24 Οκτ 2016

ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ

 ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ



Και καθώς τις τελευταίες μέρες κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση κατηγορούν αλλήλους για παρεμβάσεις στη Δικαιοσύνη, πρόσφατες η παρελθοντικές, εμφανιζόμενες υπερασπιστές της ανεξαρτησίας της, με αφορμή τις προσφυγές των καναλιών για τις τηλεοπτικές άδειες στο Συμβούλιο της Επικρατείας που θα κρίνει τη συνταγματικότητα του νόμου Παππά, αναδεικνύεται και πάλι η στενή σύνδεση δικαιοσύνης και κράτους. Οι περιπτώσεις, ιδιαίτερα στα χρόνια των μνημονίων, δικαστικών αποφάσεων που πολύ ξεκάθαρα  δείχνουν πως ουσιαστικά το δίκαιο πηγάζει από την κρατική εξουσία, άμεσα ή έμμεσα και προστατεύεται από αυτήν είναι καθοριστικές για την κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει.    
Γενικά, οι αποφάσεις των δικαστηρίων  δεν συγκρούονται μ’  αυτές της πολιτικής ηγεσίας  που είναι  καθοριστικές για την κυριαρχία της. Ακόμα κι αν φαίνεται σε επιμέρους τομείς να μην συμφωνούν, αυτό όμως καθόλου δεν αλλοιώνει την ουσία της κυρίαρχης εξουσίας όπως εκφράζεται και στο δίκαιο.
          Παραδείγματα: Στα χρόνια του μνημονίου συνδικαλιστικές οργανώσεις, κλάδοι εργαζομένων προσέφυγαν στα δικαστήρια ελπίζοντας σε δικαίωσή τους για τις μειώσεις μισθών, συντάξεων κλπ. Επιλεκτικά κάποιες κατηγορίες τα δικαστήρια τις δικαίωναν – π.χ. αμειβόμενοι με ειδικά μισθολόγια όπως είναι δικαστικοί λειτουργοί, ένστολοι όλων των σωμάτων κλπ.
Στο Συμβούλιο της Επικρατείας προσέφυγαν συνταξιούχοι του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, του ΕΤΕΑ κλπ, το οποίο έκρινε Αντισυνταγματικές και αντίθετες στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), τις μειώσεις των κυρίων και επικουρικών συντάξεων του ιδιωτικού τομέα που έγιναν το 2012, ενώ συμβατές με το σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, κρίθηκαν οι περικοπές των συντάξεων που έγιναν κατά τα έτη 2010-2011.
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε το μεν πρώτο  Μνημόνιο νόμιμο και συνταγματικό και την κύρωσή του που έγινε με απλή  πλειοψηφία από τη Βουλή  μετά την προσφυγή του Δικηγορικού συλλόγου Αθηνών, της ΑΔΕΔΥ κι άλλων φορέων, ενώ το δεύτερο μνημόνιο έκρινε αντισυνταγματικό μόνο κατά το σκέλος εκείνο με το οποίο καταργείται η μονομερής προσφυγή στη διαιτησία, ενώ όλα τα άλλα μέτρα που προβλέφθηκαν σε βάρος των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα συνταγματικά, μετά την προσφυγή της ΓΣΕΕ, ΟΤΟΕ και άλλων οργανώσεων.
Το Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών, προχώρησε σε  απόφαση αναστολής εκτέλεσης των αποφάσεων του 29ου Συνεδρίου του Εργατικού Κέντρου Αθήνας (περιλαμβάνεται και η εκλογή των οργάνων διοίκησής του) μετά την κατάθεση ασφαλιστικών μέτρο που κατέθεσε ο  «Σύλλογος Προσωπικού Alpha Bank».
         Επειδή η εμπιστοσύνη στην αμεροληψία της δικαιοσύνης στηρίζεται στην περίφημη ανεξαρτησία τηςέναντι της εκτελεστικής και την νομοθετικής, παρόλο που δεν είναι παρά λειτουργίες της μιας κρατικής εξουσίας, πιστεύουμε πως αρκεί η προσφυγή στη δικαιοσύνη για να διατηρηθούν δικαιώματα που κατακτήθηκαν με αγώνες. Κι έτσι,  με δεδομένη την  αδυναμία  αντιμετώπισης των προβλημάτων της κοινωνίας με  τον αρμόζοντα πολιτικό τρόπο κυριαρχεί η  τάση να ευνοείται το πεδίο της δικαιοσύνης και να εναποτίθεται στο νόμο να βρει τη λύση σε κάθε είδους διαμάχες.  Η ανάπτυξη ενός ηθικιστικού λόγου –αγαπημένο μας θέμα τα σκάνδαλα- σε συνδυασμό με την  κυριαρχία της δικαστικής εξουσίας μπορούν λοιπόν να ερμηνευτούν στα πλαίσια της αποδυνάμωσης της πολιτικής και αγωνιστικής αντιπαράθεσης. Καταλήξαμε λοιπόν να πιστέψουμε ότι πρέπει να ζούμε σε  μια συμφιλιωμένη κοινωνία χωρίς βαθιές διαιρέσεις και ανεξέλεγκτες συγκρούσεις, εγκαταλείψαμε τα ταξικά μας  συμφέροντα ενστερνιζόμενοι την αντίληψη ότι σε μια ευνομούμενη δημοκρατική πολιτεία υπάρχουν μόνο κοινά συμφέροντα, ταυτίζοντας αυτά της κυρίαρχης τάξης με των εργαζομένων, κι έτσι  αμβλύνθηκαν οι πολιτικοί διαχωρισμοί, αναχαιτίστηκε η δυναμική της πολιτικής κι εμποδίστηκε η  διαμόρφωση διακριτών πολιτικών ταυτοτήτων –η συναίνεση επιτεύχτηκε.
           Σε  εποχές κρίσεων, με  αδύναμο το εργατικό κίνημα η προσφυγή στη δικαιοσύνη για δικαίωση αιτημάτων μας, αποκαλύπτει πως πίσω από τη νομική ισοτιμία κρύβεται η πραγματική ανισότητα. Οι ρυθμίσεις ισότητας απέναντι στο νόμο είναι κενές περιεχομένου – π.χ. η επίκληση δημόσιου συμφέροντος  δικαιολογούν περικοπές στις αποδοχές και συντάξεις και αν κρίνονται αντισυνταγματικές οι μειώσεις συντάξεων νομοθετείται ο επαναϋπολογισμός τους και φαίνεται πως τηρείται η νομιμότητα.
          Από τη στιγμή που το δίκαιο δεν είναι παρά μέρος του εποικοδομήματος της κοινωνίας, επηρεάζει και επηρεάζεται από την οικονομική βάση κι επομένως αλληλεπιδρά με τα υπόλοιπα στοιχεία του εποικοδομήματος.  Και  είναι οι  σχέσεις παραγωγής αυτές που αποτελούν τη βάση, το πλαίσιο επομένως που καθορίζεται και το νομικό εποικοδόμημα. Η βούληση  της κυρίαρχης τάξης καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξής της και το αστικό δίκαιο δεν είναι παρά «βούληση της αστικής τάξης που έχει αναχθεί σε νόμο». Γι΄ αυτό και δεν είναι περίεργο που αποφάσεις δικαστηρίων που σχετίζονται άμεσα με σημαντικές πολιτικές αποφάσεις ευθυγραμμίζονται μαζί τους τις περισσότερες φορές. Είναι γιατί και οι νόμοι και το δίκαιο συνδέονται με τις επιδιώξεις  της κυρίαρχης αστικής τάξης.
          Κι αν παλιότερα προσφυγές στα δικαστήρια κάποτε μπορεί και να  δικαίωναν ταξικά συμφέροντα εργαζομένων ήταν είτε γιατί στις δοσμένες συνθήκες ήταν συχνά δευτερεύοντα είτε γιατί ο συσχετισμός δυνάμεων –ισχυρό εργατικό κίνημα-  απαιτούσε ευελιξίες προς όφελος  των εργατικών μαζών. Στα χρόνια της εξαθλίωσης γίνεται πια φανερό πως οι ρυθμίσεις ισότητας απέναντι  στο νόμο έχουν υιοθετηθεί για να διευκολύνουν την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης  από την άρχουσα, για να πουλήσει ο εργάτης όσο το δυνατό πιο εύκολα την εργατική του δύναμη και όχι για να μπορέσει να διεκδικήσει τα δικαιώματα του σε ένα δίκαιο δικαστήριο, απαλλαγμένο από τη μεροληπτική ανισότητα που επικρατεί.
             Γι΄ αυτό και δεν είναι περίεργο ούτε συνιστά σκάνδαλο που τα τελευταία χρόνια, και με τη συνδρομή της δικαιοσύνης, το αστικό κράτος απαλλάσσεται από το βάρος των ρυθμίσεων που αφορούσαν τις κοινωνικές κατακτήσεις των κυρίαρχων τάξεων. Ακόμα και η τήρηση της νομιμότητας από την κρατική εξουσία κρίνεται από το συσχετισμό των δυνάμεων. Μ’ ένα αδύναμο εργατικό κίνημα στον εργασιακό τομέα ο ένας ή ο άλλος κανόνας δικαίου είναι δυνατό να μη βρίσκουν εφαρμογή είτε γιατί το κράτος αδιαφορεί είτε γιατί το κράτος ανέχεται είτε γιατί το κράτος το ίδιο δεν το θέτει σε εφαρμογή. Καθιστώντας ανενεργούς στην πράξη νόμους που κατοχύρωναν κατακτήσεις εργαζομένων –ασφάλιση, κατώτατος μισθός κλπ. – υπονομεύονται και καταργούνται αυτές οι κατακτήσεις στο τομέα των εργατικών, κοινωνικών και δημοκρατικών δικαιωμάτων, ακόμα κι αν έχει νομοθετηθεί η προστασία τους.
            Όταν δεν υπάρχει ισχυρό εργατικό κίνημα καμιά προσφυγή στη δικαιοσύνη δεν θα δικαιώσει, στην πράξη,  τον εργαζόμενο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ