Η «βαριά σκιά» στο Ασφαλιστικό
«Δεν είμαστε αντιμέτωποι απλά με τη βαριά σκιά
του παρελθόντος, αλλά και με την πραγματικότητα της κρίσης και τις
επιδιώξεις όλων όσοι βλέπουν στην Κοινωνική Ασφάλιση άλλο ένα πεδίο
ιδιωτικής κερδοφορίας και όχι ένα καθολικό κοινωνικό δικαίωμα». Κάπως
έτσι ξεκίνησε την τοποθέτησή της η υπουργός Εργασίας, Εφη Αχτσιόγλου,
στη συνέντευξη Τύπου που δόθηκε την Τρίτη για την παρουσίαση του Ενιαίου
Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ).
Πράγματι, η σκιά του παρελθόντος πέφτει βαριά πάνω από το σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, ανατρέχοντας στην αντιασφαλιστική νομοθεσία που εντάθηκε από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Αλλά και πιο πριν, με τη συστηματική κλοπή των αποθεματικών των Ταμείων, από τη δεκαετία ακόμα του '50, που επαναλήφθηκε με «εκσυγχρονισμένες» μεθόδους την περίοδο του PSI. Το ερώτημα όμως είναι: Τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση για όλο αυτό το αρνητικό φορτίο που συσσωρεύτηκε στο ασφαλιστικό σύστημα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις; Η απάντηση δεν είναι δύσκολο να δοθεί...
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ όχι μόνο δεν κατάργησε κανέναν από τους προηγούμενους αντιασφαλιστικούς νόμους, όχι μόνο δεν επέστρεψε ούτε ένα ευρώ στα Ταμεία από τα κλεμμένα δεκαετιών, αλλά επιπλέον νομοθέτησε νέες περικοπές σε συντάξεις και αυξήσεις σε εισφορές, αντιμετωπίζοντας το Ασφαλιστικό προπάντων ως ζήτημα οικονομικό και δημοσιονομικό.
Αυτό βέβαια σε τίποτα δεν εμποδίζει την υπουργό να κοροϊδεύει ασφαλισμένους και συνταξιούχους, λέγοντας στη συνέντευξη ότι «το ζήτημα της Κοινωνικής Ασφάλισης δεν αποτελεί μια μαθηματική άσκηση εκπόνησης ισολογισμών». `Η να δεσμεύεται ότι η κυβέρνηση «δεν περιορίζεται στις δυσκολίες του χθες, αλλά σχεδιάζει την ανατροπή τους», όταν δεν έχει πειράξει ούτε παρωνυχίδα από τους ψηφισμένους νόμους!
Για παράδειγμα, όσο κι αν θέλει να το κρύψει η σημερινή κυβέρνηση, το σύστημα των «τριών πυλώνων» είναι και δικός της στόχος. Σ' αυτό το σύστημα, οι δύο από τους τρεις παράγοντες που διαμορφώνουν τη σύνταξη (επαγγελματικά ταμεία - ιδιωτική ασφάλιση) εντάσσονται στο «πεδίο της ιδιωτικής κερδοφορίας», το οποίο υποκριτικά αποκηρύσσει στα λόγια η υπουργός.
Η μόνη υποχρέωση που θα διατηρεί το κράτος, είναι η παροχή μιας σύνταξης - επιδόματος στα όρια της φτώχειας, η μόνη για την οποία δεσμεύεται επί της ουσίας και το σημερινό σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, μέσω της εθνικής σύνταξης, αν σκεφτεί κανείς ότι οι επικουρικές συντάξεις εξαϋλώνονται από χρόνο σε χρόνο, ενώ το ανταποδοτικό κομμάτι της σύνταξης, με τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης και τον υπολογισμό με βάση τους μισθούς σε ολόκληρο τον εργάσιμο βίο, θα συνεισφέρει ολοένα και πιο λίγο στη διαμόρφωση του εισοδήματος των συνταξιούχων.
Αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα λέει η υπουργός, θα πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι στα κράτη που δεν εξαιρούνται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα είναι καλύτερα από αυτά των Ελλήνων. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Γερμανία, που πληροί τα περισσότερα από τα κριτήρια (οικονομικά και πολιτικά) τα οποία βάζει η υπουργός Εργασίας.
Εκεί, παρά την ανάπτυξη της οικονομίας και τα μικρά ποσοστά της ανεργίας, το ασφαλιστικό σύστημα σε καμιά περίπτωση δεν εφαρμόζει ...επεκτατική πολιτική στις παροχές του, αφού ήδη συζητιέται η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 71 χρόνια (από 67 σήμερα) έως το 2080, ενώ ζητείται και η παραπέρα μείωση των κρατικών δαπανών, μέσω της επέκτασης του συστήματος των «τριών πυλώνων», για να διευρυνθούν τα επιχειρησιακά ασφαλιστικά πακέτα και η συμμετοχή των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Ούτε βέβαια συρρικνώνεται (αντίθετα επεκτείνεται) η ευελιξία στην αγορά εργασίας, παρά την ύπαρξη συλλογικών διαπραγματεύσεων σε διάφορα επίπεδα (κλαδικό, επιχειρησιακό). Αυτό είναι το πραγματικό «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Κομμένο και ραμμένο στα συμφέροντα του κεφαλαίου, σε ανάπτυξη και κρίση της οικονομίας.
Πράγματι, η σκιά του παρελθόντος πέφτει βαριά πάνω από το σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, ανατρέχοντας στην αντιασφαλιστική νομοθεσία που εντάθηκε από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Αλλά και πιο πριν, με τη συστηματική κλοπή των αποθεματικών των Ταμείων, από τη δεκαετία ακόμα του '50, που επαναλήφθηκε με «εκσυγχρονισμένες» μεθόδους την περίοδο του PSI. Το ερώτημα όμως είναι: Τι έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση για όλο αυτό το αρνητικό φορτίο που συσσωρεύτηκε στο ασφαλιστικό σύστημα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις; Η απάντηση δεν είναι δύσκολο να δοθεί...
Η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ όχι μόνο δεν κατάργησε κανέναν από τους προηγούμενους αντιασφαλιστικούς νόμους, όχι μόνο δεν επέστρεψε ούτε ένα ευρώ στα Ταμεία από τα κλεμμένα δεκαετιών, αλλά επιπλέον νομοθέτησε νέες περικοπές σε συντάξεις και αυξήσεις σε εισφορές, αντιμετωπίζοντας το Ασφαλιστικό προπάντων ως ζήτημα οικονομικό και δημοσιονομικό.
Αυτό βέβαια σε τίποτα δεν εμποδίζει την υπουργό να κοροϊδεύει ασφαλισμένους και συνταξιούχους, λέγοντας στη συνέντευξη ότι «το ζήτημα της Κοινωνικής Ασφάλισης δεν αποτελεί μια μαθηματική άσκηση εκπόνησης ισολογισμών». `Η να δεσμεύεται ότι η κυβέρνηση «δεν περιορίζεται στις δυσκολίες του χθες, αλλά σχεδιάζει την ανατροπή τους», όταν δεν έχει πειράξει ούτε παρωνυχίδα από τους ψηφισμένους νόμους!
***
Η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται το Ασφαλιστικό
με τους ίδιους όρους που το κάνει και το κεφάλαιο, το οποίο πιέζει για
απαγκίστρωση του κράτους από τη χρηματοδότηση των Ταμείων και παράλληλα
για την παραπέρα μείωση της δικής του εισφοράς, προκειμένου να μειωθεί
το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος» και να αυξήσει την κερδοφορία του.
Την επιδίωξη αυτή του κεφαλαίου υπηρετούν, μεταξύ άλλων, οι κατευθύνσεις
και οι οδηγίες της ΕΕ για τις συντάξεις και την ασφάλιση.Για παράδειγμα, όσο κι αν θέλει να το κρύψει η σημερινή κυβέρνηση, το σύστημα των «τριών πυλώνων» είναι και δικός της στόχος. Σ' αυτό το σύστημα, οι δύο από τους τρεις παράγοντες που διαμορφώνουν τη σύνταξη (επαγγελματικά ταμεία - ιδιωτική ασφάλιση) εντάσσονται στο «πεδίο της ιδιωτικής κερδοφορίας», το οποίο υποκριτικά αποκηρύσσει στα λόγια η υπουργός.
Η μόνη υποχρέωση που θα διατηρεί το κράτος, είναι η παροχή μιας σύνταξης - επιδόματος στα όρια της φτώχειας, η μόνη για την οποία δεσμεύεται επί της ουσίας και το σημερινό σύστημα της Κοινωνικής Ασφάλισης, μέσω της εθνικής σύνταξης, αν σκεφτεί κανείς ότι οι επικουρικές συντάξεις εξαϋλώνονται από χρόνο σε χρόνο, ενώ το ανταποδοτικό κομμάτι της σύνταξης, με τους νέους συντελεστές αναπλήρωσης και τον υπολογισμό με βάση τους μισθούς σε ολόκληρο τον εργάσιμο βίο, θα συνεισφέρει ολοένα και πιο λίγο στη διαμόρφωση του εισοδήματος των συνταξιούχων.
***
Είπε και κάτι ακόμα στη συνέντευξη η Εφη Αχτσιόγλου:
«Η επίθεση που δέχτηκε το συλλογικό εργατικό δίκαιο στα χρόνια της
κρίσης και οδήγησε στην κατάρρευση του συστήματος των συλλογικών
διαπραγματεύσεων, αφήνει μεγάλες πληγές στα ασφαλιστικά ταμεία. Η
ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων, η οποία παροξύνθηκε μέσα στην
κρίση, χωρίς προφανώς να αποτελεί δικό της παιδί, υπονομεύει τη
δυνατότητα της Κοινωνικής Ασφάλισης να έχει τους απαραίτητους πόρους.
Ακριβώς για αυτό το λόγο η μάχη που δίνουμε σήμερα για την επαναφορά των
θεσμών του συλλογικού εργατικού δικαίου, για να σταματήσει η Ελλάδα να
αποτελεί εξαίρεση από το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο, είναι μία μάχη που
θα συμβάλει ουσιαστικά και στη στήριξη της Κοινωνικής Ασφάλισης».Αν πάρουμε τοις μετρητοίς όσα λέει η υπουργός, θα πρέπει να βγάλουμε το συμπέρασμα ότι στα κράτη που δεν εξαιρούνται από το ευρωπαϊκό κεκτημένο, τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά δικαιώματα είναι καλύτερα από αυτά των Ελλήνων. Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Ας πάρουμε για παράδειγμα τη Γερμανία, που πληροί τα περισσότερα από τα κριτήρια (οικονομικά και πολιτικά) τα οποία βάζει η υπουργός Εργασίας.
Εκεί, παρά την ανάπτυξη της οικονομίας και τα μικρά ποσοστά της ανεργίας, το ασφαλιστικό σύστημα σε καμιά περίπτωση δεν εφαρμόζει ...επεκτατική πολιτική στις παροχές του, αφού ήδη συζητιέται η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 71 χρόνια (από 67 σήμερα) έως το 2080, ενώ ζητείται και η παραπέρα μείωση των κρατικών δαπανών, μέσω της επέκτασης του συστήματος των «τριών πυλώνων», για να διευρυνθούν τα επιχειρησιακά ασφαλιστικά πακέτα και η συμμετοχή των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Ούτε βέβαια συρρικνώνεται (αντίθετα επεκτείνεται) η ευελιξία στην αγορά εργασίας, παρά την ύπαρξη συλλογικών διαπραγματεύσεων σε διάφορα επίπεδα (κλαδικό, επιχειρησιακό). Αυτό είναι το πραγματικό «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Κομμένο και ραμμένο στα συμφέροντα του κεφαλαίου, σε ανάπτυξη και κρίση της οικονομίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου