Η σημασία των ξένων εθελοντών στο πλευρό της Βέρμαχτ κατά την
επιχείρηση Μπαρμπαρόσα που ξεκινούσε σαν σήμερα το 1941 είναι δύσκολο να
υποτιμηθεί. Ο συνολικός αριθμός τους ανήλθε σε περίπου ένα εκατομμύριο
και περιλάμβανε στρατιώτες τόσο από την ίδια την ΕΣΣΔ, όσο και από την
κατεχόμενη Ευρώπη. Ξεχωριστή ήταν η περίπτωση της Γαλάζιας ή Κυανής
μεραρχίας, αποτελούμενη από Ισπανούς και Πορτογάλους εθελοντές, με την
έμμεση στήριξη των επίσημα ουδέτερων δικτατορικών χωρών τους.
Η αρχική επιτυχία της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα παρακίνησε έναν αριθμό εθελοντών να στρατολογηθούν στο πλευρό της Βέρμαχτ, κυρίως μέσω των Βάφεν Ες-Ες. Αν και υπήρξαν εθελοντές και σε άλλα μέτωπα, το ανατολικό απορρόφησε τη μερίδα του λέοντος. Τα κίνητρα στρατολόγησης διέφεραν κάπως ανά περίπτωση, το κοινό μένος κατά των “εβραιομπολσεβίκων” ήταν όμως το συνδετικό στοιχείο αυτού του εθνικά και θρησκευτικά ετερόκλητου πλήθους.
Οι νεοσύλλεκτοι λάμβαναν μια πολύ στοιχειώδη στρατιωτική εκπαίδευση, η οποία κάλυπτε επιφανειακά μια σειρά τομείς, χωρίς να υπάρχει κάποιυ ιδιαίτερη εξειδίκευση. Αυτή η έλλειψη κατάρτισης ήταν ένα από τα αίτια των μεγάλων απωλειών των συγκεκριμένων μονάδων. Από την άλλη, η συναίσθηση πως σε περίπτωση ήττας και επιστροφής θα τους περίμενε η τύχη του προδότη, πείσμωνε ιδιαίτερα τους ξένους εθελοντές που ήταν διατεθειμένοι να πολεμήσουν φανατισμένα τον κοινό εχθρό. Τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι αλλοδαποί της Βέρμαχτ προέρχονταν κυρίως από αιχμαλώτους κι όχι απευθείας από τα εργοστάσια πολεμικής βιομηχανίας του Ράιχ.
Φορούσαν στολές διαφορετικές από εκείνες των Γερμανών στρατιωτών και βρισκόταν υπό γερμανική διοίκηση. Οι μεγαλύτερες διαφορές παρουσιάζονταν στα διακριτικά, τα οποία συνήθως είχαν κάποιο σημάδι που να παραπέμπει στην εθνική καταγωγή των στρατιωτών. Συνήθως βρίσκονταν υπό τη διοίκηση κάποιου Γερμανού, κάτι που δημιουργούσε προβλήματα επικοινωνίας, καθώς συχνά οι στρατιώτες μιλούσαν μόνο την μητρική τους. Διαφορετικοί ήταν και οι βαθμοί καθώς και οι διακρίσεις που λάμβαναν. Η απόδοσή τους στο μέτωπο ήταν άνιση μεταξύ των διάφορων μονάδων. Ακόμα και η συγκριτικά πετυχημένη Μεραρχία Βαλλόνων του Λεόν Ντεγκρέλ είχε υποστεί μια σειρά συντριπτικές ήττες, ενώ οι οι λιγότερο αποδοτικές μονάδες στέλνονταν εκτός πρώτης γραμμής του μετώπου, για την αντιμετώπιση του σοβιετικού ανταρτοπολέμου. Η βοήθεια που έδωσαν ωστόσο στο χιτλερικό κατακτητή ήταν σημαντική, συμβάλλοντας τόσο στην αρχικά γρήγορη προέλαση των Γερμανών, όσο και στην επιβράδυνση της κατάρρευσης της Βέρμαχτ, όταν ο Κόκκινος Στρατός άρχισε να αντεπιτίθεται, ιδιαίτερα μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ.
Σε ό,τι αφορούσε την εθνοτική σύνθεση των εθελοντών, προτεραιότητα δόθηκε αρχικά σε Δανούς και Νορβηγούς, στα πλαίσια των φυλετικών αντιλήψεων του καθεστώτος, ενώ ακολούθησαν Φινλανδοί, Σουηδοί και Ελβετοί. Στη συνέχεια άρχισαν να ενσωματώνονται, αρχικά μόνο στη Βέρμαχτ και όχι στα Βάφεν Ες-Ες “μη γερμανικής καταγωγής αλλοδαποί”, όπως Βαλλόνοι, Ισπανοί, Κροάτες και Γάλλοι. Ο στόχος δημιουργίας ενός “Παγγερμανικού Λαϊκού Στρατού” για τη δημιουργία ενός “Αμυντικού συνόρου προς την Ασία” δεν φαινόταν να ευδοκιμεί, καθώς ως τα μέσα του 1943 μόλις 27.000 “Άριοι” από βόρειες χώρες δήλωσαν εθελοντές, με έναν στους πέντε να παραιτείται σύντομα από τη θέση του. Μεγαλύτερη ήταν η επιτυχία με τους λεγόμενους Volksdeutsche, άτομα δηλαδή μακρινής συνήθως γερμανικής καταγωγής, από χώρες όπως η Ρουμανία, η Σερβία, η Ουγγαρία και η Κροατία, καθώς περίπου 120.000 εξ αυτών κατατάχθηκαν στα Βάφεν Ες-Ες. Η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα εξάλλου σήμανε την παραπέρα χαλάρωση των φυλετικών κριτηρίων για εισδοχή στο πλευρό των ναζί. Για το λόγο αυτό εξάλλου προβλήθηκε ιδιαίτερα η ιδέα της “ευρωπαϊκής σταυροφορίας κατά του ασιατικού μπολσεβικισμού”, έτσι ο πολυεθνικός χαρακτήρας των συμμετεχόντων μετατρέπονταν σε προπαγανδιστικό εργαλείο.
Συνολικά συμμετείχαν 24 διαφορετικές εθνότητες, αρκετές από τις οποίες προέρχονταν από εδάφη της ΕΣΣΔ. Στην περίπτωση των τελευταίων η αντίθεση στη σοβιετική εξουσία, που χρονολογούνταν πριν τον πόλεμο (π.χ δυσαρέσκεια κουλάκων με την κολλεκτιβοποίηση, ιδιαίτερα στην Ουκρανία), διαπλεκόταν με εθνικιστικές αποσχιστικές τάσεις που στόχευαν να προωθήσουν μέσω της συνεργασίας με τον κατακτητή. Ιδιαίτερη περίπτωση ένοπλου δοσιλογισμού στην ΕΣΣΔ, που δεν υπαγόταν όμως σε γερμανική διοίκηση, ήταν ο Ρωσικός Απελευθερωτικός Στρατός του αυτόμολου τέως αξιωματικού του Κόκκινου Στρατού Βλασόφ, που αποτελούνταν κυρίως από εθνικά Ρώσους φανατικούς αντικομμουνιστές, ορισμένοι εξ αυτών εμιγκρέδες ή βετεράνοι των Λευκών στον Εμφύλιο.
Σε αρκετές περιπτώσεις νεοσυλλέκτων ο όρος “εθελοντής” ήταν μάλλον ευφημιστικός και παραπλανητικός, καθώς η αύξηση των απωλειών των Γερμανών και των συνεργατών τους όσο προχωρούσε ο πόλεμος καθιστούσε ολοένα και δυσκολότερη την εξεύρεση πρόθυμων συνεργατών για το μέτωπο. Προκρίθηκε λοιπόν η λύση της βίαης στρατολόγησης, οδηγώντας αντίστοιχα σε ιδιαίτερα χαμηλής αξιοπιστίας μονάδες. Τα μεγαλύτερα ποσοστά λιποταξίας παρατηρούνταν σε στρατιώτες από τα Βαλκάνια και την ΕΣΣΔ (όπως για παράδειγμα η Μονάδα “Ανατολικών Τούρκων” των Βάφεν Ες-Ες), ενώ σταδιακά η απογοήτευση κατέλαβε όλα τα ξένα στρατεύματα. Παρόλαυτα, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ταύτιση της τύχης πολλών δοσιλόγων με εκείνη του Τρίτου Ράιχ οδήγησε αρκετούς σε μάχη μέχρις εσχάτων, ακόμα και στη μάχη του Βερολίνου, ενώ παρατηρήθηκαν και αυτοκτονίες ξένων εθελοντών μετά το τέλος των εχθροπραξιών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν απέστειλε ποτέ οργανωμένα εθελοντές στο Ανατολικό Μέτωπο, καθώς μια πρώτη απόπειρα του υποστράτηγου Γεωργίου Μπάκου να αποστείλει την λεγόμενη “κυανόλευκη μεραρχία” απέτυχε με παρέμβαση του ίδιου του Τσολάκογλου, που είχε λάβει πληροφορίες πως οι εθελοντές θα λιποτακτούσαν για να πολεμήσουν τους Ιταλούς. Στη συνέχεια του πολέμου, το φούντωμα της εαμικής αντίστασης συνέβαλε στο να μην επιχειρηθεί ποτέ κάτι ανάλογο, εξάλλου ο λαός ελάχιστη προθυμία έδειχνε να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ελληνικής καταγωγής εθελοντές στο πλευρό των ναζί συναντώνται ωστόσο στην ΕΣΣΔ, όπως μονάδες Ποντίων υπό τον συνταγματάρχη Σονίν Κρομιάδη.
Η αρχική επιτυχία της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα παρακίνησε έναν αριθμό εθελοντών να στρατολογηθούν στο πλευρό της Βέρμαχτ, κυρίως μέσω των Βάφεν Ες-Ες. Αν και υπήρξαν εθελοντές και σε άλλα μέτωπα, το ανατολικό απορρόφησε τη μερίδα του λέοντος. Τα κίνητρα στρατολόγησης διέφεραν κάπως ανά περίπτωση, το κοινό μένος κατά των “εβραιομπολσεβίκων” ήταν όμως το συνδετικό στοιχείο αυτού του εθνικά και θρησκευτικά ετερόκλητου πλήθους.
Οι νεοσύλλεκτοι λάμβαναν μια πολύ στοιχειώδη στρατιωτική εκπαίδευση, η οποία κάλυπτε επιφανειακά μια σειρά τομείς, χωρίς να υπάρχει κάποιυ ιδιαίτερη εξειδίκευση. Αυτή η έλλειψη κατάρτισης ήταν ένα από τα αίτια των μεγάλων απωλειών των συγκεκριμένων μονάδων. Από την άλλη, η συναίσθηση πως σε περίπτωση ήττας και επιστροφής θα τους περίμενε η τύχη του προδότη, πείσμωνε ιδιαίτερα τους ξένους εθελοντές που ήταν διατεθειμένοι να πολεμήσουν φανατισμένα τον κοινό εχθρό. Τα όπλα που χρησιμοποιούσαν οι αλλοδαποί της Βέρμαχτ προέρχονταν κυρίως από αιχμαλώτους κι όχι απευθείας από τα εργοστάσια πολεμικής βιομηχανίας του Ράιχ.
Φορούσαν στολές διαφορετικές από εκείνες των Γερμανών στρατιωτών και βρισκόταν υπό γερμανική διοίκηση. Οι μεγαλύτερες διαφορές παρουσιάζονταν στα διακριτικά, τα οποία συνήθως είχαν κάποιο σημάδι που να παραπέμπει στην εθνική καταγωγή των στρατιωτών. Συνήθως βρίσκονταν υπό τη διοίκηση κάποιου Γερμανού, κάτι που δημιουργούσε προβλήματα επικοινωνίας, καθώς συχνά οι στρατιώτες μιλούσαν μόνο την μητρική τους. Διαφορετικοί ήταν και οι βαθμοί καθώς και οι διακρίσεις που λάμβαναν. Η απόδοσή τους στο μέτωπο ήταν άνιση μεταξύ των διάφορων μονάδων. Ακόμα και η συγκριτικά πετυχημένη Μεραρχία Βαλλόνων του Λεόν Ντεγκρέλ είχε υποστεί μια σειρά συντριπτικές ήττες, ενώ οι οι λιγότερο αποδοτικές μονάδες στέλνονταν εκτός πρώτης γραμμής του μετώπου, για την αντιμετώπιση του σοβιετικού ανταρτοπολέμου. Η βοήθεια που έδωσαν ωστόσο στο χιτλερικό κατακτητή ήταν σημαντική, συμβάλλοντας τόσο στην αρχικά γρήγορη προέλαση των Γερμανών, όσο και στην επιβράδυνση της κατάρρευσης της Βέρμαχτ, όταν ο Κόκκινος Στρατός άρχισε να αντεπιτίθεται, ιδιαίτερα μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ.
Σε ό,τι αφορούσε την εθνοτική σύνθεση των εθελοντών, προτεραιότητα δόθηκε αρχικά σε Δανούς και Νορβηγούς, στα πλαίσια των φυλετικών αντιλήψεων του καθεστώτος, ενώ ακολούθησαν Φινλανδοί, Σουηδοί και Ελβετοί. Στη συνέχεια άρχισαν να ενσωματώνονται, αρχικά μόνο στη Βέρμαχτ και όχι στα Βάφεν Ες-Ες “μη γερμανικής καταγωγής αλλοδαποί”, όπως Βαλλόνοι, Ισπανοί, Κροάτες και Γάλλοι. Ο στόχος δημιουργίας ενός “Παγγερμανικού Λαϊκού Στρατού” για τη δημιουργία ενός “Αμυντικού συνόρου προς την Ασία” δεν φαινόταν να ευδοκιμεί, καθώς ως τα μέσα του 1943 μόλις 27.000 “Άριοι” από βόρειες χώρες δήλωσαν εθελοντές, με έναν στους πέντε να παραιτείται σύντομα από τη θέση του. Μεγαλύτερη ήταν η επιτυχία με τους λεγόμενους Volksdeutsche, άτομα δηλαδή μακρινής συνήθως γερμανικής καταγωγής, από χώρες όπως η Ρουμανία, η Σερβία, η Ουγγαρία και η Κροατία, καθώς περίπου 120.000 εξ αυτών κατατάχθηκαν στα Βάφεν Ες-Ες. Η επιχείρηση Μπαρμπαρόσα εξάλλου σήμανε την παραπέρα χαλάρωση των φυλετικών κριτηρίων για εισδοχή στο πλευρό των ναζί. Για το λόγο αυτό εξάλλου προβλήθηκε ιδιαίτερα η ιδέα της “ευρωπαϊκής σταυροφορίας κατά του ασιατικού μπολσεβικισμού”, έτσι ο πολυεθνικός χαρακτήρας των συμμετεχόντων μετατρέπονταν σε προπαγανδιστικό εργαλείο.
Συνολικά συμμετείχαν 24 διαφορετικές εθνότητες, αρκετές από τις οποίες προέρχονταν από εδάφη της ΕΣΣΔ. Στην περίπτωση των τελευταίων η αντίθεση στη σοβιετική εξουσία, που χρονολογούνταν πριν τον πόλεμο (π.χ δυσαρέσκεια κουλάκων με την κολλεκτιβοποίηση, ιδιαίτερα στην Ουκρανία), διαπλεκόταν με εθνικιστικές αποσχιστικές τάσεις που στόχευαν να προωθήσουν μέσω της συνεργασίας με τον κατακτητή. Ιδιαίτερη περίπτωση ένοπλου δοσιλογισμού στην ΕΣΣΔ, που δεν υπαγόταν όμως σε γερμανική διοίκηση, ήταν ο Ρωσικός Απελευθερωτικός Στρατός του αυτόμολου τέως αξιωματικού του Κόκκινου Στρατού Βλασόφ, που αποτελούνταν κυρίως από εθνικά Ρώσους φανατικούς αντικομμουνιστές, ορισμένοι εξ αυτών εμιγκρέδες ή βετεράνοι των Λευκών στον Εμφύλιο.
Σε αρκετές περιπτώσεις νεοσυλλέκτων ο όρος “εθελοντής” ήταν μάλλον ευφημιστικός και παραπλανητικός, καθώς η αύξηση των απωλειών των Γερμανών και των συνεργατών τους όσο προχωρούσε ο πόλεμος καθιστούσε ολοένα και δυσκολότερη την εξεύρεση πρόθυμων συνεργατών για το μέτωπο. Προκρίθηκε λοιπόν η λύση της βίαης στρατολόγησης, οδηγώντας αντίστοιχα σε ιδιαίτερα χαμηλής αξιοπιστίας μονάδες. Τα μεγαλύτερα ποσοστά λιποταξίας παρατηρούνταν σε στρατιώτες από τα Βαλκάνια και την ΕΣΣΔ (όπως για παράδειγμα η Μονάδα “Ανατολικών Τούρκων” των Βάφεν Ες-Ες), ενώ σταδιακά η απογοήτευση κατέλαβε όλα τα ξένα στρατεύματα. Παρόλαυτα, όπως ήδη αναφέρθηκε, η ταύτιση της τύχης πολλών δοσιλόγων με εκείνη του Τρίτου Ράιχ οδήγησε αρκετούς σε μάχη μέχρις εσχάτων, ακόμα και στη μάχη του Βερολίνου, ενώ παρατηρήθηκαν και αυτοκτονίες ξένων εθελοντών μετά το τέλος των εχθροπραξιών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα δεν απέστειλε ποτέ οργανωμένα εθελοντές στο Ανατολικό Μέτωπο, καθώς μια πρώτη απόπειρα του υποστράτηγου Γεωργίου Μπάκου να αποστείλει την λεγόμενη “κυανόλευκη μεραρχία” απέτυχε με παρέμβαση του ίδιου του Τσολάκογλου, που είχε λάβει πληροφορίες πως οι εθελοντές θα λιποτακτούσαν για να πολεμήσουν τους Ιταλούς. Στη συνέχεια του πολέμου, το φούντωμα της εαμικής αντίστασης συνέβαλε στο να μην επιχειρηθεί ποτέ κάτι ανάλογο, εξάλλου ο λαός ελάχιστη προθυμία έδειχνε να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ελληνικής καταγωγής εθελοντές στο πλευρό των ναζί συναντώνται ωστόσο στην ΕΣΣΔ, όπως μονάδες Ποντίων υπό τον συνταγματάρχη Σονίν Κρομιάδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου