* * *
«Η
κομμουνιστική κοινωνία είναι το τελευταίο ατού της ταλαιπωρημένης
ανθρωπότητας. Αν αποτύχει και σ' αυτό, δεν της μένει παρά να επιστρέψει
στο σκοτάδι και στην αποκτήνωση». Αυτήν την αλήθεια διατύπωσε στα
1932 με σαφήνεια ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης. Το αξιοπερίεργο είναι
ότι δεν την διατύπωσε ένας αγωνιστής κομμουνιστής, αλλά ένας μεγαλοαστός
εστέτ, ένας Αθηναίος δανδής, ένας ρομαντικός ποιητής, που έδωσε τέλος
στη ζωή του, κουρασμένος από τη σκληρή πραγματικότητα του καιρού του. Τα
ερωτήματα που εγείρονται από μια τέτοια αντιφατική στάση, δεν είναι
εύκολο να απαντηθούν, αν δεν επιχειρήσουμε να εξετάσουμε τις αντιφάσεις
που χαρακτηρίζουν τη ζωή του ποιητή, σε σχέση με τις ιστορικές και
κοινωνικές συνθήκες της εποχής του.Μοναχογιός του Λεωνίδα Λαπαθιώτη, ανώτερου αξιωματικού που συμμετείχε ενεργά με το Κόμμα των Φιλελευθέρων στην πολιτική ζωή του τόπου, και της Βασιλικής Παπαδοπούλου, ανιψιάς του Χαρίλαου Τρικούπη, μεγάλωσε σε ένα στοργικό οικογενειακό περιβάλλον και πήρε εξαιρετική για την εποχή του μόρφωση. Αν και ήταν πτυχιούχος της Νομικής, δεν χρειάστηκε ποτέ να ασκήσει κανένα επάγγελμα, αλλά αφοσιώθηκε στην Τέχνη. Ανήκε, επομένως, στους λίγους προνομιούχους νέους της αστικής κοινωνίας, που η καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς τους επέτρεπε μια τέτοια επιλογή. Ωραιοπαθής, μποέμ, θαυμαστής του Οσκαρ Ουάιλντ και των απόψεών του, ήταν ο εκλεκτός των αθηναϊκών σαλονιών και ταυτόχρονα ο νυκτόβιος περιπατητής των αθηναϊκών δρόμων. Αν και πολυγραφότατος, με μεγάλη δυσκολία δημοσίευε τα έργα του. Την πρώτη και μοναδική ποιητική του συλλογή την εξέδωσε το 1939, πέντε χρόνια πριν την αυτοκτονία του. Στη διάρκεια της Κατοχής, έχοντας χάσει και τους δυο γονείς του, ζει ξεχασμένος, εξαθλιωμένος και εθισμένος πλέον στα ναρκωτικά στο σπίτι του στα Εξάρχεια. Εχει ξεπουλήσει την οικογενειακή περιουσία και ένα μεγάλο μέρος της εξαιρετικής βιβλιοθήκης του. Τα ξημερώματα της 8ης Γενάρη 1944, ο Ναπολέων Λαπαθιώτης αυτοκτόνησε με περίστροφο σε ηλικία 56 ετών. Η κηδεία του έγινε με έρανο της «Νέας Εστίας». Ο ποιητής δεν άντεχε πια να ζει μέσα στα αδιέξοδά του. Είχε φτάσει σε τέτοιο σημείο εξαθλίωσης και απόγνωσης, ώστε ένιωθε ότι η ζωή δεν είχε να του δώσει τίποτα πια. «Από κούραση και όχι από φτώχεια», μας λέει ο Βάρναλης, αυτοκτόνησε ο ποιητής. Κι είχε απόλυτο δίκιο, μιας και ο Λαπαθιώτης, ευνοημένος από την τύχη, πίστεψε ότι αυτή η εύνοια δεν θα είχε τέλος και αναζητούσε το ακατόρθωτο.
Γνώριζε καλά τις ζυμώσεις που συνέβαιναν στην ελληνική κοινωνία
Κατεξοχήν
νεορομαντικός ποιητής, ο Λαπαθιώτης πρώτος έφερε στη νεοελληνική ποίηση
αυτό που στην εποχή του ονομάστηκε «νέα ευαισθησία». Η μουσικότητα των
στίχων, οι λυρικές εικόνες, η απαισιόδοξη ατμόσφαιρα, η αναπόληση, η
αναζήτηση της λύτρωσης στον θάνατο είναι τα ρομαντικά χαρακτηριστικά του
ποιητικού έργου του Λαπαθιώτη, όπως τουλάχιστον το γνωρίζουμε από τις
γραμματολογίες και τις ανθολογίες. Δεν πρέπει, ωστόσο, να ξεχνάμε ότι η
πιο παραγωγική περίοδος της ζωής του Λαπαθιώτη ταυτίζεται με το
Μεσοπόλεμο, μια ιστορική περίοδο δύσκολή και σύνθετη, την οποία
σηματοδοτούν οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος, η
Οκτωβριανή Επανάσταση, η Μικρασιατική Καταστροφή, η άνοδος της αστικής
τάξης και ταυτόχρονα η δυναμική εμφάνιση του εργατικού - λαϊκού
κινήματος. Ο ποιητής κατηγορήθηκε από μεγάλο μέρος των κριτικών ότι
ζούσε απομονωμένος στον δικό του κόσμο και ότι δεν έδωσε στη λογοτεχνία
μας παρά μόνο ρομαντικούς ρεμβασμούς και θρήνους. Η κρίση αυτή είναι
άδικη. Ο Λαπαθιώτης δεν ζούσε τόσο έξω από την πραγματικότητα όσο
ισχυρίζονται. Αντίθετα, γνώριζε καλά τις ζυμώσεις που συνέβαιναν στην
ελληνική κοινωνία μετά τον Μεγάλο Πόλεμο. Το ποίημά του «Τραγούδι για το ξύπνημα του προλεταριάτου»,
που δημοσιεύτηκε το Φλεβάρη του 1932 στους «Νέους Πρωτοπόρους»,
αποδεικνύει ότι ο ποιητής είχε συνειδητοποιήσει ότι μοναδική απειλή για
την αστική τάξη και μοναδική ελπίδα για την αναγέννηση των λαών είναι το
ξύπνημα των προλετάριων:(...) Φτάνουν οι γυμνοί κι αδικημένοι -κι οι ταπεινοί κι οι καταφρονεμένοι- που μέρα
νύχτα τους κεντούσες με τα σίδερα, για να σου γλείφουν δουλικά τη φτέρνα-
πλακώνουν τώρα, κύμα μανιασμένο, να τραγανίσουν τη ζεστή καρδιά σου, για το
μεγάλο κρίμα που τους έκανες, να τους σκοτώνεις αναμεταξύ τους, για να ρουφάς
τα δόλια τους μεδούλια, και να χορταίνεις, μέσ' στην ξενοιασά σου, καλοθρεμμένο
τέρας αστικό...
* * *
Ξυπνούν οι σκλάβοι απ' όλες τις μεριές, να σε ξεσκίσουν με τα μαύρα νύχια τους,
γιατί πεινούσαν και διψούσανε γι' αγάπη -και συ τους πότιζες, δεν ξέρω πόσα
χρόνια, τους πότιζες με ξύδι και χολή...
* * *
Γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, το πράμα αυτό που κράζουν ουρανό, θα ξαναγίνει πάλι
γαλανό· γιατί τότε μόνο, τότε μόνο, θα τραγουδήσουν πάλι τα πουλιά, και θα
μοσκοβολήσουν τα ρόδα· γιατί τότε μόνο θ' ακουστεί το καθαρό τραγούδι του
αηδονιού, και τ' άστρα, που είναι σκόρπια στο διάστημα, θα ξαναβρούνε την παλιά
τους όψη! Τότε κι η Στοργή θα κατεβεί, να φιλήσει στα χείλη τους ανθρώπους...
Σχετικά με τη δημοσίευση του ποιήματος, γράφει ο Α. Πανσέληνος: «(...) Το περιοδικό το δημοσιεύει με επάνω τίτλο "Προς τις γραμμές μας", έχει όλη τη λαπαθιώτικη καλλιέπεια, συγκρίνει τη σάπια αστική κοινωνία με γυναίκα ερωτική, πλην όμως έχει κι ένα ρωμαλέο επαναστατικό λυρισμό, που σπάνια τον βρίσκεις σε αντίστοιχα ελληνικά πρότυπα. Το διαβάζει και αναρωτιέσαι: Πώς μπόρεσε και βγήκε αυτό το κείμενο από έναν άνθρωπο με δαντελένια ψυχή; (...)».
Ισως, όμως, εξαιτίας αυτής της «δαντελένιας» του ψυχής, ο Λαπαθιώτης μπόρεσε να συναισθανθεί ότι η αθλιότητα, μέσα στην οποία ζούσε ο λαός, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι το μέλλον της ανθρωπότητας. Οντας άνθρωπος ιδιαίτερα ευφυής, κατόρθωσε να ξεπεράσει την ιδεολογία της κοινωνικής του τάξης και να αντικρίσει την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του χωρίς παρωπίδες. Σε όλη του τη ζωή, αυτός ο «νάρκισσος αριστοκράτης» έζησε - στις ατέλειωτες περιπλανήσεις του στην Αττική - κοντά στο λαϊκό κόσμο και στους ανθρώπους της εργατικής τάξης. Βενιζελικός στα πρώτα του νιάτα, ασπάστηκε την κομμουνιστική ιδεολογία τη δεκαετία του '20. Από τα χρόνια του Μεσοπολέμου παρακολουθούσε ανοιχτές συγκεντρώσεις παρανόμων, ενώ το 1929 συγκρούστηκε με έναν φίλο του για κάποια φράση του τελευταίου, την οποία ο ποιητής έκρινε «επιπόλαια και ανεβλαβή προς την κομμουνιστική ιδεολογία». Τέλος, το 1943, ένα χρόνο πριν την αυτοκτονία του, συνδέθηκε με τους αντάρτες του εφεδρικού ΕΛΑΣ και τους χάρισε τα όπλα του πατέρα του.
Ας του ανταποδώσουμε κι εμείς τον χαιρετισμό
Η
σχέση του Λαπαθιώτη με το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είναι εύκολο να
εξηγηθεί, όχι τόσο εξαιτίας της μεγαλοαστικής του καταγωγής (ούτε ο
πρώτος είναι ούτε ο τελευταίος που θα συγκρουστεί με την τάξη του), όσο
εξαιτίας της ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσής του. Τι ήταν αυτό που τράβηξε στην
κομμουνιστική ιδεολογία έναν θαυμαστή του Ουάιλντ, έναν ποιητή που
θεωρούσε την Τέχνη πιο σημαντική από τη ζωή και, κυρίως, γιατί η
ειλικρινής και σταθερή του πίστη στον κομμουνισμό δεν στάθηκε ανάχωμα
στη μεγάλη απόδραση που επιχείρησε και τελικά πέτυχε με την αυτοκτονία
του; Ο Λαπαθιώτης, όπως οι περισσότεροι της γενιάς του, ενώ γνώριζε και
αποστρεφόταν συνειδητά την κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του,
έμεινε μετέωρος ανάμεσα σ' αυτήν τη σκληρή πραγματικότητα και τους
ποιητικούς του οραματισμούς, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί στο αδιέξοδο και
στη συντριβή.Ωστόσο, για την κριτική μελέτη της λογοτεχνίας την πρώτιστη σημασία έχει το έργο που καταθέτει ένας λογοτέχνης. Και ο Λαπαθιώτης μάς κληροδότησε ένα ποίημα και κάποιους σημαντικούς στοχασμούς, που αποδεικνύουν ότι η σχέση του με το εργατικό - λαϊκό κίνημα και το Κομμουνιστικό Κόμμα ήταν ειλικρινής και γνήσια. Το παρακάτω απόσπασμα της επιστολής που έστειλε στον «Ριζοσπάστη» στα 1921 δεν αφήνει περιθώρια για αμφισβητήσεις:
«Καλέ μου Ριζοσπάστη,
(...)
Οποθενδήποτε κι αν ορμώμεθα - οι μεν από την φυσικήν πνευματικήν ευγένειάν τους, οι δε από την άμεσον ανάγκην της λυτρώσεως - σήμερα συναντώμεθα όλοι επί ταυτόν ο Σκοπός επείγει.
Μ' αυτό το γράμμα θέλω να σου διαπιστώσω, ότι ανήκω στας τάξεις των ολόθερμων στρατιωτών σου, πρώτη φορά γυμνά χωρίς προσχήματα, σ' εκείνους που παλαίουν για τον σκοπόν.
Με την ελπίδα πως θα 'ρθει μια μέρα καθώς όλοι να χρησιμοποιηθώ εις τον Αγώνα.
Σε χαιρετώ με το κεφάλι ψηλά
ΝΑΠΟΛΕΩΝ ΛΑΠΑΘΙΩΤΗΣ».
Ο Λαπαθιώτης ήταν ένας από τους ποιητές της γενιάς του, ο οποίος είχε νιώσει βαθιά μέσα του πως μόνο μέσα σε μια κομμουνιστική κοινωνία η παρακμή δεν έχει θέση και πως μόνο σε μια τέτοια κοινωνία ο άνθρωπος ολοκληρώνεται ως άτομο. Γι' αυτόν το λόγο, λοιπόν, ας του ανταποδώσουμε κι εμείς τον χαιρετισμό.
Μαρία ΠΕΣΚΕΤΖΗ
Οργανωτική Γραμματέας της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων
Οργανωτική Γραμματέας της Πανελλήνιας Ενωσης Φιλολόγων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου