Ενα
λαμπρό «μεταμνημονιακό μέλλον», στον προθάλαμο του οποίου υποτίθεται
ότι μπήκαμε την περασμένη βδομάδα με την ψήφιση του κρατικού
προϋπολογισμού, υπόσχεται η κυβέρνηση.
Οπως λένε νυχθημερόν τα στελέχη της, ο επόμενος προϋπολογισμός, που θα είναι ο πρώτος αποδεσμευμένος από τα μνημόνια και από την «επιτροπεία», θα οδηγήσει στο ξέφωτο της ανάπτυξης. Οτι τώρα είναι πια ορατό το φως στο τούνελ, επομένως έρχονται καλύτερες μέρες και αξίζει τον κόπο να δεχτούν οι εργαζόμενοι μερικές θυσίες ακόμα, αφού τα καλύτερα είναι μπροστά μας... Οι πιο συγκρατημένες τοποθετήσεις από κυβερνητικά στελέχη κάνουν και ένα διαχωρισμό, λέγοντας ότι δεν θα καλυτερέψει η κατάσταση από τη μια μέρα στην άλλη, καθώς η ζημιά που έχει γίνει στην οικονομία είναι μεγάλη, επομένως η «έξοδος από τα μνημόνια» δεν είναι και το «τέλος του δρόμου», αλλά ένας σταθμός μέχρι τη λεγόμενη «μεταμνημονιακή εποχή».
Τα «καλύτερα» για το λαό, σύμφωνα με την κυβέρνηση, θα έρθουν μαζί με την επερχόμενη καπιταλιστική ανάκαμψη, δηλαδή την επιστροφή της διευρυμένης αναπαραγωγής των κερδών για τους μεγάλους μονοπωλιακούς ομίλους. Γι' αυτό και όλες σχεδόν οι τοποθετήσεις των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ προβάλλουν την αντιστροφή της «αποεπένδυσης» ως όρο για επιστροφή στην «κανονικότητα». Λένε, δηλαδή, με άλλες λέξεις αυτό που διαρκώς επαναλαμβάνει η ΝΔ για «προσέλκυση επενδύσεων», προσπαθώντας να πείσει ότι η ίδια είναι πιο κατάλληλη από τον ΣΥΡΙΖΑ για να φέρει σε πέρας αυτήν την αποστολή.
Η ανάκαμψη του κεφαλαίου προϋποθέτει φτώχεια για το λαό
Ομως
οι εργαζόμενοι πρέπει να διαβάσουν πιο βαθιά τις εξελίξεις και να
αναλογιστούν τι είναι πραγματικά αυτό που φταίει για την ανεργία, τη
φτώχεια, τη μιζέρια, τη λαϊκή χρεοκοπία που αντιμετωπίζουν. Να
αναρωτηθούν, αν αυτό που «λείπει» από την Ελλάδα και από όλες τις
καπιταλιστικές χώρες, που η εξαθλίωση (σχετική ή απόλυτη) προχωρά
ακάθεκτη, είναι οι «επενδύσεις». Τότε θα διαπιστώσουν ότι αυτό που
συμβαίνει είναι ακριβώς το ανάποδο: Η προσέλκυση επενδύσεων, η
ανταγωνιστικότητα, η κατοχύρωση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, των κερδών
για τους λίγους, προϋποθέτουν την απόλυτη και σχετική φτώχεια για τους
πολλούς.Δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να ανακάμψει η καπιταλιστική οικονομία, πέρα από την τήρηση δύο βασικών προϋποθέσεων: Της έντασης της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης και του τσακίσματος των φτωχών αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της υπαίθρου. Μόνο έτσι διαμορφώνονται τα περιβόητα «κίνητρα», που κάνουν την Ελλάδα «ελκυστικό προορισμό» για τους «επενδυτές». Και οι ανάγκες των επενδυτών, δηλαδή των επιχειρηματικών ομίλων, είναι αυτές που καθοδηγούν κάθε βήμα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ, όπως και όλων των αστικών κομμάτων.
Πώς κατοχυρώνεται η ένταση της εκμετάλλευσης; Με όλα αυτά που ζουν οι εργαζόμενοι στα χρόνια της κρίσης ώστε να έρθει αυτό το «ξέφωτο» για το κεφάλαιο και με όσα θα συνεχίσουν να ζουν για να μην αμφισβητηθεί αυτός ο δρόμος. Αυτό το έζησαν οι εργαζόμενοι και στην περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης, όταν οι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν οι μεγαλύτεροι στην ΕΕ και όμως οι μισθοί παρέμεναν καθηλωμένοι. Αλλωστε, η καπιταλιστική ανάκαμψη βασίζεται στο διαρκές άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ των μισθών που παίρνουν οι εργαζόμενοι και των κερδών που τσεπώνουν τα αφεντικά τους. Βασίζεται στην εντατικοποίηση και την πλήρη «ευελιξία της εργασίας», δηλαδή σε όλα εκείνα τα μέτρα που εξασφαλίζουν στους εργοδότες μεγαλύτερα περιθώρια κέρδους. Εξασφαλίζεται με τις περικοπές από τον κρατικό προϋπολογισμό σε τομείς όπως η Υγεία, η Παιδεία, η Πρόνοια, «ως άχρηστες δαπάνες», προκειμένου να στηριχθεί με «ζεστό» χρήμα το κεφάλαιο. Εξασφαλίζεται με την ενίσχυση των τραπεζών, προκειμένου να χρηματοδοτούν τα επενδυτικά σχέδια, ενίσχυση που πληρώνουν ποικιλότροπα οι εργαζόμενοι. Μαζί με τα παραπάνω απαιτείται και η δημιουργία ζωτικού «χώρου» για να δράσει το μεγάλο κεφάλαιο, για να επενδύσει δηλαδή σε νέους τομείς, αξιοποιώντας όλες τις αντεργατικές ρυθμίσεις. Γι' αυτό προωθούνται οι ιδιωτικοποιήσεις, αλλά και όλο το πλέγμα μέτρων που κάνουν το βίο αβίωτο σε αυτοαπασχολούμενους, ώστε να τους βγάλουν από τη μέση και να καθαρίσει το έδαφος, για να συγκεντρωθεί η οικονομική δραστηριότητα σε λιγότερα χέρια (παραγωγική, εμπορική κ.λπ.) σε μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους.
Τα παραπάνω όχι τυχαία περιγράφονται ως απαιτήσεις σε κάθε επίσημο κείμενο του ΣΕΒ και άλλων αστικών επιτελείων. Διαρκώς επαναλαμβάνεται π.χ. από τους βιομήχανους, τους τραπεζίτες, διεθνείς οργανισμούς κ.ά. ότι πρέπει να προχωρήσουν αταλάντευτα οι «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» στην Ελλάδα. Να κρατηθούν οι μισθοί σε χαμηλά επίπεδα, να γίνει πιο ευέλικτη η «αγορά εργασίας», ενώ πρόσφατα ο ΣΕΒ διαπίστωνε ως επιτυχία ότι «έχει αρθεί σε αξιόλογο βαθμό η παλαιότερη ακαμψία στις συμβάσεις αορίστου χρόνου...». Και, φυσικά, ο ΣΕΒ, ούτε μία ούτε δύο φορές, έχει ξεκαθαρίσει ότι αποτελεί ουτοπία να πιστεύει κανείς ότι θα υπάρξει επιστροφή στο προ του 2009 εργασιακό καθεστώς. Αντίστοιχες είναι και οι κατευθύνσεις που δίνει η ΕΕ για το μέλλον της εργασίας, που ξεχωρίζει την αναγκαιότητα της ευελιξίας για να «προσαρμόζονται γρήγορα οι εργοδότες». Αυτές οι πλευρές που διαμορφώνουν καθεστώς ζούγκλας, δεν ανήκουν στο χτες, ούτε μόνο στο σήμερα. Είναι στοιχεία της «κανονικότητας» και του ευρωπαϊκού κεκτημένου που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ για την «επόμενη μέρα».
Η εργοδοσία απαιτεί, η κυβέρνηση εφαρμόζει
Και,
παρά τα παχιά λόγια και τους κατά καιρούς λεκτικούς λεονταρισμούς της
κυβέρνησης ενάντια στις παραπάνω κατευθύνσεις, δεν υπάρχει ούτε μία από
αυτές που να μην την υλοποιεί πιστά. Οσα ψήφισαν οι προηγούμενες και
εφαρμόζει η σημερινή κυβέρνηση, μαζί με εκείνα που η ίδια ψήφισε, ήταν,
είναι και θα είναι εδώ, διαμορφώνοντας τη «λαμπρή» επόμενη μέρα για το
κεφάλαιο. Θα είναι εδώ το πλούσιο «μενού» των ελαστικών εργασιακών
σχέσεων, για να διαλέγει το αφεντικό τι τον βολεύει περισσότερο. Εδώ θα
είναι οι «ενώσεις προσώπων», για να ρίχνουν οι εργοδότες τους μισθούς
ακόμα και αν επανέλθουν οι «συλλογικές διαπραγματεύσεις». Αυτά μαζί με
τη διευκόλυνση της δράσης των δουλεμπορικών γραφείων, την επιδότηση
συμβάσεων ορισμένου χρόνου, την απελευθέρωση των ομαδικών απολύσεων, τη
«διευθέτηση» του εργάσιμου χρόνου που ξεκίνησε η σημερινή κυβέρνηση από
τα νοσοκομεία. Θα είναι εδώ η κατάργηση της κυριακάτικης αργίας και
φυσικά θα παραμένει κρύο ανέκδοτο ο σταθερός ημερήσιος εργάσιμος χρόνος.
Μαζί με τα παραπάνω και οι διαρκώς μειούμενες συντάξεις για να
εξασφαλίζεται «δημοσιονομικός χώρος» για το κεφάλαιο. Επίσης, οι
μεγαλύτερες εισφορές για ασφαλισμένους και αυτοαπασχολούμενους, που θα
τους οδηγούν στη χρεοκοπία. Ολα τα παραπάνω παραδείγματα είναι μερικές
από τις ρυθμίσεις που διευκολύνουν την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης
των εργαζομένων από το κεφάλαιο και την καταπίεση άλλων λαϊκών
στρωμάτων.Για το περιεχόμενο της «μεταμνημονιακής εποχής», άλλωστε, φρόντισε να διαφωτίσει τους εργαζόμενους η ίδια η κυβέρνηση, όταν δεσμεύτηκε για «μη διατάραξη» του θεσμικού πλαισίου που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια με τα μνημόνια και τους εκατοντάδες εφαρμοστικούς νόμους. Μάλιστα, αυτήν τη δέσμευση την έχει συμπεριλάβει στη συμφωνία της δεύτερης «αξιολόγησης».
Η κυβέρνηση επιχειρεί να καλλιεργήσει το κλίμα ότι μπορεί να μην αλλάξουν όλα από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά θα υπάρχει βελτίωση. Και για να στηρίξει αυτόν τον ισχυρισμό, επικαλείται τα διάφορα εφάπαξ επιδόματα που μοιράζει με βάση τα πλεονάσματα στο τέλος του χρόνου. Ομως, ακόμα και αυτά τα «έκτακτα» επιδόματα έρχονται ακριβώς για να ανακυκλώσουν τη φτώχεια. Στόχο έχουν να κάνουν το λαό να αποδεχτεί τη μονιμότητα της μιζέριας του, γαρνιρισμένη με μερικά ευρώ στο τέλος κάθε χρόνου, για να καλύψει καμιά τρύπα, να ψευτοπληρώσει τέλη και φόρους και να ανασχέσει έστω προσωρινά τη διόγκωση των χρεών του.
Η απόρριψη του ιδεολογήματος της «δίκαιης ανάπτυξης» όρος για κλιμάκωση της πάλης
Ολη
αυτή η προπαγάνδα περί «νέας σελίδας», που ανοίγει στην προοπτική της
καπιταλιστικής ανάκαμψης, λειτουργεί παραλυτικά για τη δράση του
εργατικού κινήματος. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και όλα τα αστικά κόμματα, θέλουν να
κρατήσουν όσο γίνεται περισσότερες δυνάμεις στην αδράνεια, μακριά από
την αγωνιστική διεκδίκηση. Επιθυμούν την ενεργή στράτευση του
εργατόκοσμου με τους στόχους του κεφαλαίου, τη μη αμφισβήτηση, τη
στήριξη της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Εκεί στοχεύει η μονότονη επανάληψη
του μύθου της «δίκαιης ανάπτυξης», στην άμβλυνση της διεκδίκησης, στην
παραίτηση από την ταξική πάλη. Και για όσους δεν πείθονται από αυτήν την
προπαγάνδα, η κυβέρνηση κουνάει το μαστίγιο, όπως απέδειξε τόσο με την
ποινικοποίηση των διαμαρτυριών ενάντια στους πλειστηριασμούς όσο και με
την επιχειρούμενη περιστολή του απεργιακού δικαιώματος.Γι' αυτό, αποκτά ιδιαίτερη σημασία για τους κομμουνιστές, τους φίλους και τους οπαδούς, το καθήκον να ξεπατώσουν το ιδεολόγημα της «δίκαιης ανάπτυξης». Να διαδώσουν παντού το κάλεσμα της μη αναμονής μπροστά στις εξελίξεις. Προσπάθεια που πρέπει να αναπτύσσεται μέσα στη μάχη για οργάνωση των εργαζομένων, για κινητοποίηση ευρύτερων δυνάμεων, τόσο σε κεντρικές μάχες όσο και σε επιμέρους ιδιαίτερες μάχες σε κάθε χώρο. Το ξήλωμα των αυταπατών είναι όρος ώστε να ξεπερνιούνται ταλαντεύσεις και εμπόδια που διαμορφώνει η σημερινή κατάσταση στην ανάπτυξη του κινήματος, ώστε να συνειδητοποιείται η ανάγκη αντιπαράθεσης με την εργοδοσία και την κυβέρνηση. Μέσα σε αυτήν τη μάχη να δυναμώνει σε ευρύτερες δυνάμεις εργαζομένων η συζήτηση για το δρόμο διεξόδου που πρέπει να ακολουθήσει ο λαός, η αμφισβήτηση της ανάπτυξης με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος, η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, για την κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και την εργατική εξουσία.
Με αξιοποίηση όλων των μορφών, της σύσκεψης, της συγκέντρωσης, της διακίνησης του «Ριζοσπάστη» με κουβέντα πάνω στο περιεχόμενό του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου