η διάσταση απόψεων εκφράστηκε και στην πράξη με ξεχωριστή συμμετοχή των δυνάμεων του ΣΕΚ στην απεργία στις 4 Φλεβάρη, που «γλυκοκοιτάζουν» προς τη ΓΣΕΕ.47
Το ΣΕΚ υποστηρίζει ότι στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ υπάρχουν «συγχύσεις για το τι σημαίνει ρεφορμισμός και ενιαιομετωπική τακτική» και διευκρινίζεται ότι: «Οι αντιπρόσωποι του ΣΕΚ καταψήφισαν (σ.σ.: στη συνδιάσκεψη) αποφάσεις που προωθούσε η συνεργασία ΝΑΡ-ΑΡΙΣ-ΕΠΠΔ, γιατί ασπάζονται απόψεις που περιορίζονται στην καταγγελία του ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς να κατανοούν τις αντιφάσεις του ρεφορμισμού»48. Το ΣΕΚ άλλωστε υποστηρίζει ότι: «Τα ρήγματα από το ρεφορμισμό δεν προκύπτουν περιμένοντας τις ζυμώσεις στο εσωτερικό του […] αλλά μέσα από ενωτικές πρωτοβουλίες διαλόγου και κοινής δράσης. Κάθε μέτωπο, και πολύ περισσότερο το αντικαπιταλιστικό μέτωπο, δε χτίζεται “στα χαρτιά”». Η λογική αυτή συμπυκνώνεται στην Πολιτική Απόφαση της Συνδιάσκεψης του ΣΕΚ όπου αναφέρεται: «Ενιαίο μέτωπο από τα κάτω αλλά και από τα πάνω, και στα συνδικάτα και με πολιτικά κόμματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς, για να μπορούν να νικάνε οι αγώνες, να κερδίζει αυτοπεποίθηση η εργατική τάξη, να αναδεικνύονται λειτουργικά οι αντιφάσεις του ρεφορμισμού και οι ρεαλιστικές απαντήσεις της επαναστατικής εναλλακτικής».
Η λογική αυτή υποστηρίζει ότι μέσα από την ανάπτυξη κοινής δράσης με το «ρεφορμισμό» (το ΣΥΡΙΖΑ εν προκειμένω) και «από τα πάνω» και «από τα κάτω» μπορεί να επιτευχθεί επίδραση στη βάση του, αποκάλυψη της ρεφορμιστικής του φύσης και κέρδισμα δυνάμεων. Το ΝΑΡ άσκησε κριτική σε αυτήν την αντίληψη, παίρνοντας όμως μια μεσοβέζικη θέση, προσπαθώντας να κρατήσει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας, κυρίως στην κοινή δράση «από τα κάτω»: «Το δίπολο πρέπει ή δεν πρέπει να “συμαχήσουμε με τους ρεφορμιστές” είναι, κατά τη γνώμη μας, λάθος. Τόσο οι αντιλήψεις που συμπεριφέρονται σεχταριστικά απέναντι σε αυτήν τη διεργασία και δεν αναζητούν δρόμους επικοινωνίας, συνεργασίας και τελικά αντικαπιταλιστικού μετώπου, είτε αυτές που είναι έτοιμες να εγκαταλείψουν τα ουσιώδη ζητήματα του αντικαπιταλιστικού προγράμματος στο όνομα της ‘‘συμμαχίας’’, είναι αναποτελεσματικές»49.
Το ΣΕΚ, για να τεκμηριώσει τη θέση του, κάνει αναφορά στην τακτική του Ενιαίου Μετώπου. Παρόμοια, αν και με διαφορετική απόχρωση, είναι και η συζήτηση που ανοίγεται για το ΕΜ από άλλους, όπως η αρθρογραφία του Δ. Μπελαντή της ΛΑΕ.50 Η προσπάθεια να δοθεί «βάθος» Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) στην υπόθεση της σύμπλευσης δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ, της ΛΑΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο εργατικό κίνημα με επίκληση της γραμμής του Ενιαίου Μετώπου μόνο κακοποίηση της ΚΔ μπορεί να θεωρηθεί. Δεν είναι του παρόντος να πραγματευτούμε ζητήματα της ΚΔ, της γραμμής της, των δυσκολιών που αντιμετώπισε και των αντιφάσεών της. Αρκούμαστε μόνο να θέσουμε το ιστορικό πλαίσιο.
Το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (ΔΚΚ) έθεσε τον προβληματισμό σε συνθήκες όπου μετά από την επαναστατική πλημμυρίδα που ξεκίνησε με την Οκτωβριανή Επανάσταση ήρθε η επαναστατική άμπωτη και η εκτίμηση ότι επέρχεται μια εποχή «σχετικής σταθεροποίησης» του καπιταλισμού. Τα ΚΚ, που στην πλειονότητά τους είχαν σχετικά πρόσφατα αποσπαστεί από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ήταν συχνά μικρά και αδύναμα, ενώ η σοσιαλδημοκρατία της εποχής εγκλώβιζε σημαντικές αγωνιζόμενες εργατικές μάζες. Στα ΚΚ επικράτησε η λογική του διαχωρισμού της σοσιαλδημοκρατίας σε «αριστερή» και «δεξιά», ενώ ήδη στη Γερμανία και σε άλλες χώρες τα χώριζε αίμα και αντεπαναστατική δράση. Να διευκρινίσουμε βέβαια ότι τμήματα της σοσιαλδημοκρατίας, που εκείνη την εποχή χαρακτηριζόταν «αριστερή», μετείχαν σε ένοπλες συγκρούσεις, τάσσονταν υπέρ της Γ΄ Διεθνούς και κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου.
Η βασική λαθροχειρία καταρχάς είναι ότι γίνεται με μηχανιστικό τρόπο μεταφορά αυτών των δεδομένων στις σημερινές συνθήκες, καθώς δεν έχει καμία σχέση το ερώτημα που κλήθηκε να απαντήσει το ΔΚΚ με τη σημερινή κατάσταση. Είναι ανεδαφικό να τίθεται ως ερώτημα αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι απλά ένα ρεφορμιστικό κόμμα ή η ΓΣΕΕ είναι απλά μια ρεφορμιστική οργάνωση, και όχι να αντιμετωπίζεται ως όργανο του κρατικού, εργοδοτικού συνδικαλισμού. Το ίδιο ανεδαφικό είναι να αντιμετωπίζεται η γραμμή της ΛΑΕ ως ρεφορμιστική γραμμή που δεν έχει «το ταξικό και πολιτικό βάθος της σύγκρουσης» (όπως μπαίνει στην απόφαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και όχι ως γραμμή άλλης αστικής διαχείρισης.
Το ζητούμενο για το επαναστατικό εργατικό κίνημα και το ΚΚ είναι βέβαια να αποσπά τις εργατικές, λαϊκές μάζες από την επιρροή των αστικών κομμάτων, όπως και των οπορτουνιστικών. Αυτό όμως δε γίνεται με συνεργασία του επαναστατικού με τα οπορτουνιστικά ή τα αστικά κόμματα, αλλά με ένταση της διαπάλης, της αποκάλυψης του ταξικού τους χαρακτήρα, με γραμμή ρήξης και όχι με γραμμή συμβιβασμού. Σήμερα, το κομμουνιστικό κίνημα δεν έχει το περιθώριο να επαναλάβει τα ίδια λάθη, σε άλλες μάλιστα συνθήκες και ενώ υπάρχει η πείρα δεκαετιών ταξικής πάλης.
Στο εργατικό κίνημα και ευρύτερα στο λαϊκό κίνημα θα συνεχιστεί αυτή η αντιφατική σχέση ζύμωσης ανάμεσα στα οπορτουνιστικά κόμματα και ομάδες. Ιδιαίτερα παίρνοντας υπόψη την ποικιλομορφία της συνύπαρξης τέτοιων δυνάμεων με διαφορετικό τρόπο (π.χ. όπως δείξαμε τη σχέση ΣΥΡΙΖΑ - ΛΑΕ - πρώην ΠΑΣΟΚ στη ΓΣΕΕ, τη γραμμή ΣΕΚ για ΓΣΕΕ, τη συνύπαρξη ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ στο φοιτητικό κίνημα και αλλού κλπ.).
ΣΥΝΟΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ
Οι σημαντικές ανακατατάξεις που συμβαίνουν στο αστικό πολιτικό σύστημα έχουν την αναγκαστική αντανάκλασή τους και στο οπορτουνιστικό ρεύμα, το οποίο ως επίδραση της αστικής πολιτικής στο εργατικό κίνημα υφίσταται αναγκαστικά μεταμορφώσεις και αναδιατάξεις δυνάμεων. Ο οπορτουνισμός τοποθετείται και ανασυντάσσεται με βάση τα δεδομένα και τα διλήμματα που θέτει η αστική πολιτική. Το ζήτημα της κυβέρνησης, της παραμονής ή όχι στην Ευρωζώνη και της σχέσης με την ΕΕ, το ζήτημα της διαχείρισης του χρέους, όλα αυτά αποτέλεσαν κοινούς κόμβους γύρω από τους οποίους κλήθηκαν να τοποθετηθούν οι οπορτουνιστικές δυνάμεις. Άλλες δυνάμεις του οπορτουνιστικού φάσματος μπορεί να τραβιούνται στο προσκήνιο, άλλες να μένουν στα μετόπισθεν, άλλες να καλούνται να καλύψουν τα «κενά» που δημιουργούνται. Αυτή η κινητικότητα κάθε άλλο παρά έχει τελειώσει, ίσα-ίσα θα συνεχιστεί, ιδιαίτερα αν οι εξελίξεις εκτυλιχτούν προς μια γρηγορότερη από το αναμενόμενο φθορά του ΣΥΡΙΖΑ.
Σε αυτήν την κατεύθυνση και πάνω στα βασικά μέτωπα που περιγράψαμε θα αναπτυχθεί μια αντιφατική πορεία συγκλίσεων και αποκλίσεων, συμβιβασμών και αντιθέσεων, με σκοπό να ξεπεραστούν τα εμπόδια για τη διαμόρφωση νέων συνθέσεων, πιθανά ενός νέου οπορτουνιστικού πόλου. Δε φαίνεται πάντως άμεσα πιθανό να μπορεί να διαμορφωθεί μια ενιαία εμφάνιση όλου του οπορτουνιστικού χώρου, μια και παραμένουν σημαντικά σημεία διαφωνιών. Η ανασύνθεση του χώρου θα προχωράει με ανοιχτό το ενδεχόμενο νέων συγκολλήσεων και αποσχίσεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι η αστική και οπορτουνιστική πολεμική απέναντι στο ΚΚΕ συμπίπτει, με διαφορετικό τρόπο βέβαια, στα βασικά σημεία: Ότι το ΚΚΕ είναι ένα κόμμα που αρνείται την παραμικρή δυνατότητα να εφαρμόσει την πολιτική του σήμερα, σε καπιταλιστικό έδαφος, και παραπέμπει τις λύσεις τον προβλημάτων στο μέλλον (του «αγίου σοσιαλισμού», όπως έλεγε σε παλιότερη αρθρογραφία του ο Γ. Ρούσης), ότι αρνείται κάθε συνεργασία και είναι «σεχταριστικό» και απομονωμένο, ότι βάζει «μαξιμαλιστικά» αιτήματα κλπ. Πιο ύπουλη είναι η επίθεση (στην οποία μάλιστα συντάσσεται με διαφορετικά επιχειρήματα και μια ευρεία γκάμα δυνάμεων) ότι το ΚΚΕ είναι «συστημικό», ότι είναι «μεταλλαγμένο», ότι έχει χάσει τον επαναστατικό του χαρακτήρα (άλλοι λένε ότι απομακρύνεται από το μαρξισμό-λενινισμό, άλλοι ότι έγινε «τροτσκιστικό» κλπ.).
Σε αυτήν τη βάση αναδεικνύεται από μια σειρά δυνάμεις η ανάγκη για νέο κόμμα με κομμουνιστική αναφορά. Βέβαια, η επιδίωξη της αστικής τάξης να υπάρχει ένα οπορτουνιστικό κόμμα με γραμμή συμβιβασμού που να φέρει τον τίτλο «κομμουνιστικό» και να δρα ανταγωνιστικά στην επαναστατική γραμμή του ΚΚ δεν είναι νέα, είναι σταθερή. Αυτόν το ρόλο έπαιζε σε άλλη φάση, για παράδειγμα, το «ΚΚΕ Εσωτερικού». Ούτε είναι αδιάφορο για την αστική τάξη η ικανότητα να πιέζει την επαναστατική πολιτική του ΚΚ μέσα από ένα άλλο κόμμα κατ’ όνομα κομμουνιστικό, φτιαγμένο από αποχωρήσαντες από το ΚΚΕ, ιδιαίτερα σε φάση όξυνσης των αντιθέσεων, των ανταγωνισμών, σε φάση ξεσπάσματος ιμπεριαλιστικού πολέμου, που τίθεται επί τάπητος το ζήτημα της στάσης της εργατικής τάξης απέναντι στην αστική εξουσία.
Όλη αυτή η προσπάθεια είναι κομμάτι της στρατηγικής χτυπήματος της επαναστατικής πολιτικής του ΚΚΕ. Πήρε τέτοια μορφή επίθεσης γιατί, ενώ τα τελευταία χρόνια το βάθος της καπιταλιστικής κρίσης δημιούργησε δυσκολίες στην αστική διαχείριση, το ΚΚΕ δεν τους «έκανε τη χάρη» και υιοθέτησε μια στάση που δυσκόλευε, αντί να διευκολύνει, το αστικό πολιτικό σύστημα. Αντί να υποκύψει στην πίεση και να υιοθετήσει συμβιβαστική στάση, το ΚΚΕ «ακόνισε» την επαναστατική του πολιτική εφαρμόζοντας στη ζωή τα συμπεράσματα από τη μελέτη της εμπειρίας της ταξικής πάλης. Δεν αναμένουμε να μειωθεί η επίθεση, αλλά ίσα-ίσα, να αυξάνεται, όσο δυναμώνει και η επεξεργασία της επαναστατικής στρατηγικής του Κόμματός μας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
Ο Κώστας Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. «Εκδήλωση της “Κίνησης Κομμουνιστών - Εργατικός Αγώνας” στην Πάτρα», www. ergatikosagwnas.gr
2. Όπως σημείωνε η ΚΣΕ της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στη σχετική της απόφαση: «Ο χαρακτήρας του μετώπου που προτείνεται (σ.σ.: από τη ΛΑΕ) ορίζεται ως “αντιμημονιακό, δημοκρατικό, πατριωτικό”, πράγμα που δεν εκφράζει το ριζοσπαστισμό, την ταξικότητα και το πολιτικό βάθος του ΟΧΙ. Επιπλέον, η συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου, αν δεν έχει δημοκρατική οργάνωση, κινδυνεύει να διαμορφώσει χαρακτηριστικά συγκεντρωτισμού, αρχηγισμού, επιστροφής στις χειρότερες παραδόσεις της Αριστεράς, που πρέπει να ξεπεραστούν».
3. Η 3η Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πραγματοποιήθηκε στις 5-6 Μάρτη 2016 με συμμετοχή 950 συνέδρων που εκπροσωπούσαν 3.500 μέλη, όπως δόθηκε στη δημοσιότητα. Στη Συνδιάσκεψη αποτυπώθηκε διάσταση απόψεων σε αρκετά ζητήματα ανάμεσα στα κόμματα και τις ομάδες που συναποτελούν την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, κυρίως ανάμεσα στο ΝΑΡ και το ΣΕΚ όπως ήδη αναφέραμε. Σημειώνουμε επίσης ότι μετά από την αποχώρηση ΑΡΑΝ και ΑΡΑΣ έχει επέλθει μια ορισμένη αναδιάταξη των ομαδοποιήσεων (π.χ. συγκροτήθηκε ως τάση από πρώην στελέχη της ΑΡΑΝ που παρέμειναν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ η Ενωτική Πρωτοβουλία Παρέμβασης και Διαλόγου - ΕΠΠΔ, η οποία επίσης εξέφρασε διαφοροποιήσεις σε αρκετά ζητήματα). Βλ. ενδεικτικά, εφημερίδα «Εργατική Αλληλεγγύη», 9 Μάρτη 2016, και το ρεπορτάζ «3η συνδιάσκεψη ΑΝΤΑΡΣΥΑ: Εκατοντάδες άνθρωποι αναζητούν», στο www.kommon.gr
4. Βλ. ενδεικτικά, τη συζήτηση για τη φυσιογνωμία της ΛΑΕ και το υπό επεξεργασία πρόγραμμά της όπως καταγράφεται στην ιστοσελίδα www.iskra.gr. Ο Π. Παπακωνσταντίνου στο άρθρο του «Η ΛΑΕ και ο πειρασμός των εύκολων απαντήσεων» υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να υπάρχουν «σινικά τείχη στη σχέση εργατικού κόμματος - ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού μετώπου», ενώ ο Η. Ιωακείμογλου στο άρθρο «ΛΑΕ: Τι πρόγραμμα χρειαζόμαστε» τονίζει ότι «η δημιουργία ενός μετώπου που υποκρύπτει κόμμα, η συγκρότηση ενός υβριδίου τύπου ΣΥΡΙΖΑ […] θα οδηγήσει αναγκαστικά στην πολυδιάσπαση». Ο Α. Νταβανέλλος στο άρθρο «Η ΛΑΕ και οι αναγκαίες πολιτικές απαντήσεις» υποστηρίζει ότι «οφείλουμε να κατανοούμε τη ΛΑΕ ως ένα “υβριδικό” μέτωπο - πολιτικό σχηματισμό».
5. Πανελλαδική Συνδιάσκεψη Αριστερού Ρεύματος, 3-4 Απρίλη 2016, www.iskra.gr
6. «Πολιτική Απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης ΑΝΤΑΡΣΥΑ».
7. Απόφαση Π.Ε. ΝΑΡ, 31 Γενάρη 2015.
8. Εφημερίδα «Εργατική Αλληλεγγύη», 27 Γενάρη 2015.
9. Εφημερίδα «Έθνος», 2 Φλεβάρη 2015.
10. Ανακοίνωση ΚΕ του ΚΚΕ, 26 Γενάρη 2015.
11. «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετά την 3η Συνδιάσκεψη», εφημερίδα «Εργατική Αλληλεγγύη», 16 Μάρτη 2016.
12. Βλ. ομιλία Π. Γκαργκάνα στη Συνδιάσκεψη του ΣΕΚ, 26 Φλεβάρη 2016.
13. «Διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας», www.laiki-enotita.gr
14. «Πέντε προτεραιότητες σήμερα για την Αριστερά», ομιλία του Δ. Στρατούλη σε εκδήλωση του «Κόκκινου Δικτύου», 1 Μάρτη 2016, www.iskra.gr. Στην ίδια εκδήλωση να σημειώσουμε ότι συμμετείχε ως ομιλητής και ο Τ. Κορωνάκης, πρώην γραμματέας της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, εκπροσωπώντας τη νεοπαγή «Δικτύωση για τη Ριζοσπαστική Αριστερά».
15. «Επαναστατώντας ενάντια στα ίδια μας τα νιάτα», ομιλία της Ε. Πορτάλιου σε εκδήλωση του «Κόκκινου Δικτύου», 1 Μάρτη 2016.
16. «Η ΛΑΕ ή θα λειτουργήσει συλλογικά και δημοκρατικά ή δε θα υπάρξει», Κείμενο 56 μελών και φίλων της ΛΑΕ, www.iskra.gr
17. «Ομιλία της Ν. Βαλαβάνη στην Πανελλαδική Σύσκεψη της ΛΑΕ», www.nantia balabani.blogspot.gr
18. Συνέντευξη στο ρ/σ «Παραπολιτικά», 20.4.2016, www.nantiabalabani.blogspot.gr
19. «Διακήρυξη της Κίνησης Κομμουνιστών Εργατικός Αγώνας» ergatikosagwnas.gr
20. Εκδήλωση της «Κίνησης Κομμουνιστών - Εργατικός Αγώνας» στην Πάτρα, www. ergatikosagwnas.gr
21. «Χαιρετισμός στη συνδιάσκεψη της ΑΡ.ΑΝ.», www.kordatos.org
22. Η προσέγγιση του «επαναστατικού υποκειμένου», όπως καθορίστηκε από το 3ο Συνέδριο του ΝΑΡ (2013), γίνεται μέσω της αλληλεπίδρασης τριών επιπέδων: Κόμματος - μετώπου - αντικαπιταλιστικής πτέρυγας του εργατικού κινήματος: «Το πολιτικό επαναστατικό υποκείμενο σε μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αποτελείται από την ενότητα και την αλληλεπίδραση του κόμματος (της ειδικής στρατηγικής πρωτοπορίας), του πολιτικού μετώπου (της γενικής και πολιτικά αποφασιστικής πρωτοπορίας) και των αντικαπιταλιστικών τάσεων των αγωνιζόμενων εργατικών-λαϊκών μαζών.» (Βλ. Πρόταση Προγραμματικής Διακήρυξης, 3ο Συνέδριο ΝΑΡ) .
23. «Πρόταση διαλόγου και συστράτευσης για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και τακτική για την κομμουνιστική απελευθέρωση, για ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα», ΠΕ του ΝΑΡ, Νοέμβρης 2015.
24. Για πιο αναλυτική κριτική στις θέσεις του ΝΑΡ, βλ. ΚΟΜΕΠ 4/2014, «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πορεία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος».
25. Εισηγητική ομιλία μέλους του Γραφείου της ΠΕ του ΝΑΡ, στην εκδήλωση παρουσίασης της «Πρότασης Διαλόγου και συστράτευσης για ένα νέο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», 12 Δεκέμβρη 2015.
26. «Πρόταση διαλόγου και συστράτευσης για μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και τακτική για την κομμουνιστική απελευθέρωση, για ένα νέο κομμουνιστικό κόμμα», ΠΕ του ΝΑΡ, Νοέμβρης 2015.
27. Εισηγητική ομιλία μέλους του Γραφείου της ΠΕ του ΝΑΡ, στην εκδήλωση παρουσίασης της «Πρότασης Διαλόγου και συστράτευσης για ένα νέο κομμουνιστικό πρόγραμμα και κόμμα», 12 Δεκέμβρη 2015.
28. «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πορεία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος», ΚΟΜΕΠ 4/2014, «Ο κυβερνητισμός στον “Εργατικό Αγώνα” και τη “Νέα Σπορά”», ΚΟΜΕΠ 1/2015.
29. «Πολιτική Απόφαση της 3ης Συνδιάσκεψης ΑΝΤΑΡΣΥΑ».
30. Χαρακτηριστικό της πίεσης που ασκεί αυτή η κριτική είναι ότι το ΝΑΡ, στο κείμενο συμβολής του προς τη Συνδιάσκεψη, προσπαθεί να προσαρμόσει συγκεκριμένα επιχειρήματα, θέτοντας και απαντώντας στο ερώτημα «Ποιος θα “εφαρμόσει” το πρόγραμμα;». Βλ. «ΝΑΡ: Συμβολή στην Τρίτη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Δέκα αναγκαίες τομές» (www.narnet.gr). Τμήμα αυτής της επεξεργασίας έχει περάσει στην Πολιτική Απόφαση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
31. «Κρίσιμα και σημαντικά μέτωπα για την οικοδόμηση του αγωνιστικού μετώπου ρήξης-ανατροπής είναι το αντιπολεμικό, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα, το πεδίο του κινήματος που αναπτύσσεται στην πόλη και τη γειτονιά, το αντιφασιστικό και αντιρατσιστικό κίνημα, το νεολαιίστικο κίνημα, το κίνημα της μικρομεσαίας αγροτιάς και των φτωχών αυτοαπασχολούμενων που εμφανίστηκαν με ιδιαίτερη ένταση το προηγούμενο διάστημα» (βλ. «Πολιτική Απόφαση 3ης Συνδιάσκεψης ΑΝΤΑΡΣΥΑ»).
32. «Πολιτική Απόφαση 3ης Συνδιάσκεψης ΑΝΤΑΡΣΥΑ».
33. «7 σημεία για μια νικηφόρα Αριστερά», γραπτό κείμενο της ομιλίας του Π. Λαφαζάνη στην εκδήλωση του Kommon, (11 Οκτώβρη 2015), www.iskra.gr
34. Ό.π.
35. «Διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας», www.laiki-enotita.gr
36. «Ομιλία της Ν. Βαλαβάνη στην Πανελλαδική Σύσκεψη της ΛΑΕ», www. nantiabalabani. blogspot.gr
37. «Η ΛΑΕ ή θα λειτουργήσει συλλογικά και δημοκρατικά ή δε θα υπάρξει», Κείμενο 56 μελών και φίλων της ΛΑΕ, www.iskra.gr
38. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι ο «Σύλλογος Κορδάτος» –όπως και ο «Εργατικός Αγώνας»– σημειώνει ότι αυτή η κυβέρνηση αποτελεί ένα ενδεχόμενο και όχι νομοτέλεια (παρόλο που προσαρμόζουν όλη τους την πολιτική παρέμβαση σε αυτό το –πιθανολογούμενο– ενδεχόμενο και όχι στην αναγκαία προοπτική, στην επαναστατική κατάκτηση της εργατικής εξουσίας). Επίσης ο «Κορδάτος» –πιο διακριτά και από τον ΕΑ– αναφέρει ότι αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να έχει μακρόχρονο χαρακτήρα. Ο «Κορδάτος» λέει επίσης ρητά ότι το ίδιο το ΜΠ «δεν καταργεί τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, οι οποίες δεν καταργούνται ούτε καν την επαύριον της επανάστασης». Εδώ κάνει μια λαθροχειρία: Βάζει στο ίδιο τσουβάλι την κυβέρνηση στο έδαφος της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και των θεσμών του αστικού κράτους με τις επαναστατικές διαδικασίες για τη διαμόρφωση των νέων σχέσεων ιδιοκτησίας, γενικότερα των νέων σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων ή και την πάλη για το ξερίζωμα όλων των καπιταλιστικών.
39. «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πορεία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος», ΚΟΜΕΠ 4/2014, «Ο κυβερνητισμός στον “Εργατικό Αγώνα” και τη “Νέα Σπορά”», ΚΟΜΕΠ 1/2015, «Αστικό κράτος και κυβέρνηση», ΚΟΜΕΠ 1/2015.
40. Στην Ελλάδα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
41. «Διακήρυξη της Λαϊκής Ενότητας». www.laiki-enotita.gr
42. «Εισηγητική ομιλία Π. Λαφαζάνη στην πανελλαδική σύσκεψη της ΛΑΕ», στο http://laiki-enotita.gr/
43. «Για την πορεία προς τον Αντικαπιταλιστικό Πόλο με αναβαθμισμένη ΑΝΤΑΡΣΥΑ και λογική πολιτικής συνεργασίας», www.antarsya.rg
44. «Θέσεις της ΚΣΕ ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την 3η Συνδιάσκεψη», www.antarsya.gr
45. Μπορεί η παράταξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ να προσπαθεί να ασκήσει κριτική στο ΠΑΜΕ λέγοντας ότι «δεν έχει τακτική κλιμάκωσης των αγώνων» και ότι «ακολουθεί το χρονολόγιο της ΓΣΕΕ» (βλ. Διακήρυξη της Ταξικής Ενότητας για το 36ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ), λες και δε βλέπουν την άβυσσο ανάμεσα στην ταξική γραμμή του ΠΑΜΕ και την εργοδοτική της ΓΣΕΕ, αλλά οι δικές τους δυνάμεις είναι που συνευρίσκονται από κοινού στις διάφορες κινητοποιήσεις που καλεί η ΑΔΕΔΥ, όπως αυτές στις οποίες αναφερθήκαμε.
46. Εφημερίδα «Αυγή», 17 Μάρτη 2016.
47. Βλ. εφημερίδα «ΠΡΙΝ», 7 Φλεβάρη 2016: «Ιδιαίτερα αρνητική εντύπωση προκάλεσε […] η επιλογή του ΣΕΚ, την ημέρα της πανεργατικής απεργίας, να πραγματοποιήσει προσυγκέντρωση στην Πατησίων και γρήγορα να μετακινηθεί προς τη συγκέντρωση της ΓΣΕΕ στην Κλαυθμώνος. Ακόμα πιο αρνητικό ήταν το γεγονός πως σήκωσε πανό στην Κλαυθμώνος με υπογραφή ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είχε πάρει απόφαση (κι αυτό έπραξε!) να στηρίξει τη συγκέντρωση και την πορεία των πρωτοβάθμιων σωματείων από το Μουσείο-Πολυτεχνείο προς τη Βουλή».
48. Εφημερίδα «Εργατική Αλληλεγγύη», 9 Μάρτη 2016. Αναφέρεται στις συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ «Αριστερή Συσπείρωση» (ΑΡΙΣ) και «Ενωτική Πρωτοβουλία Παρέμβασης και Διαλόγου» (ΕΠΠΔ).
49. «ΝΑΡ: Συμβολή στην Τρίτη Συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, Δέκα αναγκαίες τομές», www.narnet.gr
50. Βλ., για παράδειγμα, το άρθρο «Για το λαϊκομετωπισμό», www.pandiera.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου