25 Σεπ 2018

Ο Φρόιντ, ο φασισμός και ο “ήρωας του πολιτισμού Μουσολίνι”

Μπορεί σήμερα η ψυχανάλυση να έχει πάρει δρόμους που ο θεμελιωτής της Σίγκμουντ Φρόιντ να μην είχε φανταστεί, πολλώ δε μάλλον εγκρίνει, μπορεί επίσης οι διάφορες εκφάνσεις της να μην αποτελούν πια παρά ένα κλάσμα από το ευρύτατο φάσμα των προσφερόμενων μορφών ψυχοθεραπείας, η αίγλη ή τουλάχιστον η γοητεία του Φρόιντ ακόμα και μεταξύ των πολεμίων  παραμένει σχεδόν αναλλοίωτη στο χρόνο. Είναι γεγονός πως πρόκειται για ένα πρόσωπο που επηρέασε πολύ πέρα από το χώρο της ψυχολογίας και της ψυχιατρικής κλάδους, όπως η τέχνη, ο κινηματογράφος, η λογοτεχνία, ακόμα και η γλώσσα, με την εισαγωγή εκφράσεων όπως “οιδιπόδειο σύμπλεγμα” μεταξύ πολλών άλλων. Παρότι ατελείωτο μελάνι έχει χυθεί υπέρ ή κατά των θεωρητικών αναζητήσεων αλλά και της κλινικής πρακτικής του Φρόιντ, λιγότερη προσοχή έχει δοθεί στις πολιτικές του απόψεις, καθώς ο συντηρητισμός του, που άγγιζε το φλερτ με το φασισμό, δεν ταίριαζε και τόσο πολύ με την εικόνα του φιλελεύθερου, διωγμένου από τους ναζί Εβραίου διαννοουμένου στο τέλος της ζωής του, που είναι κι αυτή που επιλεκτικά προβάλλεται στις περισσότερες περιπτώσεις.
Το πιο μελανό σημείο των (ημι)δημόσιων τοποθετήσεών του είναι αναμφίβολα η αφιέρωση του κειμένου “Γιατί πόλεμος;” , όπου περιέχεται η αλληλογραφία του με τον Αϊνστάιν πάνω στο ζήτημα του πολέμου το 1932, “στον Μπενίτο Μουσολίνι, με το σεβάσμιο χαιρετισμό ενός ηλικιωμένου άνδρα που αναγνωρίζει στο πρόσωπο του ηγέτη έναν ήρωα του πολιτισμού. Βιέννη 26 Απρίλη 1933”. Το κείμενο αυτό, στο οποίο ο Φρόιντ ενοχοποιεί για τους πολέμους το λεγόμενο “ένστικτο του θανάτου”, δηλαδή εγγενείς κατά τον ίδιο αυτοκαταστροφικές τάσεις του ανθρώπου, με ενδεικνυόμενη λύση την “δημιουργία μιας κεντρικής εξουσίας, στις αποφάσεις της οποίας θα υπόκεινται όλες οι συγκρούσεις των συμφερόντων” (άρα και των ταξικών), έφτασε στον Μουσολίνι μέσω ενός θεατρικού συγγραφέα και κοινού γνωστού. Πολλοί προσπάθησαν να αποδώσουν την αφιέρωση όχι σε πολιτική συμπάθεια του Φρόιντ στο δικτάτορα, αλλά στο θαυμασμό που ένιωθε εκείνος για το αρχαιολογικό έργο που γινόταν επί ημερών του Ντούτσε στη Ρώμη, ενώ έχει προταθεί και η ερμηνεία πως σκόπευε να “κατευνάσει” το Μουσολίνι, ώστε να τον έχει σύμμαχο σε μια πολιτική που θα καταπολεμούσε την προσάρτηση της Αυστρίας στη ναζιστική Γερμανία.
Το έωλο έως και φαιδρό της εν λόγω επιχειρηματολογίας γίνεται φανερό από τη στήριξη που έδωσε ο Φρόιντ στον αυταρχικό καγκελάριο και μετέπειτα δικτάτορα της Αυστρίας Ντόλφους, παρότι αναγνώριζε ανοιχτά το φασιστικό του χαρακτήρα. Σε επιστολή του στον γιατρό φίλο του Μαξ Σουρ γράφει “Η αυστριακή κυβέρνηση είναι σίγουρα ένα καθεστώς λίγο πολύ φασιστικό”, αλλά παρόλαυτα “έχει όλη μας τη συμπάθεια”. Σε άλλη του επιστολή, αντιμετωπίζει αδιάφορα-κι αυτό είναι ο επιεικέστερος χαρακτηρισμός- τη σφαγή που διέπραξε ο Ντόλφους κατά περίπου 2000 σοσιαλδημοκρατών εργατών της οργάνωσης Heimwehr το 1934. Εξάλλου ο ίδιος σημείωνε πως “ούτε με τη δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να ζήσει κανείς”, όταν από νωρίς του είχε προταθεί από φίλους να φύγει από την Αυστρία. Εκείνος όμως θεωρούσε πως “μια μετριοπαθής μορφή φασισμού”, την οποία θεωρούσε βραχυπρόθεσμη, ήταν κάτι που θα μπορούσε να αποδεχτεί. Ακόμα και απέναντι στο ναζισμό η στάση του παρότι απορριπτική είχε και στοιχεία αναμονής, ενώ δε δίστασε να συνεργαστεί με απεσταλμένους του Ινστιτούτου Γκαίρινγκ ώστε να διασφαλίσει τη συνέχιση της ψυχανάλυσης στη Γερμανία, όπου σημειωτέον τα βιβλία του είχαν καεί στις μεγάλες πυρές του 1933. Ακόμα και μετά την προσάρτηση (Anschluss) της Αυστρίας στο Γ’ Ράιχ το Μάρτη του 1938, ο Φρόιντ εξακολουθούσε να υποτιμά το βίαια αντισημιτικό χαρακτήρα του καθεστώτος, και μόνο η σύλληψη και ανάκριση της κόρης του Άννας από τη Γκεστάπο τον έπεισε πως η αυτοεξορία ήταν μονόδρομος.
Στην πραγματικότητα, ο Φρόιντ τήρησε απέναντι στο φασισμό μια παραλλαγή της στάσης που τήρησαν πολλοί άνθρωποι της τάξης του – πέραν των ουκ ολίγων που ενθουσιωδώς τον ασπάστηκαν- δηλαδή ένα κράμα αποδοχής του ως μη χείρον, συγκρατημένης συμπάθειας αλλά και αυταπατών ως προς το πόσο ευρεία θα ήταν η κατηγορία των εχθρών του. Αρκεί να συγκρίνει κανείς τις λιγοστές σε σχέση με τον όγκο του έργου του, αλλά πολύ εύγλωττες και μαχητικές θεωρητικές του αναμετρήσεις με τον κομμουνισμό και την ΕΣΣΔ, με τις πολύ πιο περιορισμένες και -όπως διαπιστώσαμε- το λιγότερα αμφίθυμες τοποθετήσεις του απέναντι στο φασισμό, ιδιαίτερα σε εκδοχές του, όπως ο ιταλικός, που άργησαν να εστερνιστούν τα ρατσιστικά προτάγματα της γερμανικής του έκφανσης.
Όσο για τις απόψεις του για τον κομμουνισμό αυτές καθεαυτές, συνοψίζονται επί της ουσίας στο χιλιοειπωμένο επιχείρημα ότι αντίκεται στην ανθρώπινη φύση και συγκεκριμένα στις επιθετικές τάσεις της. Επιπλέον, προχωρά σε μια δική του διατύπωση της θεωρίας των δύο άκρων, συγκρίνοντας το ναζιστικό αντισημιτισμό με τον ταξικό πόλεμο των μπολσεβίκων κατά των αστών: […]Ούτε ήταν απρόσμενα τυχαίο πως το όνειρο μιας γερμανικής παγκόσμιας κυριαρχίας είχε ανάγκη των αντισημιτισμό ως συμπλήρωμα. Κι είναι κατανοητό πως η απόπειρα να εγκαθιδρυθεί ένας καινούριος, κομμουνιστικός πολιτισμός στη Ρωσία οφείλει να βρει ψυχολογικό στήριγμα στη δίωξη των αστών. Αναρωτιέται κανείς με ανησυχία, τι θα κάνουν οι Σοβιετικοί αφού εξολοθρεύσουν τους αστούς τους”.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ