5 Μαρ 2017

Στην πεπατημένη της επιχειρηματικότητας και της εμπορευματοποίησης

Στην πεπατημένη της επιχειρηματικότητας και της εμπορευματοποίησης

Τα σχέδια του υπουργείου Πολιτισμού σε όλο το εύρος των χώρων ευθύνης του, παρουσίασε την περασμένη Τετάρτη η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, Λυδία Κονιόρδου, στην πρώτη συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε, από την ανάληψη των καθηκόντων της εδώ και μερικούς μήνες. Από αυτά φαίνεται ότι η κυβέρνηση συνεχίζει στην πεπατημένη της πολιτικής όλων των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων για τον Πολιτισμό, που έχει καταδικάσει την πολιτιστική ζωή σε συνεχή υποβάθμιση και συντηρητικοποίηση και τους περισσότερους καλλιτέχνες - δημιουργούς σε σκληρό αγώνα επιβίωσης. Η επιλεκτική υιοθέτηση δύο - τριών αιτημάτων του χώρου αποσκοπεί στην απόκρυψη αυτής της πραγματικότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ίδια η υπουργός στην ομιλία της δήλωσε μεταξύ άλλων ότι «η λέξη που μας εκφράζει ως προς τον τρόπο που θα εφαρμόσουμε αυτές τις ιδέες είναι η συνέχεια. Τιμούμε τη συνέχεια, τιμούμε αυτό που έχει γίνει προς τη σωστή κατεύθυνση», είπε χαρακτηριστικά η υπουργός Πολιτισμού, και ενώ αναφέρθηκε ονομαστικά μόνο στους προκατόχους της από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, η πραγματικότητα δείχνει ότι όλοι τους έχουν πιάσει το νήμα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.

Εξάλλου, το νήμα αυτής της συνέχειας είναι άρρηκτα δεμένο με τις κατευθύνσεις της ΕΕ στον χώρο, που αξιοποιεί στο έπακρο τον Πολιτισμό ως στοιχείο ιδεολογικής παρέμβασης και χειραγώγησης. Σε αυτό αποσκοπεί η κυρίαρχη θεματική σε επίπεδο ΕΕ και όχι μόνο περί «σεβασμού στον άλλο» και στη «διαφορετικότητα» - θεματική που ακολουθείται και στις περισσότερες δράσεις του υπουργείου - που στο πνεύμα του κοσμοπολιτισμού χρησιμοποιεί τον Πολιτισμό ως ένα ενοποιητικό στοιχείο, ακριβώς για να αποκρύπτεται η ταξική διαίρεση της κοινωνίας, που αποτελεί την πραγματική αιτία διαχωρισμού των ανθρώπων, αλλά και τη βάση για την ενότητα των καταπιεσμένων στρωμάτων.
Ας δούμε όμως και πιο συγκεκριμένα κάποιους από τους άξονες δράσεων που ανακοίνωσε του υπουργείο.

Στον τομέα της πολιτιστικής κληρονομιάς γίνεται αναφορά σε δεκάδες έργα ανάδειξης και συντήρησης μνημείων, που σύμφωνα με το υπουργείο σημαντικός αριθμός προσωπικού απασχολείται σε αυτές «συμβάλλοντας στην άμβλυνση της ανεργίας και μάλιστα σε απομακρυσμένες περιοχές». Στην πραγματικότητα πρόκειται για έργα που εδώ και καιρό βρίσκονται σε εξέλιξη, χρηματοδοτούμενα κυρίως μέσω ΕΣΠΑ, τα οποία αναλαμβάνουν εργολαβικές εταιρείες, απομυζώντας το μεγαλύτερο μέρος της χρηματοδότησης και αφήνοντας συχνά τα έργα ατελείωτα και απλήρωτους τους εργαζόμενους σε αυτά.

Κατά τα άλλα, καθόλου δεν φαίνεται να απασχολεί το φοβερό πρόβλημα υποστελέχωσης των αρχαιολογικών υπηρεσιών, το ότι τα νέα έργα, όπως τα μουσεία που ανοίγουν - π.χ. το Βυζαντινό στο Διδυμότειχο - δεν μπορούν να λειτουργήσουν λόγω έλλειψης προσωπικού. Το ενδιαφέρον της κυβέρνησης στην πραγματικότητα επικεντρώνεται στην εκμετάλλευση της πολιτιστικής κληρονομιάς από την τουριστική βιομηχανία και στην αύξηση των εισπράξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Ταμείο Αρχαιολογικών Πόρων, αντί να προσανατολιστεί σε δραστηριότητες που θα φέρουν το λαό σε επαφή με την πολιτιστική κληρονομιά, αντιμετωπίζεται - όπως ανέκαθεν - ως αποτελεσματικότερος, μέσω του ηλεκτρονικού εισιτηρίου, εισπρακτικός μηχανισμός και πωλητήριο αναμνηστικών και αντιγράφων.

Κάτω από τον τίτλο Διοικητικός και Οικονομικός Εξορθολογισμός, το υπουργείο κάνει μια γενικόλογη αναφορά ότι «αναμένονται νέες διευθετήσεις» στον τακτικό προϋπολογισμό, ο οποίος έχει κλείσει, με μόλις 35 εκατομμύρια ευρώ για τους δεκάδες εποπτευόμενους φορείς του, οι οποίοι έχουν τεράστιες ανάγκες.

Στην αναφορά του στο γνωστό θέμα της ΑΕΠΙ απαντάμε την επικείμενη ενσωμάτωση της σχετικής Ευρωπαϊκής Οδηγίας για τα πνευματικά δικαιώματα, δηλώνοντας ταυτόχρονα ότι θα προχωράει στην «αδειοδότηση των οργανισμών συλλογικής διαχείρισης και των ανεξάρτητων οντοτήτων με κριτήρια βιωσιμότητας». Είναι δεδομένο δηλαδή ότι θα πορευτεί στην κατεύθυνση της ΕΕ, που όχι μόνο δεν καταργεί τις κερδοσκοπικές τύπου ΑΕΠΙ εταιρείες στον τομέα των πνευματικών δικαιωμάτων, αλλά τις πολλαπλασιάζει και τις διευρύνει.

Στον τομέα των Εικαστικών, το υπουργείο ανακοινώνει πανηγυρικά τη συνένωση δυο μουσείων της Θεσσαλονίκης: «Το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΚΜΣΤ) με τα ιδιαίτερα τμήματά του (Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης και Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης) και το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (ΜΜΣΤ) θα λειτουργήσουν υπό έναν νέο οργανισμό, με την επωνυμία "Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης (συντόμευση στα αγγλικά MoMus)"». Ο στόχος είναι βέβαια μόνο οικονομικός, να μειωθούν τα έξοδα και να δοθεί η δυνατότητα προβολής των συλλογών στο εξωτερικό. Για το βασικό λόγο ύπαρξης αυτών των μουσείων, που είναι να φέρουν το λαϊκό κόσμο της Θεσσαλονίκης και όλης της χώρας σε επαφή με τους θησαυρούς της σύγχρονης τέχνης που φιλοξενούν, δεν λέγεται τίποτα. Για όσους δεν το γνωρίζουν, το βασικότερο πρόβλημα των δύο αυτών μουσείων είναι η έλλειψη χώρων έκθεσης των συλλογών τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι το υπουργείο κάνει αναφορά στη «συλλογή Κωστάκη, η οποία έχει μια μεγάλη κινητικότητα και ταξιδεύει στα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου, με όφελος προφανώς όχι μόνο οικονομικό αλλά και δικτύωσης», ωστόσο παραβλέπει ότι αυτή η σημαντική συλλογή δεν έχει εκτεθεί ποτέ ολόκληρη στη Θεσσαλονίκη, αλλά μόνο τμηματικά, γιατί - κατά κοινή ομολογία - ο χώρος της Μονής Λαζαριστών είναι ακατάλληλος. Η σιωπή του υπουργείου για το θέμα των χώρων είναι ακόμη πιο προκλητική αν αναλογιστούμε ότι από το 2006 το υπουργείο Πολιτισμού έχει αγοράσει το κτίριο του πρώην εργοστασίου της ΥΦΑΝΕΤ (μοναδικό δείγμα βιομηχανικής αρχιτεκτονικής), προκειμένου να στεγαστεί εκεί το ΚΜΣΤ, όμως το κτίριο ρημάζει από τότε, παραδομένο σε μια κατάληψη αυτοαποκαλούμενων «αντιεξουσιαστών»...

Κι ενώ το υπουργείο επαίρεται για την παραπάνω συγχώνευση, για το έργο επέκτασης της Εθνικής Πινακοθήκης κ.ά., τηρεί επίσης σιγή ιχθύος για τους ίδιους τους εικαστικούς καλλιτέχνες στη χώρα μας, που παραμένουν ανασφάλιστοι για το καλλιτεχνικό τους έργο, παρά τις επανειλημμένες νομοθετικές προτάσεις που έχει καταθέσει για το Ασφαλιστικό τους το Επιμελητήριο Εικαστικών Τεχνών Ελλάδας (ΕΕΤΕ). Και σαν να μην έφτανε αυτό, με μια νέα πρόκληση το υπουργείο Οικονομικών ζητά από ηλικιωμένους εικαστικούς με χρόνια προβλήματα υγείας, που λαμβάνουν «τιμητικές συντάξεις», να επιστρέψουν αναδρομικά πάνω από 4.500 ευρώ ο καθένας για τα έτη 2013-2015, και ενώ η παρούσα κυβέρνηση έχει ήδη περικόψει τις συντάξεις τους από 1/1/2017 κατά 20%, εφαρμόζοντας νόμο του 2012!
Κουβέντα δεν ειπώθηκε ούτε για το νόμο του 1%, για τη δημιουργία και τοποθέτηση έργων εικαστικών σε δημόσια κτίρια (με διάθεση του 1% της δαπάνης τους), που έχει ψηφιστεί από το 1997 αλλά δεν υλοποιείται, ο οποίος θα έδινε νέα πνοή στη μορφή των δημόσιων κτιρίων και χώρων και θα άνοιγε νέες δυνατότητες δημιουργίας καλλιτεχνικών έργων, με διαγωνιστικές διαδικασίες. Κι ακόμα δεν μίλησε το υπουργείο για την απουσία δημόσιων εκθέσεων και χώρων, με αποτέλεσμα οι εικαστικοί καλλιτέχνες, και ιδιαίτερα οι νέοι, να είναι έρμαια στα χέρια των κάθε λογής μεσαζόντων και επιχειρηματιών, που ελέγχουν όλους τους εκθεσιακούς χώρους.

Για το χώρο του Θεάτρου, το υπουργείο ανακοίνωσε την ανακατανομή των πενιχρών κονδυλίων που κατευθύνονται στα ΔΗΠΕΘΕ, δίνοντας λίγα ψίχουλα παραπάνω σε εκείνα που παρουσίασαν μεγαλύτερη δραστηριότητα, που τα στέρησε από τα άλλα, αντί να φροντίσει να ενισχυθεί η δράση όλων των ΔΗΠΕΘΕ, καθώς αποτελούν τη μόνη υποδομή που μπορεί να φέρει τον κόσμο της επαρχίας σε επαφή με τη θεατρική τέχνη.

Υπόσχεται ακόμα επανενεργοποίηση των επιχορηγήσεων θιάσων (και ομάδων χορού) «που είτε έχουν σταθερή μακρόχρονη παρουσία και μόνιμη στέγη, είτε είναι νεανικά σχήματα με τριετή τουλάχιστον παρουσία». Η θετική ή αρνητική τοποθέτηση σε αυτό το ζήτημα προϋποθέτει τη συγκεκριμενοποίηση των κριτηρίων με τα οποία θα διανεμηθούν οι επιχορηγήσεις. Πάντως, η γενικόλογη αναφορά σε κριτήρια όπως οι «θέσεις εργασίας που παρέχονται», ή η «εξωστρέφεια στο εξωτερικό», προϊδεάζουν για μια πιθανή ενίσχυση των μεγάλων θεατρικών επιχειρήσεων. Η ανάπτυξη της θεατρικής τέχνης προϋποθέτει εξασφάλιση κρατικής χρηματοδότησης για όλα τα θεατρικά σχήματα, με μοναδική προϋπόθεση τη συμβολή τους στη θεατρική καλλιέργεια του λαού.
Το υπουργείο ανακοίνωσε επίσης τρεις - τέσσερις κύκλους σεμιναρίων και εργαστηρίων για το Αρχαίο Δράμα, όμως και στην περίπτωση του Θεάτρου σημασία έχουν αυτά που δεν ειπώθηκαν, όπως για παράδειγμα το ποια θα είναι η τύχη του Θεατρικού Μουσείου, που εξακολουθεί να είναι κλειστό και να ρημάζει.

Αναφορικά με τον κινηματογράφο, το υπουργείο ανακοίνωσε την επιχορήγηση με 3,6 εκατ. ευρώ του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, η οποία είναι ένα προσωρινό μπάλωμα, αφού κανένα μέτρο δεν λαμβάνεται για την εξασφάλιση σταθερής χρηματοδότησής του, μετά την κατάργηση του εσόδου που εισέπραττε από το φόρο επί των εισιτηρίων.

Και στον κινηματογράφο είναι ολοφάνερη η έμφαση που δίνεται στην εξασφάλιση κινήτρων για προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και ξένων παραγωγών, με το πρόσχημα ότι με αυτό τον τρόπο θα αναζωογονηθεί ο ελληνικός κινηματογράφος. Ομως, στην καλύτερη περίπτωση, το μόνο που μπορεί να αναζωογονηθεί είναι η εμπορευματοποίηση της κινηματογραφικής τέχνης σε βάρος του καλλιτεχνικού αποτελέσματος, προπαντός όμως σε βάρος της ελευθερίας του δημιουργού να αφυπνίζει συνειδήσεις και να δείχνει το δρόμο για έναν καλύτερο κόσμο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπουργός εξήγγειλε νέο νόμο για τον κινηματογράφο που θα περιλαμβάνει: «1) τα οικονομικά κίνητρα για τον ξένο παραγωγό που θέλει να έρθει στην Ελλάδα, 2) τη συγκέντρωση όλων των πιθανών χώρων, μερών και Ελλήνων συνεργατών που θα μπορούσαν να βοηθήσουν μία ξένη παραγωγή για τα γυρίσματά της, 3) την τυποποίηση όλων των αδειοδοτήσεων και την απλοποίηση αυτών, όπου χρειάζεται (εδώ και το ΥΠΠΟΑ θα χρειαστεί να επανεξετάσει τα τέλη κινηματογράφησης στους αρχαιολογικούς χώρους), 4) την καταγραφή όλης της πληροφορίας σε μία ηλεκτρονική πλατφόρμα στο ΕΚΚ, στην οποία ο ξένος παραγωγός θα μπορεί και να υποβάλει τις αιτήσεις του για όποιες άδειες χρειάζεται (...), 5) τη στρατηγική για τη διαφήμιση της Ελλάδας στην αγορά της διεθνούς παραγωγής». Με μια λέξη: Ολα για τους μεγαλο-παραγωγούς!
Επιπρόσθετα, δεν βάζει ελληνικό διαγωνιστικό κομμάτι στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, κάτι που αποτελεί πάγιο αίτημα του χώρου, καθώς θα βοηθούσε την εγχώρια ποιοτική κινηματογραφική παραγωγή, αλλά διατηρεί ατόφιο τον κοσμοπολίτικο διεθνή χαρακτήρα του Φεστιβάλ.

Στον τομέα του βιβλίου, το υπουργείο εντάσσει το θέμα της επαναφοράς της Ενιαίας Τιμής, που αποτελεί μεν ένα μέτρο προστασίας των μικρών βιβλιοπωλείων και εκδοτικών οίκων, όμως κι αυτό το θετικό μέτρο και το αν τελικά θα ισχύσει το παραπέμπει «στη διαπραγμάτευση με τα τεχνικά κλιμάκια των θεσμών»... Κατά τα άλλα, ανακοινώνει τη θέσπιση τεσσάρων νέων Κρατικών Βραβείων Βιβλίου, τη δημιουργία ενός νέου μικρού και ευέλικτου θεσμού που θα πάρει τη θέση του παλιού ΕΚΕΒΙ, και γενικόλογα προβάλλει ως στόχο τη «διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού (...) να φροντίσουμε με δυο λόγια να φτάσει το απαιτητικό βιβλίο παντού, να γίνει προσιτό σε όλους». Ολα αυτά βέβαια αποτελούν κενό γράμμα, όταν το σχολείο, εκεί που θα έπρεπε να μπαίνουν σταθερές βάσεις για να αγαπήσει κανείς το βιβλίο και να εξοικειωθεί με το καθημερινό διάβασμα, κάνει ό,τι περνά από το χέρι του για να συμβεί το αντίθετο. Είναι χαρακτηριστικό ότι η υπουργός δεν έκανε καμία αναφορά στις σχολικές βιβλιοθήκες, που εδώ και χρόνια είναι εντελώς παρατημένες στη σκόνη και την αδιαφορία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ