Μετά την πτώση των δίδυμων πύργων, οι δρόμοι που
οδηγούσαν στο κέντρο του Μανχάταν έμοιαζαν, ιδίως όσο έπεφτε ο ήλιος, με
λωρίδες θανάτου. Παντού, νότια της 14ης Οδού, και ακόμη πιο μακάβρια
στην Union Square,
κάθε σπιθαμή ωφέλιμης επιφάνειας χρησίμευε αποκλειστικά και μόνο σαν
μελλοντικό κηδειόχαρτο. Απλά, λίγο πριν την κηδεία, – σε κάθε βιτρίνα,
τοίχο, στάση λεωφορείου, κολόνα φωτισμού, μέχρι και δέντρο – η ζωή
εκλιπαρούσε το τελευταίο της αντίδωρο: «1,70, 88 κιλά, μαύρα μάτια, καφέ
κουστούμι. Τελευταία φορά εθεάθη στο Βόρειο πύργο. Παρακαλώ
επικοινωνήστε…»
Τρεις μέρες είχαν περάσει από τη συμφορά. Οι
διαβάτες, είτε περπατούσαν είτε στέκονταν, το ίδιο αποχαυνωμένοι
έδειχναν ∙ όπως περίπου ένιωθα κι εγώ. Στην πόλη που είχε χάσει πια για
πάντα τον ύπνο της, περιφερόμουν άγνωστη μεταξύ αγνώστων, μπας και σε
βρω στο πουθενά. Βελόνα ανάμεσα σε τρεις χιλιάδες αγνοούμενους ∙ ένα
χαμόγελο που αναπάντεχα ήρθε, και ανεξήγητα πάγωσε στη ζωή μου.
“What comes, goes”, όπως θα έλεγε και ο θείος Gas,
γιατί, χωρά δεν το χωρά η νοημοσύνη μου, οι παροιμίες παντού σαρκάζουν
την ανθρώπινη φύση. Μονάχα που κανείς, ποτέ δε θα σου μάθει το πότε, το
πώς και το γιατί… Και το μυαλό σου να βουίζει μετά τον κεραυνό, όσο ποτέ
σου δε φαντάστηκες.
Σε γνώρισα, πρώτη φορά, πριν τέσσερις μέρες ακριβώς. Ο
θείος μου, βλέπεις, και η θεία Τούλα με είχαν σταυρώσει, πότε θα τους
τιμήσω επιτέλους με τη χάρη μου. Από χρόνο σε χρόνο ανέβαλα το τυχερό,
αλλά αυτοί ποτέ δεν άλλαξαν το τροπάριό τους. Όλο «come sweetie» και «come sweetie» άκουγα σε κάθε τηλεφώνημα. «Εδώ, είναι Παράδεισος ∙ τόσοι άνθρωποι βρίσκουν στο Αμέρικα την προκοπή τους!»
Είπα και εγώ να βρω τη δικιά μου – μετά από τόσα
χρόνια, φαμίλια και μεροκάματο στο φούρνο – και αποφάσισα να τους
επισκεφτώ στο νέο τους σπίτι.
Μία ζωή έφτυσαν αίμα στα εστιατόρια και τη λάντζα, αλλά τουλάχιστον στα γεράματά τους αξιώθηκαν και αγόρασαν ένα δυαράκι στο West side. Κουκλίστικο, σ’ ένα κτίριο Walk Up
αποικιακού ρυθμού, όπως καμωνόταν να λέει ο θείος με ύφος
περισπούδαστου αρχιτέκτονα. «Ααα, μπορεί να μην έχει ασανσέρ, για να
βολεύει τους γερόντους, ανιψιά, αλλά κάθε απόγευμα, εγώ ανεβαίνω στην
ταράτσα, στα Water tanks! Τις δεξαμενές νερού, you know – και εκεί χαζεύω σαν βασιλιάς τα κτίρια της γειτονιάς».
Την πρώτη μέρα, που ξημέρωσα στην πρωτεύουσα του Νέου κόσμου – αφού πήραμε American breakfast,
εννοείται – η Θεία με ρώτησε: «Και τώρα, πού θα ’θελες να κάνεις
ποδαρικό στον τόπο μας, Γόνη;» Γιατί μπορεί τα μπαρμπάδια να είχαν
αφομοιωθεί πλήρως στη νέα τους πατρίδα, εντούτοις, ακόμη έκοβαν τα μικρά
ονόματα, όπως το συνηθίζει η ρίζα μας στην Ηγουμενίτσα.
«Α, Θεία, εδώ δε χωρά δεύτερη σκέψη», της απάντησα.
«Μπορεί ν’ άργησα, αλλά στο ταξίδι, τίποτε άλλο δεν σκεφτόμουν από τους
Δίδυμους πύργους. Να νιώθεις πως αιωρείσαι σε δύο γυάλινα διαστημόπλοια!
Εκεί, να μου πεις πώς θα πάω».
«Η καλύτερη ιδέα, κόρη μου, the best choice».
Και αφού μου εξήγησε τα δρομολόγια, συνέχισε με ύφος αινιγματικό. «Όταν
φτάσεις, καλή ώρα, να πας ν’ ανάψεις κι ένα κεράκι στη χάρη του Αγίου
Νικολάου, που τον χτίσαμε οι Έλληνες μετανάστες, μιας και μας προστάτεψε
στο μεγάλο μας φευγιό από την πατρίδα. Μία εκκλησία, μινιατούρα όνειρο,
στη ρίζα δύο γιγάντων».
«Και πού είσαι, Γόνη…», κι έκανε παύση γουρλώνοντας
τα φρύδια συνωμοτικά. «Όταν θα βγεις, να μην ξεχάσεις να σταματήσεις
στον πάγκο απέξω και να πάρεις λουκουμάδες από τον κούκλο που τον έχει.
Αλλά μην ξεχάσεις να πάρεις πρώτα κι ένα πακέτο χαρτομάντιλα, γιατί
μάλλον θα τα χρειαστείς. Είναι που η ζωή συχνά μας κλείνει το μάτι, αλλά
ποιος ξέρει και τα ορίζει όλα αυτά… Μόνον ο Θεός, κόρη μου. Μόνον ο
Θεός!», και σταυροκοπήθηκε δακρυσμένη. Τον κράτησα τον χρησμό της, αλλά η
περιέργεια που μ’ έτρωγε, δεν έβρισκε άκρη στο γρίφο.
Και στον Άγιο πήγα, και το κερί το άναψα στη χάρη
του, αλλά όταν πήγα στον πάγκο, για να παραγγείλω στον κούκλο
λουκουμάδες, έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Στρατιωτάκι ακούνητο, αμίλητο,
αγέλαστο να σε χαζεύω.
Μου έδωσες το αχνιστό πακέτο, μού έβαλες και μπόλικη
κανέλα, όμως, εκεί που άπλωσες το χέρι να μου τους δώσεις, πρόσεξες τον
άφωνο μπούφο που σε κοιτούσε κατάματα. Τα μάτια εκείνα που κάθε μέρα τα
ευλογούσα, όταν έφευγαν από το σπίτι, και που τώρα με κοίταζαν
ανυποψίαστα.
Με ρώτησες διακριτικά: «Κυρία, συγνώμη για την
ερώτηση, είστε καλά;» Μου πήρε λίγα δευτερόλεπτα να το ανοίξω, αλλά,
όταν γειώθηκα, σου είπα: «Συμπάθα με, παιδί μου, αλλά έχω σαστίσει!»
Και, για να μη νομίσεις πως μου έτρεχαν τα σάλια, έβαλα όλα τα polite
που θυμόμουν από τ’ Αγγλικά και ξεροκατάπια την απορία: «Καλά είμαι,
και μη με παρεξηγήσεις για το θάρρος, αλλά πώς σε λένε;» ∙ ποιος ξέρει
τι εντύπωση σού άφησα, με το καλημέρα.
«Achilles, κυρία, Achilles, if you know», και τότε με βρίσκει ο δεύτερος κεραυνός. «Όπως ακριβώς και ο μυθικός πολεμιστής του Ομήρου, madam. Ο παππούς μου, βλέπετε, ήταν πολύ ψωνισμένος με την Αρχαία Ελλάδα».
Ακούγοντας την απάντησή σου, τα μάτια μου αιωρήθηκαν
για κάμποσο στο κενό, όπως συμβαίνει όταν μία επίμονη σκέψη ή μία
τραγική δοκιμασία σε αγγίζουν στην πλάτη, θολώνοντας την οθόνη του
μυαλού.
«Συμβαίνουν τέτοια ανέκδοτα και στην
πραγματικότητα;», αναρωτήθηκα. «Χρειάστηκε να διασχίσεις, Γόνη, κοτζάμ
ωκεανό, για να καταλάβεις πως η ζωή σού κάνει πλάκα; Πως μπορεί να
παίζει ζάρια με την πάρτη σου; Πως μπορεί να συναντήσεις μέχρι το ίδιο
σου το παιδί στην άλλη άκρη της γης;»
«Κυρία, είσαστε καλά;» με διέκοψες ανήσυχος. «Μιλήστε
μου, σας παρακαλώ. Είπα κάτι, άθελά μου, που σας προσέβαλε;» με ρώτησες
ευγενικά και μού έδωσες ένα ποτήρι κρύο νερό από τον ψύκτη σου.
«Όχι, παιδί μου, εσύ τίποτε δεν έκανες, φτάνει που η
ζωή έκανε και για τους δυο μας. Γιατί, κάποιες φορές, όταν αυτή
αποφασίσει να παίξει με τις τύχες μας, τότε ο νους αποδεικνύεται πολύ
μικρός για να χωρέσει τα τερτίπια της. Και στην περίπτωσή σου, φαίνεται,
η μεγάλη Κυρία είχε σπάνια κέφια… Για να φανταστείς, όλα συμβαίνουν στο
πρώτο μου ταξίδι στην Αμερική. Έχω έρθει από την Ελλάδα».
«Αλήθεια, madam; Είναι γεγονός πως πρόσεξα ότι η προφορά σας δεν είναι original American, αλλά δεν ήθελα, ξέρετε, να φανώ αδιάκριτος. Μπορεί να κουραστήκατε από το ταξίδι».
«Κι όμως, δεν ήταν το ταξίδι, Αχιλλέα μου. Γιατί η
σύμπτωση αυτής της συνάντησης μόνο στα όνειρά μας μπορεί να συμβεί.
Μπορεί και στους εφιάλτες… το μέλλον θα δείξει».
«Δηλαδή; Τι εννοείτε;»
«Και εσύ το ίδιο, υποθέτω, θα ένιωθες στη θέση μου.
Γιατί – για να λυθεί επιτέλους το μυστήριο – πίσω στην Ελλάδα έχω αφήσει
τρία παιδιά και το μεγαλύτερο από τα τρία λέγεται και αυτός Αχιλλέας.
Είναι που στον τόπο μου, την Ήπειρο, συνηθίζουμε να βαφτίζουμε τ’ αγόρια
μας με αρχαία ονόματα. Και, αν το πιστεύεις, τού μοιάζεις σαν δίδυμος
αδελφός ∙ και τα μάτια σου, ολόιδια με τα δικά του. Μόνο που εγώ,
διάλεξα τ’ όνομά του, για διαφορετικούς λόγους από τον παππού σου».
«Γιατί, εσείς, αν επιτρέπεται, ποιους λόγους είχατε;» και ήρθες τώρα εσύ στη θέση μου να εκπλαγείς.
«Γιατί ο Αχιλλέας, παλικάρι μου, δεν ήταν αλώβητος σαν τον Brad Pit.
Γι’ αυτό και εγώ ήθελα ο δικός μου Αχιλλέας, όποτε γύριζε από τα
κατορθώματα του, να μην ξεχνά ποτέ πως έχει και μία αδύνατη φτέρνα, που
μπορεί – ποιος ξέρει πώς και γιατί – να του στερήσει μέχρι και τη ζωή.
Εξάλλου ο μύθος θέλει, Αχιλλέας να είναι αυτός που γυρίζει θλιμμένος.
Αυτό λέει η γλώσσα μου… Ένας θλιμμένος μαχητής».
«That’s amazing, madam. Έχω ειλικρινά εντυπωσιαστεί. Αλλά συγνώμη και πάλι, γιατί τόση ώρα ξεχάστηκα και δεν σας ρώτησα ούτε τ’ όνομά σας».
«Αντιγόνη, Αχιλλέα μου, Αντιγόνη».
«Και αυτό, αρχαιοελληνικό;»
«Ναι, αλλά αυτό θα στο εξηγήσω, αν μου επιτρέψεις να
σε κεράσω κάτι. Εξάλλου, σε λίγο θα μαζευτεί πολύς κόσμος στον πάγκο του
δίδυμου Αχιλλέα. Τι λες; Θα ήθελες να πιούμε αύριο καφέ, σε κάποια
καφετέρια στους Δίδυμους;», και γέλασα με την αναπάντεχη συγκυρία. «Θα
σου μιλήσω για το δικό μου δράμα».
Την επόμενη μέρα, ξημέρωνε 11- 9-2001. Ένας γέρος,
κάποτε, μου είχε πει: «Το γεγονός πως η ζωή δεν μας έχει συντρίψει είναι
υπόθεση πιθανοτήτων και μόνο». Ποτέ μου δε χώρεσα την κουβέντα του. Ή
ήταν μεγάλη για τα κυβικά μου ή απλά δεν ήταν ακόμη η ώρα μου.
Ανέκαθεν με σόκαρε η μηδαμινότητα μπροστά στο
αναπάντεχα τραγικό. Ο θάνατος που σε προσπερνά ισόβια. Κάποιος τυχαίος
σχιζοφρενής που μπορεί να εισβάλλει μ’ ένα Boeing 737 εκεί που πίνεις καφέ, μετατρέποντας τη ζωή σου σε αστρική σκόνη. Αμετάκλητα. Ανεξήγητα. Συντριπτικά.
Τη μέρα που δώσαμε ραντεβού στον εκατοστό όροφο του
βόρειου πύργου, ήταν γραφτό μου ν’ αργήσω σαράντα πέντε λεπτά.
Μπερδεύτηκα με τα λεωφορεία και χρειάστηκε να πάρω ταξί, μπας και
γλιτώσω το ρεζιλίκι στον ξένο άνθρωπο. Μπας και γλιτώσω, διαισθανόμουν,
το κακό.
Σαράντα πέντε λεπτά, που τα μέτρησα για το υπόλοιπο
της ζωής μου. Ένα άχρηστο μόριο χρόνου, που στάθηκε αρκετό, για να με
στείλει στην πολυθρόνα του ψυχίατρου ∙ τρία ολόκληρα χρόνια, για να
ξεμπερδέψω τα κουβάρια μου. Για να συγυρίσω τις ενοχές που έθρεψε η
φρίκη. Για να πάψω να νιώθω πως το όνομα μου δεν είναι κατάρα… Εγώ, η
Αντιγόνη. Από ιέρεια του Δίκαιου, σκιά του θανάτου.
Δε γύρισα ποτέ ξανά πίσω σ’ αυτή την πόλη, γιατί
εκείνη τη μέρα που το βέλος διαπέρασε ακαριαία το κορμί σου, διαπέρασε
μετά και την ψυχή μου.
Ο δικός μου Αχιλλέας, βλέπεις, ακόμη επιστρέφει στο
σπίτι. Το δικό σου λαχείο όμως όρισε να μην γυρίσεις ποτέ. Ούτε καν
θλιμμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου