Η γη της ανάστασης
Αυτές τις μέρες, η κε του μπλοκ διαβάζει (και βασικά τελειώνει οσονούπω,
γιατί δεν είναι ιδιαίτερα ογκώδες βιβλίο) τη "γη της Ανάστασης" του
Θέμου Κορνάρου, του κουμπάρου της εργατικής τάξης, που αφηγείται τις
"ταξιδιωτικές" και όχι μόνο εντυπώσεις του από ένα ταξίδι του στη ΛΔ της
Κίνας, στα τέλη της δεκαετίας του 50', ως επίσημος προσκεκλημένος των
Κινέζων. Και είναι εντυπωσιακό πως εκεί τιμήθηκε πολύ περισσότερο απ'
ό,τι στη δική του πατρίδα, όπου οι αρχές του επιφύλασσαν ως μοναδικό
παράσημο φυλακίσεις κι εξορίες.
Ο Κορνάρος βαφτίζει την Κίνα "γη της ανάστασης", τονίζοντας τη μεταμόρφωσή της και κάνοντας τις απαραίτητες συγκρίσεις με το προηγούμενο ταξίδι του στην Ασία, στα χρόνια του μεσοπολέμου, όταν οι παιδικές-νεανικές του εικόνες για τη μαγεία της Ανατολής πνίγονται στη λάσπη και τις μύγες κι ο κόσμος του παραμυθιού συναντά τη σκληρή πραγματικότητα. Τότε που ένας συνταξιδιώτης του πετούσε ένα μισοτελειωμένο κύπελλο καφέ στο χώμα, μπροστά από μια παρέα παιδιά, που έσπευσαν να το διεκδικήσουν για να το γλείψουν και να το γευτούν, ξεγελώντας την πείνα τους.
Τότε που οι Κινέζοι ντρέπονταν ακόμα και να συστηθούν και ζητούσαν χίλιες συγνώμες για την ίδια τους την υπόσταση, που φέρει ένα κάποιο όνομα.
Τότε που οι Κινέζοι λογίζονταν ακόμα ως κίτρινη φυλή, σαν τον ποταμό που τους έπνιγε κάθε τόσο και βρίσκονταν ανυπεράσπιστοι στο έλεός του. Τότε που οι γυναίκες είχαν κοντόχοντρα ποδαράκια, που τα στραμπουλούσαν στο χώμα και τις πέτρες, και οι Κινέζοι λογίζονταν ως φυλή νάνων, επειδή βασικά υποσιτίζονταν και δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν ως οργανισμοί.
Ενώ οι δυτικοί τους λένε πως τώρα η χώρα χάνει τουριστικώς, φτωχαίνουν το ανθρώπινο κάλλος, την παραδοσιακή ομορφιά, τους πατροπαράδοτους κανόνες. Τους λένε πως γίνονται τυχοδιώκτες και πως κάνουν μεγάλα ιστορικά άλματα στο κενό, πηγαίνοντας κατευθείαν στη μορφή της αγροτικής κομμούνας, αντί να μείνουν κολλημένοι στο παρελθόν. Τότε που έβλεπαν τι θα κάνουν τα μυρμήγκια για να καταλάβουν αν έρχεται κάποια "θεομηνία" και που τα ζωντανά είχαν μεγαλύτερη αξία από τη ζωή του ανθρώπου, από τα παιδιά και τους γέρους.
Το ιστορικό πλαίσιο του βιβλίου καθορίζει τις αποχρώσεις της πολιτικής του ανάλυσης, όχι όμως και την ταξική του ένταξη ή το πολιτικό του στίγμα, που είναι δεδομένα. Έτσι ο κουμπάρος της φτωχολογιάς βγάζει μια εμφατική αγάπη για την πατρίδα, τη γη, που εμφανίζεται ως μάνα των λαών, την Κύπρο που είναι "σκλαβωμένη αδελφή μας". Πέρα όμως από τα λογοτεχνικά σχήματα, τους δεδομένους περιορισμούς της εποχής ή την αντανάκλαση μιας στρατηγικής με συγκεκριμένες προβληματικές πτυχές, η αναφορά έχει πρωτίστως ταξικό νόημα. Η Ελλάδα είναι βασικά ο εργαζόμενος λαός της, που ταυτίζεται με τον τόπο του, τη γη του, τις ρεματιές, τις καλύβες και τα πεζούλια του.
Από την άλλη, ο Κορνάρος εξυμνεί τα κατορθώματα των Κινέζων, καθώς ταξιδεύει πριν το σινοσοβιετικό σχίσμα και την επικράτηση της θεωρίας των τριών κόσμων. Δεν καταφεύγει όμως σε μια χυδαία εξιδανίκευση για την οποία θα μετάνιωνε αργότερα, στην αποσιώπηση των αδυναμιών και των προβλημάτων (πχ στο πολύ ιδιαίτερο γλωσσικό ζήτημα των Κινέζων με τους μανδαρίνους, που μυστικοποίησαν σε υπέρτατο βαθμό τη γραφή, τη γνώση και τη δυνατότητα μεταφοράς της, έτσι ώστε οι γραφές να εμφανίζονται ως κάτι δυσνόητο, σχεδόν θεϊκό, που δεν υπόκειται σε αμφισβήτηση κι έλεγχο).
Ίσα-ίσα, διακατέχεται αρχικά από την ανησυχία μήπως η ιδεολογική του συμφωνία με τις αρχές της χώρας που επισκέπτεται, του στερήσει το δικαίωμα και την απόλαυση της αμφισβήτησης, της αναζήτησης της αλήθειας. Η ίδια η ζωή όμως επιμένει στην πράξη να τον εντυπωσιάζει, να αφοπλίζει τις ανησυχίες του, να καταρρίπτει τους δυτικούς μύθους για όσα "τερατώδη" γίνονται στη χώρα, από τότε που ανέλαβαν τις τύχες της οι κομμουνιστές.
Η μόνη αντίφαση που του διαφεύγει ίσως μες στον ενθουσιασμό του για την ορμητική ανάπτυξη της Κίνας, που παρασέρνει κάθε κατάλοιπο στο διάβα της, για το πάθος με το οποίο χιμούν στη ζωή οι Κινέζοι κι ανυπομονούν να αδράξουν κάθε χυμό της, το ζήλο με τον οποίο εργάζονται, όχι μόνο για να καλύψουν τις δικές τους ελλείψεις, αλλά την πείνα σε όλο τον κόσμο, που τυραννά τόσες χώρες, είναι η ίδια η οικοδόμηση κι η αντιφατική της πορεία, η πιθανότητα ενός πισωγυρίσματος -όπως και συνέβη τελικά στην Κίνα. Αυτό όμως ήταν κάτι που λίγοι μπορούσαν να το δουν -ή να σταθούν σε αυτό- μες στην αισιοδοξία της εποχής.
Όπως και να έχει, αυτά δε μειώνουν στο παραμικρό την αξία της μαρτυρίας του Κορνάρου και τις συγκλονιστικές περιγραφές του, που γελοιοποιούν την αστική προπαγάνδα και τις κρυφές επιδιώξεις της, παίρνουν τον αγώνα των λαών, με μοναδική γραφή και φαντασία, και τον υψώνουν στο βάθρο που του αξίζει, στην έφοδό του προς τον ουρανό.
Ακολουθεί ένα μικρό, χαρακτηριστικό κι επίκαιρο δείγμα.
Κίτρινη φυλή δεν υπάρχει. Κι ακόμη: ο Κινέζος εψήλωσε! (...)
Τι κρίμα αλήθεια να μην υπάρχουν χαμηλοί Κινέζοι και κίτρινη φυλή στο μωσαϊκό των λαών! Κρίμα, η Κίνα χάνει "τουριστικώς"!
Βέβαια, γιατί τι Κίνα είναι αυτή, χωρίς κιτρινάδα, χωρίς νάνους, και χωρίς γυναίκες με ποδαράκια σα γροθιές;... Εδώ κι εκεί μονάχα μπορείς να δεις ακόμη κάποια κατάλοιπα από την αγριότητα των παλιών καιρών που στραμπουλούσε των μωρών τα πόδια, τα δίπλωνε απάνθρωπα, για να κατασκευάσει κινέζικες ανάπηρες "ωραιότητες" χαλασμένου γούστου.
Στη σπανιότητα περνάει κι αυτό το αποκρουστικό σακατιλίκι που οι εποχές ξεπεσμού το ανέχτηκαν για "ομορφιά"! Το ίδιο, σπάνιο έγινε και το κίτρινο χρώμα, και το πατηκωμένο ανάστημα.
(...)
Δε χρειάζεται τώρα τόλμη για ένα πολύ απλό συμπέρασμα: Φτάσανε εννιά χρόνια υποφερτής διατροφής για να γεμίσουν αίμα κι οι φλέβες ενός λαού 650 εκατομμυρίων. Καθάρισε πια το δέρμα, κοκκίνισε το πρόσωπο, θράφηκε το λιμασμένο κορμί που αιώνες είταν παραδομένο στον υποσιτισμό -κι ό,τι περίσσευε από τα δόντια της πείνας, το τρώγανε οι μύγες κι η ψείρα...
Ανατριχιάζω καθώς θυμάμαι την ελληνική ελονοσία και τους εγγλέζικους επαίνους για το λιτοδίαιτο του Έλληνα! Για τον εθελοντικό λιμό δηλαδή! Λίγο ακόμη και θα είχανε καταφέρει να μιλάει ο κόσμος για... κίτρινη ελληνική φυλή και για νάνους Έλληνες!...
Στην Κίνα τα καταφέρανε καλύτερα. Επαινέσανε πολύ -και με επιτελικό σύστημα- την υπομονή και τη σοφία του Κινέζου που τον κάνανε ικανό δέχεται ατάραχος τη μαύρη του μοίρα, και να πορεύεται στη Νιρβάνα μες από τους καπνούς και τις παραισθήσεις του ναρκωτικού.
Μπλοκάρανε με απάτη, ανάλγητα, προγραμματισμένα, ολάκαιρο Λαό και πέσανε απάνω του αυτές οι σιχαμερές βδέλλες της ιστορίας, και πιπιλίζανε αίματα, δύναμη, όνειρα, ελπίδες, για να δείχνουνε ύστερα το πτώμα και να λένε: "Κίνδυνος κίτρινου υπερπληθυσμού! Πρέπει να βρεθεί τρόπος περιορισμού της αύξησης των Κινέζων, γιατί θα έρθει εποχή που όλη η γη θα κατοικηθεί απ' αυτά τα σιχαμερά κίτρινα πλάσματα..."
Και βρήκανε πολλούς τρόπους: Αφήκανε αυτή τη χώρα να την πνίγουνε οι αλήτες ποταμοί και ταυτόχρονα συνηθίσανε όλη την ανθρωπότητα να ακούει με απάθεια -σα να είταν το φυσικότερο πράμα- πως σαράντα εκατομμύρια Κινέζοι πνιγήκανε από τις πλημμύρες του 1932!... Άλλοτε αναγγέλνανε, σαν ευεργεσία μάλιστα στην ανθρωπότητα, πως άλλα είκοσι πέντε εκατομμύρια κιτρινίσανε και σαπίσανε από αρρώστιες! Κι αυτός είταν, λέει, ο λόγος της εξαιρετικής... ευφορίας της γης μια χρονιάς!...
Δεν αφήκανε σ' αυτούς τους ευεργέτες της ανθρωπότητας όσο χρόνο χρειαζόντανε για να ολοκληρώσουνε το εκπολιτιστικό τους πρόγραμμα στην Κίνα. Τους ανακόψανε την ορμή! Και ορίστε τώρα τ' αποτελέσματα: Κίτρινοι Κινέζοι να μην υπάρχουνε! Χασισοπότες Κινέζοι, πού ακούστηκε να λείπουνε απ' το δειγματολόγιο της ζωής; Και στη θέση τους να βλέπεις μια νέα κινέζικη γενιά ροδοκόκκινη σαν κι όλους τους γερούς ανθρώπους, και με μπόι πιο πάνω από το μέτριο!...
Και σα να μη φτάνανε όλες αυτές οι συμφορές, μάθανε και... τρώνε και πληθύνονται, και προπάντων δουλεύουνε ανθρώπινα για να προβαδίζει, λέει, πάντα η αύξηση των αγαθών από την αύξηση του πληθυσμού!
Ο Κορνάρος βαφτίζει την Κίνα "γη της ανάστασης", τονίζοντας τη μεταμόρφωσή της και κάνοντας τις απαραίτητες συγκρίσεις με το προηγούμενο ταξίδι του στην Ασία, στα χρόνια του μεσοπολέμου, όταν οι παιδικές-νεανικές του εικόνες για τη μαγεία της Ανατολής πνίγονται στη λάσπη και τις μύγες κι ο κόσμος του παραμυθιού συναντά τη σκληρή πραγματικότητα. Τότε που ένας συνταξιδιώτης του πετούσε ένα μισοτελειωμένο κύπελλο καφέ στο χώμα, μπροστά από μια παρέα παιδιά, που έσπευσαν να το διεκδικήσουν για να το γλείψουν και να το γευτούν, ξεγελώντας την πείνα τους.
Τότε που οι Κινέζοι ντρέπονταν ακόμα και να συστηθούν και ζητούσαν χίλιες συγνώμες για την ίδια τους την υπόσταση, που φέρει ένα κάποιο όνομα.
Για να σου αυτοσυστηθούνε έπρεπε πρώτα να σου γυρέψουνε χίλιες συγνώμες για την απρέπεια, επειδή κι αυτοί είχαν ένα κάποιο όνομα, όπως και συ, που ντρέπονταν να προσβάλουνε την ακοή σου, φέροντάς το!...(Προσωπικά μου είναι αδύνατο να αποφύγω το συνεριμό με μια σκηνή από τους Απαράδεκτους και τη Δήμητρα να λέει, με προσποιητή σεμνότητα: "είμαι κι εγώ ένα κορίτσι, σαν όλα τα άλλα, μα ποια είμαι εγώ, μήπως είμαι κάποια...;")
Τότε που οι Κινέζοι λογίζονταν ακόμα ως κίτρινη φυλή, σαν τον ποταμό που τους έπνιγε κάθε τόσο και βρίσκονταν ανυπεράσπιστοι στο έλεός του. Τότε που οι γυναίκες είχαν κοντόχοντρα ποδαράκια, που τα στραμπουλούσαν στο χώμα και τις πέτρες, και οι Κινέζοι λογίζονταν ως φυλή νάνων, επειδή βασικά υποσιτίζονταν και δεν μπορούσαν να αναπτυχθούν ως οργανισμοί.
Ενώ οι δυτικοί τους λένε πως τώρα η χώρα χάνει τουριστικώς, φτωχαίνουν το ανθρώπινο κάλλος, την παραδοσιακή ομορφιά, τους πατροπαράδοτους κανόνες. Τους λένε πως γίνονται τυχοδιώκτες και πως κάνουν μεγάλα ιστορικά άλματα στο κενό, πηγαίνοντας κατευθείαν στη μορφή της αγροτικής κομμούνας, αντί να μείνουν κολλημένοι στο παρελθόν. Τότε που έβλεπαν τι θα κάνουν τα μυρμήγκια για να καταλάβουν αν έρχεται κάποια "θεομηνία" και που τα ζωντανά είχαν μεγαλύτερη αξία από τη ζωή του ανθρώπου, από τα παιδιά και τους γέρους.
Το ιστορικό πλαίσιο του βιβλίου καθορίζει τις αποχρώσεις της πολιτικής του ανάλυσης, όχι όμως και την ταξική του ένταξη ή το πολιτικό του στίγμα, που είναι δεδομένα. Έτσι ο κουμπάρος της φτωχολογιάς βγάζει μια εμφατική αγάπη για την πατρίδα, τη γη, που εμφανίζεται ως μάνα των λαών, την Κύπρο που είναι "σκλαβωμένη αδελφή μας". Πέρα όμως από τα λογοτεχνικά σχήματα, τους δεδομένους περιορισμούς της εποχής ή την αντανάκλαση μιας στρατηγικής με συγκεκριμένες προβληματικές πτυχές, η αναφορά έχει πρωτίστως ταξικό νόημα. Η Ελλάδα είναι βασικά ο εργαζόμενος λαός της, που ταυτίζεται με τον τόπο του, τη γη του, τις ρεματιές, τις καλύβες και τα πεζούλια του.
Από την άλλη, ο Κορνάρος εξυμνεί τα κατορθώματα των Κινέζων, καθώς ταξιδεύει πριν το σινοσοβιετικό σχίσμα και την επικράτηση της θεωρίας των τριών κόσμων. Δεν καταφεύγει όμως σε μια χυδαία εξιδανίκευση για την οποία θα μετάνιωνε αργότερα, στην αποσιώπηση των αδυναμιών και των προβλημάτων (πχ στο πολύ ιδιαίτερο γλωσσικό ζήτημα των Κινέζων με τους μανδαρίνους, που μυστικοποίησαν σε υπέρτατο βαθμό τη γραφή, τη γνώση και τη δυνατότητα μεταφοράς της, έτσι ώστε οι γραφές να εμφανίζονται ως κάτι δυσνόητο, σχεδόν θεϊκό, που δεν υπόκειται σε αμφισβήτηση κι έλεγχο).
Ίσα-ίσα, διακατέχεται αρχικά από την ανησυχία μήπως η ιδεολογική του συμφωνία με τις αρχές της χώρας που επισκέπτεται, του στερήσει το δικαίωμα και την απόλαυση της αμφισβήτησης, της αναζήτησης της αλήθειας. Η ίδια η ζωή όμως επιμένει στην πράξη να τον εντυπωσιάζει, να αφοπλίζει τις ανησυχίες του, να καταρρίπτει τους δυτικούς μύθους για όσα "τερατώδη" γίνονται στη χώρα, από τότε που ανέλαβαν τις τύχες της οι κομμουνιστές.
Η μόνη αντίφαση που του διαφεύγει ίσως μες στον ενθουσιασμό του για την ορμητική ανάπτυξη της Κίνας, που παρασέρνει κάθε κατάλοιπο στο διάβα της, για το πάθος με το οποίο χιμούν στη ζωή οι Κινέζοι κι ανυπομονούν να αδράξουν κάθε χυμό της, το ζήλο με τον οποίο εργάζονται, όχι μόνο για να καλύψουν τις δικές τους ελλείψεις, αλλά την πείνα σε όλο τον κόσμο, που τυραννά τόσες χώρες, είναι η ίδια η οικοδόμηση κι η αντιφατική της πορεία, η πιθανότητα ενός πισωγυρίσματος -όπως και συνέβη τελικά στην Κίνα. Αυτό όμως ήταν κάτι που λίγοι μπορούσαν να το δουν -ή να σταθούν σε αυτό- μες στην αισιοδοξία της εποχής.
Όπως και να έχει, αυτά δε μειώνουν στο παραμικρό την αξία της μαρτυρίας του Κορνάρου και τις συγκλονιστικές περιγραφές του, που γελοιοποιούν την αστική προπαγάνδα και τις κρυφές επιδιώξεις της, παίρνουν τον αγώνα των λαών, με μοναδική γραφή και φαντασία, και τον υψώνουν στο βάθρο που του αξίζει, στην έφοδό του προς τον ουρανό.
Ακολουθεί ένα μικρό, χαρακτηριστικό κι επίκαιρο δείγμα.
Κίτρινη φυλή δεν υπάρχει. Κι ακόμη: ο Κινέζος εψήλωσε! (...)
Τι κρίμα αλήθεια να μην υπάρχουν χαμηλοί Κινέζοι και κίτρινη φυλή στο μωσαϊκό των λαών! Κρίμα, η Κίνα χάνει "τουριστικώς"!
Βέβαια, γιατί τι Κίνα είναι αυτή, χωρίς κιτρινάδα, χωρίς νάνους, και χωρίς γυναίκες με ποδαράκια σα γροθιές;... Εδώ κι εκεί μονάχα μπορείς να δεις ακόμη κάποια κατάλοιπα από την αγριότητα των παλιών καιρών που στραμπουλούσε των μωρών τα πόδια, τα δίπλωνε απάνθρωπα, για να κατασκευάσει κινέζικες ανάπηρες "ωραιότητες" χαλασμένου γούστου.
Στη σπανιότητα περνάει κι αυτό το αποκρουστικό σακατιλίκι που οι εποχές ξεπεσμού το ανέχτηκαν για "ομορφιά"! Το ίδιο, σπάνιο έγινε και το κίτρινο χρώμα, και το πατηκωμένο ανάστημα.
(...)
Δε χρειάζεται τώρα τόλμη για ένα πολύ απλό συμπέρασμα: Φτάσανε εννιά χρόνια υποφερτής διατροφής για να γεμίσουν αίμα κι οι φλέβες ενός λαού 650 εκατομμυρίων. Καθάρισε πια το δέρμα, κοκκίνισε το πρόσωπο, θράφηκε το λιμασμένο κορμί που αιώνες είταν παραδομένο στον υποσιτισμό -κι ό,τι περίσσευε από τα δόντια της πείνας, το τρώγανε οι μύγες κι η ψείρα...
Ανατριχιάζω καθώς θυμάμαι την ελληνική ελονοσία και τους εγγλέζικους επαίνους για το λιτοδίαιτο του Έλληνα! Για τον εθελοντικό λιμό δηλαδή! Λίγο ακόμη και θα είχανε καταφέρει να μιλάει ο κόσμος για... κίτρινη ελληνική φυλή και για νάνους Έλληνες!...
Στην Κίνα τα καταφέρανε καλύτερα. Επαινέσανε πολύ -και με επιτελικό σύστημα- την υπομονή και τη σοφία του Κινέζου που τον κάνανε ικανό δέχεται ατάραχος τη μαύρη του μοίρα, και να πορεύεται στη Νιρβάνα μες από τους καπνούς και τις παραισθήσεις του ναρκωτικού.
Μπλοκάρανε με απάτη, ανάλγητα, προγραμματισμένα, ολάκαιρο Λαό και πέσανε απάνω του αυτές οι σιχαμερές βδέλλες της ιστορίας, και πιπιλίζανε αίματα, δύναμη, όνειρα, ελπίδες, για να δείχνουνε ύστερα το πτώμα και να λένε: "Κίνδυνος κίτρινου υπερπληθυσμού! Πρέπει να βρεθεί τρόπος περιορισμού της αύξησης των Κινέζων, γιατί θα έρθει εποχή που όλη η γη θα κατοικηθεί απ' αυτά τα σιχαμερά κίτρινα πλάσματα..."
Και βρήκανε πολλούς τρόπους: Αφήκανε αυτή τη χώρα να την πνίγουνε οι αλήτες ποταμοί και ταυτόχρονα συνηθίσανε όλη την ανθρωπότητα να ακούει με απάθεια -σα να είταν το φυσικότερο πράμα- πως σαράντα εκατομμύρια Κινέζοι πνιγήκανε από τις πλημμύρες του 1932!... Άλλοτε αναγγέλνανε, σαν ευεργεσία μάλιστα στην ανθρωπότητα, πως άλλα είκοσι πέντε εκατομμύρια κιτρινίσανε και σαπίσανε από αρρώστιες! Κι αυτός είταν, λέει, ο λόγος της εξαιρετικής... ευφορίας της γης μια χρονιάς!...
Δεν αφήκανε σ' αυτούς τους ευεργέτες της ανθρωπότητας όσο χρόνο χρειαζόντανε για να ολοκληρώσουνε το εκπολιτιστικό τους πρόγραμμα στην Κίνα. Τους ανακόψανε την ορμή! Και ορίστε τώρα τ' αποτελέσματα: Κίτρινοι Κινέζοι να μην υπάρχουνε! Χασισοπότες Κινέζοι, πού ακούστηκε να λείπουνε απ' το δειγματολόγιο της ζωής; Και στη θέση τους να βλέπεις μια νέα κινέζικη γενιά ροδοκόκκινη σαν κι όλους τους γερούς ανθρώπους, και με μπόι πιο πάνω από το μέτριο!...
Και σα να μη φτάνανε όλες αυτές οι συμφορές, μάθανε και... τρώνε και πληθύνονται, και προπάντων δουλεύουνε ανθρώπινα για να προβαδίζει, λέει, πάντα η αύξηση των αγαθών από την αύξηση του πληθυσμού!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου