Οι μοτοσυκλέτες με συνάντησαν κάπου
στα μέσα της τρίτης δεκαετίας της ζωής μου. Λίγο αργά θα έλεγα αλλά όχι
αδικαιολόγητα μιας και η πρώτη μηχανοκίνητη αγάπη ήταν το αυτοκίνητο.
Μια αγάπη που μου πέρασε ο πατέρας μου από πολύ μικρή ηλικία.
Οι “4τροχοί” πάντα βρίσκονταν σε στοίβες πάνω στα δύο κόκκινα δερμάτινα σκαμπό της κουζίνας. Τις Κυριακές τα μεσημέρια βλέπαμε F1 στην τηλεόραση, με τον πατέρα μου να πίνει φραπέ σε αυτό το παλιακό πορτοκαλί σέϊκερ της Tupperware και εγώ σαν μπόμπιρας να απολαμβάνω την πορτοκαλαδίτσα μου. Κάποιες άλλες Κυριακές με ξυπνούσε απο το άγριο χάραμα, κάθε φορά με διαφορετική ατάκα: “Ξύπνα, πάμε, έχει ανάβαση Ριτσώνας”, “Ξύπνα, έχει σιρκουί στα Μέγαρα”, “Πάμε να δούμε ράλι Ακρόπολις”. Για να μην πω για τις άπειρες εκθέσεις αυτοκινήτου στο ΣΕΦ, όπου κάθε φορά γυρνούσαμε με τσάντες γεμάτες φυλλάδια, αυτοκόλλητα, καπελάκια και γενικώς πράγματα με τα οποία θα καταπιανόμασταν για εβδομάδες μετά.
Πάντως, το πιο απολαυστικό ήταν όταν πηγαίναμε βόλτες με το αμάξι, με τον πατέρα μου να οδηγάει στα βουνά και σε επαρχιακές οδούς της Αττικής λες κι έκανε δοκιμαστικά και χρονομετρημένα. Σε κάθε στροφή το χαμόγελό μου μεγάλωνε ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσα πώς άλλαζε τις ταχύτητες, πότε φρέναρε, πότε τερμάτιζε το γκάζι και πολλά άλλα, που στην αρχή μου φαινόντουσαν ακαταλαβίστικα. Το παλιό Fiat 128 (το “αγωνιστικό” όπως το έλεγα μικρός) “πέταγε” στην Παλιά Εθνική πηγαίνοντας για Θήβα. Το Lada προσπαθούσε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε το καημένο, ενώ ο πατέρας μου κυριολεκτικά του έπινε το αίμα και το Almera έμπαινε στις κλειστές στροφές του Ωρωπού και της Κύμης με τον πίσω τροχό να αφήνει σε στιγμές την άσφαλτο, θέλοντας να απογειωθεί.
Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός Coyote μεγάλωσε, έβγαλε δίπλωμα και αγόρασε το δικό του αυτοκίνητο. Έμπλεξε με εξατμίσεις ελευθέρας, φιλτροχοάνες, αναρτήσεις. Γνώρισε κι άλλους “τρελούς” με τα αυτοκίνητα, πήγε σε πολλούς ακόμα αγώνες – νόμιμους και παράνομους. Έμαθε απ’ έξω και ανακατωτά τα βουνά της Ανατολικής Αττικής, σε πόσα δευτερόλεπτα ανάβει πράσινο στα φανάρια της Βούτας. Έτρεξε και αυτός στην πίστα στα Μέγαρα και έγραψε χιλιάδες χιλιόμετρα στο κοντέρ του.
Πήρε πολλές στροφές στη ζωή του – κάποιες σωστά και κάποιες λάθος. Κάποιες τον έφτασαν ένα βήμα πριν το τέλος και κάποιες άλλες σε εκείνο το χαμόγελο που είχε σαν συνοδηγός πλάι στον πατέρα του.
Τελικά τι είναι η ζωή; Μια κλειστή δεξιά που κατεβάζεις δευτέρα και στην κορυφή της πατάς το γκάζι σαν να θες να το ξηλώσεις!
Οι “4τροχοί” πάντα βρίσκονταν σε στοίβες πάνω στα δύο κόκκινα δερμάτινα σκαμπό της κουζίνας. Τις Κυριακές τα μεσημέρια βλέπαμε F1 στην τηλεόραση, με τον πατέρα μου να πίνει φραπέ σε αυτό το παλιακό πορτοκαλί σέϊκερ της Tupperware και εγώ σαν μπόμπιρας να απολαμβάνω την πορτοκαλαδίτσα μου. Κάποιες άλλες Κυριακές με ξυπνούσε απο το άγριο χάραμα, κάθε φορά με διαφορετική ατάκα: “Ξύπνα, πάμε, έχει ανάβαση Ριτσώνας”, “Ξύπνα, έχει σιρκουί στα Μέγαρα”, “Πάμε να δούμε ράλι Ακρόπολις”. Για να μην πω για τις άπειρες εκθέσεις αυτοκινήτου στο ΣΕΦ, όπου κάθε φορά γυρνούσαμε με τσάντες γεμάτες φυλλάδια, αυτοκόλλητα, καπελάκια και γενικώς πράγματα με τα οποία θα καταπιανόμασταν για εβδομάδες μετά.
Πάντως, το πιο απολαυστικό ήταν όταν πηγαίναμε βόλτες με το αμάξι, με τον πατέρα μου να οδηγάει στα βουνά και σε επαρχιακές οδούς της Αττικής λες κι έκανε δοκιμαστικά και χρονομετρημένα. Σε κάθε στροφή το χαμόγελό μου μεγάλωνε ενώ ταυτόχρονα παρακολουθούσα πώς άλλαζε τις ταχύτητες, πότε φρέναρε, πότε τερμάτιζε το γκάζι και πολλά άλλα, που στην αρχή μου φαινόντουσαν ακαταλαβίστικα. Το παλιό Fiat 128 (το “αγωνιστικό” όπως το έλεγα μικρός) “πέταγε” στην Παλιά Εθνική πηγαίνοντας για Θήβα. Το Lada προσπαθούσε να κάνει ό,τι καλύτερο μπορούσε το καημένο, ενώ ο πατέρας μου κυριολεκτικά του έπινε το αίμα και το Almera έμπαινε στις κλειστές στροφές του Ωρωπού και της Κύμης με τον πίσω τροχό να αφήνει σε στιγμές την άσφαλτο, θέλοντας να απογειωθεί.
Τα χρόνια πέρασαν, ο μικρός Coyote μεγάλωσε, έβγαλε δίπλωμα και αγόρασε το δικό του αυτοκίνητο. Έμπλεξε με εξατμίσεις ελευθέρας, φιλτροχοάνες, αναρτήσεις. Γνώρισε κι άλλους “τρελούς” με τα αυτοκίνητα, πήγε σε πολλούς ακόμα αγώνες – νόμιμους και παράνομους. Έμαθε απ’ έξω και ανακατωτά τα βουνά της Ανατολικής Αττικής, σε πόσα δευτερόλεπτα ανάβει πράσινο στα φανάρια της Βούτας. Έτρεξε και αυτός στην πίστα στα Μέγαρα και έγραψε χιλιάδες χιλιόμετρα στο κοντέρ του.
Πήρε πολλές στροφές στη ζωή του – κάποιες σωστά και κάποιες λάθος. Κάποιες τον έφτασαν ένα βήμα πριν το τέλος και κάποιες άλλες σε εκείνο το χαμόγελο που είχε σαν συνοδηγός πλάι στον πατέρα του.
Τελικά τι είναι η ζωή; Μια κλειστή δεξιά που κατεβάζεις δευτέρα και στην κορυφή της πατάς το γκάζι σαν να θες να το ξηλώσεις!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου