O Ιωάννης Καποδίστριας, που γεννήθηκε
σαν σήμερα στην Κέρκυρα το 1776, αποτελεί μια από τις πιο περίπλοκες
φυσιογνωμίες της μετεπαναστατικής Ελλάδας και της νεώτερης ιστορίας της
εν γένει. Αν και ανδρωμένος ιδεολογικά σε ένα περιβάλλον απολυταρχισμού,
απολύτως ξένο προς τις αστικοδημοκρατικές επαναστάσεις που διεξάγονταν
διεθνώς από τη στιγμή της γέννησής του και τις επόμενες δεκαετίες,
περιλαμβανομένης της Ελληνικής, που συνδύαζε αυτά τα στοιχεία με το
στόχο της εθνικής απελευθέρωσης, εκκίνησε ως πρώτος κυβερνήτης του
ελληνικού κράτους μια διαδικασία που θα οδηγούσε με παλινωδίες αλλά
αναπότρεπτα στον καπιταλιστικό του μετασχηματισμό. Οι συγκεντρωτικές του
τάσεις τον έφεραν αναπόφευκτα σε σύγκρουση με τις φυγόκεντρες δυνάμεις
των κοτζαμπάσηδων, που συνέβαινε να αποτελούν πολύ μεγαλύτερο τροχοπέδη
στον αστικό εκσυγχρονισμό απ’ό,τι ο τσαρικός κυβερνήτης, κι αυτή τη
σύγκρουση πλήρωσε τελικά με την ίδια του τη ζωή.
Προερχόταν από αριστοκρατική οικογένεια
και σπούδασε φιλοσοφία και ιατρική στην Πάδοβα. Αφού εξάσκησε για ένα
διάστημα το επάγγελμα του γιατρού, στράφηκε στην πολιτική, όταν το 1803
διορίστηκε γραμματέας της βραχύβιας Ιονίου Πολιτείας, που βρισκόταν υπό
ρωσικό έλεγχο, έχοντας στο ενεργητικό του και την καταστολή της
αγροτικής εξέγερσης στην Κεφαλλονιά το 1804. Όταν το 1807 με τη συνθήκη
του Τιλσίτ το κράτος αυτό καταργήθηκε, σταδιοδρόμησε στην τσαρική Ρωσία
στο διπλωματικό, φτάνοντας μέχρι το αξίωμα του υπουργού εξωτερικών.
Ανέλαβε κυβερνήτης της επαναστατημένης Ελλάδας το 1827, έχοντας λάβει
γι’αυτό άδεια προσωπικά από τον τσάρο Νικόλαο. Εξαρχής κυβέρνησε με
συγκεντρωτικό τρόπο, παραμερίζοντας το σύνταγμα της Τροιζήνας της οποίας
η Εθνοσυνέλευση τον είχε εκλέξει κυβερνήτη, και αντικαθιστώντας τη
βουλή με το λεγόμενο “Πανελλήνιον” ένα 27μελές σώμα συμβουλευτικού
χαρακτήρα υπό τον απόλυτο έλεγχο του, όπως και η Κεντρική Γραμματεία που
επιτελούσε ρόλο υπουργικού συμβουλίου. Μολονότι φαινομενικά ορκίστηκε
για την τήρηση των Εθνοσυνελεύσεων της Επιδαύρου, του Άστρους και της
Τροιζήνας, κύριο μέλημα του ήταν η νομιμοφροσύνη προς τις Μεγάλες
Δυνάμεις, την Αγγλία, τη Γαλλία και ιδίως τη Ρωσία, με την οποία έβλεπε
αδιάρρηκτα συνδεδεμένα τα συμφέροντα του υπό διαμόρφωση κράτους. Ο
φιλορωσικός του προσανατολισμός δεν έπαψε ποτέ να αποτελεί στοιχείο
ενόχλησης για την Αγγλία, σε μια εποχή που ήταν ακόμα υπό διαπραγμάτευση
ποια από τις Δυνάμεις θα είχε τον πρώτο λόγο στα τεκταινόμενα στο
νεότευκτο μικροσκοπικό τότε κρατίδιο.
Τα επόμενα τρεισήμιση χρόνια ο
Καποδίστριας κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για τη δημιουργία κρατικών
θεσμών κυριολεκτικά εκ του μηδενός, καταστέλλοντας την πειρατεία,
θέτοντας τις βάσεις της δημόσιας διοίκησης εκπαίδευσης και απονομής
δικαιοσύνης, αναδιοργανώνοντας το στρατό, ιδρύοντας το Εθνικό
Νομισματοκοπείο και το πρώτο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα της χώρας, την
“Εθνική Χρηματιστική Τράπεζα”, που δε διήρκεσε πολύ ωστόσο. Στον
οικονομικό τομέα πήρε μέτρα ενίσχυσης του εμπορίου, αλλά ιδίως της
γεωργίας που θεωρούσε θεμέλιο της εθνικής οικονομίας. Αν και αληθεύει
ότι έφερε την καλλιέργεια της πατάτας στην Ελλάδα, το γνωστό ανέκδοτο
περί του τεχνάσματος με το οποίο ενθάρρυνε τους απρόθυμους υπηκόους του
να “κλέβουν” πατάτες από φυλασσόμενους σωρούς έχει μάλλον πρωσική
προέλευση, καθώς λέγεται ότι εφαρμόστηκε από τον Φρειδερίκο Β’ το 1774. Η
διακυβέρνηση του Καποδίστρια σημαδεύτηκε ωστόσο τόσο από τις διώξεις
εναντίον του τύπου, όσο και από το νεποτισμό, που εκφράστηκε κυρίως με
το διορισμό των δύο χαμηλών ικανοτήτων αδερφών του Βιάρου και
Αυγουστίνου στα αξιώματα του αρχιναυάρχου και του αρχιστράτηγου. Επί
ημερών του, όπως και για τις δεκαετίες που ακολούθησαν μέχρι την πρώτη
αγροτική μεταρρύθμιση του Κουμουνδούρου το 1871, παρέμενε άλυτο και το
λεγόμενο ζήτημα των εθνικών γαιών, των εδαφών δηλαδή που είχαν αφήσει
πίσω τους οι μουσουλμάνοι ιδιοκτήτες, τα οποία στην πλειονότητα τους
περιήλθαν στα χέρια των προκρίτων. Παρά την οικονομική ενίσχυση της
θέσης τους, οι πρόκριτοι αντέδρασαν λυσσαλέα στην προσπάθεια του
Καποδίστρια να ελέγξει τη δικαιοδοσία τους στις περιοχές που ήλεγχαν,
θέτοντας την υπό κρατική σκέπη. Κόκκινο πανί για τους προκρίτους ήταν το
Ψήφισμα Ι της 13.4.1828, όταν όλες κοινότητες υπήχθησαν στις επαρχίες,
υπονομεύοντας τη θέση των κοτζαμπάσηδων καθώς η εξουσία μετατίθετο στο
διορισμένο από το κράτος Έπαρχο, ενώ η δημογεροντία ως θεσμός
διατηρήθηκε με συμβουλευτικό, δηλαδή επί της ουσίας διακοσμητικό ρόλο.
Είναι άγνωστος ο ρόλος των αντίπαλων της
Ρωσίας δυνάμεων, της Γαλλίας και κυρίως της Αγγλίας στη δολοφονία του
Καποδίστρια, το φθινόπωρο του 1831 έξω από τον Άγιο Σπυρίδωνα του
Ναυπλίου. Είναι σαφές ότι οι δυο χώρες υποστήριζαν παντοιοτρόπως την
αντιπολίτευση κατά του Καποδίστρια, ως οργάνου της ρωσικής πολιτικής,
δεν προκύπτουν ωστόσο μέχρι σήμερα στοιχεία άμεσης ανάμειξης στη
δολοφονία, που διέπραξαν οι Κωνσταντίνος και Γιώργος Μαυρομιχάλης, μέλη
της πανίσχυρης μανιάτικης οικογένειας προκρίτων. Σε κάθε περίπτωση
αντικειμενικά ωφελημένες από τον παραμερισμό του Καποδίστρια υπήρξαν οι
ανταγωνίστριες της Ρωσίας, και ιδίως η Αγγλία, που θα δει το ρόλο της,
ισχυρότατο ήδη από τα επαναστατικά χρόνια, να εδραιώνεται αδιαμφισβήτητα
τα αμέσως επόμενα χρόνια. Οι δε πρόκριτοι έκοντες άκοντες συμβιβάστηκαν
τελικά με το συγκεντρωτικό κράτος που δημιουργούνταν. Οι μεταρρυθμίσεις
που είχε ξεκινήσει ο Καποδίστριας, ακόμα κι όσες ναυάγησαν ή έμειναν
στη μέση, ήταν απλώς το πρώτο κεφάλαιο και όχι μια παρένθεση, στην
πορεία εισόδου της Ελλάδας στη χορεία των αστικών κρατών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου