Ραγιάδες και κολίγοι
Μικρό λογοτεχνικό διάλειμμα στην κανονική ροή των αναρτήσεων με μερικά
αποσπάσματα από το πρώτο μέρος της τριλογίας "οι ρίζες του ποταμού" του
Ζήση Σκάρου. Το πρώτο μέρος έχει τον τίτλο της ανάρτησης και το ιστορικό
του πλαίσιο αναφέρεται στη Θεσσαλία, πριν και μετά το τέλος της
τουρκοκρατίας, όπου η εθνική απελευθέρωση δεν άλλαξε τίποτα για τα
φτωχά, λαϊκά στρώματα. Οι ρίζες του ποταμού αναφέρονται στο λαϊκό κίνημα
και τον αγώνα του, που φουσκώνει σαν χείμαρρος και δε θα στερέψει ποτέ,
όσο κι αν προσπαθούν να το εκτρέψουν σε ακίνδυνα μονοπάτια. Ενώ σε ένα
άλλο επίπεδο, βρίσκουμε τις ρίζες αρκετών ελληνικών επιθέτων, όπου η
μακραίωνη συνύπαρξη με τους Τούρκους έχει αφήσει ανεξίτηλα σημάδια (και
δεν εννοώ προφανώς μόνο στις καταλήξεις -ίδης, -γλου, κτλ). Συναντάμε πχ
τα παφίλια, από τα οποία φτιάχνει την καμπάνα του χωριού ένας γύφτος,
και το μαϊλίκι, που ομολογώ πως δεν κατάλαβα τι είναι από τα
συμφραζόμενα.
Ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα για το μουλαλίκι, που το καταλαβαίνω ως συνώνυμο της δουλείας-δουλικότητας, και την πραγματική ελευθερία.
-Έσπασε το μουλαλίκι!
Η ελπίδα πως η επανάσταση γρήγορα θα άπλωνε, σαν καλοκαιριάτικη πυρκαγιά, σε όλο τον κάμπο, φώτισε τα συλλογισμένα πρόσωπα των ραγιάδων κι ένας συνεπαρμός χαράς κι ενθουσιασμού πλημμύρισε τα στήθια τους.
-Έσπασε το μουλαλίκι!
Ψιθυριστά ή φωναχτά και τραγουδώντας κανένα στόμα δεν έμεινε χωρίς να το πει. Το κάστρο που κρατούσε τους καραγκούνηδες σκλάβους, δίχως θέληση καμιά κι απαντοχή, έσπασε! Ο κάμπος με τους κάμπους και τα μυστικά του, άνοιξε την καρδιά του.
-Εγώ το 'λεγα. Απ' το βουνό ξεκινάει το ποτάμι, μα στον κάμπο γίνεται η πλημμύρα, είπε ο Μήλιος Τσέλιος στον Κόρακα.
(...)
Σα ν' αρχινάει τώρα, στ' αλήθεια, η επανάσταση, μου φαίνεται... ψιθύριζε ο Τσέλιος.
-Άμα έσπασε ο κάμπος φουντώνει, δεν αρχινάει, είπε ο Κόρακας... Φτάνει να 'ναι όπως τ' ακούμε...
-Τι θα πει επανάσταση πατέρα; ρώτησε ο Βασιλάκης.
-Έλα εδώ να σου πω εγώ... τον τράβηξε απ' τη φούστα του ο Κόρακας και τον κράτησε στις χούφτες, ανάμεσα στα γόνατά του. Επανάσταση θα πει... Είδες τη μάνα σου πώς πυργώνει τα ξύλα ν' ανάψει το τζάκι; Να, τι θα πει επανάσταση. Φωτιά! Εκείνη π' ανάβει η μάνα σου να βράσει το τσουκάλι, είναι μια μικρή επανάσταση. Η κανονική επανάσταση είναι φωτιά τρανή, ρογκάδα! Λαμπαδιάζει τον τόπο. Πρώτα έχουμε μια σπίθα, ένα μικρούτσικο καρβουνάκι. Το σκεπάζουμε με φρύγανα, βάνουμε ολόγυρα κι αποπάνω ξερά πελεκούδια και φυσάμε. Το καρβουνάκι βόσκει μέσα, τρώει τα φρύγανα και σαν πάρουν φωτιά τα προσανάμματα, ρίχνουμε ξύλα. Ρίχνουμε ρουπάκια, ρίχνουμε κούτσουρα, ολόκληρους δέντρους. Η φωτιά δρογκώνει, θεριεύει, βγάνει φλόγες και πιλαλάει μοναχή της, τρέχει μουγκρίζοντας, δε σταματάει! Καίει αγκάθια, παλιούρια, ξεράδια... Καμιά φορά παίρνει κι από κάνα χλωρό. Φωτιά είναι αυτή! Κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό. Η γης είναι που δεν παθαίνει τίποτα. Φωτιά και νερό σμίγουν πάλι μέσα της και καινούργια φύτρα ξεπετάχνονται, καινούργια βλαστάρια, καθαρά και ξεδιαλεγμένα...
-Τέτοια επανάσταση είναι που άναψε στον κάμπο, μπάρμπα και λεν, έσπασε το μουλαλίκι; ρώτησε το παιδί.
-Αυτό είναι κει πέρα ένα μικρούτσικο καρβουνάκι ακόμα. Μια σπίθα που πετάχτηκε από δω απάνω, απ' τ' αγριόβουνα, από τούτες τις καψάλες. Θα πάρει φωτιά;
-Είναι να ρωτάς, καπετάνιο; μίλησε ο Τσέλιος.
-Δε ρωτάω. Η συλλοή με κάνει... (...) Τη σκέφτομαι [την επανάσταση] και λέω: Τάχα είναι η επανάσταση τόυτο ή τσακμάκισαν μια ίσκα κι όπου πέσει; Κι η φωτιά θέλει νοικοκύρεμα...
Στο δρόμο τα 'μαθε τα μαντάτα:
-Λευτεριά καπετάνιο, λευτεριά! του φώναξε κάποιος παλιός αντάρτης που γύριζε στο χωριό του.
-Πού 'ν' την, μωρέ;
-Θα μας τη δώσουν οι Δυνάμεις! Μαζώχτηκαν, λέει, όξω στη Φραγκιά κι είπαν να φύγει ο Τούρκος απ' τα μέρια μας...
-Ουχού... έκανε ο Κόρακας. Ξεσβερκιάστηκες ζαλικωμένος νυχτοήμερα το ντουφέκι και δεν έμαθες ακόμα πώς έρχεται η λευτεριά;
-Όπως και να 'ρχεται Θανασό, τούτη τη φορά φαίνεται σώθηκαν τα ψέματα. Η Τουρκιά τηράει να γλιτώσει την κάπα της...
-Και πότε θα φύγουν οι αγάδες;
-Σ' ένα μήνα, σε δύο... Τόσα χρόνια πέρασαν, ας περάσουν και δυο μήνες. Μαθημένοι είμαστε εμείς... Ύστερα να συνταιριαστούμε κιόλας λίγο, Θανασό! Ξεσκιζάδες κι ακούρευτοι, πώς θα την καλωσορίσουμε τη Λευτεριά! Τώρα άρματα, είπαν, και πιλάλες δε χρειάζονται. Να πάμε στα σπίτια μας!
-Γιατί, ντρέπεται να μας δει έτσι που 'μαστε η λευτεριά;
Άμα έρθει η Λευτεριά, χαντακωμένε, και μας βρει ξαρμάτωτους, χωρίς ετούτο που την έφερε, είπε ο Κόρακας, ταρακουνώντας το ντουφέκι που κρεμόταν στον ώμο του, πάει πάλι, πέταξε! Πού να πέσει μες στους λύκους. Τέτοιοι αντρειωμένοι, θα πει, είστε σεις που με κράζετε; Ποιος θα με στηρίξει;
-Τι καπετάνιος ήταν ο πατέρας σου;
-Καπετάνιος με τους αντάρτες, όταν ήταν οι Τούρκοι.
-Γιατί τον έχουν φυλακή;
-Γιατί είπε πως δεν ήρθε ακόμα η λευτεριά.
-Και τι φταίει ο πατέρας σου!
-Δε θέλουν να το λέμε.
-Ποιο;
-Πως δεν ήρθε η λευτεριά.
-Τι είναι λευτεριά;
-Τι είναι λευτεριά; Δεν ξέρεις τι είναι λευτεριά; Λευτεριά είναι... έκανε ο Κυριάκης και κάθισε χαμηλά στη ράχη. Λευτεριά είναι... Ο επιστάτης παίρνει στ' αλώνι γέννημα από σας για τον αφέντη;
-Παίρνει, είπε ο Κίτσος, πέφτοντας και κείνος πλάι του.
-Ε, άμα ήταν λευτεριά, δε θα είχαμε αφεντάδες.
-Ποιος θα μας έδωνε, τότε, χωράφια να σπείρουμε;
-Δικά τους είναι τα χωράφια; Πού τα βρήκαν; Τα δούλεψαν ποτές; Τα δούλεψαν;
Ακολουθούν τρία χαρακτηριστικά αποσπάσματα για το μουλαλίκι, που το καταλαβαίνω ως συνώνυμο της δουλείας-δουλικότητας, και την πραγματική ελευθερία.
-Έσπασε το μουλαλίκι!
Η ελπίδα πως η επανάσταση γρήγορα θα άπλωνε, σαν καλοκαιριάτικη πυρκαγιά, σε όλο τον κάμπο, φώτισε τα συλλογισμένα πρόσωπα των ραγιάδων κι ένας συνεπαρμός χαράς κι ενθουσιασμού πλημμύρισε τα στήθια τους.
-Έσπασε το μουλαλίκι!
Ψιθυριστά ή φωναχτά και τραγουδώντας κανένα στόμα δεν έμεινε χωρίς να το πει. Το κάστρο που κρατούσε τους καραγκούνηδες σκλάβους, δίχως θέληση καμιά κι απαντοχή, έσπασε! Ο κάμπος με τους κάμπους και τα μυστικά του, άνοιξε την καρδιά του.
-Εγώ το 'λεγα. Απ' το βουνό ξεκινάει το ποτάμι, μα στον κάμπο γίνεται η πλημμύρα, είπε ο Μήλιος Τσέλιος στον Κόρακα.
(...)
Σα ν' αρχινάει τώρα, στ' αλήθεια, η επανάσταση, μου φαίνεται... ψιθύριζε ο Τσέλιος.
-Άμα έσπασε ο κάμπος φουντώνει, δεν αρχινάει, είπε ο Κόρακας... Φτάνει να 'ναι όπως τ' ακούμε...
-Τι θα πει επανάσταση πατέρα; ρώτησε ο Βασιλάκης.
-Έλα εδώ να σου πω εγώ... τον τράβηξε απ' τη φούστα του ο Κόρακας και τον κράτησε στις χούφτες, ανάμεσα στα γόνατά του. Επανάσταση θα πει... Είδες τη μάνα σου πώς πυργώνει τα ξύλα ν' ανάψει το τζάκι; Να, τι θα πει επανάσταση. Φωτιά! Εκείνη π' ανάβει η μάνα σου να βράσει το τσουκάλι, είναι μια μικρή επανάσταση. Η κανονική επανάσταση είναι φωτιά τρανή, ρογκάδα! Λαμπαδιάζει τον τόπο. Πρώτα έχουμε μια σπίθα, ένα μικρούτσικο καρβουνάκι. Το σκεπάζουμε με φρύγανα, βάνουμε ολόγυρα κι αποπάνω ξερά πελεκούδια και φυσάμε. Το καρβουνάκι βόσκει μέσα, τρώει τα φρύγανα και σαν πάρουν φωτιά τα προσανάμματα, ρίχνουμε ξύλα. Ρίχνουμε ρουπάκια, ρίχνουμε κούτσουρα, ολόκληρους δέντρους. Η φωτιά δρογκώνει, θεριεύει, βγάνει φλόγες και πιλαλάει μοναχή της, τρέχει μουγκρίζοντας, δε σταματάει! Καίει αγκάθια, παλιούρια, ξεράδια... Καμιά φορά παίρνει κι από κάνα χλωρό. Φωτιά είναι αυτή! Κοντά στο ξερό καίγεται και το χλωρό. Η γης είναι που δεν παθαίνει τίποτα. Φωτιά και νερό σμίγουν πάλι μέσα της και καινούργια φύτρα ξεπετάχνονται, καινούργια βλαστάρια, καθαρά και ξεδιαλεγμένα...
-Τέτοια επανάσταση είναι που άναψε στον κάμπο, μπάρμπα και λεν, έσπασε το μουλαλίκι; ρώτησε το παιδί.
-Αυτό είναι κει πέρα ένα μικρούτσικο καρβουνάκι ακόμα. Μια σπίθα που πετάχτηκε από δω απάνω, απ' τ' αγριόβουνα, από τούτες τις καψάλες. Θα πάρει φωτιά;
-Είναι να ρωτάς, καπετάνιο; μίλησε ο Τσέλιος.
-Δε ρωτάω. Η συλλοή με κάνει... (...) Τη σκέφτομαι [την επανάσταση] και λέω: Τάχα είναι η επανάσταση τόυτο ή τσακμάκισαν μια ίσκα κι όπου πέσει; Κι η φωτιά θέλει νοικοκύρεμα...
-.-.-
Στο δρόμο τα 'μαθε τα μαντάτα:
-Λευτεριά καπετάνιο, λευτεριά! του φώναξε κάποιος παλιός αντάρτης που γύριζε στο χωριό του.
-Πού 'ν' την, μωρέ;
-Θα μας τη δώσουν οι Δυνάμεις! Μαζώχτηκαν, λέει, όξω στη Φραγκιά κι είπαν να φύγει ο Τούρκος απ' τα μέρια μας...
-Ουχού... έκανε ο Κόρακας. Ξεσβερκιάστηκες ζαλικωμένος νυχτοήμερα το ντουφέκι και δεν έμαθες ακόμα πώς έρχεται η λευτεριά;
-Όπως και να 'ρχεται Θανασό, τούτη τη φορά φαίνεται σώθηκαν τα ψέματα. Η Τουρκιά τηράει να γλιτώσει την κάπα της...
-Και πότε θα φύγουν οι αγάδες;
-Σ' ένα μήνα, σε δύο... Τόσα χρόνια πέρασαν, ας περάσουν και δυο μήνες. Μαθημένοι είμαστε εμείς... Ύστερα να συνταιριαστούμε κιόλας λίγο, Θανασό! Ξεσκιζάδες κι ακούρευτοι, πώς θα την καλωσορίσουμε τη Λευτεριά! Τώρα άρματα, είπαν, και πιλάλες δε χρειάζονται. Να πάμε στα σπίτια μας!
-Γιατί, ντρέπεται να μας δει έτσι που 'μαστε η λευτεριά;
Άμα έρθει η Λευτεριά, χαντακωμένε, και μας βρει ξαρμάτωτους, χωρίς ετούτο που την έφερε, είπε ο Κόρακας, ταρακουνώντας το ντουφέκι που κρεμόταν στον ώμο του, πάει πάλι, πέταξε! Πού να πέσει μες στους λύκους. Τέτοιοι αντρειωμένοι, θα πει, είστε σεις που με κράζετε; Ποιος θα με στηρίξει;
-.-.-
-Τι καπετάνιος ήταν ο πατέρας σου;
-Καπετάνιος με τους αντάρτες, όταν ήταν οι Τούρκοι.
-Γιατί τον έχουν φυλακή;
-Γιατί είπε πως δεν ήρθε ακόμα η λευτεριά.
-Και τι φταίει ο πατέρας σου!
-Δε θέλουν να το λέμε.
-Ποιο;
-Πως δεν ήρθε η λευτεριά.
-Τι είναι λευτεριά;
-Τι είναι λευτεριά; Δεν ξέρεις τι είναι λευτεριά; Λευτεριά είναι... έκανε ο Κυριάκης και κάθισε χαμηλά στη ράχη. Λευτεριά είναι... Ο επιστάτης παίρνει στ' αλώνι γέννημα από σας για τον αφέντη;
-Παίρνει, είπε ο Κίτσος, πέφτοντας και κείνος πλάι του.
-Ε, άμα ήταν λευτεριά, δε θα είχαμε αφεντάδες.
-Ποιος θα μας έδωνε, τότε, χωράφια να σπείρουμε;
-Δικά τους είναι τα χωράφια; Πού τα βρήκαν; Τα δούλεψαν ποτές; Τα δούλεψαν;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου