Νέος κύκλος μέτρων και εκβιασμών
Εναν
«έντιμο συμβιβασμό» αναζητά η κυβέρνηση για την ολοκλήρωση της δεύτερης
«αξιολόγησης» και γι' αυτό το σκοπό, σύμφωνα με τον υπουργό
Οικονομικών, ετοιμάζεται να «βάλει νερό στο κρασί της».
Οι φράσεις που χρησιμοποιούν τα κυβερνητικά στελέχη δεν είναι τυχαίες. Θέλουν να δημιουργήσουν την αίσθηση ότι η «σθεναρή» τους διαπραγμάτευση απέδωσε και ότι τώρα ήρθε η ώρα για μικρές υποχωρήσεις, ώστε να κλείσει η «αξιολόγηση».
Η κυβέρνηση λεονταρίζει ότι δεν θα αποδεχτεί νέα μέτρα για το 2019 - 2020 προκειμένου να καλυφθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι και αντιπροτείνει την επέκταση του «κόφτη» που θεσπίστηκε για το 2018.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση δεν απορρίπτει τα νέα μέτρα, αλλά παραπέμπει τη νομοθέτησή τους σε ένα επόμενο στάδιο, εκβιάζοντας παράλληλα το λαό να αποδεχτεί όσα έχουν ψηφιστεί έως τώρα. Δηλαδή, εγγράφει μέτρα σε «επιταγές» που λήγουν τα επόμενα χρόνια, οπότε θα «σκάσουν» στα χέρια των λαϊκών στρωμάτων.
Είναι, επίσης, καθαρό ότι τα δημοσιονομικά μέτρα και οι άλλες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις δεν είναι αποτέλεσμα του ενός ή του άλλου στόχου για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Πάνω απ' όλα υπηρετούν την προσαρμογή της αγοράς εργασίας στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων.
Το ομολογεί το ίδιο το ΔΝΤ, κατατάσσοντας τη μείωση του αφορολόγητου και την παραπέρα συρρίκνωση των συντάξεων στα μέτρα - «κρίκους» για την καπιταλιστική ανάκαμψη, ενώ μέχρι τώρα η κυβέρνηση τα παρουσίαζε ως «ρεζέρβες» για την εξοικονόμηση κρατικών εσόδων, σε περίπτωση που χρειαζόταν να ενεργοποιηθεί ο δημοσιονομικός κόφτης.
Αλλο παράδειγμα: Η κυβέρνηση διαφήμιζε τις αποφάσεις για τη «ρύθμιση» του χρέους ως προϋπόθεση για τη σταδιακή ανακούφιση του λαού από φόρους και μέτρα.
Ωστόσο, η απόφαση του τελευταίου Γιούρογκρουπ για το χρέος όχι μόνο δεν αναχαιτίζει τα αντιλαϊκά μέτρα, αλλά ο προϋπολογισμός του 2017 περιέχει και 2,7 δισ. ευρώ επιπλέον φόρους, μεταρρυθμίσεις και αντιλαϊκές ανατροπές.
Αλλά και οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα παραμένουν υψηλοί, ακόμα και μετά το 2018, με βάση την ίδια απόφαση του Γιούρογκρουπ, προμηνύοντας ένταση της φοροαφαίμαξης και των περικοπών σε κοινωνικές δαπάνες.
Οσο για την πρόταση της κυβέρνησης να διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% και μετά το 2018, αλλά το 1% να κατευθύνεται σε φοροαπαλλαγές, μειώσεις εισφορών και επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις, σε τίποτα δεν αλλάζει το αντιλαϊκό περιεχόμενο που έχει η ατζέντα της διαπραγμάτευσης.
Οι αντιλαϊκοί στόχοι παραμένουν ίδιοι, με τη διαφορά ότι το κεφάλαιο εξασφαλίζει άμεσα ένα μέρος από τα ματωμένα πρωτογενή πλεονάσματα, με τις μορφές που περιγράψαμε πιο πάνω, βαθαίνοντας συνολικά την εκμετάλλευση σε βάρος των εργαζομένων.
Τι επιβεβαιώνουν όλα αυτά; Οτι τίποτα δεν έχει να περιμένει ο λαός από την ολοκλήρωση της «αξιολόγησης», τη ρύθμιση του χρέους, την επίτευξη των στόχων για την καπιταλιστική ανάκαμψη.
Το δικό του σχέδιο είναι που πρέπει να μπει στο τραπέζι, να παλέψει για τη δική του διέξοδο διαφυγής από το φαύλο κύκλο των μέτρων, της εκμετάλλευσης και της φτώχειας για τα κέρδη του κεφαλαίου.
Οι φράσεις που χρησιμοποιούν τα κυβερνητικά στελέχη δεν είναι τυχαίες. Θέλουν να δημιουργήσουν την αίσθηση ότι η «σθεναρή» τους διαπραγμάτευση απέδωσε και ότι τώρα ήρθε η ώρα για μικρές υποχωρήσεις, ώστε να κλείσει η «αξιολόγηση».
Η κυβέρνηση λεονταρίζει ότι δεν θα αποδεχτεί νέα μέτρα για το 2019 - 2020 προκειμένου να καλυφθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι και αντιπροτείνει την επέκταση του «κόφτη» που θεσπίστηκε για το 2018.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση δεν απορρίπτει τα νέα μέτρα, αλλά παραπέμπει τη νομοθέτησή τους σε ένα επόμενο στάδιο, εκβιάζοντας παράλληλα το λαό να αποδεχτεί όσα έχουν ψηφιστεί έως τώρα. Δηλαδή, εγγράφει μέτρα σε «επιταγές» που λήγουν τα επόμενα χρόνια, οπότε θα «σκάσουν» στα χέρια των λαϊκών στρωμάτων.
Είναι, επίσης, καθαρό ότι τα δημοσιονομικά μέτρα και οι άλλες αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις δεν είναι αποτέλεσμα του ενός ή του άλλου στόχου για το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων. Πάνω απ' όλα υπηρετούν την προσαρμογή της αγοράς εργασίας στις μεταβαλλόμενες ανάγκες των επιχειρηματικών ομίλων.
Το ομολογεί το ίδιο το ΔΝΤ, κατατάσσοντας τη μείωση του αφορολόγητου και την παραπέρα συρρίκνωση των συντάξεων στα μέτρα - «κρίκους» για την καπιταλιστική ανάκαμψη, ενώ μέχρι τώρα η κυβέρνηση τα παρουσίαζε ως «ρεζέρβες» για την εξοικονόμηση κρατικών εσόδων, σε περίπτωση που χρειαζόταν να ενεργοποιηθεί ο δημοσιονομικός κόφτης.
Αλλο παράδειγμα: Η κυβέρνηση διαφήμιζε τις αποφάσεις για τη «ρύθμιση» του χρέους ως προϋπόθεση για τη σταδιακή ανακούφιση του λαού από φόρους και μέτρα.
Ωστόσο, η απόφαση του τελευταίου Γιούρογκρουπ για το χρέος όχι μόνο δεν αναχαιτίζει τα αντιλαϊκά μέτρα, αλλά ο προϋπολογισμός του 2017 περιέχει και 2,7 δισ. ευρώ επιπλέον φόρους, μεταρρυθμίσεις και αντιλαϊκές ανατροπές.
Αλλά και οι στόχοι για τα πρωτογενή πλεονάσματα παραμένουν υψηλοί, ακόμα και μετά το 2018, με βάση την ίδια απόφαση του Γιούρογκρουπ, προμηνύοντας ένταση της φοροαφαίμαξης και των περικοπών σε κοινωνικές δαπάνες.
Οσο για την πρόταση της κυβέρνησης να διατηρηθεί το πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% και μετά το 2018, αλλά το 1% να κατευθύνεται σε φοροαπαλλαγές, μειώσεις εισφορών και επιδοτήσεις στις επιχειρήσεις, σε τίποτα δεν αλλάζει το αντιλαϊκό περιεχόμενο που έχει η ατζέντα της διαπραγμάτευσης.
Οι αντιλαϊκοί στόχοι παραμένουν ίδιοι, με τη διαφορά ότι το κεφάλαιο εξασφαλίζει άμεσα ένα μέρος από τα ματωμένα πρωτογενή πλεονάσματα, με τις μορφές που περιγράψαμε πιο πάνω, βαθαίνοντας συνολικά την εκμετάλλευση σε βάρος των εργαζομένων.
Τι επιβεβαιώνουν όλα αυτά; Οτι τίποτα δεν έχει να περιμένει ο λαός από την ολοκλήρωση της «αξιολόγησης», τη ρύθμιση του χρέους, την επίτευξη των στόχων για την καπιταλιστική ανάκαμψη.
Το δικό του σχέδιο είναι που πρέπει να μπει στο τραπέζι, να παλέψει για τη δική του διέξοδο διαφυγής από το φαύλο κύκλο των μέτρων, της εκμετάλλευσης και της φτώχειας για τα κέρδη του κεφαλαίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου