Και αφού η αντίδρασή μας για την οικονομική μας εξαθλίωση οκτώ χρόνια τώρα
αν δεν εξαντλήθηκε σε λόγια περιορίστηκε σε απαίτηση ανάληψης δράσης δια
αναθέσεως, πεπεισμένοι πως στο κάτω –κάτω δεν μπορεί κάτι να αλλάξει, αίφνης το Μακεδονικό ανέτρεψε άρδην αυτή την
αντίληψη. Ξαφνικά πιστεύουμε πως τα
συλλαλητήρια απέκτησαν κύρος και έχουν τη δύναμη να επηρεάσουν την πολιτική της κυβέρνησης,
γιατί γίνονται για εθνικό ζήτημα. Η ειδοποιός
λοιπόν διαφορά με τις προηγούμενες διαμαρτυρίες είναι το αντικείμενό τους. Η
προπαγάνδα του εθνικισμού στην οποία είχε προσδώσει η κυρίαρχη εξουσία κυρίως
αντικομμουνιστική κατεύθυνση σ’ όλη την μεταπολεμική περίοδο αποδίδει καρπούς,
τουλάχιστον ως προς την αδυναμία ανάπτυξης πολιτικής συνείδησης.
Κι αν μέρος της αστικής τάξης, μ’ ένα
κοσμοπολίτικο βλέμμα, φαίνεται να αντιμετωπίζει κριτικά τον εθνικισμό, αυτό δεν
την εμποδίζει να χρησιμοποιεί το μηχανισμό του αστικού κράτους για να ενισχύσει εθνικιστικές
αντιλήψεις, αφού τον χρησιμοποιεί ως όργανο για τη δημιουργία και την κατάκτηση της πανεθνικής αγοράς και την επιβολή της κυριαρχίας της, εξασφαλίζοντας ταξική ειρήνη στο εσωτερικό και
αποσπώντας τις υποτελείς τάξεις από τα ταξικά τους καθήκοντα. Κι αν πριν από 26 χρόνια με την αλαζονεία
του νεόπλουτου μικροαστού, του κατά προσδοκίαν συνδαιτυμόνα με τις κυρίαρχες
τάξεις της Ευρώπης, απαιτούσαμε
με τα συλλαλητήρια μας να επιβληθούμε στο νεότευκτο κράτος, τώρα μέσα από την
παραίτηση και αποδοχή της εξαθλιωμένης ζωής μας βρίσκουμε την ευκαιρία να
κραυγάσουμε για κάτι που πιστεύουμε μας δίνει γόητρο και ανωτερότητα. Το έθνος μας
το αιώνιο και αναλλοίωτο στο χρόνο δικαιώνει τις δράσεις μας και μόνο που
γίνονται εν ονόματί του. Κι έτσι καταπολεμείται η πίκρα και η ξεραΐλα από τη συναίσθηση της κοινωνικής
ματαιότητας της ζωής μας, κι έτσι μπορεί να συνυπάρχει ο υπέρτατος ατομικισμός μας
με τον εθνικισμό μας. Κι αγωνιζόμαστε να κρύψουμε κάτω από μια αλαζονεία
ελεύθερης εκλογής την προσαρμογή μας στην κυρίαρχη πολιτική, όπου από υπολογισμό
ή λιποψυχία έχουμε υποταχτεί. Και κάπως έτσι το πνεύμα μας εκπορνεύεται.
Και στήνονται οι μηχανισμοί που
θα εκμεταλλευτούν τις νέες ατραπούς στις
οποίες κατευθύνεται η αγανάκτηση. Από τη στιγμή μάλιστα που μια ιδέα
γίνεται επικρατέστερη ή πηγαίνει να γίνει κατατάγονται πολλοί στην υπηρεσία της
να την αξιοποιήσουν. Αν η ιδέα ταλαντεύεται ταλαντεύονται κι αυτοί μυρίζοντας
τον αέρα. Αν όμως για κακή τύχη πεθάνει ξαφνικά, δεν κάθονται να χάσουν τον
καιρό τους στην κηδεία. Επευφημούν κιόλας τον ζωντανό βασιλιά. Η διαδικασία
αυτή είναι γνωστή από την εποχή του πρώτου μνημονίου με τον τότε αρχηγό της Ν.Δ.
Α. Σαμαρά που ακολουθώντας την
αγανάκτηση του κόσμου για το μνημόνιο κραύγαζε εναντίον του. Την αναγνωρίζουμε
τώρα στις επιλογές του αρχηγού της αξιωματικής
αντιπολίτευσης Κ. Μητσοτάκη, του αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου κλπ. Κι όλοι
κολυμπάμε μέσα σ’ έναν συμβιβασμό σκέψεων που δεν διακρίνει κανείς ούτε το
αριστερό χέρι από το δεξί, όλα είναι ανακατωμένα. Και οι φασίστες μοιάζουν να
βρίσκονται στο φυσικό τους χώρο, με τις εθνικιστικές κορώνες τους, τον κόσμο
που υποκρινόμενος τον ανεξάρτητο πέρα από κόμματα και ιδεολογίες συγκλίνει μαζί
τους.
Κι αν στον καιρό της ευμάρειας
ανακαλύπταμε όλο και καινούργιες ιδεολογίες, πότε ο πολιτισμός, πότε η
διαφορετικότητα, πότε η οικολογία κλπ. με την προσοχή μας τεταμένη μήπως και
δεσμευτούμε από έναν τρόπο σκέψης, αγωνιζόμενοι να σώσουμε την ελευθερία μας και
να μην φυλακίσουμε το πνεύμα μας στα κάγκελα ενός δόγματος, στα χρόνια της ανέχειας
ξαναγυρίσαμε, ξεπεσμένοι μεσοαστοί και μικροαστοί, στην παλιά καλή ιδεολογία του
εθνικισμού με την ελευθερία μας …αλώβητη. Κι αν το έθνος μοιάζει με εκπεσμένη
χρηματιστηριακή αξία που την αγοράζουν αυτοί που το καπιταλιστικό κράτος δεν τους έχει αφήσει και πολλές επιλογές, η
ελευθερία είναι το κατεξοχήν ανταλλακτικό εμπόρευμα. Όποιος θέλει να είναι
ελεύθερος του χρειάζονται λεφτά. Κι όποιος θέλει λεφτά πρέπει να πουλήσει την
ελευθερία του. Κι αποδεικνύουμε μαθηματικά ακριβώς επειδή είμαστε ελεύθεροι ότι
είναι δικαίωμά μας να την πουλήσουμε. Μας είναι αρκετό να θέλουμε εκείνο για το οποίο μας αγοράζουν. Και τότε
το θέλουμε. Κι αμέσως βρίσκουμε και επιχειρήματα γι’ αυτό.
Η τόνωση εθνικιστικών τάσεων, που
διακριτικά καλλιεργείται εκ των άνω, ακόμα κι αν μοιάζει να αντιτίθεται σε
επιλογές της κυρίαρχης εξουσίας περισσότερο στοχεύει να ελέγξει το πολιτικό σκηνικό στο νέο status quo της
αέναης οικονομικής λιτότητας επιβάλλοντας νέα κριτήρια για τους πολιτικούς
ρόλους των αστών. Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό εθνικής ενότητας μοιάζει να είναι
πιο εύκολο να αναδυθεί με νέα μορφή η «σοβαρή
Χρυσή Αυγή», ενώ πάντα ένα τμήμα «πεφωτισμένο»
και φιλελεύθερο της αστικής τάξης, που
επιπλέει στο κέντρο του στροβιλισμού των εκατομμυρίων, κρατά αποστάσεις μέχρι
να περάσει το κακό, να καθαρίσει το τοπίο με τη βοήθεια των φασιστών, για μπορέσει
να αναλάβει τη διαχείριση της νέας υποδούλωσής μας. Κι εδώ βρίσκεται ο
κίνδυνος. Γιατί, αν όλα αυτά τα πλήθη
που «συνωστίζονται» στα συλλαλητήρια σίγουρα δεν είναι φασίστες, αυτό δεν σημαίνει
πως δεν κατευθύνονται προς ατραπούς που τους οδηγούν στο φασισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου